32. Χωρίς τον Λεωνίδα- part 1
Ο Αντώνης Λίβανος για μια ακόμη φορά κοιτούσε συντετριμμένος την κάμερα και μιλούσε για τον επερχόμενο πόλεμο:
"Δυστυχώς, οι δορυφόροι μας και τα ραντάρ μας τους εντόπισαν. Οι Ζεντιανοί έρχονται προς τη Γη με ιλιγγιώδη ταχύτητα, την ίδια στιγμή που η Γήινη αποστολή μας ταξιδεύει προς τον πλανήτη τους. Σε δύο εβδομάδες περίπου θα είναι εδώ. Καλό θα είναι να προετοιμαστείτε από τώρα και να πάτε στα κατάλληλα καταφύγια η στα υπόγεια των σπιτιών σας. Η άμυνα του διαστήματος και οι δορυφόροι μας θα κάνουν ότι μπορούν για να τους σταματήσουν, όσοι περάσουν όμως στην ατμόσφαιρα θα πρέπει να αναμετρηθούν με το στρατό μας."
Η Ανίτα βγήκε από το μπάνιο τυλιγμένη μόνο με μια πετσέτα. Ο Δημήτρης την κοίταξε από πάνω ως κάτω και τη θαύμασε για ακόμα μια φορά.
"Ώστε έρχονται, λοιπόν." Είπε εκείνη, ρίχνοντας μια ματιά στην τηλεόραση.
"Ναι." Της απάντησε ο Δημήτρης, που ξαπλωμένος γυμνός στο κρεβάτι της, σκεπασμένος με τα σεντόνια της, κάπνιζε χόρτο. "Μη μου πεις ότι φοβάσαι..."
"Το μόνο που φοβάμαι είναι ότι θα σκοτωθείς εκεί πέρα και θα χάσω το φανταστικό σεξ που κάναμε μαζί." Είπε εκείνη χαμογελώντας πονηρά και έβγαλε την πετσέτα. Την άφησε να πέσει στο πάτωμα, σκαρφάλωσε πάνω του και τον φίλησε για έναν ακόμα γύρο.
Είχαν γνωριστεί λίγο μετά τη συμφιλίωση της Ανιτας με την Έλσα και τον Λεωνίδα, εκείνη τη νύχτα που έκανε το πάρτι της η Τρίτη Λυκείου στο μαγαζί που έπαιζε. Για την ακρίβεια, ο Δημήτρης την ήξερε ήδη, τόσο επειδή ήταν πασίγνωστη αλλά επίσης και από τις περιγραφές του πρώην κολλητού και συντρόφου Λεωνίδα. Μια νύχτα, πήγε στο κλαμπ με μια παρέα για ποτό και επιτέλους τη γνώρισε από κοντά.
Είχαν ένα φλερτ και γενικά εκείνη όλη τη νύχτα ήταν όλο χαμόγελα και πονηρά βλέμματα. Τα ξημερώματα που έκλεισε το κλαμπ, την πήγε σπίτι του. Έτσι ξεκίνησε μεταξύ τους ένα είδος φλογερής σχέσης που έβαζε φωτιά στις νύχτες τους, όμως μέχρι εκεί. Κανείς τους δεν ζητούσε κάτι παραπάνω.
Η Ανίτα τις τελευταίες μέρες είχε περάσει δύσκολα. Μετά την αποκάλυψη- βόμβα για τον Λεωνίδα, όχι μόνο δεν κατάφερε αυτό που ήθελε, δηλαδή να τον κάνει ρεζίλι δημοσίως και να τον χωρίσει με την Έλσα, αλλά έκανε τον γιο της να τη μισήσει που του έκρυβε όλα αυτά τα χρόνια ότι ο θείος Λεωνίδας ήταν στην πραγματικότητα ο πατέρας του. Τα παιδιά στο σχολείο τον κορόιδευαν και τον πείραζαν, με αποτέλεσμα όταν γυρνούσε σπίτι να γινόταν ακόμα πιο αντιδραστικός και ανυπάκουος.
Κι ύστερα γύρισε ο Λεωνίδας απ' την Αίγυπτο, όπου μάλλον είχε πάει να κρυφτεί από τα ΜΜΕ, και γύρισε με την ίδια τη Βάσια Γεωργίου! Αν είναι δυνατόν! Όλοι άρχισαν να τον θεωρούν ήρωα που μαζί με εκείνη τη γυναίκα ξεσκέπασαν τα ψέματα της ARAK και έγινε επανάσταση. Για καλή τύχη της Ανιτας όμως, ξεχάστηκε και το δικό της θέμα.
Γι' αυτό το λόγο, αλλά και επειδή είδε ότι δεν κατάφερε τίποτα, αναγκάστηκε τελικά να ρίξει τα μούτρα της, να ζητήσει συγγνώμη από τον ίδιο και απ 'την αδελφή της και να αποσύρει δημόσια όλες τις κατηγορίες της. Έτσι έγινε η ίδια ρεζίλι.
Λίγο αργότερα, είχαν τελειώσει πάλι και ξαπλωμένοι μοιράζονταν το χόρτο του Δημήτρη.
"Ξέρεις..." ξεκίνησε σκεπτική η Ανίτα. "Δεν πίστευα ότι υπάρχουν εξωγήινοι, μέχρι που βγήκε ο πατέρας μου και αποκάλυψε όλα αυτά τα μυστικά. Και να που βρισκόμαστε τώρα: μια ανάσα πριν τον πόλεμο με αυτούς ." Ο Δημήτρης έκανε μια μεγάλη τζούρα, έβγαλε αργά τον καπνό και είπε:
"Κανείς δεν το περίμενε. Και ακόμα και τώρα, υπάρχουν πολλοί που δεν το έχουν συνειδητοποιήσει."
Έπειτα την κοίταξε και τη ρώτησε:
"Τον σκέφτεσαι;" Η Ανίτα δίστασε για λίγο, όμως παραδέχτηκε στον Δημήτρη και ακόμα περισσότερο στον εαυτό της:
"Ναι. Δεν έχω σταματήσει να τον σκέφτομαι όλα αυτά τα χρόνια. Η αγάπη μου για εκείνον μετατράπηκε σε μισός που δεν μπορούσα να τον έχω, και ακόμα περισσότερο για την αδελφή μου που μου τον πήρε. Όμως τελικά δεν έφταιγε εκείνη. Τον αγαπούσε από παιδί και εκείνος το ίδιο. Αυτά τα τρία χρόνια που πέρασε μαζί μου..." Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν βροχή και δεν μπορούσε να τα ελέγξει πλέoν. "...Δεν σήμαιναν τίποτα για εκείνον. Ήταν μαζί μου μόνο για το σεξ. Όπως και όλοι οι άλλοι."
Ο Δημήτρης την αγκάλιασε και την άφησε να κλάψει πάνω στο στήθος του. Αν δεν ήταν ο πόλεμος, τώρα θα της έλεγε πόσο την είχε ερωτευθεί απ' την αρχή, θα της πρότεινε να δοκιμάσουν να είναι μαζί και όπου βγει... Θα προσπαθούσε να τη βάλει στον ίσιο δρόμο. Η Ανίτα, απ' την άλλη μεριά, συνειδητοποίησε τι λάθος είχε κάνει. Είχε αφήσει τον εαυτό της να φανεί αδύναμη.
Έσπρωξε απότομα τον Δημήτρη και σκούπισε τα δάκρυα της.
"Πρέπει να φύγεις." Του είπε. "Μην καταλάβουν στο στρατόπεδο ότι το έσκασες..." του είπε.
"Μπορώ να μείνω λίγο ακόμα." Επέμεινε εκείνος.
"Όχι, καλύτερα να φύγεις, γιατί κι εγώ πρέπει να τακτοποιήσω κάτι εκκρεμότητες. Μπορεί να είναι η τελευταία μου ευκαιρία πριν τον πόλεμο. "
"Όπως νομίζεις." Είπε ο Δημήτρης.
Σηκώθηκαν και οι δύο και άρχισαν να ντύνονται.
Κατέβηκαν μαζί κάτω και πριν πάει εκείνη να μπει στο αυτοκίνητο της, ο Δημήτρης της είπε:
"Ανίτα...Μπορεί να μην σε ξαναδώ ποτέ." Και εκείνη, αντί να τον αποχαιρετήσει με ένα τελευταίο φιλί, του είπε άπλα:
"Το ξέρω. Αντίο, Δημήτρη. Να προσέχεις." Και μπήκε στο αυτοκίνητο, έβαλε μπρος κι έφυγε, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω.
Η Έλσα είχε μόλις βάλει την Άννα για ύπνο και παρακολουθούσε τα τελευταία γεγονότα με την αγωνία όλων των ανθρώπων της Γης και το φόβο για την επερχόμενη απειλή. Ο χτύπος ειδοποίησης πόρτας στο κινητό της την έκανε να τιναχτεί τρομαγμένη. Στην οθόνη είδε το πρόσωπο της αδελφής της και απόρησε.
Η Ανίτα εδώ; Πώς κι έτσι...;
Πήγε στην πόρτα και άνοιξε. Αντίκρισε μπροστά της την αδελφή της, αβαφτη τελείως, αχτένιστη, με κατακόκκινα μάτια.
"Ανίτα;" είπε. "Πώς και από εδώ; Και γιατί τέτοια χάλια;"
"Να περάσω;" της είπε εκείνη.
"Ναι... Βέβαια." Της απάντησε η Έλσα κι έκανε στην άκρη. Η Ανίτα μπήκε στο σαλόνι και επεξεργάστηκε το χώρο.
Πρώτη φορά έμπαινε στο σπίτι της αδελφής της και του Λεωνίδα. Δεν είχε κανένα λόγο να τους επισκεφθεί ποτέ.
"Ωραίο το φτιάξατε." Σχολίασε.
Η Έλσα πρόσεξε και κάτι άλλο, μια περίεργη γυαλάδα στα μάτια της.
"Πιωμενη είσαι;" τη ρώτησε. Η Ανίτα γέλασε.
"Περίπου. Μοιραστήκαμε ένα τσιγάρο απ' τα καλά με τον Δημήτρη."
"Με ποιον Δημήτρη;" απόρησε εκείνη.
"Με τον γνωστό Δημήτρη. Τον φίλο του Λεωνίδα. Αυτόν που πήγαιναν μαζί στα επεισόδια."
"Κατάλαβα. Αυτός θα σου ξέφευγε...;" σχολίασε η Έλσα.
"Γνωριστήκαμε τελείως τυχαία στο κλαμπ. Όλα έγιναν τυχαία. Εγώ δεν επιδίωξα τίποτα."
"Τέλος πάντων." Είπε η Έλσα. "Κάθισε. Θες κάτι να πιεις;"
"Όχι, ευχαριστώ. Δεν θα κάτσω πολύ. Θέλω απλά να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα μεταξύ μας, Έλσα. Οι εξωγήινοι έρχονται και ίσως να μη μας δοθεί ξανά η ευκαιρία."
"Σε ακούω. "
Η Ανίτα πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε:
"Ο Λεωνίδας ήταν ερωτευμένος μαζί σου απ' το Δημοτικό, Έλσα. Μαζί σου και όχι μαζί μου. Μου το είχε πει αυτό όταν ήμασταν μαζί. Άλλα εσύ ήσουν τόσο χαζή που δεν έλεγες να το καταλάβεις."
"Προσπαθώ να καταλάβω που το πας, Ανίτα."
"Θα δεις. Λοιπόν, εμένα δεν μου άρεσε καθόλου. Δηλαδή, δεν λέω, τον θεωρούσα ωραίο παιδί, αλλά δεν μπορούσα να τον δω ερωτικά. Και ξέρεις ποιους τύπους προτιμούσα τότε. Ώσπου βγήκαμε μια μέρα, ο Λεωνίδας με φίλησε και όλα τότε άλλαξαν. Μπόρεσα να τον δω με άλλο μάτι. Με έκανε να νιώσω...κάτι. Όμως εκείνος ακόμα ήθελε εσένα. Τέλος πάντων, θα προχωρήσω όσα έγιναν τότε γιατί ήμασταν παιδιά και λογικό ήταν να κάνουμε τέτοια λάθη. Ο Λεωνίδας ήταν μπερδεμένος, έπαιζε και με τις δύο μας, τελικά τον κέρδισα εγώ. Αυτά τα τρία χρόνια που περάσαμε μαζί ήταν τα καλύτερα της ζωής μου."
Έκανε μια παύση. Τότε βρήκε την ευκαιρία η Έλσα να τη ρωτήσει:
"Και αφού τον αγαπούσες τόσο, γιατί τον κεράτωνες;"
"Διασημότητα, Έλσα μου... Διασημότητα. Όπως και να ΄χει, όταν αρχίζεις και γίνεσαι διάσημος, υπάρχουν τόσοι πολλοί πειρασμοί, που είναι σχεδόν απίθανο να μην ενδώσεις. Και εδώ που τα λέμε, και ο Λεωνίδας δεν ήταν 100 % μαζί μου. Να του λέω τώρα να βγούμε και να μου λέει Α, δεν μπορώ απόψε. Θα μελετήσουμε στο Αστεροσκοπείο τον καινούργιο πλανήτη που ανακαλύψαμε. Ώσπου έγινε εκείνη η απαγωγή της καταραμένης της Γεωργίου και αυτό ήταν το αποκορύφωμα."
Σταμάτησε πάλι. Η Έλσα την άφησε να βρει μόνη της τα λόγια. Ήθελε να δει τι ακριβώς θα της έλεγε.
"Δεν ξέρω τι σου έχει πει ο Λεωνίδας για εκείνη τη νύχτα...αν σου αφηγήθηκε το σκηνικό που έγινε στο κλαμπ και στη συνέχεια στο σπίτι μου τη νύχτα που τρελάθηκε..."
"Δεν θυμόταν και πολλά, όμως ο βιασμός και η κακοποίηση σου ξεκάθαρα ήταν ψέμα. Το παραδέχτηκες και δημόσια."
"Δεν ήταν ακριβώς βιασμός. Ήταν κάπως απότομος επειδή είχαμε τσακωθεί και του είχα ρίξει κρυφά ναρκωτικό στο ποτό του. Αλλά μου άρεσε. Και ας μη με ικανοποίησε, και ας μην ήταν το μυαλό του μαζί μου εκείνη τη νύχτα αλλά στην απαγωγή της Γεωργίου."
"Εντάξει, δεν θέλω να ξέρω άλλες λεπτομέρειες." τη διέκοψε η Έλσα. "Κοίτα, δεν θέλω να σκαλίσουμε άλλο το παρελθόν, ΟΚ; Ότι έγινε έγινε. Δεν ξέρω που θες να καταλήξεις και γιατί κάνεις αναδρομές τώρα."
Η Ανίτα την κοίταξε για μια στιγμή και τελικά κατάφερε να μπει στο κυρίως θέμα:
"Ο Λεωνίδας σε απατούσε μαζί μου ακόμα και όταν ήσασταν παντρεμένοι, Έλσα." Η Έλσα πάγωσε. Νόμιζε πως ο Λεωνίδας είχε ξεπεράσει την Ανίτα, όμως μάλλον έκανε λάθος. Πάντα υπήρχε κάτι.
"Εντάξει, δεν γινόταν συνέχεια βέβαια...Μόνο δύο φορές έγινε κάτι ολοκληρωμένο μέσα σε αυτά τα έξι χρόνια." συνέχισε η Ανίτα. "Η πρώτη έγινε περίπου ένα χρόνο μετά το γάμο σας. Είχε αρρωστήσει ο Αντώνης και τον πήγαμε μαζί στο νοσοκομείο, και έπειτα κάλεσα τη νταντά του γιατί έπρεπε να τον κρατήσουν μέσα και εμείς πήγαμε σε ένα ξενοδοχείο. Του είπα πως απλά ήθελα να μιλήσουμε, ενώ στην πραγματικότητα ήθελα να τον παρασύρω. Και το κατάφερα. Όταν τελειώσαμε μου είπε να τον αφήσω ήσυχο και να μην τον ξαναενοχλήσω και τότε η ζήλια με τύφλωσε."
Η Έλσα τη θυμόταν εκείνη τη μέρα. Ήταν τότε που της είχε πει ότι βγήκε για ποτό με τον Δημήτρη, όταν όμως γύρισε σπίτι μύριζε ολόκληρος γυναικείο άρωμα.
"Έπρεπε να το καταλάβω ότι ήσουν εσύ." της είπε με μίσος. "Εκείνη τη νύχτα που γύρισε σπίτι, βρόμαγε απ' την κολόνια σου! Πώς και δεν θυμήθηκα ότι αυτό το άρωμα φορούσες πάντα...!"
Έπειτα θυμήθηκε ότι η Άννα δίπλα κοιμόταν και συνέχισε πιο σιγά:
"Χωρίσαμε για μία εβδομάδα τότε. Είχα καταλάβει ότι παίχτηκε κάτι μ' άλλη, αλλά έδειξε μετανιωμένος και τον συγχώρησα." Η Ανίτα συνέχισε:
"Η δεύτερη φορά ήταν πέρυσι. Είχα χωρίσει με έναν τύπο που έβγαινα και ήμουν χάλια. Σκεφτόμουν ότι με τη φήμη που είχα, δεν θα κατάφερνα ποτέ μου να κάνω μια σοβαρή σχέση και θέλησα να βάλω τέλος στη ζωή μου. Πήρα τηλέφωνο τον Λεωνίδα, όμως δεν περίμενα ότι θα έρθει. Με βρήκε σε άθλια κατάσταση και να έχω γεμίσει με μαχαιριές τους καρπούς μου. Με περιποιήθηκε, με έβαλε για ύπνο και καταλήξαμε να κάνουμε έρωτα. Και πήγε να γίνει και άλλη μια φορά κάτι, πριν από αυτό, την ημέρα που πέθανε η μητέρα του. Βγήκαμε κι άλλες φορές φιλικά, όμως δεν έγινε τίποτα. Ο Λεωνίδας αντιστεκόταν, όσο και αν τον απειλούσα ότι θα πω τα πάντα σε εσένα. Ένιωθα τόση οργή, τόσο μίσος μέσα μου για σένα και προσπαθούσα να σας χωρίσω. Κρεμόμουν από αυτή τη νύχτα στο ξενοδοχείο και τον εκβίαζα ότι θα στα πω όλα. Ή απ' το γεγονός ότι βρισκόμασταν και εσύ δεν το ήξερες. Τώρα όμως, τώρα που ο Λεωνίδας έφυγε και θα σκοτωθεί εκεί πάνω, τώρα που δεν τον έχει καμιά μας, σκέφτηκα πως όλα αυτά δεν είχαν σημασία πια. Και σου ζητώ να με συγχωρέσεις. Σε παρακαλώ. Γιατί μπορεί και κάποια απ' τις δυο μας να σκοτωθεί σε αυτόν τον πόλεμο και να μην έχουμε καταφέρει να συμφιλιωθούμε."
Είπε αυτά τα τελευταία λόγια της με δάκρυα στα μάτια. Η Έλσα, που εδώ και λίγη ώρα είχε καλύψει το πρόσωπο της με τα χέρια της, τα οποία στήριζε στα γόνατα της, τώρα σήκωσε το βλέμμα της και την κοίταξε.
"Γιατί ήρθες ΤΩΡΑ να μου τα πεις όλα αυτά;" της είπε εχθρικά.
"Γιατί σου εξήγησα. Ένιωθα τύψεις για ό,τι έγινε και ήθελα να συμφιλιωθούμε."
"Γιατί τώρα;!" φώναξε η Έλσα σε κατάσταση υστερίας, χωρίς να σκέφτεται πλέoν ότι μπορεί να ξυπνήσει η Άννα. "Γιατί;! Γιατί τώρα που λείπει ο Λεωνίδας;!"
"Έλσα..."
"Σήκω και φύγε! Φύγε από το σπίτι μου τώρα!" συνέχισε δείχνοντας της την πόρτα.
Η Ανίτα προχώρησε προς τα εκεί με τα δάκρυα να στάζουν βροχή. Η Έλσα δεν τη λυπόταν καθόλου. Είχε δίκιο τελικά που της συμπεριφερόταν σαν ξένη όλα αυτά τα χρόνια, που μιλούσαν μόνο τυπικά στις οικογενειακές συγκεντρώσεις. Και η Ανίτα την κοιτούσε πάντα με τέτοιο μίσος... Τώρα εξηγούνταν όλα. Της άνοιξε την πόρτα.
"Έλσα, ο Λεωνίδας δεν έχει ελπίδες. Άκουσα τον μπαμπά που το έλεγε. Μόλις πατήσουν το πόδι τους εκεί πάνω, αυτοί θα τους συντρίψουν." είπε τα τελευταία της λόγια η Ανίτα. Η Έλσα της έκλεισε την πόρτα με δύναμη.
Όλη νύχτα καθόταν κι έπινε μόνη της. Ευτυχώς η Άννα δεν ξύπνησε. Ο πεθερός της, την έψαχνε από χθες, της έλεγε να πάρει τη μικρή και να πάνε να μείνουν μαζί του στο υπόγειο, όμως η Έλσα δεν ήθελε να αφήσει το σπίτι της ακόμα.
Είχε βρει ένα μπουκάλι απ' το αγαπημένο ουίσκι του Λεωνίδα και το άδειασε όλο, σκέτο με πάγο, λίγο- λίγο. Σκεφτόταν όλα αυτά που της είπε η Ανίτα. Η αλήθεια ήταν πως κάτι υποψιαζόταν μερικές φορές. Όλα ήταν να τα περιμένει απ' την Ανίτα. Εκείνος όμως...πώς μπόρεσε να της το κάνει αυτό; Τον είχε ήδη συγχωρέσει για το παρελθόν και για τα λάθη της πρώτης σχέσης τους, όμως μετά τα επανέλαβε.
Εντάξει, ίσως όχι τόσο συχνά όσο παλιότερα, αλλά και πάλι έβγαινε μαζί της. Και πάλι κοιμήθηκε μαζί της. Ίσως τελικά να μην την είχε ξεπεράσει εντελώς. Απ' την άλλη μεριά, η Ανίτα τον δικαιολόγησε λέγοντας πως εκείνη έφταιγε, όμως η Έλσα δεν τα δεχόταν αυτά. Σε κάτι τέτοιο έφταιγαν πάντα και οι δύο. Και στο κάτω- κάτω ο Λεωνίδας θα μπορούσε να της πει την αλήθεια από την αρχή, την πρώτη φορά που χώρισαν, αφού εκείνη ήδη το είχε καταλάβει. Και όχι να δημιουργήσει έναν φαύλο κύκλο και να αφήνει την Ανίτα να τον απειλεί.
Και το χειρότερο; Δεν ήταν τώρα εδώ. Δεν μπορούσε να τον βρίσει, να τον χτυπήσει, να ξεσπάσει όπως θα ήθελε. Να δει τα πράγματα και απ' τη δικιά του πλευρά, να τον αφήσει να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Μήπως η Ανίτα έλεγε και λίγα ψέματα; Μήπως είχε πειράξει λιγάκι την ιστορία;
Η Έλσα ένιωθε σαν την απατημένη χήρα που μαθαίνει για την απιστία του άντρα της μετά το θάνατο του. Όμως όχι, ο Λεωνίδας δεν ήταν νεκρός. Όχι μέχρι να το μάθει η ίδια. Δεν θα τον θρηνούσε ακόμα. Ήλπιζε πως θα γυρίσει. Θα γυρνούσε και τότε θα τα συζητούσαν και ίσως τον συγχωρούσε.
"Φτάνει να γυρίσει πίσω ζωντανός, Θεέ μου." Έλεγε.
Ευτυχώς η Άννα δεν ξύπνησε, παρά μόνο το πρωί.
Εμφανίστηκε στο σαλόνι νυσταγμένη και, μόλις είδε τη μαμά της να κάθεται στον καναπέ και να κοιτάει το κενό, πήγε και κουλουριαστηκε στην αγκαλιά της. Η Έλσα την αγκάλιασε κι ένιωσε αμέσως καλύτερα. Δεν θα άφηνε τίποτα και κανέναν να βλάψει το αγγελούδι της. Θα την υπερασπιζόταν δίνοντας και τη ζωή της.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας, έκαναν μαζί πολλά πράγματα. Έπαιξαν, μαγείρεψαν να φάνε, είδαν παιδική ταινία. Την Έλσα την πήρε ο ύπνος. Ξύπνησε με ένα απότομο τράνταγμα. Τρόμαξε. Η Άννα δεν βρισκόταν δίπλα της.
Έτρεξε μέχρι το δωμάτιο της, για να συνειδητοποιήσει με ανακούφιση ότι η Άννα έπαιζε ήσυχα στο δωμάτιο της με τις κούκλες της.
"Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω, μανούλα." Της είπε. Έξω είχε αρχίσει να νυχτώνει. Έπρεπε να δει τι γίνεται στον κόσμο, αν έγιναν πουθενά επιθέσεις. Προς μεγάλη της έκπληξη, είδε ότι δεν έπαιζε κανένα κανάλι.
Κάτι περίεργο συνέβαινε με τους δορυφόρους. Έπιασε το κινητό της για να πάρει τον πατέρα της να μάθει. Ούτε εκείνο έπιανε σήμα. Τα έχασε. Εν έτη 2030, τα πάντα έπιαναν σήμα από δορυφόρο. Και οι δορυφόροι της Livanos ΑΕΑΕ δεν χαλούσαν ποτέ, η Έλσα το ήξερε πολύ καλά αυτό. Εκείνη ήταν υπεύθυνη, πριν παραιτηθεί βέβαια, ώστε να γίνεται συχνά συντήρηση.
Έπρεπε να βρει η ίδια τον πατέρα της και να μάθει.
"Αννα;!" Φώναξε και σηκώθηκε να πάει στο δωμάτιο της μικρής. Άνοιξε την ντουλάπα και της έβγαλε μερικά ρούχα.
"Ντύσου." Της είπε. "Θα πάμε στον παππού Αντώνη." Αν ήταν λίγο τυχερή και βρισκόταν σπίτι...
Ντύθηκε και η ίδια και βγήκαν βιαστικά απ' το σπίτι.
Μπήκαν στο αυτοκίνητο, έβαλε το δάχτυλο της στην υποδοχή για να πάρει μπρος, αντί για αυτό όμως ένα μήνυμα εμφανίστηκε στην οθόνη που έλεγε Σφάλμα δικτύου, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί εκκίνηση. Φυσικά, τα καινούργια αυτοκίνητα έπαιρναν κι αυτά σήμα από δορυφόρο. Αν κάτι πήγαινε στραβά, όπως τώρα, δεν μπορούσε ούτε καν να βάλει μπρος.
Η Έλσα πήρε βαθιές ανάσες και προσπάθησε να παραμείνει ψύχραιμη. Ο λόφος ήταν πολύ μακριά για να πάνε με τα πόδια. Οτιδήποτε θα μπορούσε να τους συμβεί στο δρόμο. Βγήκε απ' το αυτοκίνητο και κοίταξε τον συννεφιασμένο ουρανό. Ακούγονταν κάτι υπόκωφοι ήχοι, σαν να έπεφταν βόμβες κάπου μακριά.
"Τι γίνεται εκεί πάνω;" αναρωτήθηκε.
Η Άννα στάθηκε δίπλα της.
"Μαμά;" ρώτησε τρομαγμένη. "Ήρθαν οι εξωγήινοι;" Η Έλσα την αγκάλιασε.
"Μη φοβάσαι." Της είπε. "Όλα θα πάνε καλά. " Προφανώς, ο Ζεντιανος στρατός είχε καταφθάσει, χτύπησε τους δορυφόρους πρώτα και τώρα μάχονταν με την Ομάδα Αμύνης του Διαστήματος. Δεν θα αργούσε η ώρα που θα έμπαιναν στην ατμόσφαιρα της Γης.
Η Έλσα με την Άννα μπήκαν μέσα στο σπίτι πάλι. Η Έλσα κλειδαμπαρωσε τα πάντα. Πάτησε ένα κουμπί και αμέσως κατέβηκαν τα ρολά σε όλα τα παράθυρα και τις πόρτες. Έπειτα έσβησε όλα τα φώτα, παντού κι άναψε μόνο το φακό του κινητού της. Πήγε την Άννα στο δωμάτιο της, πήρε μια σχολική τσάντα και έβαλε μέσα μερικά ρούχα και τα προσωπικά αντικείμενα της μικρής.
Εκείνη την παρακολουθούσε φοβισμένη. Η Έλσα την οδήγησε στο κρεβάτι της και της είπε:
"Ξάπλωσε και προσπάθησε να κοιμηθείς λίγο, ΟΚ; Θα χρειαστούμε δυνάμεις. Εγώ θα πάω μέσα να μαζέψω μερικά πράγματα και αύριο με το πρώτο φως του ήλιου θα πάμε στο υπόγειο του παππού. Θα μας περιμένει σίγουρα, μαζί με την Αφρουλα. Εντάξει, γλυκιά μου;"
Ωστόσο η Έλσα δεν ήξερε αν θα καταφέρουν να φτάσουν στο σπίτι του Κώστα και με ποιο τρόπο. Κάτι θα σκεφτόταν.
"Γιατί να μην πάμε από τώρα;" ρώτησε η μικρή.
"Γιατί τώρα έχει σκοτεινιάσει και θα είναι επικίνδυνο."
"Μη με αφήσεις μόνη μου... Φοβάμαι."
"Δεν θα αργήσω. Θα πάω να ετοιμάσω τα πράγματα μου και θα έρθω να ξαπλώσω μαζί σου. Εντάξει;"
"Εντάξει."
Η Έλσα άναψε το πορτατίφ της μικρής, που ήταν ένας φωτισμένος Ήλιος με όλους τους πλανήτες γύρω του. Της το είχε κάνει δώρο ο μπαμπάς της στα προηγούμενα της γενέθλια. Η Έλσα βγήκε κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Η Άννα φοβόταν όσο ποτέ άλλοτε, αλλά ήθελε να φανεί γενναία και να μη στενοχωρήσει τη μαμά της. Έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να κοιμηθεί, έχοντας μια ελπίδα ότι θα ξυπνήσει και όλα αυτά θα ήταν ένα κακό όνειρο.
Ξύπνησε λίγο μετά, από ένα χτύπημα στο παράθυρο της. Μα πόση ώρα είχε περάσει; Κι άλλος χτύπος. Ποιος να ήταν άραγε; Η Άννα σηκώθηκε και πήγε προς τα εκεί. Έβαλε το αυτί της στο παράθυρο. Τρεις χτύποι επαναλήφθηκαν. Η Άννα χτύπησε κι εκείνη και περίμενε. Ίσως ήταν κάποιος που χρειαζόταν βοήθεια. Οι χτύποι όμως στο παράθυρο συνεχίστηκαν, αυτή τη φορά πιο δυνατοί.
Χτύπησαν και απ' το άλλο παράθυρο, εκείνο που κοιτούσε στη μπροστινή μεριά του σπιτιού.
Η Άννα πάτησε το κουμπί στον τοίχο της για να ανοίξουν τα ρολά. Τρομοκρατημένη, είδε τρεις εξωγήινους έξω απ' το παράθυρο, να την κοιτάζουν ακίνητοι. Πλησίασε. Ίσως δεν ήθελαν να της κάνουν κακό... Φαίνονταν τρομακτικοί, όπως τους φανταζόταν, αλλά όχι κακοί. Μόλις όμως πλησίασε κι άλλο, εκείνοι άρχισαν να χτυπούν το τζάμι ρυθμικά, σαν να ήθελαν να το σπάσουν.
Απ' το άλλο τζάμι το ίδιο. Μαζεύτηκαν κι άλλοι και χτυπούσαν με τα δυνατά τους χέρια. Η Άννα είχε κοκαλώσει, δεν μπορούσε να κουνηθεί απ' το φόβο της. Τα τζάμια άρχισαν να ραγίζουν. Τελικά, η μικρή έτρεξε στην πόρτα, μόλις όμως την άνοιξε, ένας μεγαλόσωμος εξωγήινος, άγνωστο πώς μπήκε στο σπίτι, πήγε να την αρπάξει. Η Άννα του ξέφυγε, έβγαλε μια κραυγή, άκουσε τα τζάμια να σπάνε... Μακάρι να ήταν εδώ ο μπαμπάς της να την έσωζε...
Εκείνη τη στιγμή όμως, όρμησε στο δωμάτιο η μαμά της και άρχισε να τους σκοτώνει έναν- έναν με ένα πολύ περίεργο όπλο, που έβγαζε μία λάμψη και τους έκαιγε.
Η Έλσα έπιασε από το χέρι την Άννα και έτρεξαν έξω απ' το σπίτι, χωρίς να καταλάβουν πώς και με τι δυνάμεις. Έπρεπε να σκεφτεί γρήγορα. Το αμάξι του γείτονα! Απ' ότι ήξερε, ο γείτονας είχε φύγει για το κοντινότερο καταφύγιο την προηγούμενη μέρα.
"Πάμε!" φώναξε στην κόρη της και την οδήγησε εκεί.
Το αυτοκίνητο ήταν παλιό, πάνω από 15 χρόνων και λειτουργούσε χωρίς να είναι απαραίτητα συνδεδεμένο με δορυφόρο.
"Μαμά, αυτό είναι κλεψιά." είπε η μικρή.
"Το ξέρω." απάντησε η Έλσα, καθώς προσπαθούσε να παραβιάσει την κλειδαριά μ' ένα τσιμπιδάκι. "Αλλά είναι ο μόνος τρόπος να σωθούμε."
Τελικά, έσπασε το παράθυρο με την κάννη του όπλου της και άνοιξε την πόρτα από μέσα.
"Μπες, γρήγορα." είπε στην κόρη της. Η μικρή μπήκε και σύρθηκε στο πίσω κάθισμα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top