37. Καταφύγιο

Αφιερωμένο στην elenapaxi για τη στήριξη της στην ιστορία αυτή. Ελπίζω να σου αρέσει όπως και σε όλους όσους το διαβάσετε. 😘

***************************

Η Έλσα είχε σχεδόν αποκοιμηθεί ανάμεσα στα χαλάσματα, με την Άννα στην αγκαλιά της. Απορούσε κι η ίδια πως μπορούσε και την έπαιρνε ο ύπνος μετά από όλα αυτά που έγιναν. Πόσες μέρες ήταν άραγε παγιδευμένοι στο υπόγειο; Τρεις; Ο Κώστας καθόταν πάνω σε μια πέτρα, ήρεμος αλλά με μεγάλη αγωνία μέσα του. Ξαφνικά, η Αφρουλα μυρίστηκε τον αέρα κι έπειτα άρχισε να γαβγίζει.

Η Έλσα και η Άννα ξύπνησαν για τα καλά και σηκώθηκαν όρθιες.

"Τι συμβαίνει, Αφρουλα; Είναι κάνεις απ' έξω;" είπε ο Κώστας και πήρε το όπλο του.

"Κάποιον μυρίστηκε μάλλον. Ελπίζω να είναι δικοί μας." Είπε η Έλσα. Η Αφρουλα συνέχισε να γαβγίζει στα γκρεμισμένα τσιμέντα και άρχισε να κλαίει μαζί.

"Δεν είναι εχθρικό γάβγισμα. Οι διασώστες πρέπει να είναι! Μας βρήκαν!" Αναφώνησε ο Κώστας.

Η Έλσα δεν μπορούσε να το πιστέψει.

"Θεέ μου..." Είπε. Ο Κώστας έσκυψε και με χάδια έκανε την Αφρουλα να σωπάσει. Προσπάθησε μήπως ακούσει κάτι από πάνω, μια φωνή, οτιδήποτε.

"Ακούω κάτι φωνές!" Είπε. "ΕΔΩ ΚΑΤΩ! ΜΕ ΑΚΟΥΤΕ; ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΟΙ!" Φώναξε με όση δύναμη είχε. Η Έλσα συμμετείχε και η Αφρουλα αρχισε να γαυγιζει παλι. Σε λίγη ώρα, τα χαλάσματα άρχισαν να μετακινούνται. Άλλη μια σκυλίσια μύτη φάνηκε, η οποία συγκρούστηκε με εκείνη της Αφρουλας και οσμιστηκαν για λίγο, έπειτα φάνηκε να ξεπροβάλει μέσα από μια τρύπα ένας γερμανικός Ποιμενικός και τότε  ακούστηκε καθαρά μια φωνή από πάνω:

"Με ακούτε;"

"Ναι! Εδώ κάτω!" Φώναξε ο Κώστας.

"Πόσα άτομα είστε;!"

"Είμαστε δύο ενήλικες, ένα παιδί και ένα σκυλί!"

"Είστε ασφαλείς; Έχει τραυματιστεί κάποιος;"

"Όχι, εντάξει είμαστε!"

"Ωραία! Λίγο υπομονή σας παρακαλούμε! Σε λίγο θα σας βγάλουμε!" Η Αφρουλα πέρασε μέσα από το μικρό άνοιγμα και βγήκε πρώτη, ακολουθώντας τον μεγαλύτερο σκύλο- διάσωστη.

Πήρε αρκετή ώρα μέχρι να μετακινήσουν τα χαλάσματα και να ανοιχθεί ένα ασφαλές άνοιγμα, αλλά τελικά φάνηκαν οι διασώστες και τους βοήθησαν να βγουν. Ένας πήρε την Άννα στα χέρια του. Το φως της ημέρας τους τύφλωσε για λίγο...Κι έπειτα αντικρύσαν μπροστά τους ότι είχε απομείνει από το σπίτι του Κώστα. Εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκεται η κουζίνα, είχαν γκρεμιστεί τα πάντα, το ίδιο και στο υπόλοιπο σπίτι όπου είχαν απομείνει μόνο κάποιοι τοίχοι.

"Κώστα, λυπάμαι..." έκανε η Έλσα.

Εκείνος κούνησε το κεφάλι απογοητευμένος, όμως είπε:

"Ένα σπίτι μπόρει να ξαναχτιστει. Μια ανθρώπινη ζωή όμως δεν μπορεί να ξαναγυρίσει πίσω. Σημασία έχει ότι είμαστε εμείς καλά."

"Που θα πάμε τώρα; Τι θα κάνουμε;" απόρησε με αγωνία η Έλσα. Τριγύρω στο λόφο υπήρχε ησυχία. Κανένας δεν της απάντησε.

Άκουσε κάποιον να κάνει ερωτήσεις στον πεθερό της, ενώ κατευθυνόταν απέναντι, προς το πάρκο.

"Που πας, μανούλα;" την ακολούθησε η Αννα.

"Μείνε με τον παππού." Της είπε. "Έρχομαι αμέσως." Στο πάρκο, τα δέντρα είχαν πέσει και αυτά. Ανθρώπινες στάχτες και κουρέλια από στρατιωτικά ρούχα βρίσκονταν παντού. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της, καθώς σκεφτόταν τι θα μπορούσε να συμβεί στον Λεωνίδα. Και στο βάθος αντικρύσε το μισογκρεμισμενο πατρικό της, την πολυτελή βίλα των Λιβανων όπου μεγάλωσε.

Τόσα λεφτά, τόσες ανέσεις...Και τώρα όλα έγιναν στάχτη μέσα σε μια στιγμή.

Όλοι είμαστε ισοι τώρα. Σκέφτηκε. Πλούσιοι και φτωχοί. Άκουσε να τη φωνάζουν από πίσω.

Τους εξέτασαν προληπτικά κάτι γιατροί και οι διασώστες τους είπαν να κατηγορήσουν το λοφο και να ακολουθήσουν τους υπόλοιπους στο κοντινότερο καταφύγιο.

"Είναι η μόνη μας επιλογή." Είπε ο Κώστας. Κατηφορησαν αμίλητοι τον ερημικό δρόμο του λόφου.

"Πρέπει να βιαστούμε." Είπε η Έλσα. "Ίσως ξεκινήσει κι άλλη επίθεση σύντομα." Επάνω, ο ουρανός είχε γίνει πορτοκαλί από τις φωτιές και φαίνονταν παντού εχθρικά σκάφη να κάνουν περιπολίες.

Είδαν κόσμο να περπατάει ευθεία μπροστά και ακολούθησαν. Στρατιώτες συνόδευαν το κομβόι απ' όλες τις μεριές, το οποίο αποτελούνταν από κάθε λογής ανθρωπους: πλούσιες κυρίες που κουβαλούσαν όσα μπορούσαν από τα υπάρχοντα τους, κοσμήματα και ρούχα, λες και είχαν περισσότερη σημασία από τη ζωή τους. Ανθρώπους φτωχούς, με λεκιασμενα ρούχα, βρώμικους ζητιανους, γέρους και παιδιά, τραυματίες, ανθρώπους που έκλαιγαν και γυναίκες που κραύγαζαν επειδή είχαν χάσει κάποιο παιδί τους.

Η Έλσα έπιασε το χέρι της Άννας και το κράτησε σφιχτά. Ο Κώστας με την Αφρουλα προχωρούσαν πίσω τους.

"Που πάμε, μαμα;" ρώτησε η μικρή.

"Σε ένα υπόγειο σαν αυτό που ήμασταν, αλλά πιο μεγάλο." Απάντησε η Έλσα, σαν να ήταν μια οποιαδήποτε φυσιολογική μέρα.

"Θα είμαστε ασφαλείς εκει;"

"Ναι, θα είμαστε." Και από μέσα της: Ελπίζω...

"Και θα είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι μαζί μας εκεί μεσα;" ρώτησε λίγο φοβισμένη.

"Ναι. Όμως εσύ δεν πρέπει να φοβάσαι, γιατί θα είμαστε συνέχεια μαζί. Όλοι μας. "

Τα πρόσωπα των στρατιωτών που τους συνόδευαν ήταν σκληρά και ανέκφραστα. Άραγε και ο Θοδωρής έτσι θα ήταν; Και ο Λεωνίδας; Αν δεν ήταν πια ο ίδιος όταν γυρνούσε πισω; Μαύρες σκέψεις άρχισαν να κατακλύζουν το μυαλό της Ελσας, όμως τις έδιωξε σύντομα. Σημασία είχε τώρα να επιβιώσουν εκείνη και η οικογένεια της- όσοι της είχαν απομείνει από αυτούς, και ειδικά η Αννα της.

Κάποια στιγμή,ένας στρατιώτης έλαβε ένα σήμα στον ασύρματο.

"Πηγαίνουμε ανατολικά! Θα αποφύγουμε το πεδίο της μάχης πιο εύκολα." Διέταξε τους υπόλοιπους.

"Μάλιστα, λοχαγε. " απάντησε ένας άλλος. Το καραβάνι άλλαξε πορεία και άρχισε να ανηφορίζει μέσα από ένα δάσος. Όλοι, κουρασμένοι από αυτά που πέρασαν τις προηγούμενες νύχτες, δυσκολεύονταν στο χωματόδρομο που ήταν γεμάτος με βράχια.

Οι νεώτεροι βοηθούσαν τους ηλικιωμένους και τους τραυματίες. Ο Κώστας έδινε κουράγιο όπου μπορούσε γύρω του. Κάποιοι σταματούσαν, δεν άντεχαν άλλο, έπιναν λίγο νερό κι έπειτα συνέχιζαν, μένοντας όμως λίγο πίσω. Μετά από πολύωρη κουραστική διαδρομή, έφτασαν στο σημείο όπου βρισκόταν το καταφύγιο, ένα χωράφι με βράχια και δυο- τρία εγκαταλειμμένα σπίτια τριγύρω.

Ένα στρατιώτης άνοιξε την καταπακτή στο πίσω μέρος ενός βράχου και βοήθησε τους πρώτους να κατέβουν τα πρώτα σκαλιά. Έφτασε και η σειρά του Κώστα και της Ελσας να κατέβουν, και τότε διαπίστωσαν ότι ένας από αυτούς που φυλουσαν την είσοδο ήταν ο Θοδωρής! Τον αγκάλιασαν με ανακούφιση.

"Είστε καλα; Δεν χτύπησε κάνεις...;" τους ρώτησε.

"Είμαστε εντάξει." Απάντησε ο πατέρας του. "Χτύπησαν το σπίτι. Διαλύθηκε σχεδόν ολόκληρο...Όμως ευτυχώς εμείς είχαμε κρυφτεί στο υπόγειο. Τρεις μέρες μείναμε παγιδευμένοι εκεί μέσα μέχρι να μας βγάλουν οι διασώστες. Εσύ, είσαι εντάξει, γιε μου;"

"Ναι, καλά είμαι. Πολεμήσαμε μερικούς και οι μισοί από εμάς...δεν τα κατάφεραν. Έπειτα μας έστειλαν εδώ, να φυλάμε την πύλη σε περίπτωση που φτάσουν και εδώ."

"Έμας μας επιτέθηκαν μέσα στο σπίτι μας, πριν φύγω με τη μικρή και πάμε στον πατέρα σας." Είπε η Έλσα. "Ξέρει κανείς πόσο θα διαρκέσει αυτό;"

"Όχι." Δήλωσε ο Θοδωρής με απογοήτευση. "Συνέχεια ρωτάμε και κανένας δεν ξέρει. Ο Λίβανος εξαφανισμένος. Προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε μαζί τους,δεν ακούνε, δεν καταλαβαίνουν τις γλώσσες μας ούτε εμείς τη δική τους. Αν συνεχιστεί αυτό, στο τέλος θα πεθάνουμε όλοι. "

Η Άννα ευτυχώς έπαιζε με την Αφρουλα και δεν τα άκουσε αυτά. Για την ηλικία της, ήταν πραγματικά πολύ γενναία.

"Η Νικόλ;" ρώτησε ο Κώστας και ο Θοδωρής έσκυψε το κεφάλι λυπημένος.

"Δεν είχα νέα από εκείνη και τα παιδιά. Ελπίζω να είναι...ζωντανοί. Μόνο αυτό. Πηγαίνετε τώρα, πρέπει να κατεβείτε κάτω για να είστε ασφαλείς. Ελπίζω να σας ξαναδώ."

Ο Κώστας τον αγκάλιασε ξανά.

"Κάνε μου τη χάρη, τουλάχιστον να προσπαθήσεις να παραμείνεις ζωντανός. ΟΚ;" του είπε.

"Ναι. Θα προσπαθήσω." Απάντησε εκείνος.

"Πρόσεχε, Θοδωρή." Του είπε και η Έλσα. Άρχισαν να κατεβαίνουν σκαλιά,μαζί με άλλο κόσμο που ακόμα κατέβαινε,πολλά σκαλιά και σύντομα το φως του ήλιου δεν τους έβλεπε πια.

Λάμπες φθορίου φώτιζαν το χώρο, στερεωμενες σε λιγδιασμενους απ' την υγρασία, πετρινους τοίχους. Βρίσκονταν σχεδόν στα έγκατα της γης. Πέρασαν μερικά τούνελ, που ίσα- ίσα χώραγαν δύο άτομα να περάσουν μαζί, και βγήκαν σε μια μεγάλη αίθουσα, με πετρινους τοίχους και ταβάνι, η οποία ήταν ήδη γεμάτη με κόσμο. Κόσμο φοβισμένο, ταλαιπωρημένο, γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι. Οι περισσότεροι κάθονταν στο πάτωμα στριμωγμένοι και υπήρχε ελάχιστος χώρος για να περάσεις.

Καθώς έψαχναν κι εκείνοι χώρο για να καθίσουν, πέρασαν μπροστά από μια ομάδα βρώμικων, περίεργων αντρών, οι οποίοι κοίταξαν σαν ξελιγωμενοι την Έλσα. Εκείνη αγκάλιασε την κόρη της, την έσφιξε κι άλλο πάνω της.

"Άννα, μείνε μαζί μου." Της είπε. "Μη φύγεις λεπτό από δίπλα μου, τ' ακους;"

"Ενταξει, μαμά." Απάντησε η μικρή. Η Έλσα στράφηκε στον πεθερό της:

"Υπάρχουν και επικίνδυνοι άνθρωποι εδώ μέσα."

"Το ξέρω. Τα πάντα μπορεί να συναντήσεις. Από δολοφόνους, βιαστές, ναρκομανείς... Άτομα που αποφυλακίστηκαν λόγω του πολέμου. Πρέπει να προσέχουμε."

Περπάτησαν λίγο ακόμα.

"Για δες εκεί... Τι γινεται;" απόρησε ο Κώστας, δείχνοντας προς το βάθος της αίθουσας. Γινόταν ένας μικρός συνωστισμός.

"Μοιράζουν τρόφιμα." Συμπέρανε η Έλσα και πλησίασαν όλοι μαζί. Μια γυναίκα με μερικούς βοηθούς μοίραζαν μπουκάλια με νερό και τρόφιμα σε κονσέρβες. Οι πολίτες στριμώχνονταν για να τα πάρουν και κάποιοι έσπρωχναν κιόλας.

"Κι εγώ! Κι εμείς!" Φώναζαν.

"Έδω πέρα! Δώστε μου άλλο ένα γάλα! Έχω παιδί, σας παρακαλώ!"

"Ηρέμηστε! Λίγο υπομονή, παρακαλώ!" Είπε η γυναίκα, μάλλον η επικεφαλής ήταν, γιατί υπεδειχνε στους υπόλοιπους εθελοντές τι να δώσουν και που. "Όλοι θα πάρετε! Μιχάλη, δώσε στην κυρία άλλο ένα κουτάκι γαλα! Και πιο γρηγορα! Έχουμε τόσο κόσμο να ταΐσουμε!"

Ήταν κοντά στην ηλικία του Κώστα, πολύ εντυπωσιακή, με μακριά ξανθογκριζα μαλλιά. Όταν κοίταξε προς το μέρος τους, η Έλσα την αναγνώρισε.

"Είναι η θεία Χαρά!" Αναφώνησε. Η Χαρά Λιβάνου, η μεγαλύτερη αδελφή του Αντώνη, δεν είχε καμία σχέση με τους γονείς και τον αδελφό της. Φιλάνθρωπος, φιλόζωη, έκανε πολλές δωρεές και είχε ιδρύσει ένα άνετο καταφύγιο για τα αδέσποτα που έμοιαζε με σπίτι.

Είχε παντρευτεί κάποτε με τον διάσημο επιχειρηματία Νικόλαο Αρτέμη, αλλά δεν έκαναν ποτέ παιδιά. Ο Νικόλαος πέθανε από καρκίνο σε ηλικία πενήντα ετών, το 2015. Η Χαρά δεν ενδιαφέρθηκε να ξαναπαντρευτει για να κάνει οικογένεια. Κάποιοι έλεγαν ότι είχε ζήσει μια συναρπαστική ερωτική ζωή στα νιάτα της, κάποιοι άλλοι ότι αγάπησε κάποιον με τον οποίο δεν μπορούσε να είναι μαζί.

"Συνεχίστε, έρχομαι." Είπε στους βοηθούς της και πλησίασε προς το μέρος τους.

Αγκαλιάσε τις ανιψιες της, χαρούμενη που ήταν καλά.

"Πόσο μου λείψατε... Κρίμα που ξανασυναντιομαστε κάτω από αυτές τις συνθήκες." Είπε. "Πόσο καιρό έχω να σε δω εσενα; Καλέ, πως μεγάλωσες έτσι...;" είπε στην Άννα.

"Είσαι καλά, θεια;" τη ρώτησε η Έλσα.

"Αφού με βλέπετε μπροστά σας ολόκληρη και όχι σε χίλια κομμάτια, μια χαρά είμαι. "

Τέλος, στράφηκε στον Κώστα:

"Και φυσικά, ο αγαπητός μου φίλος Κώστας Νικολάου."

"Χαρά Λιβάνου. Σαν να μην πέρασε μέρα από πάνω σου." Είπε εκείνος.

"Κι εσύ φίλε μου. Μια χαρά κρατιέσαι." Η Έλσα διέκρινε μια παραπάνω οικειότητα μεταξύ τους και δεν μπόρεσε να μη γελάσει... "Οι δύσκολες μέρες που έλεγαν έφτασαν." Σοβαρεψε απότομα η Χαρά.

"Πόσο καιρό είσαι εδω;" ρώτησε ο Κώστας.

"Ήρθα εδώ πριν τρεις μέρες με το πρώτο κύμα των επιζώντων. Δεν είχαμε χτυπηθεί πολύ άσχημα, ήταν όσοι επέζησαν απ'την πρώτη επίθεση."

Της είπαν κι εκείνοι για την περιπέτεια τους και την παραμονή τους στο υπόγειο του Κώστα όταν το σπίτι γκρεμίστηκε.

"Τρομερό..." Είπε εκείνη. "Τουλάχιστον βγήκατε ζωντανοί. Α! Και επί τη ευκαιρία, ήρθε και η αδελφή σου μαζί με τους πρώτους, Έλσα. Με τον μικρό." Η Έλσα ξεφυσηξε με ανακούφιση.

"Δόξα τω θεώ. Και που είναι τωρα;"

"Η Ανίτα είπε πως πάει τουαλέτα. Είναι σε εκείνη τη σήραγγα, αριστερά και όλο ευθεία. Ο Αντώνης υποτίθεται πως θα ήταν εδώ κοντά, όμως..." έριξε ένα βλέμμα τριγύρω. "Μα που πήγε; Αχ, θα με τρελάνει αυτό το παιδί! Λογικά θα πήγε να βρει τη μάνα του."

"Για μια στιγμή!" Αναφώνησε ο Κώστας. "Θες να πεις ότι η Ανίτα έφυγε απ ' την αίθουσα ασυνοδευτη;"

"Ναι. Δεν είναι πολύ μακριά και..." Διέκοψε όταν είδε την ανησυχία στο βλέμμα τους. "Διάολε... Βλακεία έκανα που την άφησα μόνη, έτσι δεν είναι;"

"Γρήγορα, πάμε." Είπε ο Κώστας στη νύφη του. "Άννα, μείνε με τη θεία Χαρά." Και έφυγαν τρέχοντας.

*****************************

Στο επόμενο κεφάλαιο: κινδυνεύει η Ανίτα; Θα συμφιλιωθεί με την αδελφή της λίγο πριν το "τέλος"; Ποιος θα υπερασπιστεί όλους αυτούς τους πολίτες στην επόμενη επίθεση των εξωγήινων;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top