13. Νύχτα Μαγική

Ο Λεωνίδας άκουγε προσηλωμένος την αφήγηση των γεγονότων εκείνης της νύχτας από την ίδια τη Βάσια, όπως ακριβώς έγιναν μέχρι την απαγωγή της. Όταν τελείωσε την αφήγηση της, κοίταξαν για λίγο σιωπηλοί πάλι τον έναστρο ουρανό που φαινόταν απ' την ταράτσα της. Έπειτα η Βάσια έστρεψε το βλέμμα της πάνω του.

"Κατάλαβες τώρα τι μάνα ήμουν;" είπε κατακρίνοντας τον εαυτό της. "Ποθούσα κρυφά το αγόρι της κόρης μου. Τον άφησα να με φιλήσει, του έδωσα ελπίδες ότι μπορεί να γίνει κάτι μεταξύ μας... Μισώ τον εαυτό μου και μόνο που το σκεφτόμουν αυτό τότε. Όλοι με θεωρούσαν πρότυπο μητέρας και συζύγου, όμως δεν ήμουν. Τους πρόδωσα και τους δύο, τόσο την Κασσιόπη όσο και τον άντρα μου."

Ο Λεωνίδας χαμογέλασε πικρά.

"Μιλάς σε έναν άνθρωπο που απατούσε τη γυναίκα του με την ίδια της την αδελφή." παραδέχθηκε. Η Βάσια τον κοίταξε έκπληκτη.

"Σοβαρά μιλάς;"

"Ναι. Βλέπεις... Όλοι κάνουμε λάθη, όμως εγώ έκανα το ίδιο λάθος και δεύτερη και τρίτη φορά... Ενώ εσύ αρνήθηκες στον Ντίνο, δεν έκανες τίποτα ολοκληρωμένο. Για μένα ο Ντίνος ήταν απαράδεκτος, για να μην πω καμιά πιο βαριά λέξη." της είπε. "Γιατί δεν φτάνουν τα όσα έκανε, στη συνέχεια δεν βοήθησε καθόλου να βρεθείς μετά την εξαφάνιση σου. Δεν ομολόγησε ποτέ ότι πήγες σπίτι του εκείνη τη νύχτα. Μέχρι πριν λίγα λεπτά πίστευα ακόμα ότι σε απήγαγαν απ' την ταράτσα του δικού σου σπιτιού, όπως και ο Αλέξανδρος και όλοι όσοι πίστεψαν αυτή τη θεωρία."

"Ώστε έτσι..." είπε η Βάσια. "Ελπίζω τουλάχιστον να κατάλαβε κάποια στιγμή η κόρη μου με τι ελεεινό άνθρωπο ήταν." Τον κοίταξε με αγωνία. "Δεν πιστεύω να είναι ακόμα μαζί του...;" Ο Λεωνίδας γέλασε και της απάντησε:

"Όχι, ευτυχώς. Βέβαια έφτασαν μέχρι το γάμο οι δυο τους, όμως ο Ντίνος την παράτησε κάτω απ' τη γαμήλια αψίδα την τελευταία στιγμή. Και ύστερα, η Κασσιόπη γνώρισε έναν διάσημο ζωγράφο και απ' ότι έμαθα, παντρεύτηκαν και είναι πολύ ευτυχισμένοι."

"Πάλι καλά." Η Βάσια άφησε να της ξεφύγει ένας αναστεναγμός ανακούφισης.

"Όσο για τον Ντίνο..."

"Δεν θέλω να μάθω τίποτα για αυτόν. Ούτε για τον υπόλοιπο κόσμο. Μου φτάνει που τα παιδιά μου είναι καλά." τον διέκοψε, κι έτσι ο Λεωνίδας δεν της είπε τίποτα σχετικά με το ταξίδι του Ντίνου στο χρόνο για να τη φέρει πίσω, ούτε της έδωσε κάποια άλλη πληροφορία σχετικά με την οικογένεια της.

Ύστερα από λίγο, η Βάσια σηκώθηκε και τεντώθηκε για να ξεπιαστεί.

"Τέλος πάντων..." είπε. "Δεν ξέρω για σένα, πάντως εγώ πιστεύω πολύ στη θεωρία που λέει πως όλα γίνονται για κάποιο λόγο. Καληνύχτα, Λεωνίδα." και έφυγε.

Ο Λεωνίδας κάθισε λίγο ακόμα στο πεζούλι της ταράτσας, να συλλογίζεται σχετικά με τα όσα έμαθε, αλλά και σχετικά με την απεραντοσύνη του Σύμπαντος. 

Η επόμενη μέρα ήταν Σάββατο, η τελευταία της διαμονής του εκεί. Η Βάσια απ' το πρωί έλειπε. Είχε πάει στο σπίτι της Κλεοπάτρας, γιατί είχα το πάρτι το βράδυ και ήθελε να τη βοηθήσει στις προετοιμασίες. Ο Λεωνίδας, μιας και έμεινε μόνος του, αποφάσισε να μαζέψει τα πράγματα του, γιατί θα αναχωρούσε την επομένη νωρίς το πρωί.

Είχε ρωτήσει τη Βάσια τι να κάνει όλα αυτά τα ρούχα που του αγόρασε και εκείνη του είπε να τα κρατήσει και του έδωσε μια δικιά της βαλίτσα. Μέσα σε λίγα λεπτά την τακτοποίησε. Μετά βγήκε στους κήπους κι άρχισε να κάνει βόλτες, αναλογιζόμενος όλα αυτά που έζησε στο Αλ Ζαχάρα. Γνώρισε τη Βάσια Γεωργίου, εκείνη τη γυναίκα- θρύλο που όλοι είχαν κάτι να πουν για την εξαφάνιση της και είχε γίνει τέτοιος χαμός... Δεν περίμενε με τίποτα να είναι τόσο φιλόξενη και γενναιόδωρη. Τόσες μέρες που έμεινε μαζί της, δεν τον άφησε να ξοδέψει τίποτα.

Κατά βάθος ακόμα δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Έπρεπε όμως. Έπρεπε να αντιμετωπίσει όλους αυτούς που θα τον ρωτούσαν πού ήταν τόσο καιρό, δύο εβδομάδες που έλειψε, την ίδια στιγμή που η Ανίτα θα τον κατηγορούσε για ένα βιασμό που δεν ήταν σίγουρος αν είχε κάνει και θα τον αποκαλούσε "δειλό" που έφυγε. Και η Έλσα; Πώς θα το χειριζόταν όλο αυτό; Ίσως κατάφερνε να της κλείσει το στόμα κατά κάποιον τρόπο, αλλά και πάλι πώς θα αντιμετώπιζε όλους τους άλλους; Και αν η Άννα άκουγε για όλα αυτά; Τι θα σκεφτόταν το παιδικό μυαλό της για τον μπαμπά της; Όχι, έπρεπε να γυρίσει και να αναλάβει τις ευθύνες του. Και πολύ είχε αργήσει!

Η Βάσια γύρισε αργά το μεσημέρι και βρήκε το τραπέζι έτοιμο, στρωμένο, ενώ μέσα απ' την κουζίνα έρχονταν μυρωδιές αχνιστού φαγητού. Ο Λεωνίδας είχε ήδη μαγειρέψει κοτόπουλο στην κατσαρόλα με σάλτσα μυρωδικών και μακαρόνια, χρησιμοποιώντας ό,τι βρήκε στην κουζίνα.

"Δεν είναι αιγυπτιακή συνταγή, αλλά ελπίζω να σ΄ αρέσει." της είπε.

"Φαίνεται υπέροχο."

"Ευχαριστώ. Η αλήθεια είναι ότι πειραματίστηκα λίγο με τη σάλτσα. Τα περισσότερα μπαχαρικά ήταν στα αραβικά και άγνωστα σε εμένα."

"Εντάξει, δεν θα πάθουμε και τίποτα!" είπε γελώντας η Βάσια. "Δεν έχουμε παρά να δοκιμάσουμε."

Καθώς έτρωγαν, Ο Λεωνίδας συνειδητοποίησε ότι αυτή ίσως ήταν η τελευταία φορά που έτρωγαν μαζί οι δυο τους. Αυτός θα έφευγε από εκείνο το μαγικό μέρος, η Βάσια θα έμενε εκεί. Θα του έλειπε αφάνταστα. Όσες μέρες είχε μείνει εκεί μαζί της, είχε αναπτυχθεί ανάμεσα τους μια βαθιά φιλία, ίσως και κάτι παραπάνω.

"Λεωνίδα, αν επιτρέπεται να ρωτήσω... Γιατί χωρίζετε με τη γυναίκα σου;" του είπε η Βάσια κάποια στιγμή. "Είναι για αυτό που μου είπες χθες το βράδυ... Για την αδελφή της;"

"Όχι. Η Έλσα ποτέ δεν έμαθε για αυτό." παραδέχθηκε ο Λεωνίδας. "Έγιναν κι άλλα πράγματα." συμπλήρωσε, και τότε της είπε όλη την αλήθεια, ότι η Έλσα ήταν κόρη του Αντώνη Λιβανού, για τη μεταξύ τους σχέση που είχε πάντοτε σκαμπανευάσματα, για τον ψυχολογικό πόλεμο απ' τον πεθερό του και, τέλος, για την προδοσία που ένιωσε όταν έμαθε για την Λιβανός ΑΕΑΕ και συνεπώς για εκείνη.

Η Βάσια τον άκουγε σιωπηλή. Δεν τον κατέκρινε, δεν θύμωσε επειδή της το είχε κρύψει.

"Και τώρα πώς νιώθεις;" τον ρώτησε μόνο.

"Προσπάθησα να τη μισήσω, αλλά δεν τα κατάφερα. Απογοήτευση μόνο, ίσως και μια μικρή ελπίδα ότι θα τα ξαναβρούμε. Ότι εκείνη θα αρνηθεί την ARAK για να είναι μαζί μου. Όμως, κάτι τέτοιο δεν θα μου άξιζε δεδομένων και των όσων της έχω κάνει εγώ." είπε ο Λεωνίδας και κοίταξε σκεπτικός έξω απ' το παράθυρο.

"Κατάλαβα." είπε μόνο η Βάσια. "Αυτή η ARAK έχει διαλύσει πολλά σπίτια και κυρίως ανθρώπους."

Το βράδυ έφτασε. Το τελευταίο βράδυ του Λεωνίδα στην Αίγυπτο. Όλα ήταν έτοιμα. Η Βάσια φόρεσε ένα κόκκινο βραδινό φόρεμα και βάφτηκε έντονα σαν αρχαία αιγύπτια, με μολύβι ματιών τραβηγμένο στο πλάι.

"Τι έγινε;" ρώτησε γελώντας τον Λεωνίδα που την περίμενε στην είσοδο και την κοιτούσε σαν μαγεμένος.

"Τίποτα... Απλά είσαι πανέμορφη."

"Έμεινες μόλις με είδες."

"Δεν βαφόσουν κάθε μέρα έτσι."

Η Βάσια του έτεινε το χέρι της για να την πιάσει αγκαζέ.

"Πάμε;" τον ρώτησε.

"Πάμε." Βγήκαν στον κήπο. Ένα απαλό αεράκι τους συνόδευσε ως το αυτοκίνητο.

"Δεν φοράς άλλο χρώμα εκτός από κόκκινο;" την πείραξε ο Λεωνίδας.

"Φοράω πού και πού. Απλά μέσα στα κόκκινα νιώθω καλύτερα. Δεν ξέρω γιατί. Είναι λες και αυτό το χρώμα δημιουργήθηκε για μένα."

"Σου πηγαίνει πάντως."

Μπήκαν στο αυτοκίνητο. Καθώς οδηγούσε η Βάσια, ο Λεωνίδας κοιτούσε τον καθαρό, ξάστερο ουρανό και το φεγγάρι. Είχε πανσέληνο.

"Λένε πως όταν έχει πανσέληνο, κάτι αλλάζει στο Αλ Ζαχάρα." είπε η Βάσια. "Κάτι...ανανεώνεται. Οι άνθρωποι δρουν διαφορετικά, νιώθουν διαφορετικά, κάνουν πράγματα που ποτέ δεν θα τολμούσαν και δεν σκέφτονται τις συνέπειες. Σου συνιστώ να μην την κοιτάξεις."

Ο Λεωνίδας έστρεψε το βλέμμα του στο δρόμο.

"Πολύ αργά. Την κοίταξα ήδη." της είπε.

"Κι εγώ της έριξα μια ματιά, πριν μπούμε στο αυτοκίνητο. Αλλά εμένα ίσως με βοηθήσει." είπε η Βάσια.

"Τι εννοείς;"

"Θα μάθεις αργότερα." του απάντησε αινιγματικά.

"Βάσια... Δεν περίμενα ποτέ να το πω αυτό αλλά...πιστεύω πλέων στη μαγεία του Αλ Ζαχάρα."

"Αλήθεια;"

"Ναι. Δεν είναι κάτι που μπορώ να κατανοήσω, αλλά μπορώ να τη νιώσω. Και νομίζω πως δεν έχει να κάνει με τη συντριβή του αεροσκάφους που σε μετέφερε. Πιστεύω υπήρχε από πριν εδώ."

"Σωστά νομίζεις." είπε μόνο η Βάσια.

Έφτασαν επιτέλους στο σπίτι της Κλεοπάτρας. Ένας φρουρός με παραδοσιακή στολή τους άνοιξε την καγκελόπορτα και μπήκαν. Στη συνέχεια, ένας σοφέρ τους πήρε το αυτοκίνητο για να το παρκάρει.

Στη μεγάλη σάλα, τους υποδέχθηκαν μερικές χαρούμενες υπηρέτριες, οι οποίες τους οδήγησαν στην αίθουσα εκδηλώσεων όπου θα γινόταν το πάρτι. Μόλις μπήκαν, μια μυρωδιά από ανακατεμένες γεύσεις ναργιλέ τους τύλιξε. Στους τοίχους υπήρχαν βελούδινες κουρτίνες και χαλιά με χρυσά κρόσσια, όπως και στο πάτωμα, τα οποία ήταν πολύ μαλακά.

Στη μια μεριά του δωματίου μόνο είχαν τοποθετηθεί τα τραπέζια, όλα ξύλινα και στρογγυλά. Πίσω, σε διάφορα σημεία στο πάτωμα και κατά μήκος του τοίχου, βρίσκονταν κάτω μεγάλες άνετες μαξιλάρες, πάνω στις οποίες άραζαν άντρες ντυμένοι με παραδοσιακές ανατολίτικες φορεσιές και κάπνιζαν ναργιλέ. Η Κλεοπάτρα τους πλησίασε. Φορούσε μπεζ μακριά πουκαμίσα και πράσινο παντελόνι.

Τα μαύρα ολόισια μαλλιά της έφταναν ως τη μέση και ήταν βαμμένη κι εκείνη με μαύρο μολύβι και κόκκινο κραγιόν.

"Βάσια!" αναφώνησε και φίλησε την κολλητή της. Μύριζε λιβάνι και κανέλα.

"Πόσο χαίρομαι που επιτέλους γίνεται αυτό το πάρτι... Κουράστηκα πάρα πολύ, χρυσή μου." είπε με ελαφρώς σπαστά ελληνικά.

"Τώρα θα ξεκουραστείς στην Αργεντινή." της είπε η φίλη της.

"Το ελπίζω. Κι εσύ πρέπει να είσαι ο Λεωνίδας. Χάρηκα πάρα πολύ. Έχω ακούσει πολλά για σένα." και του έσφιξε το χέρι.

"Ευχαριστώ. Ε... Κι εγώ χάρηκα."

"Καθίστε και θα έρθω σε λίγο να κάτσω μαζί σας, όταν αρχίσει το πάρτι. Θέλετε ναργιλέ; Τι γεύση;"

"Κεράσι." είπε η Βάσια. Πριν καθίσουν, η Βάσια χαιρέτησε κάμποσους φίλους και μίλησε μαζί τους. Είδαν και τον Φαρούκ τον παντοπώλη, ο οποίος αυτή τη φορά ήταν φιλικός με τον Λεωνίδα και τον χτύπησε αδελφικά στην πλάτη.

Κάθισαν. Οι καρέκλες ήταν ξύλινες, αλλά είχαν επάνω τους ένα χρυσό- κόκκινο μαξιλάρι και ήταν αρκετά άνετες.

"Πώς σου φαίνεται; Σου αρέσει εδώ;" τον ρώτησε η Βάσια.

"Είναι υπέροχα. Σαν να βρισκόμαστε σε κάποιο παραμύθι της Άπω Ανατολής."

"Να φανταστώ ότι δεν υπάρχουν πια τέτοια μαγαζιά πίσω στην πατρίδα..."

"Όντως. Δεν υπάρχουν." απάντησε ο Λεωνίδας, έπειτα κοίταξε πάλι γύρω του και συμπλήρωσε: "Όλα αυτά είναι σημάδια μιας περασμένης εποχής. Σαν να ανήκουν σε άλλο κόσμο."

"Ξεχασμένα στο χρόνο." συμπλήρωσε η Βάσια.

Ένας σερβιτόρος τους έφερε το ναργιλέ. Η Βάσια έκανε μια δυνατή ρουφηξιά και έβγαλε αργά τον καπνό, φανερά χαλαρωμένη. Έπειτα έδωσε στον Λεωνίδα να δοκιμάσει. Εκείνος ένιωσε τον καπνό να του καίει το λαιμό, ύστερα η γλυκιά γεύση και μυρωδιά του κερασιού τον τύλιξε και τον χαλάρωσε καθώς εξέπνεε. 

Λίγο μετά, η αίθουσα είχε γεμίσει και άρχισαν να σερβίρονται τα φαγητά, όλα ανατολίτικες γεύσεις με μπόλικα μπαχαρικά και έντονες μυρωδιές οι οποίες κατέλαβαν το χώρο.

"Μην αγγίξεις τίποτα πριν την πρόποση της Κλεοπάτρας." είπε η Βάσια στον Λεωνίδα. Η φίλη της πηγαινοερχόταν στην κουζίνα και στα τραπέζια, έβλεπε αν όλα είναι εντάξει και έδινε οδηγίες.

Στη συνέχεια σερβιρίστηκε σε όλους ένα έντονο κόκκινο κρασί.

"Αυτό δεν είναι αιγυπτιακό. Δεν έχω ιδέα από πού το φέρνουν. Πάντως η Κλεό το λατρεύει." του εξήγησε η Βάσια. Η Κλεοπάτρα στάθηκε στον κενό χώρο μπροστά απ' τα τραπέζια κρατώντας ένα κύπελλο κρασί. Όλοι σώπασαν. Η Κλεοπάτρα ύψωσε το ποτήρι της κι έβγαλε λόγο, ενώ η Βάσια μετέφραζε στον Λεωνίδα:

"Θα ήθελα να κάνω μία πρόποση. Αγαπητοί μου φίλοι. Μετά από είκοσι χρόνια που έζησα στην Αίγυπτο και στο Αλ Ζαχάρα, το πήρα απόφαση επιτέλους να κάνω το ταξίδι που πάντα ονειρευόμουν. Να πάω στην Αργεντινή. Για να σας αποχαιρετήσω όλους, διοργάνωσα αυτό το πάρτι. Ελπίζω να σας μείνει αξέχαστο και να με θυμάστε για πάντα. Θα μου λείψετε όλοι. Και τώρα...μπορείτε να φάτε! Ας αρχίσει το πάρτι!"

Οι πεινασμένοι άρχισαν να τρώνε. Η Κλεοπάτρα πήγε και κάθισε μαζί με τη Βάσια και τον Λεωνίδα να φάει.

"Έμαθα ότι φεύγεις κι εσύ, Λεωνίδα. Αύριο;" τον ρώτησε.

"Ναι, αύριο το πρωί."

"Κρίμα. Θα μπορούσες να μείνεις μια μέρα ακόμα, να σε γνωρίσω καλύτερα. Τόσες μέρες εδώ και δεν μας είχε συστήσει η Βάσια..."

"Ο Λεωνίδας έχει υποχρεώσεις και οικογένεια, Κλεοπάτρα." τη διέκοψε η Βάσια.

Ο Λεωνίδας διέκρινε μια δόση ζήλιας.

"Δεν είναι σαν εμάς."

"Μάλιστα." συμφώνησε. "Και είσαι αστρολόγος, ε; Ποιες είναι οι προβλέψεις για τα ζώδια; Εγώ είμαι Υδροχόος."

"Αστρονόμος σου είπα ότι είναι." τη διόρθωσε η Βάσια γελώντας. "Μελετάει τα αστέρια και γενικά το διάστημα."

"Για την ακρίβεια, έχω σπουδάσει Αστροφυσική, που μελετάει πολλά παραπάνω, όπως τους νόμους και τις θεωρίες του Σύμπαντος." συμπλήρωσε ο Λεωνίδας.

"Α..." έκανε η Κλεοπάτρα και ξέσπασε σε νευρικό γέλιο με το λάθος της, παρασέρνοντας και τους άλλους δύο. "Ενδιαφέρων." είπε μετά.

"Δεν προσέχεις όταν σου μιλάω, Κλέα." τη μάλωσε δήθεν η Βάσια.

"Αχ, ναι... Συγνώμη, καλή μου... Ήμουν τόσο αγχωμένη με τις ετοιμασίες του πάρτι και την αναχώρηση μου..."

"Βλέπω μιλάς πολύ καλά τα ελληνικά." πρόσεξε ο Λεωνίδας.

"Ναι. Γεννήθηκα στην Ελλάδα. Η μητέρα μου είναι Ελληνίδα. Ο πατέρας μου είναι από εδώ. Η μητέρα μου ήρθε διακοπές κάποτε εδώ, έτσι γνώρισε τον πατέρα μου, ερωτεύθηκαν και πήγαν να ζήσουν στην Ελλάδα. Εκεί γεννήθηκα εγώ. Ο πατέρας μου ήταν μεγάλος φαν της αρχαίας Αιγύπτου και γι' αυτό με ονόμασαν Κλεοπάτρα."

"Και πότε ήρθες εδώ;" τη ρώτησε ο Λεωνίδας.

"Ήρθα με τους γονείς μου όταν ήμουν δώδεκα χρονών. Του πατέρα μου του έλειπε το Αλ Ζαχάρα και η μητέρα μου συμφώνησε να ζήσουμε εδώ για πάντα. Εγώ όμως δεν αντέχω άλλο. Θέλω να φύγω, να δω διαφορετικές κουλτούρες, να γνωρίσω επιτέλους τον κόσμο. Και θα ξεκινήσω από την Αργεντινή."

"Μάλιστα." είπε ο Λεωνίδας.

Συνέχισαν να τρώνε λέγοντας πότε- πότε μερικές κουβέντες. Το κρασί ήταν όντως πολύ βαρύ και είχε αρχίσει να ζαλίζει τον Λεωνίδα, παρόλο που γενικά ήταν μαθημένος στο ποτό και άντεχε. Όταν τελείωσαν το δείπνο, η Κλεοπάτρα τους είπε πως σε λίγο θα αρχίσουν οι χοροί. Έπειτα έφυγε απ' το τραπέζι και έκανε βόλτες στα άλλα τραπέζια και ανάμεσα στις μαξιλάρες. Καθόταν σε μια παρέα, κουβέντιαζε μαζί τους για λίγο και μετά πήγαινε σε άλλη παρέα.

"Αυτή πώς και κατάφερε να παραμείνει ανύπαντρη; " ρώτησε ο Λεωνίδας.

"Δεν ήθελε και δεν την πίεσαν ποτέ. Ο πατέρας της, επηρεασμένος απ' τη μητέρα της και τον πολιτισμό της Ελλάδας στον οποίο είχε ζήσει λίγα χρόνια, δεν ήθελε να της επιβάλει γάμο ενάντια στη θέληση της." εξήγησε η Βάσια.

Κάποια στιγμή την έχασαν. Χάθηκε πίσω από μια κουρτίνα στο πλάι της αίθουσας.

"Τώρα θα δεις αρχαίο αιγυπτιακό χορό." είπε η Βάσια στον Λεωνίδα.

Μετά από λίγο, βγήκε από την κουρτίνα μια ομάδα χορευτριών με πρώτη και καλύτερη την Κλεοπάτρα. Ήταν όλες ντυμένες με την παραδοσιακή λευκή στολή της αρχαίας Αιγύπτου, βαμμένες με μολύβι τραβηγμένο πολύ πιο πλάι απ' τα μάτια τους, με μαύρα μαλλιά περούκας με τετραγωνισμένες αφέλειες και χρυσά στολίδια. Η Κλεοπάτρα φορούσε επίσης ένα χρυσό διάδημα και κέρδισε χειροκροτήματα κι επευφημίες απ' όλους.

Ήταν πραγματικά πανέμορφη. Έμοιαζε με την αληθινή Κλεοπάτρα, τη βασίλισσα της Αιγύπτου. Ο Λεωνίδας μαγεύτηκε όταν ξεκίνησε η μελωδική μουσική και οι χορεύτριες λικνίζονταν ρυθμικά κουνώντας τα χέρια σε αρμονία με τον κορμό και το υπόλοιπο σώμα. Όλοι οι άντρες κοιτούσαν την Κλεοπάτρα εκστασιασμένοι, κάποιοι μάλιστα άρχισαν να ιδρώνουν. Οι γυναίκες τη θαύμαζαν αλλά δεν τη ζήλευαν. Κάτι μαγικό συνέβη σε όλους. Ίσως έφταιγε και η Πανσέληνος, που έμπαινε μέσα απ' τα ανοιχτά παράθυρα το φως της και την έλουζε, ενώ όλα τα φώτα είχαν χαμηλώσει.

Δυστυχώς, αυτός ο χορός κράτησε λίγο. Μετά βγήκαν άλλες χορεύτριες, ντυμένες με πιο σύγχρονες αραβικές ενδυμασίες, κομψές αλλά και προκλητικές συγχρόνως. Ξεκίνησαν τα οριεντάλ. Αυτές οι μελωδίες ήταν πιο γρήγορες και οι γυναίκες κουνούσαν περισσότερο την κοιλιά, το στήθος και τους γοφούς. Όλοι και κυρίως οι άντρες χτυπούσαν παλαμάκια στο ρυθμό και σφύριζαν με θαυμασμό.

Σύντομα η Κλεοπάτρα πήγε και κάθισε στο τραπέζι τους. Φορούσε πάλι την άνετη πουκαμίσα της και φαινόταν λίγο κουρασμένη.

"Πώς σας φάνηκα;"

"Τέλεια!" αναφώνησε η Βάσια. "Ο Λεωνίδας σε κοιτούσε σαν χάνος!"

"Και όχι μόνο αυτός!" είπε η Κλεοπάτρα και οι δυο φίλες γέλασαν.

"Δεν την κοιτούσα έτσι!" διαμαρτυρήθηκε ο Λεωνίδας.

"Ναι, την κοιτούσες!" του είπε η Βάσια.

"Ω, ελάτε, παιδιά. Μην τσακώνεστε... Περνάτε καλά; Αυτό έχει σημασία."

"Περνάμε υπέροχα. Ευχαριστούμε, Κλεοπάτρα."

"Τίποτα. Εγώ σας ευχαριστώ που ήρθατε." και σηκώθηκε όρθια να χειροκροτήσει τις φίλες της τις χορεύτριες που εκείνη την ώρα υποκλίνονταν.

Η Βάσια κοίταξε τον Λεωνίδα και του χαμογέλασε πονηρά.

"Σε λίγο σου έχω μια έκπληξη." του είπε.

"Τι έκπληξη;"

"Θα δεις. Δεν έχει νόημα να σου πω, αφού είναι έκπληξη."

"Με τι έχει να κάνει;"

"Δεν σου λέω τίποτα. Να κάνεις υπομονή."

"Θα μου αρέσει;"

"Σίγουρα."

Μετά από μερικούς ακόμα χορούς, η Βάσια του είπε:

"Ήρθε η ώρα της έκπληξης. Πρέπει να φύγω για λίγο." κι έφυγε βιαστικά.

"Στάσου, πού πας;" Δεν σηκώθηκε να την ακολουθήσει όμως.

Αναζήτησε με το βλέμμα του την Κλεοπάτρα, μήπως εκείνη ήξερε τι είδους έκπληξη ήταν αυτή. Εκείνη όμως είχε αράξει στην αγκαλιά ενός μαχαραγιά στις πίσω μαξιλάρες και μοιραζόταν το ναργιλέ του.

"Τέλεια..." μονολόγησε ο Λεωνίδας. Τότε είδε τη Βάσια να χάνεται πίσω απ' τη βαριά κουρτίνα. Λίγα λεπτά μετά, τα φώτα χαμήλωσαν πάλι.

Όλοι σώπασαν, σαν να περίμεναν να δουν κάτι με αγωνία. Και τότε την είδε: η Βάσια, σαν οπτασία, σαν όνειρο, βγήκε στη σκηνή ντυμένη στα κόκκινα, στολισμένη σαν χανούμισσα. Φορούσε μια κόκκινη στολή οριεντάλ με χρυσές λεπτομέρειες, που άφηνε ακάλυπτη την επίπεδη κοιλιά της και ένα μέρος τους στήθους. Η καρδιά του Λεωνίδα έφτασε τους πεντακόσιους χτύπους το λεπτό! Μα τι στο καλό είχε πάθει;

Είχε ζαλιστεί απ' το κρασί ή μήπως τον είχε μεθύσει η Πανσέληνος; Μέσα απ' τους καπνούς των ναργιλέδων, παρακολουθούσε τη Βάσια να χορεύει έναν αργό, αισθησιακό, αραβικό ρυθμό, λυγίζοντας το σώμα της με μεγάλη ευκολία, τινάζοντας τα μαλλιά της, ρίχνοντας του φευγαλέες ματιές. Αυτή δεν ήταν πια η Βάσια Γεωργίου, η γυναίκα- θρύλος που εξαφανίστηκε πριν δέκα χρόνια και τον έφερε ως εδώ.

Είχε μεταμορφωθεί σε μια Αιγύπτια μάγισσα. Τον πλησίασε αργά κουνώντας τους γοφούς της στο ρυθμό, ενώ ένα ρίγος τον διαπέρασε. Πόσο θα άντεχε ακόμα να αντιστέκεται στον πειρασμό; Ανέβασε το πόδι της, το οποίο αποκαλύφθηκε ως το μηρό μέσα απ' το σκίσιμο της φούστας της, στην καρέκλα και συνέχισε να χορεύει κουνώντας τον κορμό της. Δεν τολμούσε να την αγγίξει. Ποιος ξέρει τι θα γινόταν μετά...

Το κομμάτι τελείωσε. Η Βάσια του χαμογέλασε και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.

Ευτυχώς! σκέφτηκε ο Λεωνίδας. Όλοι τη χειροκρότησαν και τη συνεχάρησαν στη γλώσσα τους. Αμέσως ξεκίνησε ένα άλλο αραβικό τραγούδι σε πιο γρήγορο ρυθμό. Βγήκαν τρέχοντας κι άλλες χορεύτριες, ντυμένες σε διάφορα χρώματα. Η Βάσια πήγε να χορέψει και σε άλλα τραπέζια, όπως έκαναν οι υπόλοιπες.

Πήγαιναν περισσότερο σε άντρες και κουνούσαν προκλητικά τα στήθια τους, την κοιλιά και όλο τους το σώμα. Ορισμένες σήκωναν και κόσμο να χορέψει μαζί τους. Σηκώθηκε μέχρι και η Κλεοπάτρα με τον πασά της. Ο Λεωνίδας είδε τη Βάσια να χορεύει με μια ομάδα αντρών και ζήλεψε. Ζήλευε που ξυπνούσε τον πόθο και σε άλλους άντρες εκτός από εκείνον. Στο επόμενο κομμάτι όμως, ξέφυγε η Βάσια και πήγε να πάρει εκείνον να χορέψουν.

"Όχι..." αρνήθηκε να σηκωθεί.

"Έλα, βρε!" είπε η Βάσια και του έπιασε τα χέρια.

Δεν ήταν ότι δεν ήξερε ή ότι ντρεπόταν να χορέψει. Φοβόταν όμως ότι δεν θα μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του.

"Έλα ρε Λεωνίδα! Μην είσαι ξενέρωτος!" άκουσε τη φωνή της Κλεοπάτρας, η οποία τον τράβηξε στην αγκαλιά της Βάσιας με το ζόρι σχεδόν. Βρέθηκε να χορεύει ανάμεσα τους. Η Βάσια τον κοιτούσε ξαναμμένη από πόθο. Ήξερε πως ένιωθε το ίδιο. Του ερχόταν να την αρπάξει, να τη φιλήσει, να της κάνει όλα εκείνα τα αμαρτωλά πράγματα στα οποία αντιστεκόταν τόσο καιρό. Η Έλσα φάνταζε μόνο σαν μια μακρινή ανάμνηση στο πίσω μέρος του μυαλού του. Δεν πονούσε πια για εκείνη.

Σε λίγα λεπτά γινόταν ένας χαμός στην αίθουσα! Όλοι σχεδόν είχαν σηκωθεί και χόρευαν. Η Κλεοπάτρα ανέβηκε σ' ένα τραπέζι κι έβγαλε την πουκαμίσα, μένοντας με την παντελόνα κι ένα λευκό μπουστάκι. Ήρθε κι ένας άντρας που έπαιζε τουμπερλέκι και έδινε περισσότερο ρυθμό. Η Βάσια χόρευε πλέων μόνο με τον Λεωνίδα και εκείνος δεν έδινε σημασία σε όποια άλλη χορεύτρια του κουνιόταν. Υπήρχε μόνο εκείνος και η Βάσια κάπου στη μακρινή Ανατολή.

Σύντομα το πάρτι τελείωσε και κανένας δεν κατάλαβε πώς πέρασε έτσι η ώρα.

Όλοι, κουρασμένοι απ' το μεθύσι και το χορό, αποχαιρετούσαν την Κλεοπάτρα κι έφευγαν σαν ζόμπι. Η Βάσια κι ο Λεωνίδας έφυγαν σχεδόν τελευταίοι. Η Βάσια αγκάλιασε δακρυσμένη τη φίλη της, λέγοντας της πόσο θα της έλειπε και ότι θα τη σκεφτόταν συνέχεια. Ο Λεωνίδας ακόμα αναρωτιόταν τι του συνέβη προηγουμένως. Άραγε θα σκεφτόταν και αυτός συνέχεια τη Βάσια όταν θα γύριζε πίσω;

Η φωνή της Κλεοπάτρας τον έβγαλε απ' τις σκέψεις του:

"Λεωνίδα, χάρηκα πάρα πολύ που σε γνώρισα και που ήρθες στο πάρτι μου. Καλή επιστροφή αύριο."

"Σ' ευχαριστώ, Κλεοπάτρα. Καλό ταξίδι και καλή συνέχεια στη ζωή σου."

Στο γυρισμό για το σπίτι, ο Λεωνίδας αναρωτιόταν αν υπήρχε κάποιο είδος ναρκωτικού στο κρασί και τους έκανε όλους να χορεύουν έτσι. Η Βάσια οδηγούσε πολύ σκεπτική.

"Λεωνίδα..." είπε τελικά, διστακτικά. "Πώς θα είναι η ζωή σου από αύριο, όταν γυρίσεις στην πατρίδα;"

Ο Λεωνίδας σάστισε. Δεν την περίμενε με τίποτα αυτήν την ερώτηση. Και ξάφνου του ήρθαν στο μυαλό όλες οι παλιές αναμνήσεις απ' την Ελλάδα, όλα όσα είχε αφήσει πίσω, τα οποία μέχρι πρότινος φάνταζαν πολύ μακρινά. Ήταν λες και είχαν περάσει δυο χρόνια κι όμως έλειπε μόνο δυο εβδομάδες.

Το σκέφτηκε αρκετά πριν απαντήσει.

"Κοίτα... Δεδομένου ότι με απέλυσαν απ' το σχολείο επειδή μίλησα στα παιδιά για σένα, μάλλον θα ψάχνω για δουλειά. Ο πεθερός μου θα μ' έχει στο μάτι, ειδικά μετά το διαζύγιο με την Έλσα. Οπότε, το να βρω δουλειά με τέτοια φήμη θα είναι πολύ δύσκολο. Μάλλον για το ταμείο ανεργίας με βλέπω."

"Τι φήμη έχεις;" ρώτησε η Βάσια.

"Με θεωρούν τρελό για...όλη αυτή την ιστορία με εσένα και τους εξωγήινους. Η φυγή μου χειροτέρευσε τα πράγματα. Τα ρισκάρισα όλα για όλα. Αν γυρνούσα με εσένα, θα τους διηγιόσουν η ίδια την ιστορία σου, έτσι θα πίστευαν κι εμένα. Τώρα που θα γυρίσω μόνος μου, δεν θα μπορέσω να τους μιλήσω για τα όσα είδα και μου είπες εσύ εδώ, πρώτον γιατί στο υποσχέθηκα και δεύτερον επειδή κανένας δεν πιστεύει τέτοιες ιστορίες από κάποιον με ιστορικό και χαρτί ψυχασθένειας. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, κατηγορούμαι και για βιασμό." Αποφάσισε τελικά να της το πει.

Δεν ήξερε γιατί, αλλά τώρα πια τη θεωρούσε δικό του άνθρωπο. Σαν κάτι να τους ένωνε. Ίσως η αγάπη τους για τα αστέρια και το διάστημα, αυτό το πάθος τους για την Αστρονομία, αλλά κυρίως το γεγονός ότι μπλέχτηκαν και οι δυο στην ίδια ιστορία. Όπως και να ΄χε, η Βάσια έπρεπε να ξέρει.

"Ποιος σε κατηγορεί για κάτι τέτοιο;!" αναφώνησε σχεδόν χωρίς να το πιστεύει.

"Η κουνιάδα μου. Η Ανίτα Λιβανού. Ήταν διάσημη τραγουδίστρια τη δεκαετία που μας πέρασε, όμως τώρα πια εργάζεται ως DJ."

"Και το έκανες; Θέλω να πω...έκανες σε εκείνη κάτι τέτοιο;"

"Δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι."  παραδέχτηκε ο Λεωνίδας, γυρνώντας απ' την άλλη για να μη δει τις αντιδράσεις της Βάσιας.

Περίμενε να σταματήσει αμέσως το αυτοκίνητο και να τον πετάξει έξω στην ερημιά, βρίζοντας τον επειδή της έκρυψε κάτι τέτοιο και την έκανε να τον εμπιστευτεί, ενώ θα μπορούσε να γίνει επικίνδυνος. Εκείνη όμως έμεινε σιωπηλή. Μάλλον περίμενε να ακούσει τη συνέχεια, τις δικαιολογίες του.

"Ήταν...τότε που σε απήγαγαν και το είδα...λίγες νύχτες μετά, όταν κατάλαβα ότι ήσουν εσύ." της είπε. "Σκέφτηκα ότι ίσως με βοηθούσε να το διαδώσουμε με την επιρροή που είχε στα σόσιαλ μίντια και πήγα και τη βρήκα σε ένα κλαμπ όπου διασκέδαζε με τους φίλους της. Εκείνη όπως ήταν φυσικό δεν με πίστεψε. Ήπιαμε πάρα πολύ εκείνη τη νύχτα και καταλήξαμε σπίτι της. Τα μόνα που θυμάμαι είναι πως ήμουν πολύ θυμωμένος και ότι παλέψαμε με τον πρώην της που για κάποιο λόγο ήταν κι εκείνος εκεί. Μετά θυμάμαι να ξυπνάω σπίτι της, να παίρνω ένα μπουκάλι ουίσκι και να φεύγω. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις. 

Στην κλινική δεν ήρθε καθόλου να με δει. Είπε στον αδελφό μου ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει μαζί μου επειδή φοβόταν μην καταστρέψει την καριέρα της , ενώ η Έλσα ερχόταν συνέχεια με τους γονείς μου. Όταν βγήκα, η Ανίτα δεν ήταν πια η ίδια. Είχε μπλέξει με τον κολλητό μου, τον Τάσο, και περίμενε παιδί, το οποίο όμως δεν ήταν δικό του, αλλά ούτε και δικό μου απ' ότι είπε τότε. Όταν όμως έμαθε ότι εγώ και η αδελφή της ήμασταν ξανά μαζί, έβγαλε όλη την κακία και τη ζήλια που έκρυβε μέσα της για εκείνη. Από τότε προσπαθεί με κάθε τρόπο να μας χωρίσει. 

Μια φορά, ο γιος της αρρώστησε με το στομάχι του και τον πήγαμε μαζί στο νοσοκομείο. Δεν είχε κανέναν άλλον... Τελικά δεν ήταν τίποτα σοβαρό, τον κράτησαν όμως μέσα προληπτικά. Η Ανίτα νοίκιασε ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο εκεί κοντά για να μείνει και τη συνόδευσα ως εκεί, ηπιαμε στο μπαρ, μιλησαμε και χωρίς καν να το καταλάβω βρεθήκαμε στο κρεβάτι. Από τότε εκείνη έγινε ακόμα χειρότερη. Με έφερνε πάντα κοντά της με διάφορες απειλές και εκβιασμούς, μέχρι και απόπειρα αυτοκτονίας έκανε μια φορά. Πίστευε πως ακόμα την αγαπούσα και ότι θα χώριζα την Έλσα και όταν είδε ότι δεν το έκανα, ορκίστηκε να με καταστρέψει. Και το έκανε πράξη, με την αποκάλυψη του σκοτεινού μυστικού μας."

Στη συνέχεια της περιέγραψε την εμφάνιση της Ανίτας σε εκείνη την εκπομπή, για το μάλλον ψεύτικο βίντεο ότι ήταν χτυπημένη και, τέλος, για την αποκάλυψη ότι ο πατέρας του γιου της ήταν εκείνος.

"Δεν πιστεύω ότι της το έκανες αυτό, Λεωνίδα." του είπε η Βάσια ύστερα. "Πιστεύω πως το είχε προσχεδιασμένο όλο αυτό, για να έχει κάτι να σε εκβιάζει. Αλλά και να το έκανες, δεν μπορούμε να ξέρουμε τι προηγήθηκε εκείνη τη νύχτα και σε οδήγησε σε αυτή την πράξη. Ήταν και...η υπόθεση μου στη μέση... Είχες πολλά στο μυαλό σου. Το ότι προτίμησες την γυναίκα που σε στήριξε περισσότερο όμως, μέσα σε όλο αυτό, ήταν δικαίωμα σου."

"Έχεις δίκιο." συμφώνησε σκεπτικός ο Λεωνίδας, που τόσα χρόνια δεν ήξερε αν έπρεπε να νιώσει τύψεις ή θυμό για εκείνη.

"Ώστε...τόσο άσχημα είναι τα πράγματα, ε;" είπε μετά από λίγο η Βάσια.

"Ναι. Τόσο."

"Δηλαδή...μόνο εγώ θα μπορούσα να αποκαταστήσω τη φήμη σου;"

"Ακριβώς." της απάντησε. "Αλλά δεν μπορώ να σε πάρω πίσω με το ζόρι." Και η Βάσια απλά κούνησε το κεφάλι σαν να συμφωνούσε. Για μια στιγμή, για ένα μονάχα δευτερόλεπτο, ο Λεωνίδας πίστεψε ότι τελικά θα δεχόταν να γυρίσει μαζί του. Αυτό όμως δεν έγινε.

"Θέλω να έρχεσαι μια στο τόσο να με βλέπεις, Λεωνίδα." του είπε αντί για αυτό. "Έστω μια φορά το χρόνο. Και να μου φέρεις και το γιο μου κάποια φορά."

"Θα προσπαθήσω." της υποσχέθηκε.

Έφτασαν σπίτι της. Μόλις βγήκαν στον κήπο απ' το γκαράζ, μια ζέστη τους τύλιξε. Μα πώς ήταν δυνατόν να έπιασε ζέστη τόσο ξαφνικά; Σε ένα μέρος σαν το Αλ Ζαχάρα όμως, όλα ήταν δυνατά.

Περπάτησαν σιωπηλοί ως το σπίτι. Το Αλ Ζαχάρα αποχαιρετούσε τον Λεωνίδα. Όλα φαίνονταν μαγικά, σαν να τον χαιρετούσαν.

"Είναι η τελευταία σου νύχτα εδώ." του είπε η Βάσια όταν έφτασαν έξω απ΄το δωμάτιο της.

"Ναι, όντως." της απάντησε. Βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από εκείνη. Η Βάσια ακούμπησε το χέρι της στο στήθος του.

Σχεδόν μπορούσε να νιώσει την καρδιά του να σφυροκοπάει κάτω απ' το πουκάμισο. Η Πανσέληνος τους έκανε πάλι μαγικά. Τα χείλη τους παραλίγο να ενωθούν...

"Δεν θέλω να γίνει κάτι για το οποίο θα μετανιώσουμε." του είπε και πισωπάτησε απότομα.

"Έχεις δίκιο." είπε ο Λεωνίδας. "Καλύτερα να μη γίνει."

Κοιτάχτηκαν λίγο στα μάτια, κι έπειτα:

"Καληνύχτα, Βάσια."

"Καληνύχτα, Λεωνίδα. Αν χρειαστείς οτιδήποτε...ξέρεις." και χώθηκε βιαστικά στο δωμάτιο της. Φευγαλέα ο Λεωνίδας είδε τα μάτια της να βουρκώνουν. Έκλαιγε; Μα γιατί; Επειδή έφευγε; Όπως και να 'χε, σίγουρα εκείνη δεν ήθελε να τη δει να κλαίει.

Πήγε κι αυτός στο δωμάτιο του, να κοιμηθεί για τελευταία φορά σε αυτό το βασιλικών διαστάσεων κρεβάτι. Του ήταν αδύνατον όμως. Η ζέστη σε συνδυασμό με τη θύμηση της Βάσιας να χορεύει εκείνο τον αισθησιακό χορό τον βασάνιζαν και στριφογυρνούσε ιδρώνοντας.

Σηκώθηκε, έκλεισε τα παντζούρια και άναψε ερκοντίσιον. Πολύ καλύτερα! Τουλάχιστον αυτή την πολυτέλεια την είχαν εδώ. Όμως και πάλι ο ύπνος δεν έλεγε να έρθει. Ανάμεσα στο μυαλό του πάλευαν οι εικόνες με  τη Βάσια να χορεύει, τη φανταζόταν γυμνή να του κάνει έρωτα... Άραγε πώς θα ήταν; Το σώμα του καιγόταν από πόθο, ένα μέρος του μυαλού του όμως του έλεγε να μην το κάνει διότι αύριο θα επέστρεφε στην πατρίδα και αυτό θα τους πονούσε και τους δύο.

Αυτή η σκέψη όμως χάθηκε όταν άνοιξε η πόρτα και είδε τη Βάσια. Ανασηκώθηκε στα μαξιλάρια του και εκείνη μπήκε διστακτικά. Φορούσε μια ολομέταξη κόκκινη ρόμπα, στο άνοιγμα της οποίας πρόβαλλε το ντεκολτέ της.

"Δεν έχω ύπνο." του είπε.

"Ούτε εγώ." Ο Λεωνίδας σηκώθηκε και την πλησίασε. "Δεν ξέρω τι έχω πάθει και τι μου έχεις κάνει αλλά...σε θέλω. Νιώθω να καίγομαι απ' την επιθυμία. Δεν αντέχω άλλο αυτό το μαρτύριο."

"Κι εγώ το ίδιο νιώθω." είπε η Βάσια.

Ο Λεωνίδας βρέθηκε μπροστά της. Η Βάσια έλυσε τη ζώνη της ρόμπας της και εκείνη γλίστρησε απ' τους ώμους της κι έπεσε στο πάτωμα.

Ο Λεωνίδας δεν αντιστάθηκε άλλο στη θέα του γυμνού της κορμιού. Τη φίλησε αργά,  αλλά με πάθος κι εκείνη πρόθυμα ρούφηξε όλη την ενέργεια και διέλυσε την αυτοσυγκράτηση του. Όλα τα υπόλοιπα έγιναν από μόνα τους, σαν να τους οδηγούσε η μαγεία του Αλ Ζαχάρα, η Σελήνη, τα αστέρια του Γαλαξία. Ήταν καρμική η ένωση τους, σαν να ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον, λες και είχε συνωμοτήσει αιώνες πριν το Σύμπαν για να γίνει αυτό. 

Πέταξαν ως τα πιο μακρινά αστέρια, στην άκρη του Σύμπαντος και ξαναγύρισαν πάλι πίσω. Μόνο τότε θυμήθηκαν πού βρίσκονταν. Πόση ώρα είχε περάσει άραγε; Είχε όμως σημασία ο χρόνος σε μια στιγμή σαν και αυτήν; 

Έμειναν ξαπλωμένοι ανάσκελα, χωρίς να μιλούν. Άλλωστε τα λόγια δεν χρειάζονταν τώρα. Έπειτα ο Λεωνίδας την πήρε στην αγκαλιά του. Η Βάσια ένιωσε ασφάλεια μες στα χέρια του, ότι καθόλου αρνητική ενέργεια, καμία αρνητική σκέψη δεν μπορούσε να μπει εκεί μέσα. 

Τόσον καιρό, ένιωθε ότι εκείνη τον προστάτευε κατά κάποιον τρόπο, φιλοξενώντας τον στο Αλ Ζαχάρα και κρατώντας τον μακριά από κάθε απειλή που τον περίμενε εκεί έξω. Τώρα ήταν η σειρά του να την προστατεύσει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top