26. Πρόσκληση από την ARAK
"Αγαπητοί πολίτες. Ναι, είπαμε ψέματα. Για πολλά χρόνια, εγώ και οι άνθρωποι μου κρύβαμε την αλήθεια σχετικά με τους εξωγήινους. Την κρύβαμε, για να προστατεύσουμε τον κόσμο και να μην προκληθεί το χάος, όπως παραλίγο να γίνει. Η ιστορία ξεκινάει το 2010, όταν επισκέφθηκε τη Γη και ζήτησε να διαπραγματευθεί μαζί μας, ο εκπρόσωπος ενός εξωγήινου βασιλιά, ενός μακρινού πλανήτη που ονομάζεται Ζεντ, και βρίσκεται 12 έτη φωτός μακριά μας, στο ηλιακό σύστημα Ζ 151. Ο εκπρόσωπος της Γης και του πλανητάρχη ήμουν εγώ.
Η συμφωνία δεν πέτυχε. Ήθελαν το μισό του πλανήτη μας, και εμείς δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε στο άλλο μισό. Από εκείνη την ημέρα και για πολλά χρόνια, οι εξωγήινοι άρχισαν να απαγάγουν ανθρώπους από εμάς. Ναι, όλες σχεδόν οι μαρτυρίες ήταν αληθινές. Όμως εμείς δεν μπορούσαμε να παραδεχθούμε την αλήθεια. Όχι ακόμα. Δεν ήμασταν έτοιμοι να κηρύξουμε πόλεμο στους Ζεντιανούς, επειδή ο πολεμικός τους εξοπλισμός είναι πολύ πιο σύγχρονος απ' τον δικό μας. Έτσι λοιπόν, τόσα χρόνια που μας επισκέπτονταν, τους παρακολουθούσαμε κρυφά και μελετούσαμε τα σκάφη τους. Καταφέραμε να φτιάξουμε όπλα και σκάφη όμοια με τα δικά τους.
Χθες τη νύχτα, έγιναν δύο συνεχόμενες απαγωγές, συγχρόνως σε δύο σημεία του πλανήτη μας. Η πρώτη ήταν ένας άντρας στη Νέα Υόρκη. Η δεύτερη...ήταν και πάλι η κυρία Γεωργίου. Δεν ξέρουμε γιατί, όμως τη θεωρούν σημαντική και γι' αυτό την πήραν πίσω. Η απαγωγή της...σημαίνει και την προετοιμασία τους για επίθεση.
Ναι, αγαπητοί μου πολίτες. Όσο τρελό και αν σας φαίνεται τώρα, οι εξωγήινοι είναι πέρα για πέρα αληθινοί και σε λίγους μήνες θα μας κάνουν επίθεση, ενώ θα στέλνουν αποστολές για να απαγάγουν και άλλους σε διάφορα μέρη της Γης. Γι΄ αυτό, η ARAK καλεί όλους τους άντρες που έχουν εκτελέσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, έως 50 ετών, να εκπαιδευτούν καταλλήλως στα στρατόπεδα που θα σταλθούν, ώστε να είναι έτοιμοι για την επερχόμενη επίθεση. Εν τω μεταξύ, μια ομάδα επίλεκτων θα σταλεί στον Ζεντ να ελευθερώσει τους αιχμαλώτους, αφού πρώτα εκπαιδευτούν για το σκοπό αυτόν. Είναι μία κρίσιμη στιγμή για την ανθρωπότητα. Μπορεί να έχει φθάσει ήδη το τέλος του κόσμου. Όμως, εμείς θα κάνουμε τα πάντα ώστε να σωθεί το ανθρώπινο είδος."
Αυτή ήταν η ομιλία του Αντώνη Λιβανού, που προβλήθηκε σε όλα τα κανάλια και στο ίντερνετ ζωντανά. Όλοι οι πολίτες παρακολουθούσαν και άκουγαν σοκαρισμένοι. Το ίδιο έγινε παντού. Σε όλες τις χώρες του πλανήτη, σε κάθε ήπειρο, οι αντιπρόσωποι της ARAK ανακοίνωναν τον επερχόμενο πόλεμο και οι πολίτες άκουγαν τρομοκρατημένοι. Στις ΗΠΑ ήταν καλύτερα προετοιμασμένοι και με πιο σύγχρονο εξοπλισμό, όμως δεν έπαυαν να έχουν τον ίδιο φόβο. Ήξεραν όλοι πως τώρα όντως θα επικρατούσε το χάος, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Οι Γήινοι πολίτες όφειλαν να ξέρουν.
Ο Αντώνης Λίβανος έκανε σχέδια για τις μάχες στο μυαλό του, κοιτώντας έξω απ' το παράθυρο του γραφείου του. Η πόρτα χτύπησε.
"Περάστε." είπε.
"Πατέρα." άκουσε τη φωνή της κόρης του και γύρισε προς το μέρος της. Τα όμορφα μάτια της Έλσας ήταν κοκκινισμένα, με μαύρους κύκλους από κάτω.
Μάλλον δεν έχει κοιμηθεί καθόλου. είπε από μέσα του.
"Είδατε την ομιλία μου;" τη ρώτησε.
"Ναι."
Η Έλσα πλησίασε.
"Πότε θα έρθουν;"
"Δεν ξέρουμε. Μπορεί να βρίσκονται κιόλας στο δρόμο. Ήδη με την απαγωγή της Βάσιας Γεωργίου μας έπιασαν απροετοίμαστους. Περιμέναμε να γίνει τουλάχιστον σε τέσσερις μήνες, και νομίζαμε πως είχαμε χρόνο να προετοιμαστούμε." Η Έλσα τον κοίταξε στα μάτια.
"Και τώρα;"
"Τώρα...πρέπει να βιαστούμε. Στην Αμερική έχουν αρχίσει ήδη να εκπαιδεύουν τους στρατιώτες τους. Πρέπει να κάνουμε κι εδώ το ίδιο."
Άνοιξε ένα συρτάρι του γραφείου του κι έβγαλε από μέσα ένα όπλο με ακτίνες λέιζερ. Η Έλσα είχε ξαναδεί τέτοιο όπλο, το είχε κρατήσει στα χέρια της. Αλλά όχι στ' αλήθεια. Σε εξομοιωτη.
"Ξέρεις να πολεμάς, Έλσα. Θυμάσαι την εκπαίδευση σου." είπε και της το έδωσε. "Μπορεί να μην είσαι πλέον μέλος της ARAK, αλλά θα πρέπει να προστατεύσεις τον εαυτό σου και την Άννα."
"Τι εννοείς; Οι Ζεντιανοί θα χτυπήσουν και αμάχους;" ρώτησε με δυσάρεστη έκπληξη.
"Σου είπα, δεν ξέρουμε τίποτα ακόμα. Ωστόσο πρέπει να έχεις ένα όπλο για να αμυνθείς εφόσον ο Λεωνίδας θα λείπει. Μόνο να προσέχεις με αυτό. Δεν θα πολεμήσεις σε εξομοιωτή, αλλά σε αληθινό πόλεμο. Φύλαξε το, μην το δείξεις σε κανέναν και βγάλε το μόνο όταν χρειαστεί."
Η Έλσα κοίταξε το όπλο με το κρύο μέταλλο και το ζύγισε στο χέρι της.
"Πατέρα... Σχετικά με εκείνη την αποστολή..."
"Οι επίλεκτοι θα κληθούν από στιγμή σε στιγμή και θα εκπαιδευτούν βιαστικά, γιατί πρέπει να σταλούν εκεί πάνω το συντομότερο. Δεν έχουμε χρόνο, για αυτό θα παραλείψω κάποια τεστ και στάδια της εκπαίδευσης και θα τους βάλω τα πιο βασικά. Πες στον Λεωνίδα να αρχίσει να ετοιμάζεται για Αμερική."
"Πατέρα, μην τον στείλεις εκεί... Σε παρακαλώ... Τον χρειάζομαι κοντά μου κι εκτός αυτού, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα σκοτωθεί..."
Η Έλσα δεν άντεξε και ένα δάκρυ κύλησε, το οποίο δεν συγκίνησε τον πατέρα της.
"Δεν γίνεται αυτό, κόρη μου." της είπε όσο πιο μαλακά μπορούσε. "Η ομάδα τον χρειάζεται. Επέλεξα κάθε μέλος ξεχωριστά και με συγκεκριμένα κριτήρια. Ο Λεωνίδας είναι ο κρίκος μιας αλυσίδας που αν σπάσει, θα διαλυθούν όλα."
"Ναι, όμως...25 άτομα θα πολεμήσουν με τόσους Ζεντιανούς...;"
"Δεν θα είναι μόνοι. Θα στείλουν και οι Αμερικανοί μερικούς δικούς τους αστροναύτες, που έχουν πολλά χρόνια εμπειρίας και εκπαίδευσης στις εγκαταστάσεις της NASA, καθώς και ένα μεγάλο μέρος του στρατού τους."
Αυτή η νέα πληροφορία δεν ανακούφισε την Έλσα. Γύρισε σπίτι με δάκρυα στα μάτια, έχοντας κρύψει το όπλο σε μια ειδική θήκη και μέσα στη μεγάλη τσάντα της.
Ο Λεωνίδας σηκώθηκε αμέσως και την πλησίασε.
"Μωρό μου; Τι έπαθες; Γιατί κλαις;" τη ρώτησε, αν και ήξερε την απάντηση. Η Έλσα είχε κλάψει όλη νύχτα στην αγκαλιά του και κοιμήθηκαν και οι δυο ελάχιστα.
"Πήγα στον πατέρα μου. Του ζήτησα να σε απαλλάξει από την αποστολή, αλλά δεν με άκουσε."
"Σου είπα να μην πας!" της φώναξε ο Λεωνίδας. "Θα νομίζει ότι εγώ σε έστειλα, ότι είμαι φοβητσιάρης και για αυτό δεν θέλω να πάω!"
Μετάνιωσε όμως και την αγκάλιασε αμέσως.
"Όλα καλά θα πάνε." της είπε. Ποιον κοροϊδεύω; έλεγε όμως μέσα του. Υπάρχουν πολύ λίγες ελπίδες. Το πιθανότερο είναι να μη γυρίσω ζωντανός.
Την επόμενη κιόλας μέρα, έγινε επιστράτευση. Στάλθηκαν χαρτιά σε όλους τους άντρες που είχαν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, από 18 έως 50 ετών, να πάνε για εκπαίδευση στα ειδικά διαμορφωμένα στρατόπεδα της ARAK.
Παράλληλα δόθηκαν οδηγίες στους αμάχους, δηλαδή στις γυναίκες, στους νέους κάτω των 18 και σε όσους δεν πρόλαβαν να πάνε στρατό, καθώς και σε άνδρες άνω των 50, σχετικά με το τι θα κάνουν αν τυχόν δεχθούν επιθέσεις και πού βρίσκονταν τα κοντινότερα καταφύγια.
Ορισμένοι στρατιώτες θα ήταν υπεύθυνοι να προστατεύουν ομάδες πολιτών και να τους οδηγούν στα καταφύγια. Παράλληλα έγιναν κι άλλες απαγωγές σε διάφορες γωνιές του πλανήτη. Ήταν φανερό ότι οι Ζεντιανοί ήταν έτοιμοι για τη μεγάλη επίθεση και η NASA ειδοποίησε την ARAK να στείλει πρόσκληση στους Επίλεκτους. Η μικρή Άννα ήταν άρρωστη με πυρετό όταν ήρθε το χαρτί στο σπίτι του Λεωνίδα.
"Όχι..." είπε η Έλσα. "Όχι τώρα, γαμώτο. Η κόρη μας σε χρειάζεται."
Ήταν έτοιμη να καταρρεύσει.
"Άκουσε με." της είπε ο Λεωνίδας. "Μη φοβάσαι. Να είσαι δυνατή και είμαι σίγουρος ότι θα καταφέρεις να τη φροντίσεις μόνη σου. Αν χρειαστείς οτιδήποτε, πήγαινε στον πατέρα μου."
"Εντάξει." είπε η Έλσα και ηρέμησε κάπως.
"Έλα να πάμε στη Νικόλ τώρα, και όταν γυρίσουμε θα σε αποχαιρετήσω καταλλήλως. Ε, αγάπη μου; Ένα ρομαντικό δείπνο για δύο. Τι λες;"
Η Έλσα συμφώνησε με δάκρυα στα μάτια.
Την επόμενη μέρα ο Λεωνίδας έπρεπε να φύγει. Θα συναντιόταν με τους υπόλοιπους της ομάδας στα κεντρικά κτήρια της ελληνικής ARAK, στο κέντρο της Αθήνας, θα έμεναν μια η δύο νύχτες εκεί και θα έπαιρναν τις τελευταίες οδηγίες απ' τον Λιβανό. Και το πρωί της επόμενης ή μεθεπόμενης μέρας, θα ταξίδευαν με ιδιωτικό αεροσκάφος στην Ουάσιγκτον, όπου θα τους παραλάμβαναν οι Αμερικανοί και θα τους οδηγούσαν στις κεντρικές εγκαταστάσεις της ARAK για να ξεκινήσουν την εκπαίδευση τους.
Ο πυρετός της μικρής είχε πέσει λίγο όταν ξεκίνησαν για το σπίτι του Θοδωρή και της Νικόλ.
"Μπαμπά, θα φύγεις;" τον ρώτησε στο αυτοκίνητο.
"Ναι, αγάπη μου."
"Και πού θα πας;"
"Στον πλανήτη των εξωγήινων, να πολεμήσω και να σώσω τους ανθρώπους μας."
"Δεν θέλω να πας. Φοβάμαι."
"Μη φοβάσαι. Θα τα καταφέρω."
Ο Θοδωρής είχε ήδη φύγει για εκπαίδευση στο στρατόπεδο και η Νικόλ ήταν απαρηγόρητη. Μιλούσαν συνέχεια στο τηλέφωνο και απ' ότι της έλεγε, οι συνθήκες ήταν πολύ καλές και η εκπαίδευση σχετικά εύκολη, όμως δεν της φαινόταν και τόσο πειστικός. Τουλάχιστον, ο μεγάλος γιος τους, ο Γρηγόρης, δεν πρόλαβε να μπει φαντάρος, έτσι δεν θα πολεμούσε και θα τον είχε κοντά της, όπως και τον Κωνσταντίνο. Τώρα τους είχε στείλει στους γονείς της.
Έφτασαν ο Λεωνίδας και η Έλσα με τη μικρή, κάθισαν λίγο μαζί τους για έναν καφέ και μετά η Νικόλ επέμεινε να κρατήσει εκεί τη μικρή τη νύχτα για να αφήσει τον Λεωνίδα να ετοιμαστεί με ησυχία και για να έχει και η ίδια παρέα. Δέχτηκαν και την έβαλαν κατευθείαν για ύπνο.
"Πότε θα γυρίσεις, μπαμπάκα;" ρώτησε λίγο πριν κοιμηθεί.
"Δεν ξέρω. Πάντως δεν θα αργήσω πολύ. Εσύ να είσαι καλό κορίτσι και να ακούς τη μαμά. Εντάξει;"
"Εντάξει."
"Και να παίρνεις τα φάρμακα σου για να γίνεις καλά."
"Ναι, μπαμπά. Σ' αγαπάω."
"Κι εγώ σ' αγαπάω, ζωή μου."
"Θα μείνεις μέχρι να κοιμηθώ;"
"Εννοείται." Κι έμεινε στο πλάι της, χαϊδεύοντας τα ξανθά, απαλά μαλλιά της, μέχρι που αποκοιμήθηκε. Της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και κατέβηκε κάτω.
Η Έλσα με τη Νικόλ κάθονταν στο σαλόνι.
"Κοιμήθηκε." τους είπε. "Και όταν τη φίλησα, δεν ήταν καθόλου ζεστή."
"Ωραία." είπε με ανακούφιση η Έλσα. "Τουλάχιστον της έπεσε ο πυρετός."
"Τι θα κάνεις εσύ, Νικόλ;" ρώτησε ο Λεωνίδας τη νύφη του.
"Θα πάω κι εγώ αύριο στο Αρχοντικό, μαζί με τα παιδιά και τους γονείς μου. Θα μείνουμε όλοι εκεί μέχρι να τελειώσουν όλα αυτά."
"Τα αδέλφια σου;"
"Ο Κυριάκος και ο Γιώργος θα πολεμήσουν μαζί με τον Θοδωρή. Η Δάφνη και η Σοφία θα μείνουν με τα παιδιά τους. Δεν θέλουν να αφήσουν τα σπίτια τους." Η Σοφία ήταν η γυναίκα του Κυριάκου, του αδελφού της Νικόλ. Ο Λεωνίδας στράφηκε στην Έλσα:
"Πάμε;"
"Ναι." απάντησε εκείνη και σηκώθηκε.
Η Νικόλ τους πήγε μέχρι την πόρτα.
"Θα σου φέρω την Άννα αύριο το πρωί, πριν πάω στους δικούς μου." είπε στην Έλσα.
"Εντάξει. Σ' ευχαριστώ, Νικόλ."
"Να μη με ευχαριστείς." Η Νικόλ γύρισε και αγκάλιασε τον Λεωνίδα. "Να προσέχεις, Λεωνίδα. Καλή τύχη."
"Κι εσείς να προσέχετε. Πες στα παιδιά και γενικά σε όλους ότι τους στέλνω την αγάπη μου."
Γύρισαν σπίτι. Στην είσοδο βρίσκονταν ήδη οι δυο βαλίτσες με τα πράγματα του Λεωνίδα. Μόλις μπήκαν, ο Λεωνίδας πήρε το πρόσωπο της στα χέρια του και ένωσε το μέτωπο της με το δικό του.
"Μη φοβάσαι για μένα." της είπε. "Όλα καλά θα πάνε."
Την κοίταξε στα μάτια και έπειτα τη φίλησε. Μετά της χαμογέλασε και η σκιά στα μάτια του δεν υπήρχε πια.
"Λοιπόν." Είπε ευχάριστα. "Δεν έχουμε πολύ χρόνο και πρέπει να ξυπνήσω νωρίς το πρωί. Οπότε, θα φτιάξω κάτι εύκολο." Η Έλσα συμφώνησε και άρχισε να στρώνει τραπέζι χωρίς να μιλάει καθόλου. Πίστευε πως αν έλεγε το παραμικρό, δεν θα άντεχε και θα ξεσπούσε πάλι σε κλάματα.
Ο Λεωνίδας μαγείρεψε μακαρόνια με μια κόκκινη σάλτσα με μυρωδικά, δικής του έμπνευσης. Η Έλσα έστρωσε το καλό σερβίτσιο στην τραπεζαρία, έσβησε τα φώτα και άναψε κερια.
"Ουάου!" Είπε ο Λεωνίδας, μόλις μπήκε με το φαγητό στο σαλόνι. "Είναι όλα υπέροχα. Είσαι υπέροχη." Άφησε την πιατέλα στη μέση του τραπεζιού κι έβγαλε μια καρέκλα στην Έλσα για να καθίσει. "Ας φάμε. Πεθαίνω της πείνας."
Η Έλσα αναρωτιόταν που έβρισκε το κουράγιο να προσποιείται πως δεν συμβαίνει τίποτα. Πώς αυτό ήταν ένα συνηθισμένο ρομαντικό δείπνο. Έφαγαν συζητώντας ελάχιστα, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον στα μάτια πότε- πότε. Άνοιξαν και το καλύτερο κρασί που είχαν και ήπιαν.
Άρχισαν να θυμούνται ιστορίες απ' τα παλιά και να γελάνε. Η Έλσα γελούσε επιτέλους. Είχε αρχίσει να ξεχνιέται.
"Ήταν όλα τέλεια, Λεωνίδα." Του είπε στο τέλος.
"Ναι. Όντως..." συμφώνησε εκείνος και κοίταξε το μπουκάλι του κρασιού. Είχε αδειάσει.
"Βρε, κοίτα πόσο ήπιαμε. Έχω αρχίσει να νυστάζω. Πάμε...;"
"Ναι. Πήγαινε μέσα, πάω να πλύνω τα πιάτα κι έρχομαι." Είπε η Έλσα, σαν να ήταν μια συνηθισμένη νύχτα.
Ο Λεωνίδας έκανε πως πάει μέσα, λίγο μετά όμως, καθώς η Έλσα έπλενε τα πιάτα, πήγε από πίσω της και τη διέκοψε. Την αγκάλιασε απ' τη μέση και φίλησε τη βάση του λαιμού της.
"Τα πιάτα μπορούν να περιμένουν. " ψιθύρισε στο αυτί της, κάνοντας την να ανατριχιάσει. "Εγώ όχι." Η Έλσα έκλεισε τη βρύση και γύρισε προς το μέρος του. Τον φίλησε, φιλήθηκαν με πολύ πάθος και πήγαν έτσι ως το κρεβάτι.
Έκαναν έρωτα σαν να μην υπήρχε αύριο. Και εδώ που τα λέμε, μπορεί όντως να μην υπήρχε αύριο για την ανθρωπότητα. Ο Λεωνίδας μπορεί να πέθαινε σε εκείνο το μακρινό, άγνωστο πλανήτη, δώδεκα έτη φωτός μακριά απ' το σπίτι του. Ίσως ήταν η τελευταία τους φορά.
Όταν τελείωσαν, ο Λεωνίδας πρόσεξε ότι η Έλσα είχε δακρύσει.
"Μην κλαις, μωρό μου. Μην κλαις..." της είπε σκουπίζοντας τα δάκρυα της. "Θα κάνω τα πάντα ώστε να γυρίσω πίσω ζωντανός. Στο υπόσχομαι."
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top