12. ΠΩΣ ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ ΟΛΑ
Μη σας μπερδεύει ο τίτλος, αυτό ΔΕΝ είναι το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας. Έχουμε πολύυυυ ακόμα μέχρι το τέλος. Εδώ θα δούμε την απαγωγή της Βάσιας και πώς ακριβώς έγινε, δηλαδή πώς ακριβώς τελείωσε η παλιά της ζωή από την οποία ήθελε τόσο πολύ να δραπετεύσει.
Σημείωση: Μπορεί μέχρι ένα σημείο να μοιάζει πολύ με ένα κεφάλαιο της "Οικογένειας Γεωργίου", δεν είναι το ίδιο όμως, μετά αλλάζει, για αυτό διαβάστε το. Απολαύστε και ελπίζω να σας αρέσει!
*************************************************************************
2 Ιουλίου 2020
Ο Μύρωνας μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και είδε τη Βάσια, ντυμένη με το αγαπημένο της κόκκινο φόρεμα, να χτενίζεται στον καθρέφτη.
"Θα βγεις πάλι;" τη ρώτησε.
"Ναι." απάντησε εκείνη.
"Με ποιον;"
"Με τη Νάντια."
"Α. Μάλιστα. Με τη Νάντια." Αυτή τη φορά όμως δεν μπορούσε να την πιστέψει. "Όπως βγήκες και τις προάλλες!" είπε ειρωνικά.
Η Βάσια τον κοίταξε άγρια.
"Μήπως θες εσύ να βγεις μαζί της;" ρώτησε με την ίδια ειρωνεία.
"Μήπως μου λες ψέματα και θα βγεις πάλι με τον Ντίνο;!" της φώναξε.
"Δεν θα βγούμε! Θα πάω σπίτι του!" φώναξε ακόμα πιο δυνατά η Βάσια για να τον νευριάσει, παρόλο που δεν σκόπευε να πάει.
"Σπίτι του; Σπίτι του;! Και μου το πετάς έτσι μες στα μούτρα;!" φώναξε πιο θυμωμένος από ποτέ ο Μύρωνας.
"Μύρωνα, κουράστηκα! Με πνίγεις! Με πνίγει η έλλειψη εμπιστοσύνης και η καταπίεση σου!"
"Πώς περιμένεις να σου έχω εμπιστοσύνη τη στιγμή που πηγαίνεις στο σπίτι εκείνου του ζιγκολό;!"
"Άντε παράτα με! Δεν πάω πουθενά. Θα μείνω φυλακισμένη στην έπαυλη για πάντα. Μόνο έτσι θα είσαι ευχαριστημένος!" φώναξε πάλι κι έφυγε τρέχοντας.
"Βάσια...! Βάσια!"
Ο Μύρωνας έτρεξε ξοπίσω της. Mόλις την είδε να ανεβαίνει τις σκάλες προς τη σοφίτα, ανακουφίστηκε μέσα του. Δεν θα πήγαινε σ' αυτόν.
"Πάω στην ταράτσα. Να μη με ενοχλήσει κανείς." του είπε και συνέχισε να ανεβαίνει.
Βγήκε στην ταράτσα. Άνοιξε το τηλεσκόπιο και κοίταξε στον έναστρο ουρανό. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί όμως απ' τα πολλά νεύρα, ούτε να χαλαρώσει.
Τον ανόητο! έλεγε από μέσα της. Ποιος νομίζει ότι είναι για να μου λέει τι θα κάνω; Στο τέλος θα με κλειδώσει κιόλας! Έκανα λάθος που τον παντρεύτηκα. Μακάρι να μπορούσα να φύγω μακριά, όσο πιο μακριά γίνεται. Σε άλλον πλανήτη, αν αυτό ήταν εφικτό. και σκεπτόμενη αυτά, είδε κάπου μακριά ένα ιπτάμενο σώμα να κινείται, αλλά δεν έδωσε σημασία. Αεροπλάνο θα ήταν.
Έκλεισε το τηλεσκόπιο. Δεν θα καθόταν άλλο σπίτι. Θα πήγαινε στον Ντίνο να ηρεμήσει λίγο. Κατέβηκε κάτω. Απ' το δωμάτιο της Κασσιόπης ακουγόταν η μελωδία του πιάνου. Έπαιζε τη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Μπετόβεν. Ήταν ένα απ' τα αγαπημένα κομμάτια της Βάσιας, παρόλο που της έφερνε μια τρομερή μελαγχολία όταν το άκουγε. Ωστόσο η Κασσιόπη είχε μάθει να το παίζει καλύτερα και από την ίδια ακόμα. Κατέβηκε τις υπόλοιπες σκάλες.
Ο Μύρωνας δεν βρισκόταν πουθενά στο ισόγειο, ούτε ο Αλέξανδρος. Κανείς δεν την είδε να φεύγει. Τέλεια! Θα τους ερχόταν ξαφνικό. Βγήκε στον κήπο, χωρίς να πάρει ούτε τσάντα, ούτε κινητό.
Ένιωθε πιο ελεύθερη από ποτέ. Παρόλο που ήταν 2 Ιουλίου, δεν έκανε καθόλου ζέστη εκείνη την ώρα, αντιθέτως είχε μια αναζωογονητική δροσιά κι ένα απαλό αεράκι. Πήγε στο σπίτι του Ντίνου με τα πόδια.
Ο Ντίνος της άνοιξε μετά το τρίτο χτύπημα. Φορούσε ανοιχτή μια καφέ μεταξωτή ρόμπα και από μέσα ασορτί μποξεράκι.
"Άργησες." της είπε.
"Θα μπορούσες να ντυθείς τουλάχιστον." είπε η Βάσια καθώς τον προσπερνούσε κι έμπαινε στο σαλόνι.
"Το ξέρω." της απάντησε. "Απλώς νόμιζα πως τελικά δεν θα ερχόσουν κι έπεσα για ύπνο." κι έκλεισε την πόρτα πίσω τους.
"Τσακωνόμουν με τον άντρα μου." δικαιολογήθηκε.
"Κλασικά πράγματα."
"Ναι..." είπε η Βάσια και κοίταξε αμήχανα γύρω της. "Δεν θα μου πεις να καθίσω;"
"Ναι, κάτσε αν θέλεις, όμως εγώ θα μείνω όρθιος. Έχω πολύ άγχος για αυτά που θα σου πω."
"Ωραία, τότε δεν κάθομαι ούτε εγώ." είπε η Βάσια και σταύρωσε τα χέρια της. "Λοιπόν; Για πες μου..."
Ο Ντίνος κομπλάρισε έτσι όπως τον κοιτούσε. Το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν να την πιάσει και να τη φιλήσει.
"Ω, Θεέ μου! Κατάλαβα!" αναφώνησε εκείνη, όταν είδε πως δεν απαντούσε. "Η Κασσιόπη είναι έγκυος, σωστά;!" Ο Ντίνος άφησε να του ξεφύγει ένα μικρό γέλιο.
"Όχι, όχι. Καμία σχέση. Βάσια... Αυτό που έχω να σου πω αφορά περισσότερο εσένα." και την κοίταξε στα μάτια.
"Πες το." είπε ανυπόμονα η Βάσια.
"Δεν πάει άλλο με την Κασσιόπη. Θα χωρίσουμε. Είναι τόσο ψυχρή μαζί μου τον τελευταίο καιρό κι εγώ..."
Η Βάσια εξακολουθούσε να τον κοιτάει με σταυρωμένα χέρια και θυμό στο βλέμμα. Πώς θα της το έλεγε τώρα;
"Ντίνο, έτσι και την πληγώσεις, θα..."
"Μα αυτό είναι το θέμα μας. Δεν θα πληγωθεί. Κι εκείνη θέλει να χωρίσουμε, το νιώθω." της είπε, και αποφάσισε να μπει επιτέλους στο κυρίως θέμα: "Κοίτα, η κόρη σου είναι υπέροχη, όμως... Όμως δεν συγκρίνεται με εσένα, Βάσια. Έχω αλλάξει τόσες γυναίκες, έχω ζήσει τόσες εμπειρίες, κι όμως ποτέ δεν κατάφερα να σε ξεπεράσω."
Η Βάσια παρέμεινε τελείως ψύχραιμη.
"Ναι, γιατί σου έμεινε απωθημένο που δεν με πήδηξες."
"Όχι, δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και αυτό, αλλά..." Ο Ντίνος δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο. Την άρπαξε και την κόλλησε στον τοίχο. Η Βάσια προσπάθησε να του ξεφύγει, αλλά δεν τα κατάφερε. Και όταν τη φίλησε, συνειδητοποίησε ότι δεν ήθελε να του ξεφύγει. Ντρεπόταν για τον πόθο που ένιωθε για εκείνον, αλλά της άρεσε.
"Σε θέλω." της είπε κοιτώντας τη στα μάτια. "Δεν φαντάζεσαι πόσο υπέφερα κάθε φορά που σε έβλεπα και ήξερα πως δεν είσαι δική μου... Το μόνο που ήθελα ήταν να σε γεμίσω με φιλιά και χάδια."
"Ντίνο..." πήγε να πει, όμως εκείνος της έκλεισε το στόμα με άλλο ένα ατέλειωτο φιλί.
"Σε θέλω πολύ." της είπε πάλι με κομμένη την ανάσα.
"Ντίνο!" αναφώνησε, και αυτή τη φορά την άφησε να μιλήσει, όμως την κρατούσε ακόμα εγκλωβισμένη στα δυνατά του χέρια. "Νιώθω κι εγώ τα ίδια με εσένα, εδώ και πολύ καιρό. Και ο μόνος λόγος που δεν ήθελα να γίνει τίποτα...είναι η Κασσιόπη." του είπε ξέπνοα.
"Σε παρακαλώ... Μην τη βάζεις πια ανάμεσα μας... Δεν θα το μάθει... Ούτε ο Μύρωνας θα το μάθει. Ας το κρατήσουμε μυστικό. Μια νύχτα μόνο και μετά βλέπουμε."
Τη φίλησε πάλι και άγγιξε το στήθος της.
Πρέπει να το σταματήσω. είπε μέσα της η Βάσια. Τι πάω να κάνω; Σκέφτηκε την κόρη της, που αγαπούσε τον Ντίνο παρόλο που τώρα είχαν παγώσει... Σκέφτηκε τον Μύρωνα, όλα όσα είχαν περάσει μαζί... Υπήρχε ακόμα μια ελπίδα να φτιάξουν τα πράγματα. Όχι, δεν θα τα θυσίαζε όλα μόνο για μια νύχτα ηδονής με τον Ντίνο.
"Σταμάτα..." του είπε καθώς εκείνος της φιλούσε το λαιμό.
Εκείνος συνέχισε ακάθεκτος, κατεβαίνοντας προς τα κάτω.
"Ντίνο, σταμάτα!" φώναξε, όμως αυτός δεν την άκουσε και τη φίλησε πάλι στο στόμα. Τελικά κατάφερε να τον σπρώξει και να τον ξεκολλήσει από πάνω της.
"Σταμάτα είπα!" του φώναξε αγριεμένη. Ούτε η ίδια δεν κατάλαβε πού τη βρήκε τόση δύναμη.
"Τι έπαθες; Γιατί με ξενερώνεις τώρα;! Πριν λίγο άλλα μου έλεγες!" είπε νευριασμένος.
"Απλά δεν θέλω. Θα πάω να κοιτάξω λίγο τα αστέρια και μετά θα φύγω."
"Καλά. Πάντως να ξέρεις ότι με πληγώνεις πάρα πολύ."
Η Βάσια ανέβηκε στην ταράτσα, κοίταξε στο υπερσύγχρονο τηλεσκόπιο του Ντίνου και εστίασε στη Σελήνη, η οποία χρειαζόταν ακόμα τρεις μέρες μέχρι να γίνει Πανσέληνος, προσπαθώντας να ξεχάσει αυτό που μόλις πήγε να γίνει. Ήταν ένα λάθος και δεν έπρεπε να συνεχιστεί. Δεν θα ξαναερχόταν σπίτι του. Και η Κασσιόπη; Δεν έπρεπε να μάθει με τι κάφρο είχε μπλέξει; Όμως πώς θα της το έλεγε χωρίς να ανακατέψει και τον εαυτό της; Γιατί σίγουρα, αν η Κασσιόπη μάθαινε για τα αποψινά, θα τη μισούσε για πάντα. Και ας μην έγινε τίποτα ολοκληρωμένο...
Ξαφνικά, μια σκιά που πέρασε γρήγορα μπροστά ακριβώς από το φεγγάρι, απέσπασε την προσοχή της και σταμάτησε όλες τις προηγούμενες σκέψεις της. Κοίταξε με γυμνό μάτι προς τα εκεί και κατάλαβε πως ίσως ήταν το ιπτάμενο σώμα που είχε δει προηγουμένως στο σπίτι της και το θεώρησε αεροπλάνο. Δεν ήταν όμως. Γιατί αυτό έκανε κυκλικές κινήσεις στον ουρανό αντί να πετάει σε ευθεία.
"Δεν μπορεί..." μονολόγησε και το εντόπισε μέσα απ' το τηλεσκόπιο. Διαπίστωσε με τρόμο και δέος ότι ήταν ένας ιπτάμενος δίσκος.
"Το ήξερα... Το ήξερα ότι υπάρχουν. Πρέπει να βρω ένα τρόπο να επικοινωνήσω μαζί τους." Μιλούσε μόνη της, τρέμοντας από συγκίνηση.
Σκέφτηκε μήπως έπρεπε να φωνάξει τον Ντίνο, για να υπάρχουν δύο μάρτυρες, όμως φοβήθηκε ότι αν κατέβαινε τώρα, το UFO θα έφευγε- και δεν ήθελε με τίποτα να χάσει αυτή τη συγκλονιστική εμπειρία. Έκανε ζουμ, ενώ το σκάφος προς μεγάλη της έκπληξη φάνηκε πως πλησίαζε. Ήταν γκρίζο, στρογγυλό στο κέντρο και σε σχήμα πιάτου στη μέση, ακριβώς όπως το είχε δει σε ταινίες και στο ίντερνετ, και όπως το φανταζόταν από μικρή. Πράσινα λεντ φώτα αναβόσβηναν στις άκρες του.
Χωρίς να ξεκολλήσει τα μάτια της απ' το τηλεσκόπιο, το είδε να πλησιάζει απότομα. Κάποια στιγμή άρχισε να το βλέπει θολά. Αφαίρεσε όλο το ζουμ. Μα πόσο κοντά ήταν. Άφησε το τηλεσκόπιο και συνειδητοποίησε με τρόμο πως βρισκόταν ακριβώς από πάνω της! Ωστόσο δεν παρήγε κανέναν απολύτως ήχο.Για αρχή δεν ήξερε τι να κάνει. Μόνο έμεινε να το κοιτάζει σαν μαγεμένη. Κι έπειτα, μια στρογγυλή πύλη από το εσωτερικό του σκάφους άνοιξε και βγήκε από μέσα ένα πράσινο φως το οποίο την τύφλωνε.
Η Βάσια ένιωσε να αιωρείται και τα πόδια της να ξεκολλάνε απ' το δάπεδο.
Μα τι γίνεται εδώ; Με απαγάγουν! πρόλαβε να σκεφτεί. Δεν θέλω να με απαγάγουν! Φοβάμαι! Πιάστηκε απ' το τηλεσκόπιο, καθώς μια αόρατη δύναμη αντίστροφη του νόμου της βαρύτητας την τραβούσε προς τα πάνω.
"Όχι! ΝΤΙΝΟ!!" ούρλιαξε. Το σκάφος έβαλε περισσότερη ισχύ, τα χέρια της γλίστρησαν, άφησε το τηλεσκόπιο και ανυψώθηκε στο εσωτερικό του σκάφους. Η πύλη έκλεισε από κάτω της και βυθίστηκε στο απόλυτο σκοτάδι. Μύριζε ένα περίεργο αέριο και καθώς βυθιζόταν σε λήθαργο, ένιωσε πως η ζωή της τελείωσε. Και όντως τελείωσε. Εννοώ η παλιά της ζωή...
Ο Ντίνος συνέχισε αυτό που είχε αρχίσει με τη Βάσια...μόνος του, απλά κοιτώντας το γυμνό πορτραίτο της που είχε πάνω απ' το κρεβάτι του. Το είχε ξανακάνει πολλές φορές, όμως τώρα ήταν πιο έντονο. Του φάνηκε, μάλιστα, την ώρα που τελείωνε, ότι άκουσε τη φωνή της να φωνάζει το όνομα του.
Πάει τρελάθηκα! σκέφτηκε μετά, μόλις συνήλθε. Έχω και παραισθήσεις τώρα. Και τότε θυμήθηκε πως η Βάσια ήταν ακόμα σπίτι του. Συγκεκριμένα, ήταν στην ταράτσα και μελετούσε τα αστέρια. Είχε περάσει αρκετή ώρα όμως και αποφάσισε να ανέβει για να δει αν χρειαζόταν τίποτα, ή να της κάνει λίγο παρέα. Ή ίσως την έκανε να του αλλάξει γνώμη και να του δοθεί τελικά. Σηκώθηκε και ανέβηκε στην ταράτσα.
Όμως η Βάσια δεν ήταν εκεί.
Θα έφυγε. σκέφτηκε. Μα χωρίς να με χαιρετήσει; Και αν είδε τι έκανα;! Θα φρίκαρε σίγουρα! Θεέ μου, ας μην το είδε αυτό... Κατέβηκε πάλι στο σαλόνι και έβαλε ουίσκι με κόκα κόλα να πιει. Την ήθελε απεγνωσμένα. Το κακό ήταν πως η Βάσια είχε δίκιο που το σταμάτησε. Αυτό ήταν άρρωστο, να ποθεί τη μητέρα της κοπέλας του. Δεν έπρεπε να μπλέξει καθόλου με την Κασσιόπη, απ' την αρχή. Τώρα ήταν πολύ αργά. Και η Βάσια είχε πολύ υψηλό ηθικό κώδικα, δυστυχώς.
Το κινητό του τον τρόμαξε που χτύπησε, έτσι απορροφημένος καθώς ήταν στις σκέψεις του. Ήταν η Κασσιόπη. Δεν έπρεπε να καρφωθεί. Θα της μιλούσε φυσιολογικά:
"Έλα, μωρό."
"Ντίνο... Θα σε ρωτήσω κάτι και θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά. Είναι εκεί η μητέρα μου;" Τον ρώτησε ανήσυχη. Ο Ντίνος προσπάθησε να ακουστεί ψύχραιμος:
"Όχι, ρε μωρό μου. Τι είναι αυτά που λες; Υπάρχει περίπτωση να έρθει σπίτι μου η μητέρα σου και να μη στο πω;" Την άκουσε να ξεφυσάει.
"Έφυγε απ' το σπίτι χωρίς να μας πει πού πήγε. Χωρίς ούτε καν να καταλάβουμε ότι έφυγε."
Ο Ντίνος σάστισε.
Αφού δεν γύρισε σπίτι της όταν έφυγε από εδώ, τότε πού πήγε;
"Εδώ πάντως δεν είναι." Αυτό ήταν αλήθεια! "Κοίτα... Αν η μάνα σου ερχόταν εδώ, θα ερχόταν για ένα και μόνο λόγο: να μιλήσουμε για σένα. Οπότε θα στο έλεγε." προσπάθησε να την πείσει ακόμα περισσότερο.
"Ναι, όντως." συμφώνησε η Κασσιόπη.
"Μην ανησυχείς. Σε καμιά φίλη της θα είναι."
"Το ελπίζω." Κι έπειτα, επιστράτευσε ό,τι τελευταίο μέσο είχε για να σβήσει κάθε ίχνος υποψίας ότι κάτι συνέβαινε με τη μητέρα της:
"Σ' αγαπώ πολύ, μωρό μου. Σε θέλω. Πότε θα βρεθούμε;"
"Μπορεί αύριο." του απάντησε η Κασσιόπη.
Ο Ντίνος το πήρε απόφαση. Αφού δεν μπορούσε να έχει τη Βάσια, θα το συνέχιζε με την Κασσιόπη και όσο κρατούσε.
Το κουδούνι της πόρτας τον ξύπνησε πολύ νωρίς το πρωί. Σηκώθηκε με τα χίλια ζόρια όπως ήταν, με το μποξεράκι, και πήγε να ανοίξει. Ήταν ο Μύρωνας. Ωχ! Τι θέλει αυτός εδώ; αναρωτήθηκε.
"Καλημέρα, Μύρωνα. Πώς και από εδώ πρωί- πρωί;"
"Ντίνο... Πού είναι η γυναίκα μου;" γρύλισε ο Μύρωνας.
Ώστε δεν γύρισε σπίτι της χθες... σκέφτηκε. Όμως έπρεπε να κρατηθεί ψύχραιμος.
"Πού να ξέρω;" είπε.
"Δεν έμεινε εδώ χθες τη νύχτα;"
"Όχι..." απάντησε προσπαθώντας να ακουστεί ατάραχος.
"Λες ψέματα!" φώναξε ο Μύρωνας.
"Αλήθεια σου λέω, άνθρωπε μου! Να, έλα και ψάξε αν θες." είπε ο Ντίνος και τον άφησε να περάσει.
Ο Μύρωνας άρχισε να ψάχνει σαν μανιακός όλο το σπίτι, ενώ ο Ντίνος τον ακολουθούσε ανήσυχος. Ήταν φανερό πως η Βάσια δεν είχε δώσει σημεία ζωής από χθες το βράδυ που έφυγε απ' το σπίτι της. Ίσως της συνέβη κάτι κακό. Λογικά η οικογένεια της θα την είχε αναζητήσει και αλλού και δεν τη βρήκαν. Ο Ντίνος φοβόταν για το χειρότερο σενάριο. Και το κακό ήταν, ότι είχε πάει σπίτι του πρώτα, πριν εξαφανιστεί.
Αυτό το πράγμα έπρεπε να καλύψει τώρα, αν δεν ήθελε να τον κατηγορήσουν για ό,τι της είχε συμβεί. Θα αρνιόταν κατηγορηματικά ότι την είδε την προηγούμενη νύχτα, έστω και αν αυτό δεν βοηθούσε στο να τη βρουν. Ο Μύρωνας στο μεταξύ ανοιγόκλεινε μία- μία τις ντουλάπες στην κρεβατοκάμαρα.
"Δεν μπορώ να καταλάβω τι σ' έχει πιάσει." του είπε. "Η Βάσια ποτέ δεν μένει σε ξένα σπίτια, έτσι δεν είναι;"
"Έτσι είναι." απάντησε απότομα ο Μύρωνας. "Όμως χθες τσακωθήκαμε πολύ άσχημα και υπέθεσα ότι μάλλον έφυγε κρυφά και ήρθε σε σένα."
"Έλα να καθίσουμε μέσα, να μου πεις τι ακριβώς έγινε χθες το βράδυ." του είπε.
Ήθελε να βοηθήσει, όμως θα έβγαζε τον εαυτό του απ' έξω. Είχε κακό προαίσθημα και θα έμπλεκε άσχημα αν έλεγε την αλήθεια.
Κάθισαν στο σαλόνι, συζήτησαν ήρεμα και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η Βάσια εξαφανίστηκε. Και αυτό ήταν πάρα πολύ κακό. Η περιπέτεια των συγγενών, των φίλων της και όχι μόνο, μόλις ξεκινούσε..
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top