7. Άφιξη

Αρχικά να πω ότι δεν έχω πάει ποτέ στην Αίγυπτο, αν και θα το ήθελα πολύ, έτσι προσπάθησα να την περιγράψω απλά όπως τη φαντάζομαι, καθώς και με μια σύντομη έρευνα στο ίντερνετ. Ζητώ συγνώμη αν οι περιγραφές μου δεν είναι ακριβείς, ούτως ή άλλως όμως δεν γνωρίζουμε πώς θα είναι η Αίγυπτος το 2030. Το χωριό Αλ Ζαχάρα, καθώς και οι συγκεκριμένες πυραμίδες κοντά σε αυτό, δεν υπάρχουν και είναι βγαλμένα επίσης από τη φαντασία μου για τους σκοπούς της ιστορίας. Στη φωτογραφία επάνω βλέπουμε το Κάιρο.

****************************

Ο Λεωνίδας ξύπνησε απότομα με το τράνταγμα που έκανε το αεροπλάνο όταν πάτησε στη γη. Κοιμόταν σχεδόν σε όλο το ταξίδι. Προσπάθησε να συνέλθει από τον ύπνο και να συγκεντρωθεί σε αυτά που έπρεπε να κάνει.

Η ζέστη μόλις βγήκε έξω του έκοψε την ανάσα. Ήταν υπερβολική για Απρίλη μήνα, αλλά, εκτός από την υπερθέρμανση του πλανήτη λόγω της οποίας κάθε χρόνο αυξανόταν η θερμοκρασία, το κλίμα της Αφρικής ήταν και τελείως διαφορετικό από εκείνο της Ελλάδας στο οποίο είχε συνηθίσει.

Το αεροδρόμιο του Καΐρου ήταν γεμάτο κόσμο που πηγαινοερχόταν συνεχώς. Βρήκε τη βαλίτσα του πολύ δύσκολα, γιατί δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου οργάνωση. Έξω γινόταν ένας πανικός λόγω της κίνησης. Κοίταξε έκπληκτος γύρω του. Το Κάιρο φαινόταν σαν να πήγαινε είκοσι χρόνια πίσω. Δεν υπήρχε ούτε ένα αυτοκίνητο με αυτόματη οδήγηση, έτσι είχε δημιουργηθεί ένα απίστευτο μποτιλιάρισμα με τους οδηγούς να κορνάρουν σαν μανιακοί και να βρίζουν στα αραβικά.

Ένας πήγε να πατήσει τον Λεωνίδα όπως περνούσε απέναντι. Ο Λεωνίδας ζήτησε συγνώμη με ένα νόημα, προσπαθώντας να μη μαντέψει τι βρισιές του ξεστόμισε ο οδηγός με το κεφάλι έξω απ' το παράθυρο.

Πήγε σε μια σκιά για να αποφύγει το καταραμένο άστρο της ημέρας που έκαιγε, τον ήλιο, και έστειλε ένα μήνυμα στον Αλέξανδρο ότι έφτασε. Μόνο αυτό. Λίγο πιο πέρα, υπήρχε μια καντίνα και δίπλα της ο άνθρωπος που νοίκιαζε αυτοκίνητα, όπως ακριβώς του είχε υποδείξει ο Αλέξανδρος. Κάθισε στην καντίνα, έφαγε μια αραβική πίτα γεμιστή με λαχανικά και κρέας και ήπιε μπόλικο νερό.

Μετά σηκώθηκε να φύγει. Δεν έπρεπε να καθυστερήσει άλλο. Αγόρασε ένα μεγάλο μπουκάλι νερό για το δρόμο και πλησίασε τα ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα. Παρατήρησε ότι λειτουργούσαν όλα με βενζίνη αντί για ηλιακή ενέργεια όπως σε όλο σχεδόν τον υπόλοιπο κόσμο. Ο υπεύθυνος, ένας αδύνατος, σκουρόχρωμος με μουστάκι τον πλησίασε.

"Γεια σας." του είπε ο Λεωνίδας στ' αγγλικά. "Θα ήθελα να νοικιάσω ένα αυτοκίνητο."

"Για πόσο καιρό;" τον ρώτησε με σπαστά Αγγλικά ο Αιγύπτιος. Ο Λεωνίδας έκανε έναν υπολογισμό, συνειδητοποίησε όμως πως δεν ήξερε πόσο καιρό θα έμενε.

"Για περίπου μία εβδομάδα." είπε για να είναι σίγουρος.

Ο Αιγύπτιος του έδειξε ένα τραπεζάκι στη σκιά και του είπε να περιμένει. Ο Λεωνίδας κάθισε και έβγαλε το χάρτη που του είχε δώσει ο Αλέξανδρος. Πόσα χρόνια είχε να δει κανονικό χάρτη... Δυσκολεύτηκε λίγο στην αρχή να τον διαβάσει, στη συνέχεια όμως είδε ότι δεν διέφερε και πολύ από τα GPS. Βρήκε εύκολα το Κάιρο. Το έγραφε με κεφαλαία γράμματα.

Μόνο που... Πού ακριβώς βρισκόταν το Αλ Ζαχάρα; Κοίταξε ξανά και ξανά, όλο το χάρη της Αιγύπτου, όμως πουθενά δεν αναγραφόταν περιοχή με αυτό το όνομα. Υπήρχε μόνο μια απέραντη έρημος, χωρίς δρόμους. Διάσπαρτες βρίσκονταν επίσης ζωγραφισμένες διάφορες πυραμίδες.

Δεν μπορούσε να πάρει τηλέφωνο τον Αλέξανδρο και να τον ρωτήσει για το Αλ Ζαχάρα, γιατί η ARAK ίσως παρακολουθούσε τη συνομιλία και καταλάβαινε το σκοπό του ταξιδιού του. Τουλάχιστον δεν θα τον εντόπιζαν μέσω του κινητού του, αφού μόλις έφευγε απ' το Κάιρο θα το έσβηνε για λόγους ασφαλείας. Όμως ούτε στο GPS του κινητού ήταν ορατό το μυστηριώδες χωριό.

Ένα αόρατο χωριό, καλά κρυμμένο μέσα στην έρημο. Καθόλου περίεργο το ότι η Βάσια βρήκε καταφύγιο εκεί. Ο ενοικιαστής του αυτοκινήτου πλησίασε με κάτι χαρτιά.

Ο Λεωνίδας του έδειξε το χάρτη και του ζήτησε πληροφορίες σχετικά με το πως να πάει στο Αλ Ζαχάρα. Στο άκουσμα του ονόματος του χωριού, ο Αιγύπτιος γούρλωσε τα μάτια του και μουρμούρισε κάτι στα Αραβικά.

"Τι συμβαίνει;!" τον ρώτησε απορημένος ο Λεωνίδας. Εκείνος έψαχνε να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να δικαιολογήσει τον τρόμο του.

"Death." είπε τελικά.

Ήταν η σειρά του Λεωνίδα να σοκαριστεί. Θάνατος; Τι να σήμαινε αυτό; Όποιος πήγαινε εκεί πέθαινε; Δεν μπορούσε να επιστρέψει; Γι' αυτό η Βάσια δεν είχε γυρίσει στους δικούς της; Κι αν όντως δεν μπορούσε να φύγει και ο ίδιος; Δεν τον ένοιαζε όμως. Ήθελε απαντήσεις και θα τις έπαιρνε με όποιο κόστος. Εξάλλου, ο φίλος του Αλέξανδρου, ο Γκεμπ, πώς είχε πάει και είχε γυρίσει τόσες φορές;

"Ξέρεις πώς θα πάω;" ρώτησε τον Αιγύπτιο.

"Όχι. Κανείς δεν ξέρει. Θέλεις πεθάνεις;"

Αποφάσισε να μην ασχοληθεί με ανόητες δυσειδαιμονίες. Το χωριό απλά δεν φαινόταν στους δορυφόρους κατά έναν μυστήριο τρόπο και γι' αυτό οι περισσότεροι Αιγύπτιοι πίστευαν ότι δεν υπήρχε και ότι όποιος προσπάθησε να πάει, πέθανε μέσα στην απέραντη έρημο. Ο χάρτης όμως που είχε στείλει ο Γκεμπ θα τον βοηθούσε. Ανάμεσα στις δυο μεγάλες πυραμίδες έγραφε κάτω- κάτω.

Ο Λεωνίδας κύκλωσε με το στυλό το σημείο ανάμεσα στις δυο πυραμίδες που φαίνονταν λίγο μεγαλύτερες από τις άλλες. Το έδειξε στον ενοικιαστή.

"Εδώ είναι." του είπε. "Θα πάω." Ο Αιγύπτιος σκέφτηκε ότι μάλλον είχε να κάνει με τρελό κι δεν προσπάθησε άλλο να τον μεταπείσει.

Του έδωσε το έγγραφο να το συμπληρώσει και να το υπογράψει. Μετά τον πήγε στο αυτοκίνητο του, ένα ασημί Citroen του 2011. Η μητέρα του είχε κάποτε ένα τέτοιο. Ο Λεωνίδας του έδωσε μια προκαταβολή.

"Πρέπει γεμίσεις με βενζίνη." του είπε ο Αιγύπτιος μόλις μπήκε μέσα. Ο Λεωνίδας τον αγνόησε κι έβαλε μπροστά με το κλειδί.

"Το air condition;" τον ρώτησε.

"Χάλασε."

"Σκατά." μουρμούρισε ο Λεωνίδας κι έριξε μια ματιά στην ένδειξη της βενζίνης.

Δεν ήταν γεμάτη ως πάνω, αντιθέτως ήταν λίγο πιο πάνω απ' τη μέση. Αλλά θα του έφτανε. Οι πυραμίδες δεν φαίνονταν μακριά.

"Καλή τύχη." του ευχήθηκε ο Αιγύπτιος, σχεδόν αποφασισμένος ότι δεν θα ξαναέβλεπε το αυτοκίνητο του και ούτε θα έπαιρνε τα υπόλοιπα χρήματα.

Ο Λεωνίδας είχε συνηθίσει να βάζει αυτόματο οδηγό, εγκλωβισμένος όπως όλοι στις ανέσεις της σύγχρονης εποχής. Αλλά ακόμα και όταν οδηγούσε ο ίδιος, είχε το GPS να τον καθοδηγεί. Τώρα δεν είχε τίποτα και δυσκολεύτηκε πάρα πολύ να βγει από το Κάιρο ακολουθώντας το χάρτη. Το κινητό του έσβησε από μπαταρία, αλλά αυτό δεν τον ένοιαζε, έτσι κι αλλιώς σχεδίαζε να το σβήσει από μόνος του. Αν όμως πάθαινε κάτι κι έπρεπε να καλέσει βοήθεια; Αυτό το σαράβαλο δεν είχε ούτε καν πρίζα για φόρτιση!

Οδηγούσε με όλα τα παράθυρα ανοιχτά εφόσον το κλιματιστικό ήταν χαλασμένο, όμως μόνο ζεστός αέρας έμπαινε μέσα. Σε κάθε φανάρι έπινε νερό κι έκανε αέρα με το φάκελο. Σε δύο ώρες περίπου βγήκε από την πολύβουη πρωτεύουσα και περνούσε μερικά εξαθλιωμένα χωριά με καλύβες.

Το ραδιόφωνο είχε καταργηθεί, αφού όλοι πλέων άκουγαν μουσική μόνο μέσω ίντερνετ. Αλλιώς θα το άνοιγε, ή αν είχε ένα USB θα το έβαζε στην ειδική υποδοχή. Αυτό το σύστημα το είχαν ακόμα και παλιότερα αυτοκίνητα. Ίντερνετ όμως δεν είχε ούτε για δείγμα!

Οι τσίγκινες καλύβες ολοένα και λιγόστευαν. Πέρασε έναν απέραντο κεντρικό δρόμο με φοίνικες δεξιά κι αριστερά του. Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, ένιωσε ελεύθερος. Το κινητό του ήταν κλειστό, οπότε δεν τον έβλεπαν οι δορυφόροι. Το σύστημα δεν τον παρακολουθούσε πια! Είχε κρυφτεί από το σύστημα! Φυσικά ήξερε ότι μπορεί να είχε και συνέπειες αυτό όταν επέστρεφε. Όμως τώρα τον ένοιαζε μόνο το παρόν.

Σύντομα οι φοίνικες άρχισαν να αραιώνουν. Έστριψε δεξιά και πέρασε σε ένα μικρότερο, κακοφτιαγμένο δρόμο. Φυσικά αυτός δεν υπήρχε στο χάρτη. Πίσω του, ο κεντρικός δρόμος συνεχιζόταν προς τον πολιτισμό, ενώ ο μικρός δρόμος στον οποίο οδηγούσε έμοιαζε να συνεχίζεται ως το άπειρο.

Πέρα μακριά, ως εκεί που έβλεπαν τα μάτια του- και είχε ασυνήθιστα καλή όραση- δεν φαινόταν τίποτα. Ήταν μόνος εκείνος, ο ουρανός και η απέραντη έκταση της ερήμου. Επί μία ώρα οδηγούσε σε αυτή την ευθεία, δεν έβλεπε ίχνος πυραμίδας, ίχνος ζωής, ούτε άλλους δρόμους. Τα λάστιχα έτριζαν πάνω στην καυτή άσφαλτο. Έκανε μια στάση να πιει νερό και βγήκε να ξεπιαστεί λίγο.

Ο ήλιος έκαιγε, όπως έκαιγε στην Ελλάδα τον Ιούλιο. Μόνο που ήταν αρχές Απριλίου. Το μπλουζάκι και το τζιν του κολλούσαν πάνω του απ' τον ιδρώτα, τόσο που και να ήθελε να τα βγάλει δεν θα μπορούσε.

Είχε ξεχάσει το ρολόι του, όμως με βάση τη θέση του Ήλιου υπολόγισε πως η ώρα ήταν περίπου δύο το μεσημέρι, ενώ έφυγε απ' το Κάιρο γύρω στις δωδεκάμισι. Κοίταξε γύρω του και αφουγκράστηκε. Μόνο άμμος, μια απέραντη έκταση με καυτή άμμο, κάπου- κάπου ένας αμμόλοφος και ένας ευθύς δρόμος με λακκούβες που δεν οδηγούσε πουθενά. Δεν ακουγόταν τίποτα, μόνο ο υπόκωφος ήχος του ανέμου από μακριά. Σαν να είχε πεθάνει και βρισκόταν στην Κόλαση.

Έδιωξε αμέσως αυτές τις σκέψεις. Δεν υπάρχει η Κόλαση, ούτε ο Παράδεισος. είπε από μέσα του και ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο, γιατί αν έμενε άλλο ένα λεπτό έξω θα πάθαινε ηλίαση. Προσπάθησε να συμβουλευτεί το χάρτη, όμως του ήταν πλέων άχρηστος εφόσον δεν του έδειχνε το δρόμο στον οποίο βρισκόταν. Τουλάχιστον ήξερε πως κατευθυνόταν προς νότια. Ξεκίνησε πάλι να οδηγάει με ταχύτητα.

Δεν του είχε απομείνει πολύ νερό, ούτε βενζίνη. Φοβόταν ότι θα πέθαινε προσπαθώντας να βρει αυτό το καταραμένο μέρος. Τα κόκαλα του θα θάβονταν στην άμμο και δεν θα τα έβρισκε ποτέ κανένας. Μετάνιωσε την ώρα και τη στιγμή που δέχθηκε αυτή την αποστολή. Ώστε για αυτό ο Μύρωνας δεν ήθελε να πάει μαζί του;

Ο καυτός αέρας που έμπαινε απ' τα παράθυρα τον δυσκόλευε να αναπνεύσει, όμως αν τα έκλεινε θα πέθαινε σίγουρα απ' τη ζέστη. Η ώρα πήγε τρεις- τη βρήκε πάλι χάρη στην ικανότητα του να "διαβάζει" τη θέση του ήλιου. Με το ένα χέρι κρατούσε το τιμόνι και με το άλλο έκανε αέρα με το φάκελο.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο αέρας σήκωσε ξαφνικά μια αμμοθύελλα και δεν μπορούσε να δει μπροστά του. Η σκόνη εισχώρησε στο αυτοκίνητο, μπήκε στα μάτια του, στο στόμα του, παντού. Σταμάτησε απότομα και βάλθηκε να τρίβει τα μάτια του και να βήχει. Τα κράτησε κλειστά, μέχρι που η αμμοθύελλα σταμάτησε. Τότε συνήλθε κάπως. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του παρμπρίζ. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και μασούσε ακόμα άμμο. Έσκυψε απ' το παράθυρο και έφτυσε πολλές φορές για να τη βγάλει.

Όταν καθάρισε κάπως το τοπίο και μπόρεσε πάλι να δει ευθεία μπροστά, διέκρινε στο βάθος, νότιο-ανατολικά, έναν αμμόλοφο. Πίσω του ξεπρόβαλε η κορυφή μιας μεγάλης πυραμίδας.

"Το βρήκα!" φώναξε μόνος του. "Βρήκε το Αλ Ζαχάρα!" και ξεκίνησε πάλι να οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα.

Σύντομα συνάντησε την πρώτη διασταύρωση. Έστριψε δεξιά, σίγουρος ότι αυτός ο δρόμος οδηγούσε στη μία μεγάλη πυραμίδα. Τώρα η πυραμίδα βρισκόταν στα αριστερά του. Η βενζίνη κόντευε να τελειώσει όμως. Μακάρι να υπήρχαν βενζινάδικα στην έρημο... είπε από μέσα του. Αλλά και να έμενε από βενζίνη, πόσο μακριά να ήταν το Αλ Ζαχάρα ώστε να πάει με τα πόδια;

Είχε κάνει τόσο δρόμο. Η ώρα σίγουρα θα κόντευε τέσσερις. Και τότε, σαν από θαύμα, στη δεξιά μεριά του δρόμου είδε ένα βενζινάδικο. Ένα αληθινό βενζινάδικο, σαν εκείνα που γέμιζαν ακόμα τα παλιά αυτοκίνητα στην Ελλάδα. Λειτουργούσε όμως; Πλησίασε. Δίπλα του βρισκόταν ένα μικρό, παλιό σπιτάκι. Έκοψε ταχύτητα και μόλις μπήκε στα όρια του κτίσματος, είδε να έρχεται προς το μέρος του ένας μεγαλόσωμος ηλιοκαμένος Αιγύπτιος.

Σταμάτησε το αυτοκίνητο δίπλα απ' τις αντλίες και βγήκε. Ήταν τόσο χαρούμενος που έβλεπε έναν άνθρωπο, που του ερχόταν να τον αγκαλιάσει, κι ας ήταν μεγάλος και τρομακτικός. Ήταν αρκετά σωματώδης και είχε ένα παράξενο, κενό βλέμμα. Σαν φάντασμα. Φορούσε μόνο ένα κόκκινο παντελόνι γυρισμένο ως το γόνατο, το κεφάλι του ήταν ξυρισμένο και ήταν ξυπόλητος.

"Γέμισε το." του είπε ο Λεωνίδας. Ο βενζινάς άνοιξε την τάπα στο  πίσω μέρος του αυτοκινήτου και με αργές κινήσεις έβγαλε την αντλία από τη θέση της.

Καθώς ο Λεωνίδας μετρούσε τα λεφτά στο πορτοφόλι του (είχε φροντίσει από πριν να σηκώσει, γιατί δεν δέχονταν παντού πληρωμή με κάρτα στην Αίγυπτο, καθώς και να αλλάξει το συνάλλαγμα), αποφάσισε να ζητήσει πληροφορίες:

"Είμαι στη σωστή κατεύθυνση για το Αλ Ζαχάρα;" τον ρώτησε.

"No English." είπε με βαριά, παγωμένη φωνή ο Αιγύπτιος.

"Αλ Ζαχάρα...;" έκανε άλλη μια προσπάθεια ο Λεωνίδας, δείχνοντας με το χέρι του στην ευθεία προς τα εκεί όπου κοιτούσε το αυτοκίνητο.

Αντί για αυτό, ο βενζινάς του έδειξε το σπιτάκι και του είπε:

"Food, water." Ο Λεωνίδας εκνευρίστηκε. Τι στο καλό... Ακόμα και αν όντως δεν ήξερε Αγγλικά, το Αλ Ζαχάρα θα το καταλάβαινε. Ας είναι όμως. Αποφάσισε να ανεφοδιαστεί με φαΐ και νερό πρώτα απ' το σπίτι, όπως του υπέδειξε ο Αιγύπτιος και μετά θα προσπαθούσε να συνεννοηθεί μαζί του. Έχωσε το πορτοφόλι του στην πίσω τσέπη του τζιν του και πήρε το μισοάδειο μπουκάλι του απ' το κάθισμα του συνοδηγού, για να το γεμίσει.

Από κοντά, το σπίτι του βενζινά φαινόταν πολύ πιο εγκατελειμμένο, σαν στοιχειωμένο σχεδόν. Στο βάθος, ο σωματώδης βενζινάς γέμιζε ακόμα το αυτοκίνητο του. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Μια απαίσια μυρωδιά γέμιζε τον αέρα, αλλά τουλάχιστον εκεί μέσα ήταν κάπως δροσερά.

Το σαλόνι και η κουζίνα ήταν ένας ενιαίος χώρος, με ελάχιστα αραχνιασμένα έπιπλα. Στο βάθος υπήρχε μια πόρτα. Πήγε στην κουζίνα, στ' αριστερά. Το ψυγείο ήταν εκτός πρίζας. Ο Λεωνίδας το άνοιξε και είδε με φρίκη ότι το μόνο περιεχόμενο του ήταν ένας σωρός από τεράστιες και μικρότερες κατσαρίδες, οι οποίες το είχαν κάνει φωλιά. Το ξανάκλεισε αμέσως αηδιασμένος. Δεν τολμούσε καν να ανοίξει τα ντουλάπια. Πώς μπορεί και ζει εδώ; αναρωτήθηκε.

Τουλάχιστον να γεμίσω νερό. είπε και κατευθύνθηκε προς τη βρύση. Όταν την άνοιξε όμως, δεν έβγαλε ούτε σταγόνα νερό. Είχε στερέψει. Με κοροϊδεύει; σκέφτηκε. Ήταν περίεργος όμως να δει τι βρισκόταν στο πίσω δωμάτιο. Ήταν η τουαλέτα. Με το που άνοιξε την πόρτα, αντίκρισε μπροστά του ένα φριχτό θέαμα: ποντίκια παντού, άλλα ψόφια και άλλα ζωντανά τα οποία έκαναν πάρτι στη λεκάνη, στο νιπτήρα, παντού. Ώστε από εκεί ερχόταν η μυρωδιά.

Το στομάχι του ανακατεύτηκε και του ήρθε εμετός. Έκλεισε την πόρτα της τουαλέτας και βγήκε τρέχοντας έξω, με ανάμεικτα συναισθήματα αηδίας και θυμού για τον βενζινά που τον κορόιδεψε σχετικά με το φαγητό και το νερό που θα έβρισκε εκεί. Το μόνο που ήθελε όμως ήταν να μπει στο νοικιασμένο αυτοκίνητο του και να φύγει. Μόνο που...το αυτοκίνητο του έλειπε. Και όχι μόνο το αυτοκίνητο. Έλειπε όλο το βενζινάδικο και ο βενζινάς, σαν να μην υπήρξαν ποτέ.

Μήπως τρελάθηκα; σκέφτηκε με τρόμο. Ίσως τα φαντάστηκε όλα αυτά. Μόνο το σπίτι υπήρχε πίσω του, και ο δρόμος και ο αμμόλοφος μπροστά του με την κορυφή της πυραμίδας από πίσω. Ούτε ίχνος απ' το βενζινάδικο, λες και το είχαν αποσυναρμολογήσει μέσα στα ελάχιστα λεπτά που βρισκόταν στο σπίτι του τρόμου. Είχε ακούσει για διάφορες οφθαλμαπάτες που έβλεπαν οι ταξιδιώτες στις ερήμους όταν είχαν σφοδρή επιθυμία για κάτι, αλλά το αυτοκίνητο του; Πώς εξαφανίστηκε αυτό;

Δεν κάθισε να αναλύσει άλλο το τι συνέβη. Σημασία είχε τώρα ότι είχε μείνει ολομόναχος μέσα στην έρημο, κάτω απ' τον καυτό ήλιο, μόνο με μισό μπουκάλι νερό και το πορτοφόλι του. Έπρεπε να επιβιώσει- ή τουλάχιστον να προσπαθήσει. Θα ακολουθούσε το δρόμο και όπου τον έβγαζε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top