11. Απαντήσεις

Οι μέρες περνούσαν. Ο Λεωνίδας συνήθιζε πλέον την απλή, ευχάριστη ρουτίνα του Αλ Ζαχάρα, ξεχνώντας πόσο του έλειπε η οικογένεια του, ειδικά η Άννα και ο πατέρας του, αλλά κι ο αδελφός του, η Νικόλ... Δεν έπαυε να αναρωτιέται βέβαια πόσο θα τους έλειπε κι εκείνος και αν θα ανησυχούσαν για αυτόν, ούτε όμως ένιωθε την ανάγκη να επιστρέψει κοντά τους. Απολάμβανε την παρέα της Βάσιας και γνώριζε τους κατοίκους και το τοπίο, έχοντας αρχίσει να πιστεύει ότι ανήκε και ο ίδιος εκεί. Ήταν σαν μια εξορία, από την οποία όμως δεν ήθελε να αποδράσει.

Μια μέρα είχαν πάει βόλτα στην πλατεία. Ο ήλιος έλαμπε όπως πάντα ψηλά στον ουρανό και η θερμοκρασία ολοένα και ανέβαινε καθώς πλησίαζε το μεσημέρι. Κάποια στιγμή, η Βάσια είχε μια ιδέα:

"Θα σε πάω σε ένα καταπληκτικό μέρος."

Μπήκαν στο αυτοκίνητο και οδήγησε σε ένα δρόμο που περνούσε μέσα από φοίνικες. Η βλάστηση ολοένα και πύκνωνε. Έφτασαν σε μια γαλήνια λίμνη με μπλε νερά. Στάθηκαν από πάνω της, σε ένα μικρό ύψωμα από βράχια, ύψους περίπου δέκα μέτρων.

"Ζέστη δεν κάνει; Ας κάνουμε μια βουτιά." είπε η Βάσια.

"Από εδώ πάνω; Τρελάθηκες;"

"Ω, έλα τώρα... Μη μου πεις ότι φοβάσαι...!" αναφώνησε η Βάσια, σαν μικρό κοριτσάκι.

"Όχι βέβαια!" είπε ψέματα ο Λεωνίδας.

Όταν ήταν πιο μικρός και πήγαινε με τους φίλους του για μπάνιο, βούταγε συχνά από βράχια και μόλους. Όμως από τέτοιο ύψος πρώτη φορά τον προκαλούσε κάποιος να πηδήξει. Και ειδικά σε μια γυναίκα σαν τη Βάσια Γεωργίου δεν θα παραδεχόταν ποτέ το φόβο του.

"Δεν έχουμε μαγιό." δικαιολογήθηκε.

"Ποιος τα χρειάζεται τα μαγιό;! Γιούχου!" πανηγύρισε η Βάσια και έβγαλε με μια κίνηση το λεπτό δαντελένιο φόρεμα της.

Από μέσα φορούσε λευκά μεταξωτά εσώρουχα. Ο Λεωνίδας έμεινε άφωνος με το λεπτό νεανικό κορμί της.

"Με κοιτάς λες και βλέπεις πρώτη φορά γυναίκα με εσώρουχα." γέλασε η Βάσια κι έσκυψε για να βγάλει τα πέδιλα της. "Έλα, Λεωνίδα. Μην το σκέφτεσαι πολύ. Απλά γδύσου και πήδα." του είπε μετά. "Απ' τον γκρεμό εννοώ..." συμπλήρωσε με ένα πονηρό χαμόγελο. Κι έπειτα πήρε φόρα και πήδησε απ' τα βράχια, ουρλιάζοντας θριαμβευτικά.

Ο Λεωνίδας πλησίασε στην άκρη.

Είναι πραγματικά πολύ γενναία. είπε μέσα του, όμως εκείνη αργούσε να βγει στην επιφάνεια και ανησύχησε.

Όταν τελικά την είδε να αναδύεται, ξεφύσυξε με ανακούφιση.

"Έλα! Πέσε!" του φώναξε. Ο Λεωνίδας δεν το σκέφτηκε άλλο. Ήδη ζεσταινόταν πολύ. Έβγαλε με γρήγορες κινήσεις όλα τα ρούχα του, εκτός βέβαια από το μποξεράκι, κι έπειτα χωρίς να το πολυσκεφτεί πόσο επικίνδυνο ήταν, πήρε φόρα, έκλεισε τα μάτια κι έπεσε στο κενό.

Όταν τα άνοιξε, ακόμα έπεφτε. Ήταν μόνο λίγα δευτερόλεπτα κι όμως, σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος, το νερό ερχόταν απειλητικά προς το μέρος του. Η αδρεναλίνη είχε φτάσει στα ύψη. Είδε τη Βάσια να πανηγυρίζει κι ύστερα συγκρούστηκε με την επιφάνεια της λίμνης. Το νερό ήταν παγωμένο και νόμισε πως η καρδιά του σταμάτησε.

Καθώς αναδυόταν αργά από τους αφρούς, ένιωθε σαν να αιωρείται στο διάστημα. Ο βυθός της λίμνης ήταν θεοσκότεινος. Τα πνευμόνια του είχαν σχεδόν αδειάσει...ώσπου βγήκε ξανά στην επιφάνεια και εισέπνευσε βαθιά το οξυγόνο. Ένιωσε αναγεννημένος. Κοίταξε γύρω του αναζητώντας τη Βάσια. Δεν φαινόταν πουθενά, ούτε στο νερό ούτε στις όχθες.

"Βάσια;!" φώναξε. Καμία απάντηση.

Τώρα άρχισε να ανησυχεί πραγματικά.

Ο σκοτεινός βυθός της λίμνης τον τρόμαζε. Ξαφνικά όμως, εκείνη βγήκε στην επιφάνεια ακριβώς μπροστά του και γέλασε.

"Με κατατρόμαξες!" τη μάλωσε.

"Χάχα! Μη μου πεις ότι νόμισες πως πνίγηκα... Είμαι δεινή κολυμβήτρια."

"Οτιδήποτε θα μπορούσε να σου έχει συμβεί."

"Απλά ένα μακροβούτι έκανα τη στιγμή που έπεσες." είπε εκείνη και του πέταξε νερά με τα χέρια της.

Εκείνος έκανε πως νευρίασε, την έβρεξε και συνέχισαν να μπουγελώνονται σαν μικρά παιδιά. Μετά η Βάσια έφυγε με μακροβούτι και ο Λεωνίδας την κυνήγησε κολυμπώντας. Έφτασαν έτσι ως την ακτή. Ξάπλωσαν στο γρασίδι και γέλασαν με την ψυχή τους. Όταν ξελαχάνιασαν, ο Λεωνίδας σοβαρεύτηκε απότομα.

"Τι έπαθες;" τον ρώτησε η Βάσια και ανασηκώθηκε.

"Το πήρα απόφαση, Βάσια. Δεν θα έρθεις μαζί μου." της είπε. "Δεν θέλω να σε πιέσω άλλο, ούτε να σου κάνω ψυχολογικό πόλεμο. Βλέπω και μόνος μου τους λόγους που δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το μέρος. Ακόμα κι εμένα μου είναι δύσκολο να φύγω." και λέγοντας αυτά σηκώθηκε. "Πάμε να ντυθούμε, γιατί θα έχουμε πρόβλημα σε λίγο." αστειεύτηκε, καθώς παρατήρησε ότι το βρεγμένο σουτιέν της είχε γίνει σχεδόν διάφανο και φαίνονταν οι ρώγες της.

Ντύθηκαν κι έφυγαν. Σε όλη τη διαδρομή στο αυτοκίνητο ήταν σιωπηλοί. Κάτι είχε παγώσει ανάμεσα τους. Ο Λεωνίδας απ' τη μια ήθελε να φύγει, αφού δεν είχε κανένα λόγο να μείνει άλλο εκεί. Όμως κάτι τον κρατούσε πίσω. Απ' την άλλη η Βάσια δεν ήθελε να φύγει ο Λεωνίδας. Η συντροφιά του της ήταν απαραίτητη μετά από τόσα χρόνια μοναξιάς. Είχε κάνει φίλους βέβαια στο Αλ Ζαχάρα, όμως με κανέναν τους δεν είχε περάσει τόσες πολλές ώρες μαζί, δεν είχαν διασκεδάσει έτσι ούτε είχαν κολυμπήσει στη λίμνη.

Το βράδυ ήταν καλεσμένοι στο τραπέζι που τους έκανε ένα φιλικό ζευγάρι της Βάσιας, η Σαλάχ και ο Αζίζ. Η Βάσια ντύθηκε στα κόκκινα: κόκκινη μπλούζα, κόκκινη αεράτη φούστα, κόκκινα πέδιλα. Δεν βάφτηκε καθόλου. Ο Λεωνίδας της έλεγε συνεχώς πως ήταν πολύ πιο όμορφη έτσι. Ο ίδιος φόρεσε ένα σκούρο τζιν και κόκκινο πουκάμισο.

Πριν φύγουν, στάθηκαν πλάι- πλάι στον καθρέφτη.

"Ασορτί είμαστε." είπε ο Λεωνίδας.

"Ναι... Θα κάναμε πολύ ταιριαστό ζευγάρι." είπε η Βάσια με μια δόση θλίψης. "Τέλος πάντων... Πάμε."

Το ζευγάρι ζούσε σε μια έπαυλη αιγυπτιακού στυλ με τα τέσσερα παιδιά τους, τα οποία τώρα τα είχαν αφήσει στη γιαγιά τους για να βρουν την ησυχία τους.

Για καλή τύχη του Λεωνίδα, η Σαλάχ ήξερε αγγλικά. Το δείπνο σερβιρίστηκε και ήταν πεντανόστιμο. Όλες οι καλύτερες, αιγυπτιακές παραδοσιακές συνταγές βρίσκονταν στο τραπέζι.

"Πόσο καιρό είστε μαζί;" ρώτησε η Σαλάχ κάποια στιγμή. Ο Λεωνίδας κοίταξε τη Βάσια και γέλασαν.

"Δεν είμαστε μαζί. Ο Λεωνίδας είναι φίλος." βιάστηκε να διορθώσει τα πράγματα η Βάσια. "Τον φιλοξενώ για λίγες μέρες."

Ο Αζίζ ρώτησε τι είπαν και η γυναίκα του τα μετέφρασε στη γλώσσα τους. Μετά εκείνος κάτι της είπε. Η Σαλάχ τους είπε στ' αγγλικά:

"Λέει ότι είναι κρίμα, γιατί θα ταιριάζατε. Συμφωνώ μαζί του. Θα θέλαμε πολύ να βρεθεί ένας άντρας για τη δήμαρχο μας."

"Είμαι μια χαρά και μόνη μου." είπε η Βάσια. "Έτσι και αλλιώς, δεν θα πετύχαινε ποτέ. Ο Λεωνίδας θα πρέπει να φύγει κάποια στιγμή και να γυρίσει στην Ελλάδα. Έχει μια κόρη εκεί που τον περιμένει."

"Ω... Αλήθεια; Πόσον χρονών;"

"Έξι." της απάντησε ο Λεωνίδας. "Τη λένε Άννα."

"Πολύ ωραίο όνομα." είπε η Σαλάχ, που εντυπωσιαζόταν με οτιδήποτε από τον έξω κόσμο.

Στη συνέχεια το ζευγάρι ζήτησε να μάθει νέα από τον υπόλοιπο κόσμο, τον κόσμο του Λεωνίδα. Εκείνος τους περιέγραψε μερικές σύγχρονες τεχνολογίες, τα αυτόματα αυτοκίνητα, τα σύγχρονα κινητά μέσα από τα οποία μπορούσες να κάνεις τα πάντα, καθώς και από τις εφευρέσεις που είδε στο υπόγειο του Αλέξανδρου Γεωργίου.

Η Σαλάχ άκουγε εντυπωσιασμένη και μετέφραζε και στον άντρα της.

"Γιατί το Αλ Ζαχάρα είναι αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο;" ρώτησε στο τέλος ο Λεωνίδας.

"Γιατί δεν το βλέπουν οι δορυφόροι;"

"Δεν ξέρουμε. Κανείς δεν ξέρει." απάντησε η Σαλάχ. "Πάντα ήταν απομονωμένο, όμως οι άνθρωποι μπορούσαν να έρθουν και είχαμε πολλές επισκέψεις. Πριν πέντε χρόνια όμως, είδαμε μια περίεργη λάμψη στον ουρανό και μετά κόπηκαν οι επικοινωνίες, το τηλέφωνο, το ίντερνετ, όλα. Οι δορυφόροι δεν μας έβλεπαν πια και η ARAK έσβησε το χωριό μας απ΄ τους χάρτες. Το πρωί μετά από αυτή τη νύχτα, εμφανίστηκε η Βάσια. Πιστεύουμε ότι όλα αυτά έχουν να κάνουν με την εμφάνιση της. Όμως την ευχαριστούμε. Χάρη σε αυτή, η ARAK δεν μας παρακολουθεί πια. Δεν μας ελέγχουν."

Η Βάσια είπε κάτι στη Σαλάχ στα αραβικά και άρχισαν μια έντονη συζήτηση. Ο Λεωνίδας, αν και δεν καταλάβαινε λέξη, ήξερε ότι η Βάσια είχε θυμώσει με τη φίλη της επειδή είπε πάρα πολλά. Ο Αζίζ δεν έδινε καθόλου σημασία. Είχε αρπάξει με τα χέρια του ένα τεράστιο μπούτι από αρνί (στη σχάρα με μυρωδικά) και το καταβρόχθιζε. Όταν η συζήτηση των δύο γυναικών τελείωσε, τα πνεύματα ηρέμησαν.

Έμειναν να κοιτάζονται όλοι. Κανένας δεν έτρωγε πια εκτός από τον στρουμπουλό Αζίζ.

"Γιατί δεν με εμπιστεύεσαι;" ρώτησε ο Λεωνίδας τη Βάσια. Δεν του απάντησε. Δεν μίλησαν καθόλου κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου γεύματος.

Μόλις εκείνο το επεισοδιακό δείπνο τελείωσε, η Σαλάχ τους συνόδευσε μέχρι την αυλή.

Διέσχισαν το μονοπάτι ανάμεσα στα όμορφα περιποιημένα λουλούδια και βγήκαν στην πίσω αυλή όπου είχε παρκάρει η Βάσια το αυτοκίνητο της δίπλα από το τζιπ του Αζίζ. Στο μεταξύ ο Λεωνίδας δεν είχε βγάλει λέξη σε όλη τη διαδρομή, ενώ εκείνη προσπάθησε να του πιάσει κουβέντα για κάτι άσχετο. Μπήκε στη θέση του οδηγού, ενώ αυτός περίμενε απ' έξω σκεφτικός.

"Θα μπεις;" του είπε εκνευρισμένη.

"Γιατί θύμωσες τόσο προηγουμένως με τη Σαλάχ;" απαίτησε να μάθει.

"Λεωνίδα, πάει, τέλειωσε αυτό. Μπες μέσα να γυρίσουμε σπίτι."

"Όχι δεν τελείωσε, Βάσια!" της φώναξε. "Νομίζω πως μου οφείλεις κάποιες εξηγήσεις ύστερα από αυτά που έμαθα!"

"Γαμώτο, Λεωνίδα..." είπε σφίγγοντας τα δόντια.

Βγήκε πάλι με νευρικές κινήσεις, έκανε το γύρο του αυτοκινήτου και στάθηκε μπροστά του.

"Ποιος νομίζεις ότι είσαι;! Ήρθες στο Αλ Ζαχάρα για να μου κάνεις ανάκριση;! Έχω κάθε δικαίωμα να κρατάω μυστικά!" φώναξε κοιτάζοντας τον έντονα.

"Δεν σου κάνω ανάκριση! Απλά θέλω να μάθω! Θέλω κάποιες απαντήσεις! Τι συνέβη εκείνα τα ξημερώματα που ήρθες;! Τι έκανες τα προηγούμενα πέντε χρόνια;! Πού ήσουν;!" ξέσπασε επιτέλους ο Λεωνίδας.

Το πρόσωπο της Βάσιας φάνηκε να ηρεμεί.

"Θες απαντήσεις;" είπε παίρνοντας βαθιά εισπνοή. "ΟΚ, θα στις δώσω. Μπες στο αυτοκίνητο τώρα." και πήγε πάλι στη θέση του οδηγού.

"Πότε θα μου τις δώσεις;" απόρησε ο Λεωνίδας, επίσης πιο ήρεμος.

"Μόλις φτάσουμε." του απάντησε κι έβαλε μπροστά. Ο Λεωνίδας μπήκε στη θέση του συνοδηγού, ελπίζοντας ότι θα μάθει επιτέλους όλα όσα ήθελε.

Η Βάσια οδηγούσε στον επαρχιακό δρόμο σιωπηλή και φαινομενικά ήρεμη, ο Λεωνίδας όμως διέκρινε την ταραχή της. Σχεδόν μπορούσε να ακούσει τους χτύπους της καρδιάς της. Καταλάβαινε την αγωνία της που θα ερχόταν αντιμέτωπη με το παρελθόν της. Και ο ίδιος είχε το ίδιο συναίσθημα όταν μιλούσε για...εκείνες τις μέρες. Νόμιζε ότι πήγαιναν σπίτι της, όμως η Βάσια προσπέρασε το χωματόδρομο που οδηγούσε εκεί και συνέχισε ευθεία.

"Πού πάμε;" τη ρώτησε.

"Εκεί που θα σου δώσω τις απαντήσεις σου."

Ο Λεωνίδας δεν κατάλαβε ακριβώς. Μάλλον η Βάσια ήθελε να πάνε σ' ένα ήσυχο και απόμερο μέρος για να μιλήσουν. Βγήκαν από την όαση στην έρημο κι έπειτα ξεκίνησε να ανεβαίνει ένα λόφο με ελάχιστη βλάστηση, κυρίως κάκτους και άγριους θάμνους.

Βρίσκονταν στην άλλη πλευρά του Αλ Ζαχάρα, όχι από εκεί που είχαν έρθει αλλά από τη μεριά της απέναντι πυραμίδας, της πιο μεγάλης, της οποίας φαινόταν μόνο η κορυφή. Τώρα όμως, όταν έστριψαν από την πίσω μεριά του λόφου, φάνηκε ολόκληρη η πυραμίδα, σκοτεινή βέβαια αλλά το ίδιο μεγαλοπρεπής. Στη βάση της, ο Λεωνίδας παρατήρησε ότι υπήρχε κι ένας άλλος σκοτεινός όγκος, ο οποίος δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν γιατί είχε περίεργο σχήμα.

Στο μεταξύ, ο δρόμος δεν είχε πλέον φώτα. Η Βάσια είχε ανάψει τους προβολείς νυκτός και οδηγούσε προσεκτικά για να μην πέσουν στο γκρεμό. Δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντα απ' τη στιγμή που τη ρώτησε που πηγαίνουν. Δεν τολμούσε να μιλήσει ή να τη ρωτήσει οτιδήποτε άλλο. Απλά κοιτούσε με δέος τη μυστηριώδη πυραμίδα. Βρίσκονταν μόνο οι δυο τους στη μέση του πουθενά.

Μετά από λίγα λεπτά, κατέβηκαν απ΄το λόφο και τώρα πια η Βάσια οδηγούσε μόνο πάνω στην άμμο της ερήμου. Σκόνη πεταγόταν τριγύρω από τις ρόδες, καθώς ολοένα και πλησίαζαν. Δεν χρειάστηκε να φτάσουν πολύ κοντά, για να παρατηρήσει ο Λεωνίδας ότι το σκοτεινό αντικείμενο στη βάση της πυραμίδας ήταν συντρίμμια. Τα συντρίμμια ενός ιπτάμενου δίσκου.

"Απίστευτο..." είπε νομίζοντας ότι έβλεπε όνειρο.

Η Βάσια σταμάτησε το αυτοκίνητο ακριβώς μπροστά από το UFO. Έσβησε τη μηχανή και άφησε αναμμένους μόνο τους πιο χαμηλούς προβολείς. Βγήκαν έξω. Ο Λεωνίδας κοιτούσε με κομμένη την ανάσα το απόκοσμο σκηνικό. Μπροστά τους ακριβώς βρίσκονταν τα συντρίμμια. Το πάνω μέρος τους σκάφους σε σχήμα πιάτου στεκόταν ανέπαφο σχεδόν από πάνω τους και στηριζόταν στο γκρεμισμένο κάτω μέρος.

Στα τριάντα του χρόνια δε θυμόταν να έχει δει κάτι πιο εντυπωσιακό από τόσο κοντά. Ο νυχτερινός ουρανός, με τα χιλιάδες αστέρια και αστερισμούς που διακρίνονταν, έδινε στο υπόλοιπο σκηνικό ακόμα περισσότερο μυστήριο. Ένιωθε σαν να βρισκόταν σε άλλο πλανήτη. Πήγε να πλησιάσει, μα η Βάσια τον σταμάτησε.

"Μην πας κοντά!" του είπε. "Πέφτουν κομμάτια μερικές φορές."

Έπειτα, πήρε μια βαθιά εισπνοή και είπε:

"Αυτό που βλέπεις είναι ένα αληθινό UFO."

"To κατάλαβα. Απίστευτο... Δεν μπορώ να το πιστέψω." είπε πάλι ο Λεωνίδας σαν χαμένος.

"Με αυτό με έφεραν ως εδώ οι εξωγήινοι. Δεν θυμάμαι τίποτα απ΄ την παραμονή μου στο σκάφος τους και στον πλανήτη τους, αν με πήγαν ως εκεί."

"Δεν θυμάσαι ούτε πώς ήταν εκείνοι...; Οι εξωγήινοι, εννοώ."

"Τίποτα. Το μόνο που θυμάμαι είναι να ξυπνάω ανάμεσα στα συντρίμμια, μούσκεμα από ένα παράξενο υγρό. Φορούσα ακόμα το ίδιο φόρεμα με το οποίο με απήγαγαν. Υποθέτω ότι το σκάφος τους συνετρίβη στην προσπάθεια τους να βρουν το σπίτι μου και να με γυρίσουν πίσω. Το περίεργο ήταν πως σώθηκα χωρίς ούτε μια γρατζουνιά. Έψαξα ανάμεσα στα συντρίμμια, όμως δεν βρήκα επιζώντες αλλά ούτε και νεκρούς. Περπάτησα όλη τη διαδρομή που κάναμε ως το χωριό. Εκεί, με βρήκε η Σαλάχ, με πήρε σπίτι της και μαζί με κάτι άλλες γυναίκες με περιποιήθηκαν. Δεν μάθαμε ποτέ τι προκάλεσε τη συντριβή του αεροσκάφους, ούτε τι απέγιναν τα μέλη του πληρώματος. Πάντως από εκείνη τη στιγμή διακόπηκε κάθε επικοινωνία με τον έξω κόσμο, κάθε επαφή με δορυφόρο και όλες οι ηλεκτρονικές συσκευές έπαψαν να λειτουργούν για λίγες μέρες. Όταν λειτούργησαν ξανά, οι τηλεοράσεις δεν έπιαναν κανένα κανάλι."

Όσο τα διηγιόταν αυτά, ο Λεωνίδας φανταζόταν περιγραφικά τις σκηνές με κάθε λεπτομέρεια.

"Εντάξει; Ευχαριστημένος τώρα;" τον ρώτησε με μια δόση ειρωνείας, την οποία όμως αγνόησε.

"Βασικά, ήθελα να μάθω και τι ακριβώς σου συνέβη...εκεί πάνω." είπε κοιτάζοντας προς τον ουρανό. "Όμως, αφού δεν θυμάσαι, δεν θα σε πιέσω. Θα φύγω την Κυριακή."

Κατά βάθος είχε ακόμα μια ελπίδα ότι η Βάσια θα άλλαζε γνώμη από μόνη της και θα γυρνούσε μαζί του.

"Εντάξει." του είπε μόνο. "Θα τους πεις για όλα αυτά που άκουσες και είδες; Και για εμένα;"

"Μόνο στον Αλέξανδρο. Οι υπόλοιποι δεν πρόκειται να με πιστέψουν, εκτός ίσως απ' τον πατέρα μου. Αλλά αυτόν μπορώ να τον εμπιστευτώ."

"Σ' ευχαριστώ. Δεν θα το άντεχα να έρχονταν εδώ όλοι οι επιστήμονες της ARAK να ερευνήσουν την περίπτωση μου..."

"Και να το ήθελαν, δεν θα τους άφηνε η έρημος." αστειεύτηκε ο Λεωνίδας.

Η Βάσια γέλασε και η ένταση που είχε τόση ώρα εξανεμίστηκε.

"Πάμε." του είπε. "Δεν μπορώ να μείνω λεπτό παραπάνω εδώ."

Καθώς οδηγούσε προς το σπίτι, ο Λεωνίδας είχε μια απορία:

"Πώς θα γυρίσω στο Κάιρο για να πάρω αεροπλάνο;"

"Θα σε πάω εγώ." του απάντησε.

"Σοβαρά; Βγαίνεις από το Αλ Ζαχάρα;" ρώτησε έκπληκτος ο Λεωνίδας. Η Βάσια γέλασε.

"Έχω επισκεφθεί αρκετές φορές την πρωτεύουσα, όμως πάντα γυρίζω πίσω."

"Και δεν σε αναγνωρίζει κανείς εκεί πέρα;"

"Πηγαίνω μεταμφιεσμένη." Τώρα ήταν η σειρά του Λεωνίδα να γελάσει.

Έφτασαν στο σπίτι. Η Βάσια ήταν ήδη καλύτερα. Επιτέλους, είχε μιλήσει για αυτό που της συνέβη σε κάποιον. Το είχε αντιμετωπίσει και το βάρος που την έπνιγε εδώ και πέντε χρόνια έφυγε. Μόνο ένα πράγμα της απέμενε να αποκαλύψει τώρα.

"Πήγαινε να φορέσεις κάτι πιο άνετο και έλα να με βρεις στην ταράτσα. Έχω ακόμη μια ιστορία να σου διηγηθώ." του είπε.

"Τι ιστορία;" απόρησε ο Λεωνίδας.

"Εκείνο που είδες πριν από δέκα χρόνια...; Την απαγωγή μου, εννοώ. Θα σου τη διηγηθώ και απ' την δική μου την πλευρά, για να δεις πώς τελείωσαν όλα."

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top