2. Επικίνδυνο Μάθημα

Επικρατούσε το απόλυτο χάος μες στην τάξη. Οι πιο φασαριόζικοι μαθητές πετούσαν τσαλακωμένα χαρτιά ο ένας στον άλλον, ενώ η Ειρήνη με τη Νατάσα κουτσομπόλευαν για όσα ακούγονταν εντός του σχολείου και για όσα διάβαζαν στο ArakSocial. Κάποιοι άλλοι είχαν βάλει μουσική και χόρευαν. Και όλα αυτά επειδή ο κύριος Νικολάου είχε αργήσει.

Ο Λεωνίδας άργησε να ξυπνήσει, αφού όλη την προηγούμενη νύχτα κοιτούσε τα αστέρια με το τηλεσκόπιο, αναζητώντας οποιοδήποτε ίχνος εξωγήινης επίσκεψης. Μόνο μερικά αεροπλάνα διέκρινε όμως. Εδώ και μια εβδομάδα σχεδόν το ίδιο γινόταν. Αν δεν τον ξυπνούσε η Έλσα το πρωί, θα έχανε σίγουρα το μάθημα της πρώτης ώρας. 

Άφησε την Άννα στο σχολείο της και πήγε στο Αμερικανικό Κολέγιο.Χωρίς να μιλήσει σε κανέναν, ούτε καν στη Νικόλ, έφτιαξε καφέ και πήγε στην τάξη.

Είχε περάσει μία ολόκληρη εβδομάδα από εκείνη την επεισοδιακή μέρα. Ο Μύρωνας Γεωργίου δεν επικοινώνησε ξανά μαζί του και η Ανίτα για καλή του τύχη δεν ξαναφάνηκε. Το θέμα σχετικά με την πατρότητα του Αντώνη τριγυρνούσε συνεχώς στο μυαλό του, και σκέφτηκε πολλές φορές να πάει να τον βρει και να του πει την αλήθεια, όμως ύστερα σκεφτόταν πόσο θα περιέπλεκε τα πράγματα αυτό.  Έτσι κι αλλιώς όμως, είχε κάτι σημαντικότερο που τον απορροφούσε από κάθε άλλη δραστηριότητα.

Την προηγούμενη μέρα την πέρασε σχεδόν ολόκληρη, μέχρι το βράδυ, στον υπολογιστή, να αναζητεί ό,τι πληροφορία μπορούσε να βρει στο ίντερνετ και φρόντισε να κατεβάσει κάποια αρχεία. Βέβαια αυτά δεν ήταν τα πιο απαγορευμένα αρχεία που υπήρχαν, αλλά του έφταναν μια χαρά για τη δουλειά του.

Με το που μπήκε στην αίθουσα, η Ειρήνη παράτησε το ArakSocial και κάρφωσε το βλέμμα της επάνω του.

"Αχ, να τος..." είπε στη Νατάσα. "Και ανησύχησα πως δεν θα έρθει..."

"Ησυχία!" φώναξε δυνατά για να τον ακούσουν όλοι. Η φασαρία σταμάτησε απότομα.

"Καθίστε στις θέσεις σας." είπε απότομα. "Κλείστε μουσικές και αποσυνδεθείτε από το ArakSocial. Μη δω κανέναν σας στο κινητό. Έχουμε πολύ σοβαρό μάθημα σήμερα."

"Είναι λίγο άγριος σήμερα ή μου φαίνεται;" ψιθύρισε η Νατάσα στην Ειρήνη, όμως το αυστηρό βλέμμα του καθηγητή της που αντιλήφθηκε τον ψίθυρο την έκανε να σωπάσει αμέσως.

Το συγκεκριμένο τμήμα ήταν το πιο άτακτο και οι περισσότεροι μαθητές συμπεριφέρονταν λες και ήταν τμήμα Έκτης δημοτικού, κι όμως υπάκουαν τον Λεωνίδα σαν να ήταν στρατιωτάκια. Λίγο η μικρή διαφορά ηλικίας που είχαν σε σχέση με άλλους καθηγητές, ίσως πάλι να τους άρεσε το μάθημα και ο ανάλαφρος τρόπος που το παρέδιδε συνήθως. Ακόμα και οι μαθητές που δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά, έκαναν αρκετές προσπάθειες να βελτιωθούν και ο Λεωνίδας βρισκόταν πάντα εκεί για να τους βοηθήσει. Όλοι πάντως είχαν να το λένε στο σχολείο: ο Νικολάου ασκούσε τρομερή επιρροή σε κάθε τμήμα και είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη και το σεβασμό ακόμα και των πιο ατίθασων μαθητών.

"Θα συνεχίσουμε τη συζήτηση για τους εξωγήινους, κύριε;" ρώτησε ανυπόμονα η Ειρήνη.

"Περίπου." είπε μόνο ο Λεωνίδας και συνέδεσε το τάμπλετ στην ειδικά διαμορφωμένη υποδοχή στην έδρα.

"Είμαστε όλοι παρόντες, Ευγένιε;" ρώτησε τον απουσιολόγο.

"Όχι, κύριε. Είμαστε μόνο δεκαεφτά στους είκοσι μαθητές εδώ και άλλοι δύο παρακολουθούν μέσω ίντερνετ."

Σε κάθε τάξη υπήρχαν ειδικές κάμερες, οι οποίες ήταν συνδεδεμένες με τους υπολογιστές και τα τάμπλετ όλων των καθηγητών και των μαθητών. Έτσι, ακόμα και όταν κάποιος μαθητής έλειπε, μπορούσε αν ήθελε να παρακολουθεί το μάθημα απ' το σπίτι του. Επίσης, ο Λυκειάρχης παρακολουθούσε ό,τι γινόταν και λεγόταν, σε οποιαδήποτε αίθουσα ήθελε, και είχε πρόσβαση στο αρχείο καταγραφών, έτσι μπορούσε να παρακολουθήσει ένα μάθημα σε επανάληψη.

Ο Λεωνίδας τα γνώριζε αυτά, ήξερε ότι μπορούσε να δει και να ακούσει ο Λυκειάρχης το μάθημα που παρέδιδε και θα είχε άσχημα ξεμπερδέματα. Δεν τον ένοιαζε όμως. Το μόνο που ήθελε εδώ και μια βδομάδα ήταν να του μπει στο μάτι και να αρχίσει να βάζει υποψίες στους μαθητές του σχετικά με την αλήθεια, για το δικό τους καλό. Για να μη γίνουν οι μελλοντικές μαριονέτες της ΑRAK. 

Συνδέθηκε στο ενδοσχολικό δίκτυο και είδε ποιοι μαθητές ήταν παρόντες μέσω ίντερνετ και ποιος απουσίαζε εντελώς.

"Ωραία. Είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε." είπε, νιώθοντας την έξαψη στο αίμα του.

Κάτι στο βλέμμα του τις τελευταίες μέρες, κάτι σκοτεινό, ανησυχούσε πολύ την Ειρήνη. Σαν να ήταν διαρκώς ξενυχτισμένος ή, ακόμα χειρότερα, σαν να επρόκειτο να τρελαθεί. Ευχόταν να μπορούσε να τον βοηθήσει, όμως ήταν μια απλή μαθήτρια του και δεν μπορούσε να κάνει πολλά. Ο Λεωνίδας πάτησε μερικά πλήκτρα αφής στην ηλεκτρονική έδρα και έπειτα, στον ηλεκτρονικό πίνακα, εμφανίστηκε η φωτογραφία της Βάσιας Γεωργίου.

Ένα επιφώνημα έκπληξης ακούστηκε, καθώς ξαφνιάστηκαν όλοι οι μαθητές μαζί. Ο Λεωνίδας έγειρε μπροστά στην έδρα, χαμογέλασε περίεργα και δήλωσε:

"Κεφάλαιο 23, Εξωγήινη Ζωή." Οι μαθητές κοιτάχτηκαν μεταξύ τους ακόμα πιο έκπληκτοι.

"Μα...αυτό το κεφάλαιο έχει απαγορευτεί εδώ και χρόνια, κύριε. Στα βιβλία μας υπάρχει μέχρι κεφάλαιο 22." είπε η Ειρήνη.

"Ακριβώς. Γιατί το απαγόρευσαν όμως; Τι ακριβώς υπήρχε το οποίο δεν έπρεπε να μάθετε;"

Αν και ήταν ακόμα αρκετά  μικροί όλοι τους, εφτά- οχτώ χρονών όταν έγινε, όλοι οι μαθητές θυμούνταν την εξαφάνιση της Βάσιας Γεωργίου, τις θεωρίες που βγήκαν, καθώς και το ότι δεν βρέθηκε ποτέ. Μεγαλώνοντας, άρχισαν να ασχολούνται με άλλα πράγματα και να ξεχνούν αυτό το θέμα. Ώσπου βρέθηκε τώρα ο Λεωνίδας Νικολάου, ο καθηγητής που τους δίδασκε Αστρονομία και Φυσική, να τους το θυμίσει. Και η Ειρήνη συνειδητοποίησε έντρομη, ότι αυτός ο συγκεκριμένος, ο αγαπημένος της καθηγητής και άντρας των ονείρων της, ήταν ο ίδιος νεαρός που είχε τρελαθεί τότε και φώναζε ότι εξωγήινοι απήγαγαν τη Βάσια Γεωργίου.

Η Ειρήνη έφτασε με τρόμο στο συμπέρασμα ότι ο κύριος Νικολάου είχε ιστορικό ψυχασθένειας! Έτσι εξηγιόταν η αλλόκοτη συμπεριφορά του. Δεν έπεσε καθόλου στα μάτια της όμως, ούτε τα αισθήματα της άλλαξαν.

"Έχετε αναρωτηθεί ποτέ..." ξεκίνησε να λέει ο Λεωνίδας. "...για όλες αυτές τις περίεργες εξαφανίσεις ανθρώπων που συνέβησαν τα τελευταία χρόνια; Γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν βρέθηκαν ποτέ;"

Όλη η τάξη τον άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρων, αν και με κάποια αμφιβολία συγχρόνως.

"Θέλετε να πείτε ότι...τους απήγαγαν εξωγήινοι, κύριε;" τόλμησε να ρωτήσει η Νατάσα.

"Είναι πολύ πιθανόν." απάντησε ο Λεωνίδας και πλησίασε την ακίνητη, ηλεκτρονική μορφή της Βάσιας. Πάντοτε θαύμαζε αυτή τη γυναίκα, πριν και μετά την εξαφάνιση της. Τη θαύμαζε για τις γνώσεις της σχετικά με την Αστρονομία και ήταν μία από τις προσωπικότητες που τον ενέπνευσαν όταν ξεκίνησε να ασχολείται με την ενδιαφέρουσα επιστήμη του Διαστήματος. Αν και η Γεωργίου έγινε γνωστή κυρίως λόγω του ονόματος του συζύγου της και στην ουσία δεν ήταν επαγγελματίας Αστρονόμος, είχε γράψει πολλά άρθρα σε διάφορα σάιτ και είχε ανακαλύψει κάποια αστέρια. Επιτεύγματα, φυσικά, που μόνο λίγοι γνώριζαν.

"Βάσια Γεωργίου. Η πιο παράξενη εξαφάνιση από το 2000 μέχρι σήμερα. Έμεινε στην ιστορία ως η πιο όμορφη και μυστηριώδης αγνοουμένη που υπήρξε ποτέ." είπε και έστρεψε το βλέμμα του από το πρόσωπο της ξανά στην τάξη. "Η Βάσια Γεωργίου...είναι ένα κλασικό παράδειγμα πιθανής απαγωγής από εξωγήινους. Λέω πιθανής, επειδή υπάρχουν κι άλλες θεωρίες. Η πιο τρελή θεωρία όμως είναι και η πιο πιθανή. Γιατί, εφόσον η Γεωργίου δεν βρέθηκε ποτέ..."

"Συγνώμη που σας διακόπτω, κύριε Νικολάου." είπε ο Στάθης Φράγκος, ο πιο δύσπιστος μαθητής. "Όμως αυτά που λέτε δεν έχουν καμία σχέση με Αστρονομία. Πιο πολύ σενάρια επιστημονικής φαντασίας θυμίζουν."

Κάποιοι γέλασαν, όπως και ο Λεωνίδας χωρίς να θιχτεί καθόλου.

"Το γνωρίζω, Στάθη." του απάντησε. "Γι΄αυτό άλλωστε απαγορεύτηκαν από τη σχολική ύλη και ο συγγραφέας του βιβλίου ήρθε αντιμέτωπος με την ARAK. Όπως και..." Εγώ ετοιμαζόταν να πει. Θα παραδεχόταν σε όλη την τάξη και χωρίς ίχνος ντροπής ότι χάρη σε εκείνον βγήκε το σενάριο ότι η Βάσια Γεωργίου απήχθη από εξωγήινους. Ότι εκείνος ήταν ο τρελός που φώναζε στους περαστικούς εκείνη τη μέρα πριν από δέκα χρόνια. Οι μαθητές σίγουρα δεν θα το θυμούνταν αυτό. (Εκτός απ' την Ειρήνη.)  Το χτύπημα της πόρτα όμως τον διέκοψε.

"Περάστε." είπε. Η πόρτα άνοιξε κι εμφανίστηκε η Νικόλ. Είδε σοκαρισμένη την εικόνα της Βάσιας Γεωργίου στον πίνακα και έπειτα κοίταξε ανήσυχη τον κουνιάδο της.

"Κύριε Νικολάου, σας ζητεί ο λυκειάρχης στο γραφείο του." είπε.

"Να μην κουνηθεί κανείς από εδώ μέχρι να επιστρέψω." είπε στα παιδιά ο Λεωνίδας και βγήκε βιαστικά, αν και ήξερε ότι ο λυκειάρχης θα τον κρατούσε τουλάχιστον μέχρι να χτυπήσει κουδούνι για διάλειμμα.

Η Νικόλ έκλεισε γρήγορα τη φωτογραφία της Βάσιας και αποσύνδεσε το τάμπλετ. Ο Λεωνίδας ήταν οικογένεια της κι έπρεπε να τον καλύψει.

"Να είστε ήσυχοι μέχρι να επιστρέψει ο κύριος Νικολάου." είπε με όση ψυχραιμία μπορούσε στα παιδιά και βγήκε κι αυτή.

Πρόφτασε τρέχοντας τον Λεωνίδα στο μεγάλο διάδρομο.

"Είσαι τρελός; Τι μάθημα έκανες στα παιδιά;" του είπε φοβισμένη και νευριασμένη συγχρόνως.

"Αυτό που έπρεπε να τους είχα κάνει εδώ και καιρό: το μάθημα της αλήθειας." της απάντησε.

"Μα δεν μπορείς απλά να κρατήσεις τις απόψεις σου για τον εαυτό σου; Θες να χάσεις τη δουλειά σου; Θες να μπεις φυλακή ή ακόμα χειρότερα, σε κάνα ψυχιατρείο πάλι;"

"Νικόλ..."

Ο Λεωνίδας σταμάτησε να περπατάει και την κοίταξε.

"Κουράστηκα! Κουράστηκα να το κρατάω μέσα μου. Ξέρω ποια είναι η αλήθεια, ξέρω πώς με βλέπουν όλοι οι συνάδελφοι εδώ μέσα και ότι με θεωρούν τρελό απλά και μόνο επειδή πιστεύω στην αλήθεια! Βαρέθηκα πια! Θέλω να αποκαταστήσω τη φήμη μου!"

"Μη φωνάζεις." προσπάθησε να τον ηρεμήσει η Νικόλ. "Λεωνίδα, κανείς δεν σε θεωρεί τρελό. Όλα αυτά που έγιναν πριν από δέκα χρόνια έχουν ξεχαστεί. Αν συνεχίσεις όμως έτσι, θα τα θυμηθούν όλοι και τότε είναι που θα πιστέψουν ότι αρρώστησες πάλι. Γι' αυτό σκέψου την Έλσα, σκέψου την κόρη σου και σταμάτα να ασχολείσαι με την καταραμένη τη Γεωργίου."

"Δεν μπορώ." είπε παραιτημένος ο Λεωνίδας. "Αυτό που συμβαίνει είναι πάνω απ' τις δυνάμεις μου." και συνέχισε να προχωράει προς τα γραφεία, με τη Νικόλ πάντα να τον ακολουθεί.

"Ξέρεις γιατί σε θέλει ο Εσπέριου; Μήπως παρακολούθησε το μάθημα σου;"

"Πού να ξέρω. Λογικά ναι, γι' αυτό θα με θέλει." απάντησε ο Λεωνίδας με εξωφρενική ηρεμία.

"Πώς είσαι τόσο ήρεμος; Πώς μπορείς να είσαι τόσο ήρεμος ύστερα από αυτό που έκανες;" είπε η Νικόλ σιγά καθώς έμπαιναν στα γραφεία.

Δεν της απάντησε και συνέχισε ευθεία για το γραφείο του λυκειάρχη. Η Νικόλ περίμενε απ' έξω με αγωνία, όπως και άλλοι τρεις καθηγητές.

"Καθίστε, κύριε Νικολάου." του είπε ο Νίκος Εσπέριου, ο λυκειάρχης. Απ' ότι ήξερε ο Λεωνίδας, ο Εσπέριου είχε πάει κι αυτός στο ίδιο σχολείο και μάλιστα ήταν συμμαθητής της Νικόλ και του αδελφού του, του Θοδωρή. Κατείχε τον τίτλο του ωραίου του σχολείου και βρισκόταν σε διαρκή κόντρα με τον Θοδωρή, επειδή φλέρταρε με την τότε κοπέλα του, την Κωνσταντίνα. Όταν τελικά η Κωνσταντίνα επέλεξε τον Νίκο, ο Θοδωρής αποφάσισε να κάνει πίσω και τελικά ερωτεύθηκε τη Νικόλ.

Τώρα ο Εσπέριου ήταν παντρεμένος με την Κωνσταντίνα, είχαν τρία παιδιά, ένα απ' τα οποία ήταν η Νατάσα (η κολλητή της Ειρήνης), και ο ίδιος είχε εξελιχθεί σε έναν πετυχημένο αλλά εκνευριστικό λυκειάρχη. Την έμπαινε συνεχώς στον Λεωνίδα κι έψαχνε τρόπους για να του σπάει τα νεύρα.

Ο Λεωνίδας κάθισε ατάραχος.

"Σας ακούω."

"Λοιπόν, ως γνωστόν κύριε Νικολάου, έχετε άσχημο ιστορικό και αν δεν ήσασταν γαμπρός του ίδιου του Λιβανού, δεν θα σας δεχόμουν στο σχολείο μας. Όμως εφόσον μεσολάβησε εκείνος όταν εσείς παντρευτήκατε την κόρη του, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς."

"Τι μου λέτε..."

"Μη με ειρωνεύεστε, σας παρακαλώ!" αναφώνησε. "Μιλάω σοβαρά. Κανένας γονιός δεν θα δεχόταν να κάνει μάθημα στο παιδί του ένας καθηγητής με ιστορικό ψυχασθένειας. Σε απλά ελληνικά, ένας καθηγητής με τρελόχαρτο. Έχετε να πείτε κάτι για αυτό;"

"Όχι, απλά περιμένω να δω πού θα καταλήξετε." του απάντησε ο Λεωνίδας με σταυρωμένα τα χέρια.

"Κάποιοι γονείς, έκαναν παράπονα προ ημερών στο σύλλογο για εσάς. Τους είπαν τα παιδιά τους, ότι τους λέτε παράλογα πράγματα, εξωφρενικά. Ξέρετε για τι πράγμα μιλάω: για τους φανταστικούς φίλους σας απ' το διάστημα."

"Δεν είπα στα παιδιά τίποτα συγκεκριμένο για εξωγήινους, κύριε Εσπέριου." είπε ο Λεωνίδας, που είχε αρχίσει να νευριάζει με τη λογοκρισία που ασκούσε ο διευθυντής. Ευτυχώς, του έκανε κήρυγμα μόνο για το μάθημα της προηγούμενης εβδομάδας. Δεν είχε παρακολουθήσει ακόμα το σημερινό.

"Δεν με ενδιαφέρει τι ακριβώς τους είπατε. Αναφερθήκατε σε εξωγήινους και στην ARAK ή όχι;"

"Αναφέρθηκα." παραδέχτηκε.

"Τους είπατε ότι ίσως η ARAK μας κρατάει μυστικά σχετικά με την ύπαρξη εξωγήινων και επισκέψεων τους στη Γη;"

"Ναι, κάτι τέτοιο τους είπα."

"Λοιπόν, όπως καταλαβαίνετε, κύριε Νικολάου, αυτού του είδους οι συζητήσεις στην τάξη είναι επικίνδυνες και απαγορεύονται. Τα παιδιά είναι μόλις δεκαεφτά ετών, σε μια ηλικία που θα μπορούσαν εύκολα να τρελαθούν με αυτά τα πράγματα. Να καταλήξουν σας εσάς."

"Να τρελαθούν δηλαδή ή να ξεσηκωθούν;" του είπε επιθετικά ο Λεωνίδας, ενώ κρατήθηκε για να μην του πει κι άλλα.

Μήπως φοβάστε μην επαναστατήσουν κι επικρατήσει το χάος, κύριε λυκειάρχη; Φοβάστε μη χάσετε τη θεσούλα σας, έτσι; Άλλη μια μαριονέτα της ARAK είσαι κι εσύ! ήταν έτοιμος να του φωνάξει, μα κάτι, ίσως τα λόγια της Νικόλ, τον συγκράτησαν: Σκέψου την Έλσα, σκέψου την κόρη σου. Θες να χάσεις τη δουλειά σου ή να πας στο ψυχιατρείο;

Ο Εσπέριου συνέχισε το κήρυγμα στον αυταρχικό του τόνο:

"Ήμουν υποχρεωμένος να σας κάνω την παρατήρηση μήπως και συμμορφωθείτε. Είναι η τελευταία σας ευκαιρία. Εάν επαναληφθεί κάτι παρόμοιο όμως, θα αναγκαστώ να σας απολύσω και ίσως σας πάω ενώπιον του κύριου Λιβανού, ο οποίος αυτή τη φορά δεν θα δείξει έλεος επειδή είναι πεθερός σας. Έγινα κατανοητός;"

Συγκρατήσου, Λεωνίδα! Σκέψου την οικογένεια σου και μην αντιδράσεις! είπε από μέσα του σφίγγοντας τις γροθιές του.

"Μάλιστα, κύριε Εσπέριου." απάντησε. Την ίδια στιγμή χτύπησε το κουδούνι.

"Πάρτε δρόμο τώρα, σας παρακαλώ." Ο Λεωνίδας βγήκε βιαστικά απ' το γραφείο, συγκρατώντας την παρόρμηση να τον σπάσει στο ξύλο. Οι καθηγητές απ' έξω τον κοίταξαν καλά- καλά.

"Λεωνίδα..." πήγε να του μιλήσει η Νικόλ.

"Παράτα με!" της φώναξε και απομακρύνθηκε βιαστικά. Ήθελε να πάρει λίγο καθαρό αέρα και να ηρεμήσει.

Λίγα λεπτά αργότερα, η Νατάσα και η Ειρήνη τον είδαν να κάθεται μόνος του σε ένα πεζούλι έξω στο προαύλιο.

"Μωρή, τι κάνει ο Νικολάου εκεί πέρα;" απόρησε η Νατάσα.

"Δεν είναι καλά, Νατάσα. Θέλω να τον βοηθήσω." είπε η Ειρήνη κοιτάζοντας τον.

"Είσαι χαζή; Πώς θα τον βοηθήσεις;"

"Δεν ξέρω. Θα του μιλήσω."

"Ειρήνη, σοβαρέψου. Δεν πρόκειται να δεχτεί τη βοήθεια σου. Είμαστε απλά μαθήτριες του, τίποτα παραπάνω." προσπάθησε να τη συνετίσει η φίλη της.

"Δεν με νοιάζει. Δεν αντέχω να τον βλέπω έτσι." είπε η Ειρήνη και κατευθύνθηκε προς το μέρος του.

"Αχ, δεν πάμε καλά...!" αναφώνησε η Νατάσα και περίμενε σε μια γωνία να δει τι θα γίνει.

Η Ειρήνη πήγε και κάθισε δίπλα του.

"Είστε καλά, κύριε;" τον ρώτησε.

"Ναι, εντάξει είμαι τώρα. Είχαμε μια διαφωνία με τον κύριο Λυκειάρχη και εκνευρίστηκα λίγο." της απάντησε κάπως αφηρημένος.

"Μόνο αυτό...ή είναι και κάτι άλλο;" θέλησε να μάθει η κοπέλα.

"Κοίτα... Ας πούμε ότι υπάρχουν κάποια πράγματα, τα οποία δεν πρέπει να τα μαθαίνουν οι μαθητές στην εποχή μας. Κι εγώ έκανα αυτό το λάθος με εσάς."

"Εννοείτε όλα αυτά που μας είπατε για τη Βάσια Γεωργίου, για τους εξωγήινους, για την ARAK..." συμπέρανε η Ειρήνη.

"Ναι. Όλα αυτά."

"Μην ανησυχείτε. Εγώ δεν πρόκειται να τα πω πουθενά παραέξω απ΄το σχολείο. Και μεταξύ μας τώρα, πιστεύω πως υπάρχουν και όντως έχουν επισκεφθεί τη Γη. Ξέρετε ποιοι." του είπε εμπιστευτικά.

"Μπορούμε να μην ξαναμιλήσουμε για αυτό το θέμα, σε παρακαλώ;" της είπε απότομα.

"Εντάξει."

Ξαφνικά η Ειρήνη ένιωσε μια περίεργη οικειότητα μαζί του. Ποτέ της δεν είχε βρεθεί τόσο κοντά του και δεν είχαν συζητήσει έτσι οι δυο τους. Μια ξαφνική παρόρμηση την οδήγησε να του πιάσει το χέρι.

"Καταλαβαίνω πως περνάς δύσκολη φάση τον τελευταίο καιρό." του είπε. Ο Λεωνίδας την κοίταξε παράξενα και η Ειρήνη χάθηκε στην λάμψη των ματιών του που ο ήλιος τα έκανε να φαίνονται ακόμα πιο πράσινα.

"Πάντως, αν θες να μιλήσεις σε κάποιον, εγώ είμαι εδώ."

Ο Λεωνίδας σηκώθηκε απότομα, σαν να τον χτύπησε ρεύμα.

"Τι νομίζεις ότι κάνεις, Ειρήνη;" τη μάλωσε. Η Ειρήνη σηκώθηκε και με σκυμμένο το κεφάλι παραδέχτηκε τα αισθήματα της:

"Είμαι...ερωτευμένη μαζί σου. Νόμιζα πως νιώθεις το ίδιο." Ο Λεωνίδας έπιασε το μέτωπο του λες και είχε πυρετό.

"Να νιώθω το ίδιο;" επανέλαβε. "Κοίτα, δεν ξέρω πώς έβγαλες αυτό το συμπέρασμα...πάντως με παρεξήγησες. Είμαι καθηγητής σου, είσαι μαθήτρια μου, σε συμπαθώ αλλά ως εκεί."

"ΟΚ... Τότε θα περιμένουμε μέχρι του χρόνου που θα κλείσω τα δεκαοχτώ και θα τελειώσω το σχολείο." επέμεινε η Ειρήνη χωρίς να θέλει να δεχτεί την απόρριψη.

"Και πάλι, δεν πρόκειται να γίνει τίποτα μεταξύ μας. Έχω γυναίκα και παιδί, Ειρήνη. Κατάλαβε το. Και δεν σκοπεύω να διαλύσω την οικογένεια μου για ένα κοριτσάκι σαν εσένα."

Η Ειρήνη ένιωσε τα δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια της και πάλευε με όσες δυνάμεις είχε να τα κρατήσει. Ο Λεωνίδας το κατάλαβε αυτό και μετάνιωσε αμέσως που της μίλησε τόσο απότομα.

"Συγνώμη αν γίνομαι σκληρός, όμως έτσι πρέπει. Σύντομα θα καταλάβεις ότι δεν είναι έρωτας, αλλά θαυμασμός αυτό που νιώθεις για μένα. Ίσως αυτό γίνει όταν ερωτευθείς κάποιον στην ηλικία σου, που θα είναι και το πιο φυσιολογικό. Κατάλαβες;"

"Μάλιστα, κύριε." απάντησε η Ειρήνη χωρίς να τον κοιτάξει στα μάτια.

Το κουδούνι τους έβγαλε απ' την αμηχανία στην οποία βρίσκονταν.

"Πήγαινε στην τάξη σου. Θα τα πούμε." της είπε ο Λεωνίδας και την αποχαιρέτησε μ΄ένα τελευταίο χάδι στο μπράτσο.

"Γεια σας." είπε η Ειρήνη και τον κοίταξε δακρυσμένη καθώς έφευγε.

Έπειτα γύρισε στην κολλητή της.

"Δεν το πιστεύω... Του την έπεσες;!" αναφώνησε εκείνη και τότε είδε πως η φίλη της είχε δακρύσει. "Έφαγες άκυρο, έτσι;" συμπέρανε. Η Ειρήνη ένευσε.

"Αμάν βρε Ειρήνη μου... Αφού στο είχα πει ότι δεν έχεις ελπίδες μαζί του."

"Ναι, όμως...όλα αυτά τα χαμόγελα στην τάξη, το κλείσιμο του ματιού..."

"Όλα αυτά ήταν απλά ένα παιχνίδι. Του αρέσει να φλερτάρει, αλλά δεν ψήνεται για κάτι παραπάνω. Άσε που έχει κι άλλα προβλήματα στο κεφάλι του. Ποιος ξέρει τι θα του είπε ο πατέρας μου που τον φώναξε στο γραφείο."

"Έχεις δίκιο." παραδέχτηκε η Ειρήνη και σκούπισε τα μάτια της. "Τι έχουμε τώρα;"

"Μαθηματικά. Πώπω...και βαριέμαι..."

"Εγώ να δεις. Άντε, πάμε. Θα ακούσουμε μουσική και θα περάσει η ώρα." είπε η Ειρήνη και πιάστηκαν αγκαζέ για να πάνε στην τάξη τους.

Ο Λεωνίδας είχε άλλη μια ώρα Φυσική στο Α2 και μετά τίποτα. Ήταν Παρασκευή και το ωράριο του δεν ήταν καθόλου φορτωμένο εκείνη τη μέρα. Αποχαιρέτησε τη Νικόλ κι έφυγε.

"Σας περιμένουμε το βράδυ." του υπενθύμισε εκείνη, που είχαν κανονίσει να τους κάνει το τραπέζι.


Το βράδυ έφτασε και η ώρα που θα έφτανε ο μικρός αδελφός του Θοδωρή πλησίαζε.

"Θοδωρή, ανησυχώ για τον αδελφό σου." του είπε η γυναίκα του.

"Τι έγινε πάλι; Τσακώθηκε με εκείνο τον βλάκα, τον Εσπέριου;" τη ρώτησε εκείνος.

"Ναι, αλλά για ποιο θέμα." είπε η Νικόλ. Κάθισε δίπλα του ανήσυχη. 

"Θοδωρή, νομίζω πως ο Λεωνίδας χρειάζεται βοήθεια."

"Τι ακριβώς έγινε στο σχολείο;" ζήτησε να μάθει ο Θοδωρής, αν και είχε καταλάβει ποιο πρόβλημα αντιμετώπιζε πάλι ο αδελφός του.

Ο Θοδωρής και η Νικόλ ήταν παντρεμένοι μόλις δεκατρία χρόνια, αν και γνωρίζονταν πολύ παραπάνω καιρό, σχεδόν από τότε που ήταν μωρά, γιατί οι γονείς τους μεταξύ τους ήταν φίλοι. Είχαν δύο γιους: τον Γρηγόρη, δεκαεννιά χρονών και τον Κωνσταντίνο, δώδεκα. Η Νικόλ δεν ήταν η βιολογική μητέρα του Γρηγόρη. Πριν παντρευτούν, είχαν μείνει χωριστά για αρκετό καιρό και στο ενδιάμεσο ο Θοδωρής παντρεύτηκε μια άλλη κοπέλα, τη Τζίνα, με την οποία απέκτησε τον Γρηγόρη.

Λίγους μήνες μετά τη γέννηση του όμως, η Τζίνα πέθανε με πολύ παράξενο τρόπο και επειδή ο Θοδωρής κατηγορήθηκε άδικα για τη δολοφονία της, το έσκασε στο εξωτερικό για τέσσερα χρόνια, ώσπου γύρισε ξανά στην Ελλάδα και παντρεύτηκε τη Νικόλ, την πρώτη και παντοτινή του αγάπη.

Η Νικόλ του περιέγραψε τα γεγονότα των τελευταίων ημερών που αφορούσαν τον Λεωνίδα, έως και την παρατήρηση που του έκανε ο Εσπέριου και τον νευρίασε.

"Δεν μπορώ να καταλάβω τι θέλει να κάνει." είπε σκεπτικός ο Θοδωρής. "Αφού απέρριψε την πρόταση του Μύρωνα Γεωργίου, τώρα γιατί ασχολείται με την υπόθεση; Και όλα αυτά που λέει στους μαθητές του..."

"Αυτά με ανησυχούν πιο πολύ." είπε η Νικόλ. "Κινδυνεύει να τον απολύσουν απ΄το σχολείο."

"Αυτό είναι το λιγότερο." είπε ο Θοδωρής. "Όμως κοίταξε να δεις... Ο Λεωνίδας είναι τριάντα, όχι είκοσι. Αποκλείεται να κάνει τις χαζομάρες που έκανε τότε. Τέλος πάντων, εγώ θα του μιλήσω να δω τι ακριβώς του συμβαίνει, αλλά μην πεις τίποτα στην Έλσα. Δεν ξέρω αν έχει καταλάβει τι παίζει."

"Εντάξει." συμφώνησε η Νικόλ. "Όμως ίσως εκείνη να μπορέσει να τον βοηθήσει που είναι γυναίκα του."

"Πώς θα τον βοηθήσει, Νικόλ;" νευρίασε ο Θοδωρής. "Αυτή δεν θέλει ούτε να ακούει για αυτά τα πράγματα και επιπλέον, της έχει υποσχεθεί χίλιες φορές να μην ξανασχοληθεί."

Το κινητό του Θοδωρή τους διέκοψε. Έχετε επισκέπτη έγραφε στην οθόνη και εμφάνιζε την εικόνα και τα στοιχεία του Λεωνίδα.

"Επιτέλους, ήρθαν." είπε ο Θοδωρής και άνοιξε την πόρτα μέσω του κινητού του. Έπειτα σηκώθηκε και πήγε μαζί με τη Νικόλ να τους υποδεχθούν.

Το σπίτι τους βρισκόταν στη Γλυφάδα. Ήταν ένα σύγχρονο αρχοντικό, χτισμένο πανομοιότυπα με το αρχοντικό όπου είχε μεγαλώσει η Νικόλ στην Κηφισιά. Στο ίδιο αυτό σπίτι της Κηφισιάς είχε μεγαλώσει και ο Κώστας, καθώς επίσης είχαν ζήσει και οι γονείς του, ο Θοδωρής και η Αφροδίτη. Όταν εκείνοι πέθαναν, ο Κώστας αποφάσισε να το πουλήσει στην οικογένεια της Νικόλ. Οι γονείς της ακόμα έμεναν εκεί, ενώ τα τρία μικρότερα αδέλφια της είχαν πλέων δικές τους οικογένειες και ζούσαν αλλού.

Το παλιό εκείνο αρχοντικό είχε χτιστεί από τους προ παππούδες του Θοδωρή, στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και από τότε είχε υποστεί πολλές ανακαινίσεις και προσθήκες μέχρι να πάρει τη σημερινή του μορφή. Το καινούργιο αρχοντικό είχε χτιστεί το 2020 και είχε αναβαθμιστεί στη σύγχρονη εποχή, με όλες τις ανέσεις και τεχνολογίες, ενώ αντίθετα οι γονείς της Νικόλ είχαν κρατήσει το κλασικό στυλ του σπιτιού τους.

Ο Θοδωρής και η Νικόλ υποδέχτηκαν στο χολ την οικογένεια του Λεωνίδα με πολύ χαρά, σαν να είχαν να ειδωθούν χρόνια.

Ήταν και ο Κώστας μαζί τους. Ποτέ δεν τον άφηναν απ' έξω σε τέτοιες οικογενειακές συγκεντρώσεις. Η Άννα έκανε σαν τρελή από τη χαρά της που είδε τους θείους και τα ξαδέλφια της, τον Γρηγόρη και τον Κωνσταντίνο. Ο Θοδωρής δεν παρατήρησε τίποτα περίεργο στο πρόσωπο του αδελφού του, αντιθέτως φαινόταν χαρούμενος, αν και λίγο κουρασμένος.

Ο αυτόματος φούρνος ειδοποίησε με έναν ήχο σαν καμπανάκι ότι το φαγητό ήταν έτοιμο.

"Ελάτε." Είπε η Νικόλ και μπήκε στην κουζίνα, με τους υπόλοιπους να ακολουθούν. Πήραν θέσεις στο μεγάλο τραπέζι, που είχε χωρητικότητα δώδεκα ατόμων.

"Τι νέα, μικρέ;" Ρώτησε ο Θοδωρής τον αδελφό του. "Πως πάει η δουλειά;"

"Μια χαρά." Είπε ψέματα ο Λεωνίδας. "Αν εξαιρέσουμε την κόντρα που έχω με τον Εσπέριου..."

Έριξε μια ματιά στη νύφη του, που σερβίριζε εκείνη την ώρα με τη βοήθεια της Έλσας. Εκείνη έστρεψε το βλέμμα της άλλου. Να είχε πει άραγε στον αδελφό του τι είχε γίνει; Η Έλσα πρόσεξε αυτή τη σύντομη ένταση ανάμεσα τους, αλλά δεν μίλησε. Κάτι περίεργο συνέβαινε τον τελευταίο καιρό με τον άντρα της, και η Νικόλ τον κάλυπτε ενώ συγχρόνως της παρίστανε τη φίλη.

Ο Λεωνίδας πάντα ήταν κλειστός χαρακτήρας, όμως εδώ και μια εβδομάδα είχε γίνει τελείως απόμακρος και η συμπεριφορά του είχε αλλάξει, σαν να της έκρυβε κάτι. Και κάθε νύχτα ξενυχτούσε στον τηλεσκόπιο, ενώ η ίδια τον ξυπνούσε με το ζόρι το πρωί για να πάει στη δουλειά. Εκείνη η συνάντηση με τον αναθεματισμένο τον Γεωργίου έφταιγε, ήταν σίγουρη.

"Κάθισε, Έλσα." Της είπε η Νικόλ, βγάζοντας την απ' τις σκέψεις της.

Κάθισε δίπλα στον Λεωνίδα και εκείνος της έπιασε το χέρι και της χαμογέλασε δειλά. Ο Κώστας σήκωσε το ποτήρι με το κρασί και έκανε μια πρόποση:

"Ας πιούμε. Στην υγειά σας, παιδιά. Εύχομαι ότι καλύτερο για εσάς και τα εγγόνια μου." Τσούγκρισαν όλοι μαζί επαναλαμβάνοντας τις ευχές. Τα πράγματα θα φτιάξουν, είμαι σίγουρος. Είπε μέσα του ο Λεωνίδας.

Άρχισαν να τρώνε. Η Νικόλ είχε ψήσει μπιφτέκια στο φούρνο με πατάτες, τα οποία όλοι βρήκαν υπέροχα, ακόμα και ο Λεωνίδας που ως αυθεντία στη μαγειρική ήταν ο πιο αυστηρός κριτής.

Αφού τελείωσαν, η Άννα είπε στη μαμά της:

"Μαμά κοίτα, το έφαγα όλο το φαγητό μου. Μπορώ τώρα να πάω να παίξω με τον Κωνσταντίνο;"

"Ναι, και βέβαια να πας." Ο ξάδελφος της την οδήγησε στο δωμάτιο του στον επάνω όροφο, κάθισαν στον υπερσύγχρονο υπολογιστή του και έβαλε το παιχνίδι The Sims 5, το οποίο η Άννα λάτρευε να τον βλέπει να παίζει για ώρες.

Ο Γρηγόρης πήγε κι αυτός πάνω να ετοιμαστεί, γιατί θα πήγαινε μετά για ποτό με την παρέα του. Ο Κώστας με τους γιους του πήγαν να καθίσουν στο σαλόνι του ισογείου, καθώς οι γυναίκες μάζευαν το τραπέζι στην κουζίνα κουβεντιάζοντας. Η Νικόλ είχε συμφωνήσει να καθυστερήσει λίγο την Έλσα για να προλάβει ο Θοδωρής να μιλήσει με τον Λεωνίδα.

Ο Θοδωρής αναρωτιόταν πως να ξεκινήσει.

"Η Νικόλ μου είπε τι έγινε σήμερα στο σχολείο." Του είπε τελικά.

"Τι έγινε;" Απόρησε ο Κώστας.

Ο Λεωνίδας του περιέγραψε όλα τα γεγονότα της ημέρας που πέρασε, από την απόφαση του να μιλήσει στα παιδιά για τη Βάσια Γεωργίου μέχρι τη συζήτηση του, το κήρυγμα δηλαδή, στο γραφείο του λυκειάρχη.

"Μου έκανε παρατήρηση για το μάθημα της προηγούμενης εβδομάδας στο Γ1." Είπε στο τέλος. "Δεν έχω ιδέα τι θα γίνει αν μάθει και τα σημερινά."

"Που θα τα μάθει κάποια στιγμή." Συμπλήρωσε ο Θοδωρής. "Έκανες μάθημα για ολόκληρη Βάσια Γεωργίου, δεν είναι και λίγο." Και κοίταξε αγχωμένος τον πατέρα τους. "Τι θα κάνουμε μ' αυτόν εδώ, μου λες; Δεν πρόκειται να βάλει μυαλό."

"Σαν τι να κάνουμε, δηλαδή; Να τον κλειδώσουμε;" Απάντησε ο Κώστας. "Ο Λεωνίδας είναι ένας ώριμος ενήλικας, δεν είναι μωρό. Μπορεί να πάρει τις αποφάσεις που εκείνος θεωρεί σωστές για τον εαυτό του. Ότι κι αν κάνουμε εμείς, αυτός θα κάνει πάντα ότι του λέει η καρδιά του."

"Μου θύμισες τη μαμά με αυτό που είπες." Είπε ο Θοδωρής με μια δόση θλίψης. Ο Λεωνίδας θυμήθηκε εκείνο το βράδυ που την ένιωσε κοντά του, στα ερείπια των εργαστηρίων.

"Το ξέρω. Λεωνίδα, εμείς σου είπαμε κάποια πράγματα, τώρα από εκεί και πέρα η επιλογή είναι δική σου. Η θα σταματήσεις να ασχολείσαι με αυτά τα θέματα και θα κοιτάξεις να ηρεμήσεις, η θα συνεχίσεις και πολύ απλά θα υποστείς τις συνέπειες." Του είπε ο πατέρας του.

"Το πήρα απόφαση." Κατέληξε. "Αύριο θα πάω να μιλήσω με τον Αλέξανδρο Γεωργίου."

"Τι;!" Αναφώνησαν πατέρας και αδελφός μαζί.

"Τι θα κάνεις, Λεωνίδα;" Ακούστηκε η φωνή της Έλσας πίσω του. Μπήκε στο σαλόνι με τη Νικόλ ξοπίσω της.

Ο Λεωνίδας την κοίταξε χωρίς να βρίσκει λόγια να της πει. Όλο διαισθάνθηκαν την έκρηξη που επρόκειτο να ξεσπάσει ανάμεσα στο ζευγάρι.

"Έλσα..." Μίλησε τελικά ο Λεωνίδας. "Είναι η μόνη λύση. Μόνο έτσι θα καταφέρω να ηρεμήσω, αν βρω κάποια άκρη."

"Δεν το πιστεύω!" Φώναξε εκείνη.

"Έλσα..." Προσπάθησε να την ηρεμήσει η Νικόλ.

"Μου το υποσχέθηκες!  Μου το υποσχέθηκες γαμώτο! Πριν μια εβδομάδα μου είπες ότι απέρριψες την πρόταση του Γεωργίου και ότι δεν θα άλλαζες γνώμη!" Συνέχισε να του φωνάζει. "Δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή! Παίρνω τη μικρή και φεύγω! Συγνώμη, παιδιά." 

"Έλσα, περίμενε!"

"Ασ' την." Προσπάθησε να τον κρατήσει ο πατέρας του.

Ο Λεωνίδας τον αγνόησε και ακολούθησε την Έλσα στο χολ.

"Μην τολμήσεις και γυρίσεις σπίτι απόψε!" Του φώναξε εκείνη καθώς έπαιρνε το μπουφάν και την τσάντα της απ' την κρεμάστρα της εισόδου.

"Πας καλά, μωρέ;!"

"Εσύ δεν πας καλά. Άννα! Κατέβα κάτω! Φεύγουμε!" Φώναξε προς τα πάνω στη σκάλα.

"Τι ήταν αυτό που είπες; Θα με διώξεις απ' το ίδιο μου το σπίτι;"

"Είναι και δικό μου σπίτι αν θυμάσαι καλά. Ο Θοδωρής το έχει γράψει και στα δύο ονόματα! Κουράστηκα, Λεωνίδα. Κουράστηκα να είμαι παντρεμένη με έναν άντρα που δεν τηρεί τις υποσχέσεις του. Άννα!" Φώναξε πάλι.

Οι άλλοι παρακολουθούσαν τη σκηνή χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα. Η Άννα εμφανίστηκε στην κορυφή της σκάλας.

"Κατέβα κάτω, παιδί μου. Φεύγουμε."

"Τόσο γρήγορα, μανούλα;"

"Ναι. Έχω δουλειές." της είπε η μαμά της με φωνή που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.

Η Άννα κατέβηκε τη σκάλα γκρινιάζοντας.

"Αντίο, Λεωνίδα." είπε η Έλσα, ρίχνοντας του μια τελευταία άγρια ματιά.

"Ρε Έλσα, κάτσε να το συζητήσετε, να σου εξηγήσει..." έκανε μια προσπάθεια ο κουνιάδος της.

"Ως εδώ ήταν, Θοδωρή. Δεν θα το αντέξω να γίνουν πάλι τα ίδια. Πάμε, Άννα. Βάλε το μπουφάν σου."

"Τι; Δεν θα έρθει κι ο μπαμπάς μαζί μας;" παραπονέθηκε η μικρή.

"Όχι, δεν θα έρθει. Πάμε."

"Νόμιζα πως μ' αγαπούσες, Έλσα! Νόμιζα πως θα με στήριζες όποια απόφαση κι αν έπαιρνα!" της φώναξε ο Λεωνίδας, καθώς εκείνη άνοιγε την πόρτα κι έβγαινε έξω, αγνοώντας εκείνον και τη μικρή Άννα που έκλαιγε και ζητούσε τον μπαμπά της.

Μόλις η πόρτα πίσω τους έκλεισε, ο Λεωνίδας κοπάνησε το χέρι του στον τοίχο νευριασμένος. Ο Θοδωρής τον πλησίασε.

"Έλα, ηρέμησε. Μείνε εδώ απόψε και θα της μιλήσουμε εμείς αύριο."

"Ή μείνε σπίτι μου." του είπε ο Κώστας. Τελικά επέλεξε να μείνει στον πατέρα του, αφού η Έλσα πήρε το αυτοκίνητο με το οποίο είχαν έρθει και ο Κώστας είχε έρθει με το δικό του. 

Στο δρόμο, βρήκε τον Αλέξανδρο Γεωργίου στο ArakSocial, μίλησαν και κανόνισαν να βρεθούν την επόμενη κιόλας μέρα γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι. Ο Κώστας οδηγούσε σιωπηλός, ενώ σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να βοηθήσει τον γιο του. Δεν βρήκε καμία λύση.

Στο πατρικό του σπίτι, ο Λεωνίδας ξάπλωσε στο παλιό του δωμάτιο, ενώ με τον πατέρα του δεν μίλησε πολύ πέρα απ' τα βασικά. Όμως, όπως τόσες άλλες νύχτες, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τώρα τα πράγματα χειροτέρεψαν περισσότερο.

Τα είχε κάνει θάλασσα ως συνήθως. Ακόμα κι αν έβρισκε κάποια άκρη με το θέμα της Βάσιας Γεωργίου, θα έκανε μια τρύπα στο νερό. Εκτός του ότι θα έχανε και την Έλσα, αν δεν την είχε χάσει ήδη... Όμως αυτή ήταν η μόνη λύση, ο μόνος τρόπος να λυτρωθεί και να γλιτώσει την τρέλα. Ίσως κάποια στιγμή η Έλσα να καταλάβαινε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top