38. Υπεράσπιση των Αδυνάτων
Το κεφάλαιο αυτό είναι αφιερωμένο στην αγαπημένη μου DianaRay1 που της αρέσει τόσο πολύ η ιστορία μου και με στηρίζει, όπως και στις άλλες ιστορίες της σειράς των Μυστικών ❤
**************************
Η Ανίτα έτρεχε πανικόβλητη στους σκοτεινούς διαδρόμους του καταφυγίου. Είχε χαθεί και αυτοί οι δύο αληταραδες δεν σταματούσαν να την κυνηγούν. Μα πως της ήρθε να πάει στην τουαλέτα μόνη της; Αλλά ποιον να εμπιστευτεί από εκεί μεσα; Κάθε καρυδιάς καρύδι είχε μαζευτεί μετά την πρώτη επίθεση των εξωγήινων. Οι δύο λεχριτες την ακολούθησαν, όπως το περίμενε, και την περίμεναν απ' εξω όταν τελείωσε.
Κατάφερε να τους ξεφύγει, όμως που στο καλό ήταν η έξοδος από τα τούνελ; Το πάτωμα ήταν βρώμικο και υγρό. Βρίσκονταν ακριβώς πίσω της, μπορούσε να ακούσει τις ανάσες τους και να μυρίσει τη βρώμα τους. Κατέληξε σε ένα αδιέξοδο. Την είχαν στριμώξει.
"Έλα εδώ, μικρή. Σε τσακωσαμε. " είπε ο ένας.
"Νόμιζες πως θα μας ξεφύγεις τόσο ευκολα;" συμπλήρωσε ο δεύτερος.
Η Ανίτα άρχισε να κλαίει.
"Όχι, σας παρακαλώ!" Είπε απεγνωσμένα. Εκείνοι την πλησίασαν αργά. Αυτό ήταν! Δεν θα γλίτωνε.
"Βοήθεια! Ας με βοηθήσει κάποιος!" Φώναξε με όση δύναμη της είχε απομείνει. Ο ένας όρμησε πάνω της, την κόλλησε στον τοίχο και έβαλε ένα μαχαίρι στο λαιμό της.
"Έτσι και ξαναφωναξεις, η κάνεις καμία κίνηση σε σκότωσα."
Τι θα της έκαναν αυτά τα σιχαματα τωρα; Μακάρι να ήταν εδώ ο Λεωνίδας... Σίγουρα θα την έσωζε.
"Από που λες να αρχισουμε; Στήθος η μπουτι;" ρώτησε αυτός που την είχε στριμώξει.
"Εγώ θέλω πρώτα λίγο στήθος..." είπε ο άλλος κι έσκισε με ένα χέρι τη μπλούζα της.
"Μη, σας παρακαλώ..." είπε η Ανίτα, κλαίγοντας και τρέμοντας. "Θα σας δώσω λεφτά. Πολλά λεφτά... Ο πατέρας μου είναι ο Αντώνης Λίβανος."
Οι δύο λεχριτες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και γέλασαν.
"Α! Είσαι και διασημότητα, δηλαδή..."
"Ρε συ, αυτή δεν είναι η τραγουδιαρα που πηδούσαν όλοι και δεν ξέρει ποιανού είναι το μπάσταρδο της;"
"Ναι, ναι. Αυτή είναι. Για αυτό μη μας κάνεις τη δύσκολη, κούκλα. Το ξέρουμε ότι γουστάρεις καταβαθος." Και άρχισαν να την πασπατευουν άγαρμπα, ενώ έτρεχαν τα σάλια τους.
"Αφήστε την!" Ακούστηκε μια αντρική φωνή πίσω τους.
Για μια στιγμή, η Ανίτα πίστεψε πως ήταν ο Λεωνίδας, ότι είχε επιστρέψει, κατά κάποιον τρόπο, και οτι την είχε βρει και θα την έσωζε. Δεν ήταν όμως. Ήταν ο πατέρας του και η αδελφή της, η οποία κρατούσε ένα παράξενο όπλο και σημαδευε προς το μέρος τους.
"Μπα...Και ποιοι είστε εσείς;" ρώτησε ο ένας απ' τους δύο αλήτες.
"Είμαι η αδελφή της."
Γέλασαν πάλι.
"Ίδιες είστε. Τι λες, φίλε; Ξεφορτωνομαστε τον γέρο και τις γαμαμε και τις δυο;"
"Ρε, δεν βλέπεις ότι έχει πιστόλι;" είπε αυτός που κρατούσε ακόμα το μαχαίρι στο λαιμό της.
"Ποιον είπες γέρο, παλιοαλητη;!" Φώναξε ο Κώστας. Η Αφρουλα όρμησε και δάγκωσε στο πόδι αυτόν που δεν κρατούσε μαχαίρι.
"Α! Παλιοσκυλο!" Φώναξε αυτός και την κλώτσησε.
Ο Κώστας όρμησε πάνω του και τον χτύπησε με μια κίνηση καράτε. Άρχισαν να παλεύουν, ενώ η Έλσα σημαδευε ακόμα αυτόν που κρατούσε την αδελφή της.
"Έτσι και πυροβολήσεις, την έσφαξα." Απείλησε.
"Άφησε την αλλιώς θα σε σκοτώσω!" Φώναξε εκείνη.
Ξαφνικά η Ανίτα σήκωσε το πόδι της και τον κλώτσησε στα αχαμνά. Το μαχαίρι του έπεσε και η Έλσα πυροβόλησε χωρίς δεύτερη σκέψη, πρώτα εκείνον και ύστερα τον άλλον, ο οποίος είχε βάλει κάτω τον Κώστα. Έγιναν και οι δύο στάχτη. Η Ανίτα έπεσε στα γόνατα, κλαίγοντας, τρομοκρατημένη ακόμα και η αδελφή της έτρεξε και την αγκάλιασε.
"Όλα εντάξει." Προσπάθησε να την ηρεμήσει. "Είσαι ασφαλής τώρα."
Ο Κώστας σηκώθηκε και τίναξε τη σκόνη από πάνω του.
"Τι έκανες;" ρώτησε σοκαρισμένος τη νύφη του.
"Έκανα αυτό που έπρεπε. Τους άξιζε."
"Δεν ήταν ανάγκη να τους σκοτώσεις!" Της φώναξε.
"Και τι ήθελες να κανω;! Πήγαν να βιάσουν την αδελφή μου και θα σκότωναν εσένα!"
"Μπορούσαμε να τους δέσουμε κάπου και να καταδικαστούν μετά τον πόλεμο."
"Και αν ξέφευγαν; Αν ανήκαν σε συμμορία και τους ελευθερωναν οι δικοί τους;" διαφώνησε πάλι εκείνη. "Όχι, Κώστα. Νομίζω πως έκανα το σωστό. Γλίτωσαν κι άλλες γυναίκες έτσι."
"Δεν ήθελα να πάρεις δύο φόνους στην πλάτη σου."
"Δεν είναι φόνοι. Έχουμε πόλεμο."
Ο Κώστας δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει. Άλλωστε ο πόλεμος σε κάνει τέρας, έτσι δεν ειναι; Άραγε και οι γιοι του έτσι θα γίνονταν;
"Τι θα κάνουμε με αυτούς;" ρώτησε, δείχνοντας τις στάχτες και τα κουρέλια από τα ρούχα τους.
"Απλά θα κρύψουμε τα ρούχα και δεν θα καταλάβει κανείς τίποτα." Είπε η Έλσα. Ο Κώστας πλησίασε την Αφρουλα, που ήταν καλά και ευτυχώς δεν χτύπησε από την κλωτσιά που έφαγε.
"Μαμα;" άκουσαν μια φωνή και γύρισαν. Ήταν ο Αντώνης. Έτρεξε και αγκάλιασε τη μητέρα του. Σχεδόν κατάλαβε τι περίπου ειχε συμβεί.
"Συγνωμη, μανούλα. Δεν έπρεπε να σε αφήσω μόνη σου." Της είπε.
"Δεν πειράζει, μωρό μου." Του απάντησε.
"Είσαι καλα; Σου έκαναν τίποτα;" τη ρώτησε, προσπαθώντας να μην κοιτάει το στήθος μέσα απ'τη σκισμένη μπλούζα της.
"Ναι, είμαι εντάξει, μην ανησυχείς."
Η αδελφή της τη βοήθησε να σηκωθεί.
"Πάμε."της είπε. "Θα σου βρούμε κάτι να φορέσεις."
"Περίμενε." Η Ανίτα έσκυψε και σήκωσε το πεσμένο μαχαίρι από κάτω. "Μπορεί να μου χρειαστεί αυτό."
Επέστρεψαν στην κυρίως αίθουσα, καθώς η Ανίτα κρατούσε με το ένα της χέρι το σκίσιμο της μπλούζας στη θέση του. Η Χαρά και οι δικοί της είχαν μόλις τελειώσει με το μοίρασμα των προμηθειών.
"Ω Θεέ μου! Τι έγινε;!" Αναφώνησε, μόλις είδε την Ανίτα σε αυτά τα χάλια.
"Είναι εντάξει, αλλά θα χρειαστεί να ηρεμήσει λίγο και να της βρούμε κάτι να φορέσει. Θα σου εξηγήσουμε μετά." Της είπε ο Κώστας.
"Γλυκιά μου... Έλα, νομίζω πως έχω μερικά ρούχα εδώ πέρα." Είπε η Χαρά και οδήγησε την ανιψιά της σε μια ήσυχη γωνία.
"Θεία Έλσα, κύριε Κώστα..." Είπε ο Αντώνης. "Ευχαριστώ που τη σωσατε." Και τότε η Έλσα το είδε!
Ήταν ολόιδιος ο Λεωνίδας όταν ήταν μικρός! Είχε τα χρώματα του και εκείνα τα υπέροχα πράσινα μάτια. Μα πως δεν το είχε προσέξει εδώ και δέκα χρονια; Ίσως απλά δεν ήθελε να το δεχθεί. Ήταν όντως γιος του, λοιπόν... Όμως αυτό δεν είχε πλέον σημασία. Θα τον προστάτευε το ίδιο με την κόρη της και την αδελφή της. Δεν κατάλαβε αν το πρόσεξε και ο Κώστας αυτό, γιατί τον κοίταξε κι εκείνος λίγο περίεργα. Όμως μετά στράφηκε στην Άννα που έπαιζε με την Αφρουλα και μπήκε κι αυτός στο παιχνίδι τους.
Το βράδυ έφτασε. Αν και δεν έβλεπαν τον έξω κόσμο, μάθαιναν την ώρα από όσους είχαν ρολόγια μαζί τους. Κάποιοι είχαν ήδη πέσει για ύπνο, μέσα σε υπνοσακους και τυλιγμένοι με κουβέρτες. Η Έλσα δεν ήταν από εκείνους τους τυχερούς που μπορούσαν να κοιμηθούν κατευθείαν. Πλησίασε τη θεια της, που καθόταν πάνω σε μια πέτρα. Πόσο καιρό είχαν να μιλήσουν...
"Ούτε εσύ έχεις ύπνο, ε;" της είπε.
"Πώς να έχω με όλα αυτά που γίνανε... Κάι εκτός αυτού, δούλευα όλη μέρα για να μοιράσω τα τρόφιμα στους νεοφερμενους και τώρα μ' έχει πιάσει υπερένταση." Απάντησε η Χαρά.
Έμειναν λίγο σιωπηλές κι έπειτα η Έλσα κοίταξε προς τα εκεί που ήταν ξαπλωμένοι οι δικοί τους. Τα παιδιά κοιμούνταν, ο Κώστας κοιτούσε το ταβάνι με μάτια ορθάνοιχτα και η Ανίτα, με καθαρά ρούχα πλέον, είχε κουλουριαστει στο πλάι και έδειχνε χαμένη στις σκέψεις της.
"Για πες..." ξεκίνησε να λέει η Έλσα. "Εσύ και ο πεθερός μου... Διέκρινα μια οικειότητα μεταξύ σας. Γνωρίζεστε από παλιά, ετσι;"
"Φυσικά και γνωριζόμασταν. Οι οικογένειες μας ήταν...Όχι ακριβώς φίλοι, απλά οι Νικολάου ήταν γνωστό όνομα στην περιοχή και οι παππούδες σου τους καλούσαν συχνά σε δεξιώσεις. Εγώ με τον Κώστα δεν κάναμε παρέα βέβαια, όμως μια μέρα βρεθήκαμε σε ένα πάρτι, χορέψαμε, φιληθήκαμε και...περάσαμε μια νύχτα μαζί."
Η Έλσα την κοίταξε και γέλασαν και οι δύο σιγανά.
"Αληθεια; Εσύ και ο Κωστας;!"
"Ήταν...Πολύ καιρό πριν γνωρίσει την Άννα βέβαια. Εγώ ήμουν είκοσι, αλλά δεν γνώριζα με ακρίβεια τη δικη του ηλικια. Την αμέσως επόμενη μέρα, μου αποκάλυψε πως ήταν δεκαέξι. Και οχι μόνο αυτό. Προτού καν προλάβω να τον απορρίψω, να του πω ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω μαζί σου γιατί θα έβρισκα το μπελά μου που ήταν ανήλικος, εκείνος μου είπε πως δεν έκανε σχέσεις και ότι ήθελε μόνο να περνάει καλά. Λίγο καιρό μετά, έμαθα ότι είχε σχέση με μια νεαρή αστυνομικό περιπου στην ηλικία μου."
Οι δύο γυναίκες πάλεψαν να μη γελάσουν δυνατά και ξυπνήσει κανένας γύρω τους.
"Ήταν πολύ ατακτος στα νιάτα του, ε; Να που εμοιασε ο Λεωνίδας. " αστειευτηκε η Έλσα.
"Ακριβώς. Όμως, ύστερα από λίγα χρόνια ερωτεύθηκε την Άννα και άλλαξε. Έγινε άλλος άνθρωπος. Έτσι είναι όταν αγαπάς κάποιον. Βγάζει από μέσα σου τον καλύτερο σου εαυτό."
"Μακάρι να ίσχυε το ίδιο και για τον Λεωνίδα. Έγιναν πολλά κι έκανε άπειρα λάθη, όμως του τα έχω συγχωρέσει όλα. Γιατί κι εγώ δεν ήμουν απόλυτα ειλικρινής μαζί του. " της εκμυστηρεύτηκε.
"Εσύ και ο Λεωνίδας..." ξεκίνησε να λέει η Χαρά. "Έχω μάθει κάποια πράγματα, κυρίως για το μπλέξιμο με την αδελφή σου. Όμως ήσασταν πολύ νέοι, καλή μου. Πέσατε με τα μούτρα στον έρωτα χωρίς να ωριμασετε πρώτα."
"Ναι, έχεις δίκιο." Παραδέχτηκε η Έλσα. "Κάτι ήξερες εσύ και παντρεύτηκες μεγάλη. Μπορεί να μην έκανες παιδιά, αλλά τουλάχιστον έζησες τη ζωή σου, έτσι δεν είναι; Άργησες να βρεις τον έρωτα αλλά τελικά τον βρήκες."
Η Χαρά σιγογελασε με πικρία.
"Κι όμως. Ο συγχωρεμένος ο θείος σου, δεν ήταν ο μεγάλος μου έρωτας. Για την ακρίβεια, δεν θυμάμαι να τον ερωτεύτηκα ποτέ. Από συμφέρον τον παντρεύτηκα, επειδή είχε βοηθήσει πολύ τον πατέρα μου, τον παππού σου, σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Σχεδόν με υποχρέωσαν, δηλαδή, αυτός και η γιαγιά σου. Άσε που δεν ήθελα να μείνω για πάντα μόνη μου. Τελικά όμως, απ' ότι αποδείχθηκε, η μοναξιά είναι καλύτερη." Κι έσκυψε το κεφάλι.
"Δηλαδή..." ρώτησε διστακτικά η Έλσα. "Εσύ δεν αγάπησες ποτέ, κανέναν αντρα;"
Η Χαρά χαμογέλασε και τα μάτια της έλαμψαν για λίγο.
"Όχι, αγάπησα κάποιον...κάποτε...αλλά δεν μπορούσαμε να είμαστε μαζί."
"Αλήθεια; Γιατί;"
"Γιατί οι οικογένειες μας ήταν αιώνιοι εχθροί. Και αυτός δεν ήταν άλλος απ' τον Μενέλαο Αρτοπουλο. "
"Εσύ και ο Μενέλαος Αρτοπουλος; Σοβαρα;"
Η Έλσα, όπως και η θεία της, πίστευε πάντα ότι η αιώνια κόντρα μεταξύ των Λιβανων και των Αρτοπουλων ήταν γελοία και χωρίς νόημα.
"Κρατήσαμε τη σχέση μας κρυφή για πολύ καιρό. Πόσο ήταν; Εννέα; Δέκα χρόνια; Χωρίσαμε εξαιτίας του παππού σου."
"Ποιος άλλος θα σας χώριζε...;" έκανε η Έλσα ειρωνικά.
"Τέλος πάντων... Περασμένα ξεχασμένα. Οι Αρτοπουλοι, απ' ότι ξέρεις, έφυγαν στο εξωτερικό, εκτός απ' τον Μενέλαο, ο οποίος έμεινε εδώ με την οικογένεια του. Αν τελειώσει όλο αυτό και θέλεις, μπορώ κάποια στιγμή να σου πω όλη την ιστορία."
"Θα το ήθελα πολύ." Είπε η Έλσα και χαμογέλασαν η μια στην άλλη.
*****************************
Τρεις μέρες πέρασαν και ακόμα δεν είχαν κανένα νεο από τον "επάνω κόσμο". Ώσπου, τα ξημερώματα της τέταρτης μέρας, η πύλη άνοιξε και μπήκαν τρέχοντας μια ομάδα στρατιωτών. Ο Κώστας και η Έλσα έτρεξαν προς το μέρος του γεμάτου αίματα Θοδωρή, ο οποίος λαχανιασμένος έκλεισε και σφράγισε την πόρτα.
"Θοδωρή; Θεέ μου!"
"Είμαι εντάξει! Είμαι εντάξει, πατέρα." Είπε εκείνος, καθώς πάσχιζε να ξαναβρεί την αναπνοή του. "Το αίμα δεν είναι δικό μου. Οι σύντροφοι μου όμως, οι περισσότεροι θα χρειαστούν γιατρό."
"Τι συνέβη εκεί πάνω;" ρώτησε ο Κώστας.
"Μας επιτέθηκαν εκεί που δεν το περιμέναμε... Ήταν φριχτό. Μας ανατίναξαν...Κυριολεκτικά. Οι περισσότεροι τινάχτηκαν στον αέρα σε χίλια κομμάτια... Εμείς είμαστε ότι απέμεινε. Έπρεπε αναγκαστικά να κρυφτούμε εδώ πέρα, όμως...θα κατέβουν κι εδώ, πατέρα. Πρέπει να βρούμε ένα τρόπο να φύγουν οι άμαχοι."
"Τι είναι αυτά που λες;! Γιατί να χτυπήσουν τους αμάχους;! Πότε θα τελειώσει αυτό;!" Είπε ο Κώστας, ενώ τριγύρω οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να πανικοβαλλονται.
"Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος, Θοδωρή. Έχουμε ελέγξει όλα τα τούνελ με τον πατέρα σου." Του είπε η Έλσα.
"Και τι θα κάνουμε;"
"Μόνο ένας τρόπος υπάρχει. Θα πολεμήσουμε."
*************
Πώς σας φάνηκε; Στο επόμενο κεφάλαιο θα μεταφερθούμε πάλι στον πλανήτη Ζεντ, όπου η ομάδα μας θα δώσει τη μεγαλύτερη μάχη έως τώρα. Κάποιος θα πεθάνει και κάποιον άλλον θα τον αρπάξουν οι Ζεντιανοί. Ποιοι πιστεύετε ότι θα είναι αυτά τα άτομα; Περιμένω να ακούσω προβλέψεις και θα τα πούμε ξανά στο επόμενο 😘
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top