42. Η Αποκάλυψη της Αλήθειας

Ο Λεωνίδας ξύπνησε, λίγο ζαλισμένος γιατί μάλλον τον είχαν κοιμίσει με κάποιο είδος υπνωτικού. Άνοιξε τα μάτια του.

Βρισκόταν σε μια λευκή αίθουσα, με περίεργα μηχανήματα, καθισμένος στο κρύο πάτωμα και κολλημένος σε έναν τοίχο, με τα χέρια του τοποθετημένα σε δυο συσκευές και στερεωμένα στον τοίχο από δεξιά κι αριστερά. Ήταν σχεδόν γυμνός, φορούσε μόνο ένα λευκό ύφασμα γύρω απ' τη μέση του. Ξαφνικά θυμήθηκε τον τρόπο που τον άρπαξαν και κατάλαβε που βρισκόταν.

Όχι... σκέφτηκε.

Το κεφάλι του το ένιωθε βαρύ. Κατάλαβε ότι του είχαν τοποθετήσει μια συσκευή σαν κράνος, σαν εκείνες που του έβαζαν τότε στην κλινική...

«Όχι!» φώναξε και προσπάθησε να κουνηθεί, να ελευθερώσει τα χέρια του απ' τις αλυσίδες, μόλις τα κούνησε όμως, ένιωσε πόνους σαν μικρές σουβλιές και αίμα άρχισε να τρέχει στα μπράτσα του.

«Μην προσπαθείς να ξεφύγεις, Λεωνίδα Νικολάου. Απλά θα πεθάνεις από αιμορραγία.» άκουσε μια φωνή στα αυτιά του.

«Ποιος... Ποιος είσαι;» είπε. «Πού είσαι;! Φανερώσου!» φώναξε.

«Είμαι ο Βασιλιάς του πλανήτη Ζεντ, και συγχρόνως ο θεός του, λίγο κατώτερος από τον Θεό ολόκληρου του Σύμπαντος. Μπορώ να σου μιλάω στη γλώσσα σου μέσω της συσκευής που έχεις στο κεφάλι σου.»

«Τι θες από μένα;! Τι θέλετε από τη Γη και γιατί μας επιτεθήκατε;!» του φώναξε με μίσος ο Λεωνίδας.

«Δεν σας επιτεθήκαμε εμείς. Ο Αντώνης Λιβανός μας κήρυξε πρώτος τον πόλεμο. Άσε με να μπω στο μυαλό σου και να σου δείξω.»

«Τι...;» απόρησε ο Λεωνίδας.

Και τότε, ένιωσε μια δύναμη σαν ηλεκτρισμό στο κεφάλι του και όλα άρχισαν να σβήνουν. Είδε όλη του τη ζωή να περνάει από μπροστά του: να παίζει με τον αδελφό του μικρός, την Έλσα, την Ανίτα, όλα πάλι απ' την αρχή. Το ρεύμα τον διαπερνούσε όπως τότε που του έκαναν ηλεκτροσόκ. Είδε την κάθε σκηνή της ζωής του, με κάθε λεπτομέρεια, μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα. Μόνο που δεν ήταν μόνος στις αναμνήσεις του. Ένιωθε πως και κάποιος άλλος τις έβλεπε μαζί του. Ένιωθε την ψυχή του γυμνή, εκτεθειμένη σε ένα άγνωστο, ανώτερο ον.

Κι έπειτα, τα πάντα, άσπρισαν.

Πού βρίσκομαι; Αναρωτήθηκε. Όταν το τοπίο άρχισε να ξεθωριάζει, βρέθηκε να πλησιάζει αιωρούμενος σε ένα πολύ τρομακτικό πλάσμα, χωρίς να θέλει, σαν να τον έσπρωχνε μια αόρατη δύναμη.

Έμοιαζε με ένα γιγαντιαίο κεφάλι Ζεντιανού, μόνο που αντί για σώμα είχε πολλά, πελώρια πλοκάμια που απλώνονταν σε μια ολόκληρη αίθουσα. Καθώς πλησίαζε όλο και πιο κοντά, κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο βασιλιάς του πλανήτη Ζεντ. Απόκοσμη μουσική έπαιζε και τότε, ήταν σαν να μπήκε μέσα του και να βυθίστηκε τώρα εκείνος στο δικό του το μυαλό.

Ο κόσμος γύρω του στροβιλίστηκε και βρέθηκε στο γραφείο του Αντώνη Λιβανού, είκοσι χρόνια πριν. Δεν του είπε κανείς αλλά κατά κάποιον περίεργο τρόπο το ήξερε. Ο Λιβανός συνομιλούσε μέσω της ειδικής συσκευής με έναν Ζεντιανό εκπρόσωπο:

«Δηλαδή... για να καταλάβω.» έλεγε. «Μας ζητάτε να σας δώσουμε ανθρώπους, δικούς μας ανθρώπους, ώστε να... ζευγαρώσετε μαζί τους και να διαιωνίσετε το είδος σας;»

«Δεν θα ζευγαρώσουμε μαζί τους.» είπε ο εκπρόσωπος στη γλώσσα τους, όμως όλως παραδόξως ο Λεωνίδας την καταλάβαινε. «Απλά θα βάλουμε μέσα τους τον σπόρο μας, σε όσους είναι συμβατοί βέβαια, και θα γεννηθούν από αυτούς παιδιά δικά μας. Θα τους κάνουμε πολλά πειράματα βέβαια για να το πετύχουμε αυτό, και για αυτό δεν σας ζητάω να τους αναγκάσετε, αλλά να έρθουν εθελοντικά, όσοι και όσες θέλουν.»

Ο Αντώνης κούνησε το κεφάλι του, γελώντας ειρωνικά. Έπειτα σοβάρεψε.

«Αποκλείεται!» φώναξε. «Κανένας Γήινος δεν θα το δεχθεί αυτό!»

«Όσοι δεχθούν, θα τους δώσουμε την ευλογία μας, ώστε ποτέ ξανά στη ζωή τους να μην αρρωστήσουν. Σας ικετεύουμε. Είσαστε η μόνη μας ελπίδα σε ολόκληρο το Γαλαξία!» έκανε άλλη μια προσπάθεια ο εκπρόσωπος.

«Όχι! Η Γη θα υποφέρει από υπερπληθυσμό έτσι και τους δώσετε αυτή την... κατάρα που εσείς τη λέτε ευλογία!»

«Εμείς όμως θα αφανιστούμε αν σταματήσουν οι γεννήσεις.»

«Δεν με νοιάζει! Καλύτερα, να μη μας απειλήσετε και ποτέ! Δεν πρόκειται να θυσιάσω το μέλλον αυτού του πλανήτη για εσάς! Φύγε! Γύρνα στον βρωμοπλανήτη σου!» του φώναξε εκτός εαυτού και πέταξε το κράνος μετάφρασης με δύναμη στο πάτωμα.

Ο Λεωνίδας, σοκαρισμένος με αυτά που έμαθε, βρέθηκε στη συνέχεια πάλι στον πλανήτη Ζεντ, όπου άκουγε την αφήγηση με τη φωνή του Βασιλιά, ενώ συνέχιζε να βλέπει παντού γύρω του όλα τα γεγονότα που του περιέγραφε, σαν να βρισκόταν και ο ίδιος εκεί.

«Τα χρόνια περνούσαν και εμείς απελπιζόμασταν όλο και περισσότερο. Οι γεννήσεις ολοένα και μειώνονταν. Και αν δεν κάναμε κάτι, το είδος μας θα αφανιζόταν.»

«Όμως, έξω από τα τείχη του παλατιού, είδα αρκετά παιδιά ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό και μάλιστα με ένα είχα μια προσωπική επαφή.» σχολίασε ο Λεωνίδας με κάποια δυσπιστία.

«Δυστυχώς, αυτά που είδες είναι και τα μοναδικά παιδιά σε ολόκληρο τον πλανήτη. Το τελευταίο παιδί γεννήθηκε πριν από έξι δικά σας χρόνια.» Ο Λεωνίδας θυμήθηκε το παιδάκι που έσωσε.

Λες να είναι αυτό; Αναρωτήθηκε. Ήταν ακριβώς στην ηλικία της Άννας!

«Τα συγκεντρώσαμε όλα εδώ,» συνέχισε ο Βασιλιάς, «στην Πρωτεύουσα, γιατί πιστεύαμε πως θα είναι ασφαλή. Όμως αρκετά από αυτά σκοτώθηκαν σε ετούτο τον πόλεμο και αυτή τη στιγμή που μιλάμε, έχουν μείνει ελάχιστα.» Έκανε μια παύση και έπειτα επέστρεψε στην αφήγηση του: «Αυτός ήταν ο λόγος που έστελνα επιστημονικά σκάφη μου στη Γη, έπαιρναν ανθρώπους σας, τους μελετούσαν και όσοι δεν ήταν συμβατοί επιστρέφονταν πίσω, αφού διαγραφόταν πρώτα η μνήμη τους για να μη θυμούνται τίποτα. Κανένα από τα σκάφη αυτά δεν επέστρεφε στον Ζεντ. Για όσο καιρό διαρκούσαν τα πειράματα, παρέμεναν κρυμμένα στο Διάστημα ή σε βάσεις μας σε διάφορους ακατοίκητους πλανήτες. Υπήρξε όμως εκείνη η Γήινη, η Βάσια Γεωργίου, της οποίας η ομάδα που την ανέλαβε έκανε μια συναρπαστική ανακάλυψη: ο κάθε Γήινος, με την κατάλληλη τροποποίηση του DNA του, μπορούσε να γίνει συμβατός με εμάς και να φιλοξενήσει στο σώμα του Ζεντιανό έμβρυο.

Όμως το σκάφος τους συνετρίβη κάπου σε μια έρημο του πλανήτη σας καθώς την επέστρεφαν και εμείς δεν μπορέσαμε να λάβουμε το μήνυμα παρά μόνο λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο Αντώνης Λιβανός επανέφερε τις επικοινωνίες και δημιούργησε εκείνο το ισχυρό σήμα για να μας μεταφέρει πως εκείνος και οι ανώτεροι του ετοίμαζαν επίθεση, πως θα μας διέλυαν για να είναι σίγουροι ότι ο πλανήτης σας θα είναι ασφαλής. Μαζί με αυτό το μήνυμα, ήρθε και το άλλο, εκείνο των αποτελεσμάτων από τα πειράματα της Βάσιας Γεωργίου, που είχε μείνει τόσα χρόνια παγιδευμένο κάπου στις συχνότητες μας. Για αυτόν τον λόγο απαγάγαμε όλα εκείνα τα άτομα μαζικά λίγο πριν την επίθεση, για να τα σώσουμε και να μπορέσουμε να πραγματοποιήσουμε τα ίδια πειράματα που έγιναν στη Βάσια Γεωργίου και να τροποποιήσουμε το DNA τους. Και για αυτόν ακριβώς το λόγο χρειαζόμασταν ξανά τη Βάσια Γεωργίου.»

Βρέθηκε πάλι μπροστά του.

«Ο Αντώνης Λιβανός μας ξεγέλασε με τα ψέματα του.» του είπε. «Μας έκανε να πιστεύουμε πως είστε απειλή.»

«Η πραγματική απειλή ήταν ο Αντώνης Λιβανός και οι υπόλοιπες κυβερνήσεις σας. Τώρα όμως θα πρέπει να σε αφήσω, γιατί δεν θα αντέξει άλλο το σώμα σου. Πήγαινε τώρα, και παρέδωσε σε όλους το μήνυμα.» Τότε όλα άρχισαν να χάνονται και ο Βασιλιάς να απομακρύνεται.

«Περίμενε! Ποιο μήνυμα; Στάσου!»

Ο χρόνος τελείωσε όμως και τα πάντα έσβησαν. Ξύπνησε πάλι στη λευκή, κρύα αίθουσα. Μια πόρτα στο βάθος άνοιξε και μπήκε μέσα η Βάσια Γεωργίου.

«Βάσια...;» Ήταν πιο λαμπερή και όμορφη από ποτέ. Φορούσε μόνο μια λευκή, μακριά νυχτικιά ως τους αστραγάλους και ήταν ξυπόλυτη.

«Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, Λεωνίδα.» είπε εκείνη και πλησίασε.

Στα χέρια της κρατούσε κάτι υφάσματα.

«Μα πως...; Γιατί...; Είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να σε ρωτήσω...»

«Δεν έχει σημασία. Σημασία τώρα πια, έχει το ότι πέτυχε, Λεωνίδα.» και τοποθέτησε το χέρι στην κοιλιά της.

«Τι εννοείς;»

«Είμαι έγκυος. Με το παιδί του Βασιλιά. Δεν είναι απίστευτο; Ο Ζεντ επιτέλους θα αποκτήσει διάδοχο.»

Ο Λεωνίδας απόρησε. Πώς ήταν δυνατόν; Γιατί χαιρόταν τόσο; Η Βάσια κάθισε κάτω, του έβγαλε τη συσκευή απ' το κεφάλι και έπειτα πέρασε το χέρι της μπροστά από τη μια συσκευή που ήταν δεμένο το χέρι του και αμέσως οι αλυσίδες άνοιξαν και τον ελευθέρωσαν. Πήρε ένα πανί και άρχισε να τρίβει τις πληγές στα χέρια του.

Είχε ένα υγρό, το οποίο έτσουζε λίγο στην αρχή, όμως μετά ως δια μαγείας οι πληγές εξαφανίστηκαν. Η Βάσια γέλασε μόλις είδε το κατάπληκτο ύφος του.

«Κατάλαβες τώρα ποιος ήταν ο "κακός" της υπόθεσης;»

«Ναι, κατάλαβα. Τόσος πόλεμος, τόσος θάνατος για το τίποτα. Θα μπορούσε απλά να σκεφτεί έναν τρόπο για να βοηθήσει, ή απλά να δεχθεί την προσφορά.»

«Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει σημασία τώρα πια. Ο Λιβανός είναι νεκρός.»

«Τι; Είσαι σίγουρη;»

«Ναι. Τα στρατεύματα αναμένουν εντολή του Βασιλιά για να αποχωρήσουν από τη Γη. Πρέπει να παραδώσεις το μήνυμα πρώτα.»

«Ποιο μήνυμα;»

«Το μήνυμα της αλήθειας. Ό,τι ακριβώς σου είπε ο Βασιλιάς. Ότι ο Αντώνης Λιβανός είπε ψέματα σε όλους, ακόμα και στους ανώτερους ηγέτες των Ηνωμένων Εθνών. Ούτε εκείνοι ήξεραν τον πραγματικό λόγο για τον οποίο έγινε ο πόλεμος. Όλα θα φτιάξουν, θα δεις... Φόρεσε αυτό. Πρέπει να φύγουμε.»

Του έδωσε μια νυχτικιά ίδια με τη δικιά της και γύρισε για να τον αφήσει να αλλάξει.

«Πού θα με πας;» τη ρώτησε.

«Θα σε στείλω πίσω στη Γη.»

«Μα πώς... Με τι σκάφος; Ο μόνος τρόπος να γυρίσω είναι να επιστρέψω στο κυρίως σκάφος που μας έφερε εδώ.»

«Κι όμως, υπάρχει κι άλλος τρόπος.» είπε η Βάσια. «Η τεχνολογία των Ζεντιανων, αγαπητέ μου Λεωνίδα, είναι πολύ πιο προχωρημένη σε σχέση με τη Γη. Όλον αυτό τον καιρό που ήμουν εδώ... έμαθα πάρα πολλά πράγματα. Στην αρχή φοβόμουν, ήθελα να φύγω και ήλπιζα η Γη να στείλει κάποιους να με πάρουν πίσω. Όμως μετά...»

Γύρισε για να τον κοιτάξει. Εκείνος είχε αλλάξει, ήταν έτοιμος και απλά στεκόταν και την παρατηρούσε. Είχε κάτι διαφορετικό.

«Ερωτεύθηκα αυτό τον τόπο. Τους ανθρώπους του... και τον Βασιλιά.»

«Δηλαδή... ζευγάρωσες κανονικά με αυτό το πλάσμα που είδα;» Η Βάσια ένευσε.

«Κανονικά, όπως γίνεται με το δικό τους τρόπο. Και επιτέλους, βρήκα που πραγματικά ανήκω.»

«Οπότε... να υποθέσω ότι δεν έρχεσαι μαζί μου... δεν θα γυρίσεις ποτέ στη Γη.»

«Ακριβώς. Είμαι μία από αυτούς τώρα.»

Ο Λεωνίδας ένιωσε ένα κύμα οργής να τον πλημμυρίζει.

«Τελικά, ξέρεις στ' αλήθεια τι θέλεις;» τη ρώτησε ειρωνικά. «Ο άντρας σου, μετά ο Ντίνος, ύστερα εγώ και τώρα μου λες ότι θες να είσαι με τον Βασιλιά ενός εξωγήινου πλανήτη;!» είπε υψώνοντας τον τόνο της φωνής του στο τέλος.

«Λεωνίδα, προσπάθησε να καταλάβεις...»

«Όχι, δεν θέλω να καταλάβω, Βάσια! Έχεις μια οικογένεια στη Γη, έναν άντρα που σε περιμένει και ένα γιο ο οποίος έχει περάσει τα πάνδεινα για σένα, ρίσκαρε τη ζωή του για να έρθει να σε βρει, ήσουν ο μόνος λόγος που του έδινε κουράγιο για να πολεμήσει! Έφαγε βέλος με δηλητήριο, πολεμούσαμε έξω από τα τείχη και επέμενε να έρθει για να σε δει έστω για μια τελευταία φορά, παρόλο που έπρεπε να λάβει άμεση ιατρική φροντίδα! Και τώρα μου λες ότι θες να τα παρατήσεις όλα, να ξεχάσεις όλα τα άτομα που πραγματικά νοιάζονται για σένα και να μείνεις εδώ;!»

Η Βάσια κούνησε το κεφάλι με απογοήτευση.

«Λυπάμαι πολύ. Όμως απλά δεν μπορώ να γυρίσω στη Γη. Δεν θα είμαι πια η ίδια. Το DNA μου έχει αλλάξει, εσωτερικά είμαι κατά το 80% Ζεντιανή. Μου το έκαναν αυτό για να μπορέσω να κυοφορήσω το παιδί του Βασιλιά το οποίο, όταν γεννηθεί, ίσως βρεθεί στο αίμα του το φάρμακο για τη θεραπεία της γονιμότητας. Αυτά, βέβαια, τα εξηγώ και στο μήνυμα.»

Ο Λεωνίδας δεν μίλησε. Δεν ήξερε τι άλλο να της πει.

«Υποσχέθηκα στον Μύρωνα πως θα σε πάω πίσω σε αυτόν.» έκανε μια τελευταία προσπάθεια.

«Δεν μπορείς να κάνεις κάτι. Δεν φταις εσύ. Εγώ το επέλεξα. Σε παρακαλώ. Είσαι η μοναδική ελπίδα για να λήξει ο πόλεμος. 'Έξω, ο Γήινος στρατός ακόμα πολιορκεί τα τείχη. Το μήνυμα θα μεταφερθεί και σε αυτούς, και θα φροντίσω να γυρίσουν πίσω με ασφάλεια.»

«Και οι αιχμάλωτοι θα αφεθούν ελεύθεροι;»

«Ναι. Θα γυρίσουν πίσω μαζί με το στρατό σας.»

«Έχω το λόγο σου;»

«Στο ορκίζομαι.»

«Και πώς μπορώ να σε εμπιστευτώ; Είπες ότι είσαι μια από αυτούς τώρα. Πώς ξέρω ότι όλο αυτό δεν είναι παρά μία παγίδα.»

Η Βάσια πλησίασε λίγο κοντά του.

«Επειδή... βαθιά μέσα σου ξέρεις την αλήθεια. Επειδή με εμπιστεύθηκες τότε που με βρήκες στην Αίγυπτο και σε φιλοξένησα. Και τέλος, δεν θα βοηθούσα ποτέ να γίνει κάτι κακό σε έναν πλανήτη στον οποίο ανήκουν όλα τα άτομα που αγαπώ και νοιάζομαι για αυτά. Γιατί, μπορεί να επέλεξα να μείνω μακριά τους, αλλά δεν θα σταματήσω ποτέ να τους σκέφτομαι.»

Πλησίασε κι άλλο και άγγιξε το πρόσωπο του.

«Είσαι κι εσύ μέσα σ' αυτά τα άτομα, Λεωνίδα.» ψιθύρισε σχεδόν.

«Να πάρει, Βάσια. Έχεις τον τρόπο σου να πείθεις τους άντρες.» Εκείνη χαμογέλασε. «Λοιπόν λέγε, πώς θα με στείλεις πίσω στη Γη;»

«Ακολούθησε με. Μόνο που πρέπει να παραμείνεις κρυμμένος. Δεν έχει τελειώσει ακόμα ο πόλεμος και μέχρι να παραδοθεί το μήνυμα, τυπικά είσαι ακόμα εχθρός μας. Ίσως υπάρχουν άτομα εδώ μέσα που θα σε σκοτώσουν πριν καν προλάβω να τους εξηγήσω.»

«Τέλεια...» είπε ειρωνικά ο Λεωνίδας, που δεν είχε καταλάβει ακριβώς τι θα συνέβαινε.

Ήθελε όμως όσο τίποτα άλλο να τελειώσει επιτέλους ο πόλεμος, να πάψουν να χάνονται αθώες ζωές και να γυρίσει επιτέλους στην οικογένεια του. Του είχαν λείψει τόσο πολύ... Η Βάσια τοποθέτησε την παλάμη της στην πόρτα της αίθουσας και εκείνη άνοιξε. Βρέθηκαν σε έναν στριφτό διάδρομο σαν τούνελ, με χαμηλό φωτισμό από περίεργες λάμπες.

«Πρέπει να βιαστούμε. Θα σε βάλω κρυφά. Ακολούθα με.» του ψιθύρισε και άρχισε να περπατάει γρήγορα αλλά αθόρυβα.

Τα ξυπόλητα πόδια τους ελάχιστα ακούγονταν στο πέτρινο δάπεδο, το οποίο ήταν φτιαγμένο από ένα σκούρο υλικό που έμοιαζε με μάρμαρο. Κάποια στιγμή, συνάντησαν στα δεξιά τους μια ανοιχτή πόρτα και η Βάσια σταμάτησε και του έκανε νόημα να κάνει ησυχία.

Κοίταξαν μέσα στην αίθουσα και είδαν μια ομάδα Ζεντιανων στρατιωτών να λουφάρουν ακούγοντας μια περίεργη ηλεκτρονική μουσική. Κάποιοι χόρευαν κιόλας και οι κινήσεις τους σχεδόν έκαναν τον Λεωνίδα να γελάσει. Η μουσική τους ήταν πολύ παράξενη και ιδιαίτερη, «ρομποτική» θα έλεγε κανείς. Και έτσι απορροφημένοι όπως ήταν από αυτήν, ο Λεωνίδας και η Βάσια πέρασαν αθόρυβα χωρίς να τους δουν.

Έφτασαν σε μια άλλη πόρτα, η οποία τους οδήγησε σε μια μεγάλη αίθουσα με άγνωστα μηχανήματα, σαν υπολογιστές αλλά πολύ πιο περίπλοκα. Στη μέση υπήρχε ένας κύλινδρος, τοποθετημένος οριζόντια πάνω σε μια συσκευή. Μέσα έμοιαζε με κρεβάτι. Η Βάσια πήγε σε έναν υπολογιστή και άρχισε να πληκτρολογεί μερικά κουμπιά.

«Του Αλέξανδρου θα του άρεσε εδώ.» της είπε.

«Ναι...» συμφώνησε εκείνη με μια δόση θλίψης.

Ο Λεωνίδας πλησίασε την κυλινδρική συσκευή.

«Τι είναι αυτό;» τη ρώτησε.

«Είναι μια κάψουλα τηλεμεταφοράς. Με αυτήν θα σε στείλω πίσω στη Γη. Βρίσκεται σε πειραματικό στάδιο βέβαια, αλλά είναι ο μόνος τρόπος.»

«Πώς;!» αναφώνησε. «Βάσια, αυτό είναι αδύνατον! Πώς θα μεταφερθώ εγώ εκεί, δώδεκα έτη φωτός μακριά, πώς θα διασπαστούν τα άτομα μου και θα ενωθούν ξανά χωρίς αυτό να με σκοτώσει;»

«Δεν βρίσκεσαι στη Γη τώρα, Λεωνίδα. Ξέχνα για λίγο τους νόμους της φυσικής που ήξερες. Η τεχνολογία και η επιστήμη εδώ είναι πολύ πιο προχωρημένα. Λοιπόν. Δεν έχουμε πολύ χρόνο.»

Πήγε στην κάψουλα και έκανε μερικές ρυθμίσεις στη βάση της.

«Απ' τη στιγμή που θα τη ρυθμίσω, θα πρέπει να μεταφερθείς μέσα σε λίγα λεπτά. Όσο καθυστερήσουμε, τόσο πιο επικίνδυνο γίνεται.»

«Στάσου. Γιατί επέλεξαν εμένα για αυτό το σκοπό;» ρώτησε εκείνος. Η Βάσια σηκώθηκε.

«Σε είδαν στις αναμνήσεις μου. Έπρεπε να είναι ένα άτομο που να συνδέεται με οποιονδήποτε τρόπο μαζί μου. Κανονικά θα έπαιρναν τον Αλέξανδρο, όμως ήταν πολύ αδύναμος απ' το δηλητήριο και δεν θα τα κατάφερνε.»

«Δηλαδή ήξερες...;»

«Ναι. Σας παρακολουθούσα, μέσα από το μυαλό του Βασιλιά. Εκείνος βλέπει τα πάντα πάνω σε αυτόν τον πλανήτη, μπορεί να βρίσκεται παντού και πουθενά ανά πάσα στιγμή. Μη χάνουμε άλλο χρόνο όμως.»

Έβγαλε από το λαιμό της κάτι σαν μενταγιόν, ένα φιαλίδιο με ένα λαμπερό, πράσινο υγρό μέσα το οποίο φόρεσε στο λαιμό του Λεωνίδα.

«Αυτό είναι το μήνυμα.» του εξήγησε. «Απλά να σε προειδοποιήσω: το σώμα σου θα μεταφερθεί αμέσως, όμως το μυαλό σου θα περιπλανηθεί για λίγο πέρα από τον χώρο και τον χρόνο.»

«Για πόσο λίγο;» απόρησε ο Λεωνίδας.

«Δεν γνωρίζω. Από μερικά λεπτά έως λίγες μέρες, πιθανότατα. Το σημαντικό είναι να παραμείνεις επικεντρωμένος στο στόχο σου και να μην τον ξεχάσεις.»

Ο Λεωνίδας κοίταξε την κάσκα με πολύ φόβο και άγχος μέσα του, όμως έπρεπε να το κάνει. Είχε φτάσει μέχρι εδώ και τώρα δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Η Βάσια ξαφνικά τον αγκάλιασε σφιχτά.

«Θα μου λείψεις πολύ...» του είπε κι έπειτα τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, κρατώντας το πρόσωπο του ανάμεσα στα χέρια της. «Υποσχέσου ότι θα έχεις το νου σου στον Αλέξανδρο. Ότι θα είσαι εκεί για εκείνον σαν φίλος, σαν αδελφός.»

«Θα είμαι, αν και ποτέ δεν θα μπορέσω να καλύψω το κενό που άφησες εσύ. Όμως ο γιος σου θα είναι εντάξει όταν επιστρέψει στη Γη. Θα έχει και τη Στέλλα. Μου είπε καθώς πολεμούσαμε ότι αν επιζήσει, θα της κάνει πρόταση γάμου.»

«Χαίρομαι για αυτό.» είπε η Βάσια και τα μάτια της έλαμψαν ακόμα περισσότερο.

«Ας μη χάνουμε άλλο χρόνο.» είπε αποφασισμένος ο Λεωνίδας και ξάπλωσε μέσα στην κάσκα.

Η Βάσια τον έδεσε με ιμάντες και τον ασφάλισε.

«Είσαι έτοιμος;»

«Έτοιμος.»

«Ωραία. Μόλις κλείσω την κάσκα, θέλω να χαλαρώσεις, να κλείσεις τα μάτια και να σκεφτείς το άτομο που θεωρείς το πιο κατάλληλο να παραδώσει το μήνυμα. Η κάψουλα θα τηλεμεταφέρει το σώμα σου κοντά του.»

«Έλσα...» ψιθύρισε ο Λεωνίδας. Έρχομαι κοντά σου, αγάπη μου. Έρχομαι σε σένα.

Η Βάσια έκανε μια τελευταία ρύθμιση κι έπειτα έσκυψε και του έδωσε ένα απαλό φιλί στο μέτωπο.

«Αντίο, Λεωνίδα.» είπε.

«Στάσου. Θα σε ξαναδώ.»

«Ίσως. Ποιος ξέρει...» απάντησε αινιγματικά και το γυάλινο σκέπασμα άρχισε να κλείνει.

Ο Λεωνίδας έκλεισε τα μάτια του κι έφερε στο μυαλό του τη μορφή της Έλσας, σκέφτηκε έντονα πόσο θα ήθελε να τη σφίξει ξανά στην αγκαλιά του... Ένιωσε καπνούς να τον τυλίγουν και το σώμα του να χαλαρώνει. Σιγά- σιγά, άρχισε να βυθίζεται σε λήθαργο, η ψυχή να αποχωρίζεται απ' το σώμα...

Ξαφνικά, δεν τον ενδιέφερε αν θα γυρίσει πίσω ή όχι. Δεν φοβόταν καθόλου.

Ένιωθε όμορφα.

Πεθαίνω; Αναρωτήθηκε. Τόσο ωραίος είναι ο θάνατος, τελικά;

**************************************************************

Εσείς τι λέτε; Θα πεθάνει ο ήρωας μας ή θα έχουμε happy end...?

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top