17. Εφιάλτες
Όλα έγιναν όπως ακριβώς τα είχε προβλέψει η Βάσια: ο λαός ξεσηκώθηκε κατά των ανθρώπων της ARAK, οι οποίοι ρεζιλεύτηκαν παγκοσμίως για τα ψέματα που είχαν πει. Κανένας δεν τους έπαιρνε πλέων στα σοβαρά και οι ανώτεροι από αυτούς φοβούνταν ακόμα και για τη ζωή τους. Αυτά γίνονταν όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλες τις χώρες- μέλη του ΟΗΕ, οι οποίες είχαν εκπροσώπους της ARAK. Βέβαια βοήθησε και η Βάσια, η οποία εμφανιζόταν σε διάφορες εκπομπές και μιλούσε για την εμπειρία της. Και βλέποντας αυτήν, διάφοροι άλλοι άνθρωποι τους οποίους είχαν απαγάγει και επιστρέψει οι εξωγήινοι, σε όλη την υφήλιο, εμπνεύστηκαν και άρχισαν να μιλούν χωρίς φόβο πλέων για τις εμπειρίες τους. Η Βάσια κόντευε να γίνει ένα παγκόσμιο σύμβολο.
Έλεγε ότι όντως την είχαν αρπάξει εξωγήινα όντα, αλλά ότι τους θυμόταν μόνο αμυδρά. Ποτέ δεν μιλούσε για τους εφιάλτες της, οι οποίοι ήταν οι ξεχασμένες αναμνήσεις της από τότε. Πολλές φορές έρχονταν σε μορφή φλας- μπακ, όπως εκείνη η πρώτη ανάμνηση που είχε, στη συνέχεια όμως ξεκίνησε να τα βλέπει και στον ύπνο της.
Έβλεπε διάφορα φρικιαστικά πράγματα που της είχαν κάνει: να την τοποθετούν σε δοχεία με παράξενα υγρά, να την υπνωτίζουν και να ξυπνάει. Να της βάζουν μέσα στη μύτη, στο στόμα και στα αυτιά, μακρόστενα μεταλλικά σωληνάρια για να εξετάσουν το μέσα της. Μέσα στη μήτρα της έβαζαν πιο χοντρούς σωλήνες και ένοιωθε σαν να τη βίαζαν. Άλλες φορές ένιωθε πόνο, άλλες όχι. Κάθε φορά όμως ένιωθε την ίδια φρίκη.
Τις περισσότερες φορές ήταν δεμένη για να μην μπορεί να αντιδράσει, και όταν δεν ήταν, απλά τη νάρκωναν. Ήταν ξύπνια, αλλά δεν ένιωθε σωματικό πόνο. Άλλες νύχτες έβλεπε ότι της έβαζαν διάφορες συσκευές στο κεφάλι. Της έκαναν ηλεκτροσόκ κι έπειτα μπορούσε να μιλάει και να καταλαβαίνει τη γλώσσα τους. Της έκαναν πλύση εγκεφάλου για να ξεχάσει τους δικούς της κι έπειτα της πέρασαν στον εγκέφαλο λανθασμένες πληροφορίες σχετικά με τα συναισθήματα της: ότι δεν αγάπησε ποτέ τον Μύρωνα και ότι τον παντρεύτηκε για τα λεφτά του. Ήταν σίγουρη πως είχαν δει το παρελθόν της 'διαβάζοντας' τον εγκέφαλο της, ήξεραν κάθε σκέψη που πέρασε ποτέ απ' το μυαλό της, κάθε γεγονός που έζησε. Κάποια συναισθήματα όμως δεν μπόρεσαν να τα αλλάξουν. Ένα από αυτά ήταν η απέραντη αγάπη της για τον γιο της.
Ξυπνούσε πάντα ουρλιάζοντας και ξυπνώντας και τον Μύρωνα, ο οποίος έκανε τα πάντα για να την ηρεμήσει. Έκλαιγε στην αγκαλιά του με λυγμούς και δεν μπορούσε να ηρεμήσει με τίποτα.
Τώρα πλέων ήξερε γιατί δεν είχε θυμηθεί τίποτα κατά την παραμονή της στο Αλ Ζαχάρα. Εκείνο το μαγικό μέρος την προστάτευε από τις απαίσιες αναμνήσεις. Δεν έπρεπε να φύγει ποτέ τελικά.
Ο Μύρωνας φοβόταν ότι αν συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, η Βάσια θα έπρεπε να εισαχθεί σε ψυχιατρική κλινική. Έτσι την πήγε σε ένα ψυχίατρο, ο οποίος της έγραψε ηρεμιστικά και την έβλεπε δυο φορές την εβδομάδα. Τα χάπια δεν βοηθούσαν πάντα, αλλά της έκανε καλό να μιλάει μαζί του. Όμως δεν της έφτανε. Ήθελε να δει τον Λεωνίδα, να του πει για όλα αυτά.
Ο τελευταίος εφιάλτης που είδε ήταν και η τελευταία της ανάμνηση. Ήταν η επιστροφή της στον πλανήτη της. Είχε καταλάβει ότι εκείνοι δεν την ήθελαν πια. Τα πειράματα είχαν ολοκληρωθεί κι έπρεπε να την επιστρέψουν πίσω στη Γη. Και ύστερα την τοποθέτησαν μέσα σε μια δεξαμενή λίγο πιο ψηλή από το ύψος της, αφού της φόρεσαν το κόκκινο φόρεμα που φορούσε όταν εξαφανίστηκε. Χαιρόταν που δεν ήταν πια γυμνή. Γέμισαν τη δεξαμενή με ένα πράσινο ημιδιάφανο υγρό με φυσαλίδες, το οποίο την υπνώτισε κι έτσι δεν κατάλαβε το ταξίδι της επιστροφής ούτε τη συντριβή.
Ξύπνησε χωρίς κραυγή αυτή τη φορά, αλλά το ίδιο τρομαγμένη. Η επίδραση του νυχτερινού χαπιού είχε περάσει. Ο Μύρωνας ακόμα κοιμόταν. Όλα τα γεγονότα και οι αναμνήσεις της μπήκαν επιτέλους σε μια σειρά.
Έπρεπε να τα πει όλα στον Λεωνίδα. Μόνο με εκείνον ήθελε να τα μοιραστεί. Σηκώθηκε αθόρυβα κι έψαξε στα σκοτεινά για το κινητό της. Αφού το βρήκε, βγήκε στο χολ και πήγε στο δωμάτιο της Κασσιόπης απέναντι, για να μην την ακούσει ο Μύρωνας. Ο Λεωνίδας το σήκωσε αμέσως.
"Βάσια...;" έκανε έκπληκτος. Δεν είχαν μιλήσει καθόλου όλες αυτές τις μέρες. Ο Μύρωνας δεν την άφηνε να επικοινωνήσει μαζί του.
"Δεν κοιμάσαι;" τον ρώτησε, γιατί δεν φαινόταν καθόλου νυσταγμένος.
"Όχι. Δεν είχα ύπνο και βγήκα στον κήπο για παρατήρηση των άστρων με το τηλεσκόπιο ως συνήθως."
"Ωραία." Η Βάσια ξεφύσυξε. "Σε χρειάζομαι. Πρέπει να μιλήσουμε. Μπορώ να έρθω;"
"Τώρα;"
"Ναι, τώρα."
"Εντάξει, έλα. Μόνο να κάνεις ησυχία. Ο πατέρας μου κοιμάται. Θα βγω στην είσοδο να σε περιμένω."
Έφυγε τελείως κρυφά, φορώντας ό,τι ρούχο βρήκε μπροστά της. Ο Λεωνίδας την περίμενε στην κουζίνα. Μόλις άκουσε το αυτοκίνητο της να παρκάρει σηκώθηκε αμέσως και πήγε να ανοίξει την πόρτα. Η Βάσια έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας.
"Λεωνίδα... Τα θυμήθηκα όλα, Λεωνίδα... Τα πάντα. Ήταν φρικτά αυτά που μου έκαναν."
"Σσσςς... Ηρέμησε." της είπε εκείνος, όμως την άφησε να ξεσπάσει στους ώμους του.
Η Αφρούλα αισθάνθηκε ότι κάποιος είχε μπει στο σπίτι και έτρεξε ως την κουζίνα γαβγίζοντας. Ο Κώστας τρόμαξε και σηκώθηκε και αυτός.
"Ο Χριστός κι η Παναγία! Ποιος είναι τέτοια ώρα;!" τον άκουσαν να φωνάζει.
Πάγωσε μόλις άναψε το φως της κουζίνας και είδε τη νυχτερινή επισκέπτρια. Η Αφρούλα ηρέμησε και τώρα απλά μύριζε τη Βάσια.
"Κυρία Γεωργίου...; Τι κάνετε τέτοια ώρα εδώ;" ρώτησε σαστισμένος.
"Μπαμπά, η Βάσια... Η κυρία Γεωργίου, θέλω να πω, δεν είναι καλά. Ήρθε για να μιλήσουμε." του εξήγησε ο Λεωνίδας.
"Συγνώμη για την ενόχληση, κύριε Νικολάου." του είπε η Βάσια σκουπίζοντας τα μάτια της. "Με τον γιο σας έχουμε μια οικειότητα. Υπάρχει ένα παρελθόν που μας ενώνει, απ' ότι καταλαβαίνετε. Οπότε, είναι το μόνο άτομο το οποίο μπορώ να εμπιστευτώ έτσι όπως έχουν τα πράγματα τώρα."
"Εντάξει, κατάλαβα." είπε ο Κώστας, παρόλο που δεν είχε καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε.
Όμως εφόσον η Βάσια Γεωργίου χρειαζόταν τη βοήθεια του γιου του, εκείνος όφειλε να της την προσφέρει.
"Θα σας αφήσω μόνους. Πάμε, Αφρούλα." Η Αφρούλα υπάκουσε το αφεντικό της και τον ακολούθησε προς τα μέσα. Έπειτα ο Λεωνίδας και η Βάσια κάθισαν στο τραπέζι της κουζίνας. Η Βάσια του μίλησε για όλους τους εφιάλτες οι οποίοι την είχαν κάνει να θυμηθεί όλα όσα είχε ζήσει σχετικά με τους εξωγήινους.
"Αυτά που μου έκαναν στην κλινική της ARAK ήταν παρόμοια βασανιστήρια." της είπε όταν τελείωσε. "Ξέρω πώς είναι να σε διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα. Ήθελα να πεθάνω και θυμάμαι να τους ικετεύω πολλές φορές για αυτό, όμως τη στιγμή που πίστευα ότι είχε έρθει ο θάνατος, ότι θα λυτρωνόμουν επιτέλους, αυτοί σταματούσαν και ξεκινούσαν πάλι απ' την αρχή."
Η Βάσια του κράτησε το χέρι πάνω στο τραπέζι.
"Συγνώμη, δεν ήθελα να γίνω η αφορμή για να τα θυμηθείς όλα αυτά..."
"Λες και τα ξεχνάω ποτέ..." επέμεινε εκείνος. "Συνέχεια τα θυμάμαι, συνέχεια μου έρχονται στο μυαλό χωρίς να το θέλω." Έκανε μια παύση. "Τελικά οι εξωγήινοι δεν διαφέρουν και πολύ από τα τέρατα της ARAK." Η Βάσια συμφώνησε.
"Όταν ήμουν μικρή, ενθουσιαζόμουν στην ιδέα ότι θα μπορούσα κάποτε να συναντήσω έναν εξωγήινο. Ποτέ μου δεν πίστεψα ότι θα ήταν τόσο εχθρικοί. Ήταν ένα από τα πιο κρυφά μου παιδικά όνειρα, το οποίο μετατράπηκε σε εφιάλτη."
Ο Λεωνίδας είχε την τιμητική του εκείνες τις μέρες. Όλοι τον θεωρούσαν ήρωα, όχι μόνο επειδή έφερε πίσω τη Βάσια Γεωργίου, αλλά κι επειδή ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες που έφεραν την αλήθεια για τα ψέματα της ARAK στο φως. Μίλησε κι εκείνος για τις εμπειρίες του σε δύο εκπομπές και πλέων ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκε δουλειά στο Αστεροσκοπείο ή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ως καθηγητής αστροφυσικής.
Άνοιξε τα μάτια του την άλλη μέρα το πρωί. Δίπλα του, η Βάσια κοιμόταν ακόμα, φορώντας μία μπλούζα του. Είχαν μιλήσει μέχρι τα ξημερώματα και ύστερα εκείνη του πρότεινε να κοιμηθούν μαζί.
Έκαναν έρωτα, πάλι. Και ύστερα την κράτησε στην αγκαλιά του παρηγορώντας την, λέγοντας της ότι όλα θα πάνε καλά, ώσπου τους πήρε ο ύπνος. Ο Λεωνίδας σηκώθηκε, ντύθηκε και πήγε στην κουζίνα για πρωινό χωρίς να ξυπνήσει τη Βάσια.
Ο πατέρας του έπινε ήδη καφέ κι έτρωγε κέικ που τους είχε δώσει η Νικόλ.
"Καλημέρα." του είπε ο Λεωνίδας και πήγε στη συσκευή εσπρέσο για να φτιάξει έναν διπλό σκέτο. Μόνο έτσι ξυπνούσε τις περιόδους που υπέφερε από αϋπνίες.
"Καλημέρα." του είπε ο Κώστας. "Πρέπει να δοκιμάσεις το κέικ της Νικόλ. Είναι τέλειο."
"Ναι... Θα το δοκιμάσω." Ο Λεωνίδας με τον καφέ στο χέρι κάθισε στην απέναντι μεριά του τραπεζιού.
Ο Κώστας κάτι ήθελε να του πει, αλλά δεν έβρισκε τον τρόπο. Πώς θα ήταν διακριτικός για ένα τέτοιο ζήτημα; Τελικά αποφάσισε να τον ρωτήσει στα ίσια:
"Τι συμβαίνει ανάμεσα σε σένα και στη Βάσια Γεωργίου;" Ο Λεωνίδας είχε μόλις πάρει μια φέτα κέικ, αλλά έμεινε να την κρατάει στο χέρι του μετέωρη.
"Τι εννοείς; Τίποτα δεν συμβαίνει."
Λες να άκουσε τίποτα χθες τη νύχτα...; σκέφτηκε.
"Λεωνίδα, σε εμένα μιλάς. Δεν μπορεί να είστε μόνο φίλοι. Υπάρχει αρκετή οικειότητα μεταξύ σας. Διαφορετικά η Βάσια δεν θα ερχόταν σε εσένα τρεις η ώρα τη νύχτα. Κι εκτός αυτού, σηκώθηκα τα ξημερώματα για να πάω να πιω νερό και την είδα να βγαίνει απ' το δωμάτιο σου για να πάει στην τουαλέτα. Φορούσε μόνο μια μπλούζα σου, η οποία ευτυχώς της ήταν αρκετά μακριά."
"Αλήθεια;" ήταν το μοναδικό σχόλιο του Λεωνίδα.
"Ε τι, ψέματα; Με ρώτησε πού είναι η τουαλέτα και... νιώσαμε λίγο αμήχανα και οι δύο. Ολόκληρη Βάσια Γεωργίου να κυκλοφορεί μες στο σπίτι μου φορώντας μόνο ένα μπλουζάκι του γιου μου, δεν είναι κάτι το οποίο βλέπεις κάθε μέρα."
Έπειτα ο Κώστας παρέμεινε σιωπηλός και περίμενε τις εξηγήσεις του Λεωνίδα.
Να πάρει... σκεφτόταν αυτός. Ποτέ του ως τώρα, από την παιδική του ηλικία, δεν είχε καταφέρει να ξεγελάσει τον πατέρα του ή να του πει ψέματα.
"Εντάξει, το παραδέχομαι. Έχουμε...κάτι."
"Μάλιστα. Και όταν λες κάτι...;"
"Κάτι...παραπάνω από φιλία. Ξεκίνησε από το Αλ Ζαχάρα και χθες πάλι...ξέρεις. Αλλά τέλος πάντων, εσένα τι σε νοιάζει; Ελεύθερος δεν είμαι;"
"Δεν με πειράζει αυτό, ρε αγόρι μου... Και με την Έλσα να ήσουν ακόμα, πάλι δεν θα σε κατέκρινα. Θα σε συμβούλευα, όπως τότε με την Ανίτα. Τώρα όμως, με τη Βάσια Γεωργίου... Καταρχάς, είναι είκοσι χρόνια μεγαλύτερη σου."
"Δεν της φαίνεται." τον διέκοψε.
"Η ηλικία είναι ηλικία όμως. Υπάρχει πάντα αυτό το χάσμα γενεών και απόψεων. Επιπλέον, είναι παντρεμένη με τον Μύρωνα Γεωργίου, ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο. Και δεν παύει να είναι κι η ίδια διάσημη μετά την εξαφάνιση και επανεμφάνιση της. Αν μαθευτεί αυτό που έχετε, θα γίνει μεγάλο σκάνδαλο και θα βρεθείς σε νέους μπελάδες."
"Δεν με νοιάζει." είπε ο Λεωνίδας.
"Τόσο πολύ την αγαπάς;"
Ο Λεωνίδας δεν μπορούσε να απαντήσει σε αυτό. Αγάπη... Τι ήταν η αγάπη άραγε; Ήταν απλά μια διεργασία του εγκεφάλου, που πήγαζε από τη βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου για αναπαραγωγή; Ή ήταν κάτι βαθύτερο, το οποίο δεν μπορούσε η επιστήμη να εξηγήσει; Όπως και να 'χε, δεν ήταν σίγουρος ακόμα αν την αγαπούσε ή αν την είχε ερωτευθεί. Δεν είχε κάτσει να το σκεφτεί με όλα αυτά που έγιναν. Δέχτηκε απλά αυτό που συνέβαινε ως κάτι όμορφο, που τους πρόσφερε ικανοποίηση εκείνη τη στιγμή και τους έκανε να ξεχνάνε τα πάντα.
"Δεν είναι ακριβώς αγάπη, τουλάχιστον όχι όπως το εννοείς αυτό εσύ." απάντησε στον πατέρα του. "Την αγαπάω σαν άνθρωπο, σαν φίλη, και νιώθω απλά μια έλξη προς αυτήν. Και λυπάμαι που το λέω, αλλά ακόμα αγαπώ την Έλσα. Την αγαπώ και τη μισώ συγχρόνως." Ο Κώστας χαμογέλασε μελαγχολικά. Αυτήν την απάντηση περίμενε να ακούσει.
"Λογικά σε λίγο θα ξυπνήσει κι εκείνη." του είπε ύστερα. "Κοίτα να φερθείς φυσιολογικά, σαν να είχα φέρει μια οποιαδήποτε άλλη κοπέλα στο σπίτι."
"Δεν είχες φέρει και πολλές." γέλασε ο Κώστας. "Αλλά μην ανησυχείς. Θα είμαι φυσιολογικός. Δεν θα πετάξω πολλά υπονοούμενα."
"Κανένα υπονοούμενο!" τον προειδοποίησε.
Η Βάσια είχε ξυπνήσει στο μεταξύ, είχε ντυθεί και κρυφακούσει το τελευταίο μέρος της συζήτησης. Ο Κώστας Νικολάου είχε δίκιο. Έπρεπε να μείνει μακριά απ΄τον Λεωνίδα. Αυτό που πήγαιναν να κάνουν ήταν πολύ επικίνδυνο. Ήδη ο Μύρωνας την πήρε τηλέφωνο ξυπνώντας την και την έβρισε, γιατί τρελάθηκε που δεν την είδε σπίτι. Νόμιζε ότι εξαφανίστηκε πάλι, ακόμα δεν τη βρήκε... Εκείνη του είπε ότι απλά σηκώθηκε πολύ νωρίς και πήγε μία βόλτα γιατί το σπίτι την έπνιγε. Φάνηκε να το πιστεύει. Αυτό, άλλωστε, ήταν η αλήθεια.
Αυτό δεν ήταν πλέων το σπίτι της και αυτός δεν ήταν πια ο άντρας της. Είχε αλλάξει και αυτός. Ο τρόπος που την αγκάλιαζε, που της έκανε έρωτα, ήταν εντελώς διαφορετικός απ' ότι παλιά και δεν είχε τις ίδιες αντοχές. Η ίδια δεν προλάβαινε να τελειώσει ποτέ. Και ειδικά τώρα με τα φάρμακα δεν ένιωθε τίποτα. Την προηγούμενη νύχτα όμως, στην αγκαλιά του Λεωνίδα, όλα ήταν τόσο όμορφα, τόσο μαγικά...όπως τότε στο Αλ Ζαχάρα.
Εδώ όμως δεν ήταν Αλ Ζαχάρα. Το παραμύθι τους είχε τελειώσει απ' τη στιγμή που επέστρεψαν και όσο κι αν την πονούσε αυτό, ήταν ένα τελείως αταίριαστο και παράνομο ζευγάρι, για την ακρίβεια δεν ήταν καν ζευγάρι. Δεν έπρεπε να το συνεχίσει. Δεν θα επέτρεπε ξανά στον εαυτό της να αναζητήσει καταφύγιο στην αγκαλιά του, ό,τι κακό και αν της συνέβαινε.
Πήρε βαθιά ανάσα, έστρωσε λίγο τα μαλλιά της και μπήκε στην κουζίνα, προσπαθώντας να φερθεί φυσιολογικά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top