15. Προσαρμογή στην Πραγματικότητα

Η Βάσια μπήκε στην κουζίνα πίσω απ' τον Μύρωνα. Το σπίτι δεν ήταν πλέον καθόλου γοτθικό. Οι τοίχοι είχαν βαφτεί γελοία χρώματα, ενώ σχεδόν όλα τα έπιπλα και οι συσκευές είχαν αντικατασταθεί με καινούργια, υπερσύγχρονα και μοντέρνα. Έμοιαζε περισσότερο με...το σπίτι της Νάντιας. Μα πώς της ήρθε να τη θυμηθεί αυτήν και να κάνει τη σύνδεση μαζί της;

Στην κουζίνα βρισκόταν η κόρη της και η κουμπάρα της η Κατερίνα, οι οποίες έτρεξαν αμέσως να την υποδεχτούν, αγκαλιάζοντας την συγκινημένες.

"Αχ, μανούλα... Πόσο χαίρομαι... Πόσο απίστευτο μου φαίνεται..." είπε η Κασσιόπη.

"Για να σε δω... Καλέ, εσύ ομόρφυνες!" αναφώνησε η Βάσια βλέποντας την εκπληκτική αλλαγή της κόρης της.

Δεν ντυνόταν πλέον με σεμνά και σκοτεινά ρούχα, αλλά πολύ κομψά και τα μαλλιά της ήταν κομμένα φιλαριστά, χτενισμένα άψογα. Φορούσε στενό καφέ παντελόνι, μαύρες γόβες και μπεζ σακάκι με ένα πράσινο μπουστάκι από μέσα.

"Καλώς ήρθες πίσω, Βάσια." της είπε η Κατερίνα και την αγκάλιασε πάλι.

Αυτή φαινόταν αρκετά μεγαλύτερη της. Κουρασμένη στην όψη και με τα μαλλιά μαζεμένα πίσω σε σφιχτό κότσο, δεν θύμιζε καθόλου την ανέμελη, άτακτη κολλητή της. Φορούσε κλασικό άσπρο σακάκι και τζιν.

"Κι εσύ δεν πας πίσω, κουμπάρα. Κούκλα είσαι." προσπάθησε να παίξει θέατρο, δεν ακούστηκε όμως και τόσο πειστική.

Στράφηκε στον Μύρωνα:

"Ο μικρός;"

"Δεν καταφέραμε να τον πείσουμε να έρθει. Έχει μια παράξενη φοβία και δεν βγαίνει απ' το σπίτι του. Θα πάμε όμως το μεσημέρι να τον δούμε. Η Στέλλα θα μας κάνει το τραπέζι εκεί. Είναι ακόμα μαζί και σχεδόν συζούν." της εξήγησε εκείνος.

"ΟΚ... Θα έρθει και ο Λεωνίδας μαζί μας."

Ο Μύρωνας θεώρησε περίεργη την επιθυμία της γυναίκας του, αλλά συμφώνησε.

"Και πού είναι οι γονείς μου; Ο αδελφός μου;" ρώτησε έπειτα η Βάσια. Όλοι έσκυψαν το κεφάλι. Ο Μύρωνας ήταν ο μόνος που κατάφερε να της απαντήσει:

"Ο Μιχάλης δυστυχώς παντρεύτηκε τη Νάντια και από τότε δεν έχουμε επαφές."

"Τη Νάντια; Σοβαρά;!" αναφώνησε η Βάσια.

Όλοι είχαν συμφωνήσει να της κρύψουν το γάμο του Μύρωνα με τη Νάντια, γιατί κάτι τέτοιο θα την τάραζε. Ο Μύρωνας είχε φροντίσει να εξαφανίσει κάθε στοιχείο που θα το αποδείκνυε αυτό.

"Και οι γονείς μου; Γιατί δεν ήρθαν να με δουν;" απόρησε η Βάσια.

Κανένας δεν απάντησε. Η Βάσια κατάλαβε.

"Μύρωνα, τι έπαθαν οι γονείς μου;" επέμεινε κι ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν αμέσως.

"Έφυγαν..." της απάντησε τελικά. "Λίγο μετά την εξαφάνιση σου." Η Βάσια μόλις και μετά βίας κρατήθηκε να μην κλάψει.

"Από τι;" επέμεινε να μάθει.

"Η μητέρα σου είχε καρκίνο στο τελευταίο στάδιο και ο πατέρας σου έπαθε καρδιακή προσβολή."

Η Βάσια ήταν δυνατή. Είχε περάσει τόσα.

Δεν θα κλάψω. είπε μέσα της. Έχω πολλά πράγματα να κάνω και το κλάμα θα με αποσυντονίσει τελείως.

"Πού τους θάψατε; Εδώ;" ρώτησε.

"Όχι. Στη Θεσσαλονίκη. Ήταν εντολή του αδελφού σου να ταφούν στον τόπο όπου έζησαν τόσα χρόνια." Αυτό την πόνεσε ακόμα περισσότερο, να μην τους έχει κοντά της έστω και με αυτόν τον τρόπο. Έλειπε τόσο πολύ καιρό κι όμως δεν είχε διανοηθεί ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν αλλάξει τόσο.

"Μη στεναχωριέσαι, μαμά." της είπε η Κασσιόπη. "Έχεις εμάς."

"Ναι. Ναι, έχεις δίκιο, κόρη μου." της απάντησε.

"Γιατί δεν αλλάζεις, να βάλεις κάτι πιο γυναικείο;" της πρότεινε ο Μύρωνας.

"Εντάξει." συμφώνησε. "Έχετε φυλάξει τα παλιά μου ρούχα;"

"Φυσικά. Όλα είναι έτσι όπως τα άφησες." είπε η Κατερίνα.

Η Κατερίνα είχε αναλάβει να φυλάξει όλα τα ρούχα και προσωπικά αντικείμενα της Βάσιας όταν ο Μύρωνας παντρεύτηκε τη Νάντια, γιατί αυτή σίγουρα θα τα πετούσε. Τώρα που η Βάσια επέστρεψε, η Κατερίνα πρόλαβε και τα έβαλε πάλι στη θέση τους, ή μάλλον στην καινούργια ντουλάπα τους.

"Θέλω να μείνω λίγο μόνη μου, αν δεν σας πειράζει. Μύρωνα, θα ανεβάσουμε μετά τις βαλίτσες. Τώρα θέλω να βάλω κάτι απ' τα παλιά μου ρούχα."

Ο Μύρωνας δεν έφερε αντίρρηση, αν και τον παραξένευε αυτή η ανάγκη της Βάσιας για απομόνωση. Η Βάσια ήταν πολύ κοινωνικός άνθρωπος και ο μόνος λόγος που κλεινόταν στον εαυτό της ήταν όταν πήγαινε στην ταράτσα να μελετήσει τα αστέρια, όπως έγινε και τη μοιραία εκείνη νύχτα.

"Θα σε περιμένουμε στο σαλόνι, μαμά." της είπε η Κασσιόπη, καθώς όλοι μαζί έβγαιναν απ' την κουζίνα.

Η Βάσια ανέβηκε τα σκαλιά, τα οποία τώρα πια ήταν από ένα λευκό ψεύτικο ξύλο, δεν έτριζαν όπως παλιά, ούτε ήταν στρωμένα με κόκκινο χαλί. Έφτασε επάνω.

Μα γιατί άλλαξε το σπίτι; Γιατί δεν είναι πια γοτθικό; αναρωτιόταν. Οι τοίχοι... Γιατί είναι έτσι οι τοίχοι; Άνοιξε την αριστερή πόρτα. Τίποτα δεν θύμιζε πια την παλιά τους κρεβατοκάμαρα.

Όλα τα έπιπλα- αντίκες είχαν αντικατασταθεί με μοντέρνες αηδίες. Οι τοίχοι ήταν λαχανί και τα πλακάκια του πατώματος ροζ. Το κρεβάτι, αν και στρωμένο με κόκκινο πάπλωμα, δεν έσωζε καθόλου την κατάσταση. Το μόνο που είχε μείνει στη θέση του ήταν το πορτραίτο της από πάνω του.

Προχώρησε προς την κομψή άσπρη ντουλάπα. Εκείνη τη στιγμή είδε κάτι φευγαλέα μπροστά στα μάτια της: ένα πράσινο κεφάλι χωρίς μαλλιά, με μυτερά αυτιά και εντελώς μαύρα, τεράστια μάτια που πετάγονταν έξω απ' τις κόγχες τους. Την εξέταζε, την παρατηρούσε. Ήταν σαν να ζούσε μια σκηνή απ' το παρελθόν.

Επανήλθε στην πραγματικότητα. Ζαλίστηκε, κρατήθηκε απ' το κάγκελο του κρεβατιού και κάθισε σοκαρισμένη.

Τι ήταν αυτό; αναρωτήθηκε. Και τότε θυμήθηκε: ήταν η πρώτη της ανάμνηση απ΄ την παραμονή της στο σκάφος των εξωγήινων. Την είχε ζήσει στα αλήθεια αυτή τη σκηνή. Όμως γιατί τη θυμήθηκε τώρα; Γιατί πέντε χρόνια που έζησε στην Αίγυπτο δεν είχε θυμηθεί τίποτα; Όπως και να 'χε, ήλπιζε να μην της ερχόταν άλλο φλας μπακ. Ήταν σίγουρη ότι εκείνοι της είχαν κάνει φριχτά πράγματα, τα οποία καλύτερο θα ήταν να μην τα θυμάται.

Σηκώθηκε, προσπαθώντας να ξεχάσει το φλας μπακ αυτό και να επικεντρωθεί σε αυτό που έπρεπε να κάνει τώρα: να γίνει η παλιά Βάσια Γεωργίου. Όντως, όλα της τα ρούχα βρίσκονταν τακτοποιημένα μέσα στην καινούργια ντουλάπα. Σαν να μην έφυγε ποτέ. Φόρεσε ένα μαύρο μπλουζάκι, μια κόκκινη πλεκτή μπλούζα από πάνω και κόκκινη φούστα.

Τα παπούτσια της βρίσκονταν στο κάτω μέρος της ντουλάπας. Διάλεξε ένα ζευγάρι μαύρες λουστρινένιες γόβες. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, βάφτηκε λίγο και άφησε τα μαλλιά της κάτω. Η ανακούφιση ήταν απερίγραπτη μετά από τόσες ώρες που τα είχε πιασμένα.

Κατέβηκε στο σαλόνι. Σχεδόν ένιωσε σαν να βρισκόταν σε άλλο σπίτι. Οι καναπέδες ήταν λευκοί, οι τοίχοι ήταν βαμμένοι μπεζ και όλα τα υπόλοιπα έπιπλα ήταν ανοιχτόχρωμα. Δυο- τρεις πίνακες του Μύρωνα στόλιζαν το νότιο τοίχο και μια εντοιχισμένη τηλεόραση κάλυπτε μεγάλο μέρος του βόρειου, έχοντας αντικαταστήσει το παλιό τζάκι. Κι επίσης, έλειπε το πιο σημαντικό οικογενειακό κειμήλιο: το μυστηριώδες πιάνο του Βίκτωρα Γεωργίου.

Μα γιατί το έκαναν αυτό στο σπίτι μας; αναρωτήθηκε. Γύρισαν και οι τρεις τα κεφάλια τους όταν αντιλήφθηκαν την παρουσία της.

"Αυτή είναι η Βάσια Γεωργίου που ξέρουμε όλοι." είπε ο Μύρωνας, χαμογελώντας και θαυμάζοντας την σαν να ήταν κάποιο τρόπαιο του.

"Τι συνέβη στο σπίτι;" ρώτησε κάνοντας δυο βήματα μπροστά.

"Ήθελα μια αλλαγή μετά το χαμό σου. Όλα εδώ μέσα θύμιζαν εσένα." της απάντησε πολύ πειστικά ο Μύρωνας.

Ωστόσο η Βάσια ήξερε ότι άλλος ήταν ο πραγματικός λόγος.

"Έλα, κάθισε." της είπε η Κατερίνα. Κάθισε δίπλα στον άντρα της, νιώθοντας σαν ξένη μέσα στο ίδιο της το σπίτι.

"Ώστε...ο Αλέξανδρος είναι ακόμα με τη Στέλλα, ε;" είπε.

"Ναι. Τον βοηθάει πάρα πολύ. Είχαν χωρίσει για λίγο καιρό όταν χάθηκες, αλλά μετά τα ξαναβρήκαν. Ο Θεός να την έχει καλά... Αν δεν ήταν και αυτή, το παιδί θα είχε αυτοκτονήσει. Το σπίτι στο οποίο μένει είναι της γιαγιάς της." της εξήγησε ο Μύρωνας.

Η Βάσια στράφηκε στην κόρη της:

"Κι εσύ παντρεύτηκες απ' ότι έμαθα, ε κόρη μου;"

"Ναι." της απάντησε. "Πριν τέσσερα χρόνια."

"Ευτυχώς όχι με τον λεγάμενο..." είπε με ένα πονηρό χαμόγελο.

"Όχι βέβαια!" αναφώνησε ο Μύρωνας. "Σιγά μην την άφηνα να παντρευτεί τον Ντίνο! Και κακώς που μου το είχες κρύψει. Περασμένα ξεχασμένα όμως. Η κόρη μας κατάλαβε τελικά τι κάθαρμα ήταν ο Ντίνος, αφού την παράτησε την ημέρα του γάμου τους και γίναμε ρεζίλι οικογενειακώς. Μετά όμως, γνώρισε τον Δαμιανό Δάρρα, με τον οποίο και παντρεύτηκε. Θα σου βάλουμε να δεις το βίντεο του γάμου κάποια στιγμή."

"Το ξέρω για τον Δάρρα. Μου το είπε ο Λεωνίδας."

"Τι άλλο σου είπε;" ρώτησε ο Μύρωνας προσπαθώντας να μην ακουστεί η αγωνία στη φωνή του.

"Λίγα πράγματα. Εγώ δεν ήθελα να μάθω πολλά." είπε η Βάσια και στράφηκε πάλι στην κόρη της για να αλλάξει θέμα: "Χαίρομαι τόσο πολύ για σένα..." είπε και έγειρε μπροστά για να χαϊδέψει το χέρι της. "Φαίνεσαι ευτυχισμένη."

"Είμαι." τη διαβεβαίωσε. "Και το καλύτερο..." Δίστασε λίγο. "Δεν σκόπευα να το πω ούτε σε εσένα ακόμα, μπαμπά, αλλά αφού είναι μία τόσο χαρούμενη μέρα σήμερα που γύρισε η μαμά, δεν θα έβρισκα καλύτερη ευκαιρία... Περιμένω παιδί!"

"Αλήθεια;!" αναφώνησαν και οι δυο γονείς της μαζί.

"Ναι." απάντησε εκείνη λάμποντας από χαρά. "Ο Δαμιανός στην αρχή δεν ήθελε, γιατί έχει ήδη ένα γιο, αλλά τελικά άλλαξε γνώμη."

"Μπράβο!" είπε χαρούμενη η Βάσια.

Αυτό ήταν το καλύτερο δώρο για την επιστροφή της.

"Δεν το πιστεύω..." είπε ο Μύρωνας. "Θα γίνουμε παππούδες." και κράτησε το χέρι της Βάσιας ανάμεσα στα δικά του.

"Συγχαρητήρια." είπε και η Κατερίνα.

Στη συνέχεια, μίλησαν για διάφορα άλλα πράγματα που άλλαξαν όσο έλειπε η Βάσια, όπως για το θάνατο της Κλέλιας. Η Βάσια λυπήθηκε σχεδόν όσο και για τους γονείς της.

Η Κλέλια ήταν ο τελευταίος συνδετικός κρίκος που ένωνε το γοτθικό παρελθόν των Γεωργίου με το παρόν και τώρα δεν υπήρχε πια. Η μάλλον υπήρχε, ως μια άλλη μορφή και εκείνη τουλάχιστον ήταν κοντά. Γιατί από πολύ παλιά, όλοι οι Γεωργίου μπορούσαν να επικοινωνούν με τα φαντάσματα των νεκρών προγόνων τους, και η Βάσια είχε γνωρίσει έτσι τους παππούδες του Μύρωνα, οι οποίοι ήταν θαμμένοι στο ιδιωτικό νεκροταφείο του σπιτιού. Η Κλέλια θάφτηκε κι εκείνη εκεί δίπλα στον άντρα της και πατέρα του Μύρωνα, τον Γιάννη. Όμως απ' ότι εξήγησαν στη Βάσια στη συνέχεια, δεν είχε βγει κανένα φάντασμα στο σπίτι από τότε που εξαφανίστηκε. Μήπως τώρα με την επιστροφή της, επέστρεφαν και τα φαντάσματα των προγόνων; Μήπως απλά δεν ήθελαν να μαρτυρήσουν ότι η Βάσια δεν βρισκόταν στον κόσμο τον νεκρών;

"Τον αδελφό μου πότε θα τον δω;" ρώτησε μετά.

"Δεν ξέρω." είπε ψυχρά ο Μύρωνας.

"Γιατί δεν έχετε επαφές;"

"Έγιναν πάρα πολλά. Και ειδικά από τότε που παντρεύτηκε τη Νάντια, ο Μιχάλης άλλαξε, χάλασε. Μας σνομπάρει όλους, ακόμα και τα ανίψια του. Ούτε στο γάμο της Κασσιόπης δεν ήρθε."

"Και πού μένουν τώρα με τη Νάντια;"

"Στη Θεσσαλονίκη, στο πατρικό σας. Ελπίζω ότι θα επικοινωνήσει μαζί σου τουλάχιστον, όταν θα μάθει για την επιστροφή σου."

Η Βάσια είχε απογοητευτεί πάρα πολύ με τον αδελφό της. Γιατί με τη Νάντια; Πώς ταίριαξαν; Και γιατί ο αδελφός της ξέγραψε εντελώς την οικογένεια της; Ο Μιχάλης δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο αν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος. Κάτι άλλο είχε γίνει. Ήταν σίγουρη. Όλοι κάτι της έκρυβαν. Κάτι το οποίο και ο Λεωνίδας της είχε κρύψει.

Έπειτα από λίγη συζήτηση ακόμα, ένιωσε τα μάτια της να κλείνουν και ανέβηκε επάνω να κοιμηθεί για μερικές ώρες.

***

Ο Λεωνίδας άνοιξε τα μάτια του. Είχε αποκοιμηθεί στο δωμάτιο του, στο σπίτι του πατέρα του, ύστερα από ένα γερό καυγά που είχε με την Έλσα σχετικά με το θέμα της ARAK και του πατέρα της. Της δήλωσε πως ήταν διατεθειμένος να την προστατεύσει από τη μανία των επαναστατών τώρα που τα πράγματα θα άλλαζαν, όμως εκείνη δεν ήθελε να συνεργαστεί μαζί του. Του αποκάλυψε μάλιστα, ότι ήταν ένα από τα πιο φανατικά μέλη της ARAK, και είχε ορκιστεί να δώσει και τη ζωή της για την εταιρεία αν χρειαζόταν. Λες και αυτός ο όρκος ήταν πιο ιερός από τον όρκο του γάμου τους...

Ο Λεωνίδας μετάνιωνε για κάθε Σ' αγαπώ που της είχε πει, για κάθε φιλί, για κάθε θυσία που είχε κάνει για χάρη της. Έτσι κι αλλιώς, είχε χαραμίσει τα νιάτα του μαζί της. Εκεί που άλλοι νεαροί της ηλικίας του διασκέδαζαν σε κλαμπ με ποτά και γυναίκες και ζούσαν τη ζωή τους, εκείνος είχε ήδη οικογένεια. Για ένα πράγμα δεν μετάνιωνε μόνο: για εκείνο τον μικρό άγγελο, την Άννα.

Η Άννα είχε κοιμηθεί κι εκείνη μαζί του, καθώς είχε ξυπνήσει από πολύ νωρίς εφόσον ήξερε ότι ο μπαμπάς της θα γυρνούσε επιτέλους και ήθελε να τον υποδεχτεί. Μόλις τον ένιωσε να σηκώνεται, ξύπνησε κι εκείνη αμέσως. Ο Λεωνίδας σκέφτηκε ότι θα ενθουσιαζόταν αν την έπαιρνε μαζί του στο σπίτι του Αλέξανδρου. Η μικρή τρελάθηκε με την ιδέα και ήθελε να πάει.

"Μπαμπά; Είναι μεσημέρι;" τον ρώτησε.

"Ναι." απάντησε εκείνος και κοίταξε την ώρα στο κινητό του. "Πώπω, μιάμιση η ώρα. Πρέπει να φύγουμε."

"Ωραία!" είπε η μικρή και σηκώθηκε αμέσως.

Ετοιμάστηκαν γρήγορα κι έφυγαν. Ο Κώστας είχε πάει για καφέ με ένα παλιό φίλο του, τον Μάνο, ο οποίος ήταν συνταξιούχος δικηγόρος. Ο Λεωνίδας του είχε πει να συζητήσει μαζί του για το θέμα του διαζυγίου του και να μεσολαβήσει για να βγει όσο το δυνατόν πιο σύντομα, καθώς είχε πολλές γνωριμίες. Όμως ο Κώστας δεν είχε σκοπό να το κάνει ακόμα αυτό. Ήξερε πολύ καλά τον γιο του και την Έλσα. Τη μια στιγμή χώριζαν και την άλλη ήταν και πάλι μαζί και το διαζύγιο ακυρωνόταν. Αυτό είχε γίνει άλλες δύο φορές στο παρελθόν, οπότε καλύτερα να περίμενε να δει αν θα τα ξαναβρούν, πράγμα πολύ δύσκολο αυτή τη φορά, αλλά ποτέ δεν ξέρεις, είπε στον εαυτό του.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top