10. Άρνηση

Ο Λεωνίδας ξύπνησε γαλήνιος και με ανανεωμένες δυνάμεις. Όντως δεν ένιωθε πια καμένος. Στο κρεβάτι του βρίσκονταν ακουμπισμένα καινούργια ρούχα κι ένα καθαρό εσώρουχο. Ήταν ένα άσπρο πουκάμισο, λίγο πιο καλό απ' το χθεσινό και μια μπεζ βερμούδα. Επίσης η Βάσια πρόλαβε και του έπλυνε τα αθλητικά του και του τα είχε αφήσει στο πάτωμα δίπλα απ' το κρεβάτι. Τα φόρεσε κι αυτά και κατέβηκε στο ισόγειο.

Η Βάσια βρισκόταν στην κουζίνα. Έπινε καφέ κι έτρωγε κάτι ρυζογκοφρέτες για πρωινό.

"Καλημέρα." της είπε.

"Καλημέρα, όμορφε. Πώς κοιμήθηκες;"

"Πολύ καλά."

"Νιώθεις καλύτερα σήμερα;"

"Ναι. Σ' ευχαριστώ." Η Βάσια σηκώθηκε.

"Έλα, κάτσε και θα σου βάλω καφέ." Ο Λεωνίδας κάθισε και η Βάσια πήγε στον πάγκο να του σερβίρει καφέ.

Ένιωθε ήδη ευτυχισμένος που βρισκόταν σε ένα τέτοιο μέρος, με τη γυναίκα που θαύμαζε και η οποία ήταν τόσο φιλόξενη. Σαν να έκανε διακοπές. Όμως οι σκέψεις του ακόμα έτρεχαν στην Άννα, στον πατέρα του, στην Έλσα. Τι να έκαναν άραγε; Η Έλσα πώς θα χειριζόταν το θέμα της Ανίτας μόνη της; Άραγε θα είχε βάλει μπρος και τις διαδικασίες για το διαζύγιο; Συνειδητοποίησε πως τον έπιανε μια παράξενη θλίψη όταν το σκεφτόταν αυτό, έτσι έδιωξε αμέσως αυτή τη σκέψη.

"Πόσο σκοπεύεις να μείνεις εδώ;" τον ρώτησε η Βάσια καθώς άφηνε μπροστά του τον καφέ και το βαζάκι με τη ζάχαρη.

Όσο χρειαστεί για να σε κάνω να μου πεις όλη την αλήθεια. ήθελε να της πει, αντί για αυτό όμως ρώτησε:

"Δεν υπάρχει ούτε μία πιθανότητα να σε πείσω να γυρίσεις μαζί μου;"

"Ούτε μία στο εκατομμύριο." είπε η Βάσια και κάθισε πάλι απέναντι του.

Να πάρει! σκέφτηκε ο Λεωνίδας. Πάντα τόσο πεισματάρα ήταν; Απ' ότι θυμόταν πάντως στο βιβλίο "Η Οικογένεια Γεωργίου", ο Αλέξανδρος την περιέγραφε όντως αρκετά πεισματάρα και ανένδοτη.

Ο καφές ήταν κατάμαυρος κι έπρεπε να βάλει αρκετές κουταλιές ζάχαρη για να γλυκάνει.

"Ίσως θα έπρεπε να φέρεις τον Αλέξανδρο εδώ. Αν είναι τόσο άσχημα όσο μου λες, θα του κάνει καλό το κλίμα." είπε σκεπτική και του έδωσε μια φρυγανιά με μέλι που άλειψε.

"Δεν θα είναι το ίδιο." είπε ο Λεωνίδας απογοητευμένος. "Αν δεν γυρίσεις, δεν θα αποκατασταθεί ποτέ η φήμη μου. Θα συνεχίσουν να με θεωρούν τρελό και σίγουρα δεν θα πιστέψουν ότι σε γνώρισα. Οι...'λογικοί' άνθρωποι σ' έχουν για νεκρή αυτή τη στιγμή."

"Άρα σε νοιάζει μόνο ο εαυτός σου!" συμπέρανε η Βάσια.

"Δεν με νοιάζει μόνο ο εαυτός μου."

"Ναι, σε νοιάζει! Θέλεις να με πάρεις πίσω μόνο για τους δικούς σου εγωιστικούς λόγους, χωρίς να σε ενδιαφέρει τι νιώθω εγώ! Πώς θα τους αντιμετωπίσω όλους αυτούς; Θα μου συμπεριφερθούν λες και είμαι τέρας!" φώναξε. "Ο Μύρωνας δεν θα με αναγνωρίσει και σίγουρα δεν θα πιστέψει την ιστορία με τους εξωγήινους. Θα πιστέψει απλά ότι το έσκασα και ότι κρυβόμουν τόσα χρόνια."

"Και ποια είναι η ιστορία με τους εξωγήινους;" ζήτησε, απαίτησε μάλλον, να μάθει ο Λεωνίδας.

Η Βάσια δεν απάντησε. Σηκώθηκε και του είπε:

"Όταν τελειώσεις το πρωινό σου, έλα πάνω να με βρεις στο δωμάτιο μου. Είναι στο τέλος του διαδρόμου που βρίσκεται και το δικό σου." κι έφυγε βιαστικά. Τελικά ήταν αμετάπειστη. Ο Λεωνίδας το πήρε απόφαση. Θα έμενε λίγες μέρες ακόμα για να δει αν μπορεί τουλάχιστον να πάρει τις απαντήσεις που ζητούσε και μετά θα γυρνούσε πίσω και θα έδινε αναφορά στον Αλέξανδρο. Όμως έτσι, κανένας δεν θα μάθαινε ποτέ τι ακριβώς συνέβη στη Βάσια και που βρισκόταν τώρα.

Κατέβηκαν με το αυτοκίνητο στο χωριό, γιατί το κέντρο του ήταν λίγο μακριά. Πήγαν στην αγορά, όπου η ατμόσφαιρα ήταν πλημμυρισμένη από διάφορες εικόνες και μυρωδιές. Ένας φακίρης δάμαζε με τη φλογέρα του μια μεγάλη αιμοβόρα κόμπρα, η οποία όμως αντί να του επιτεθεί χόρευε στο ρυθμό της φλογέρας. Ο Λεωνίδας στάθηκε ανάμεσα στο πλήθος που τον παρακολουθούσε και τον κοίταξε εντυπωσιασμένος.

Πρώτη φορά έβλεπε κάτι τέτοιο στη ζωή του από κοντά.

"Αυτός είναι ο Μοχάμεντ, ο δαμαστής φιδιών." εξήγησε η Βάσια και τον χαιρέτησε. Εκείνος της έγνεψε χωρίς να σταματήσει τη μουσική του. Συνέχισαν τη βόλτα τους. Από όπου περνούσαν, οι διάφοροι μικροπωλητές και διάφοροι περαστικοί χαιρετούσαν τη Βάσια με σεβασμό, ενώ κοιτούσαν με περιέργεια τον νεαρό άντρα που τη συνόδευε. Μερικά παιδάκια έπαιζαν τρέχοντας ξυπόλυτα.

"Βλέπεις; Εδώ οι άνθρωποι είναι πολύ πιο ευτυχισμένοι που δεν έχει εισχωρήσει η τεχνολογία." του είπε η Βάσια. "Εσείς οι πολιτισμένοι εκεί πέρα δεν ζείτε κανονικά, μόνο επιβιώνετε. Ενώ εμείς είμαστε ένα με τη φύση. Κάνω λάθος;"

"Έχεις απόλυτο δίκιο." είπε ο Λεωνίδας. "Όμως ήσουν κι εσύ μία από εμάς."

"Ήμουν, αλλά δεν πρόκειται να ξαναγίνω." αρνήθηκε η Βάσια για ακόμα μία φορά. "Εδώ όλα κυλούν ήρεμα. Οι άνθρωποι καλλιεργούν τη γη τους και πουλούν την πραμάτεια τους, οι γυναίκες δίνονται νωρίς σε γάμο..."

"Πόσο νωρίς;"

"Κάποιοι γονείς παντρεύουν τις κόρες τους αμέσως μόλις κλείσουν τα 13, οι περισσότεροι όμως προτιμούν να περιμένουν. Ωστόσο υπολογίζουν και στην ελεύθερη βούληση. Αν μια κόρη δεν θέλει να παντρευτεί, μπορεί να περιμένει μέχρι τα 18, όπου την ημέρα των γενεθλίων της πρέπει να επιλέξει γαμπρό."

"Αυτό είναι λίγο καταναγκαστικό. Εγώ ποτέ δεν θα το έκανα στην κόρη μου." διαφώνησε ο Λεωνίδας.

"Κι όμως, ελάχιστες είναι εκείνες που δεν θέλουν να παντρευτούν."

"Αν η Άννα δεν ήθελε ποτέ να παντρευτεί, δεν θα την ανάγκαζα."

"Και θα προτιμούσες να πηγαίνει με τον έναν και με τον άλλον, όπως κάνουν όλες οι κοπέλες του πολιτισμένου κόσμου; Γιατί κακά τα ψέματα, και η Άννα θα το κάνει κάποια στιγμή: θα ερωτευθεί, θα κάνει έρωτα, θα χωρίσει, μετά θα πάει με άλλον και πάει λέγοντας. Ενώ εδώ, ο καθένας έχει τη γυναίκα του, η καθεμιά τον άντρα της, δεν υπάρχει απιστία ούτε πονηριά."

"Κι εσύ; Πώς και σ΄έχουν αφήσει ανύπαντρη;" τη ρώτησε.

Η Βάσια γέλασε και απάντησε:

"Απ' τη στιγμή που μ' έκαναν πρόεδρο, μπορώ να κάνω οτιδήποτε θελήσω. Κανείς δεν μου εναντιώνεται. Έτσι κι αλλιώς, ξέρουν ότι είχα κάνει ήδη ένα γάμο στο παρελθόν, οπότε δεν χρειάζεται να παντρευτώ ξανά αν δεν το θελήσω. Όμως, αν κι έχω φιλοξενήσει αρκετούς άντρες σπίτι μου, κανείς δεν με έχει αγγίξει. Όλοι με σεβάστηκαν."

"Και αντέχεις έτσι;"

"Πίστεψε με, δεν έχω καθόλου ανάγκη το σεξ. Το έχω ξεπεράσει."

Μπήκαν σε ένα μανάβικο. Η Βάσια καλημέρισε τη μανάβισσα στα αραβικά και εκείνη πλησίασε και την αγκάλιασε. Ο Λεωνίδας κατάλαβε ότι μάλλον είχε καιρό να τη δει.

"Από εδώ η Φατιμά, μια πολύ καλή μου φίλη." είπε η Βάσια κι έπειτα σύστησε και τον Λεωνίδα στη Φατιμά.

Εκείνη τον κοίταξε εντυπωσιασμένη κι έκανε ένα σχόλιο.

"Νομίζει πως είσαι άλλος ένας υποψήφιος γαμπρός." του εξήγησε η Βάσια και γέλασαν. Μετά ψώνισαν μερικά λαχανικά και φρούτα.

Η Βάσια μίλησε λίγο ακόμα με τη Φατιμά και απ' ότι της είπε και μετέφρασε, η Κλεοπάτρα, μια άλλη φίλη τους με ελληνική καταγωγή, έφευγε στο εξωτερικό την άλλη εβδομάδα και διοργάνωνε αποχαιρετιστήρια γιορτή στο σπίτι της.

"Βλέπεις; Υπάρχουν και κάποιοι που μπορούν να αποχωριστούν αυτό τον τόπο." σχολίασε ο Λεωνίδας, όταν αργότερα βγήκαν πάλι στο δρόμο.

"Δεν είναι πάντα τόσο εύκολο. Η Κλεοπάτρα χρειάστηκε χρόνια για να πάρει αυτή την απόφαση και τελικά να την πραγματοποιήσει." είπε η Βάσια και μετά άλλαξε θέμα: "Είναι μισή Ελληνίδα και ξέρει ελληνικά. Χάρη σε εκείνη δεν ξέχασα τα ελληνικά μου, καθώς μιλάμε συχνά. Νομίζω πως θα τη συμπαθήσεις, αν μείνεις τόσο ώστε να έρθεις στο πάρτι της."

"Θα μείνω." είπε.

"Ωραία. Τότε θα πρέπει να σου αγοράσω μερικά ρούχα."

"Να μου αγοράσεις; Έχω λεφτά μαζί μου."

"Λεωνίδα, είσαι φιλοξενούμενος μου και για αυτό, ό,τι έξοδο χρειαστείς θα το καλύψω εγώ. Έτσι συνηθίζουμε εδώ." επέμεινε η Βάσια.

"Απ' ότι ξέρω, ο άντρας πληρώνει συνήθως." διαφώνησε ο Λεωνίδας.

"Αυτά που ξέρεις να τα ξεχάσεις! Δεν γίνεται τη μια στιγμή να το παίζεις πολιτισμένος και προχωρημένος μπαμπάς, που δεν τον νοιάζει και να μην παντρευτεί ποτέ η κόρη του και την άλλη στιγμή να γυρνάς πάλι πίσω στην εποχή των ιπποτών. Ή έχουμε ισότητα ή δεν έχουμε. Αποφάσισε." τον πείραξε η Βάσια.

"Μα που τα βρίσκεις τόσα λεφτά, τέλος πάντων; Αφού δεν δουλεύεις. Μη μου πεις ότι στα δίνουν και αυτά οι κάτοικοι...;"

"Πολλά ρωτάς." τελείωσε τη συζήτηση.

Μπήκαν σε ένα μαγαζί. Προς μεγάλη έκπληξη του Λεωνίδα, είχε πολύ νεανικά ρούχα σε σχέση με τη μόδα του Αλ Ζαχάρα. Αναρωτήθηκε ποιος αγόραζε τέτοια ρούχα, αφού μέχρι στιγμής δεν είχε δει κανένα κάτοικο να φοράει τζιν με αθλητικά παπούτσια, για παράδειγμα. Ψώνισαν και από εκεί. Ύστερα μπήκαν και σε άλλα μαγαζιά, η Βάσια έπιασε συζήτηση σχεδόν με όλους... Είχε μεσημεριάσει όταν τελείωσαν κι έκανε τρομερή ζέστη.

Γύρισαν στο σπίτι και μαγείρεψαν φαλάφελ, αυτή τη φορά μαζί. Ήταν ένα Αιγυπτιακό φαγητό, κάτι σαν ρεβυθοκεφτέδες.

Το απόγευμα επισκέφθηκαν τη μια πυραμίδα, την πιο μικρή.

"Λένε πως οι πυραμίδες χτίστηκαν από εξωγήινους." είπε η Βάσια, καθώς βρίσκονταν κάτω απ' το μεγάλο κτίσμα και το κοιτούσαν εκστασιασμένοι.

"Καθόλου απίθανο. Θυμάσαι τότε που εντόπισαν μια πυραμίδα στον Άρη, το 2015;"

"Ναι, το θυμάμαι. Ήταν ολόιδια με τις δικές μας."

"Ακριβώς." συμφώνησε ο Λεωνίδας. "Το έψαξα πολύ το θέμα τότε και κατέληξα σε δύο συμπεράσματα: ή οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν ταξιδέψει στον Άρη..."

"...Ή οι Αρειανοί έχτισαν τις δικές μας πυραμίδες." συμπλήρωσε η Βάσια.

"Αυτό ακριβώς ήθελα να πω. Πού το κατάλαβες;"

"Το ήξερα, επειδή κι εγώ είχα ψάξει το θέμα τότε. Όμως η NASA δεν ασχολήθηκε ξανά με αυτό, ούτε ήθελαν να ακούσουν όταν προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί τους."

Έμειναν λίγο ακόμα και όταν ο ήλιος έδυσε, γύρισαν στο σπίτι. Όπως και την προηγούμενη νύχτα, έτσι και τώρα, χιλιάδες αστέρια έλαμπαν στον νυχτερινό ουρανό.

Ο Λεωνίδας ανέβηκε στην ταράτσα, όπου βρήκε τη Βάσια να τα μελετάει με το τηλεσκόπιο της.

"Έλα. Έλα να δεις κι εσύ." του είπε. Ήταν μαγικό όλο αυτό.

Πλησίασε και κοίταξε μέσα στο τηλεσκόπιο. Αυτό που είδε ήταν απίστευτο. Το μεγαλείο του σύμπαντος όπως δεν το είχε ξαναδεί ποτέ του. Φαίνονταν μέχρι και αστέρια από τον γαλαξία της Ανδρομέδας.

"Βλέπεις εκείνο εκεί το άστρο;" του είπε η Βάσια και του υπέδειξε που να κοιτάξει. "Εγώ το ανακάλυψα κάποτε. Το ονόμασα Αλέξανδρος, προς τιμήν του γιου μου. Οι επιστήμονες ποτέ πριν δεν ήξεραν ότι υπήρχε."

"Ίσως όντως δεν υπήρχε." είπε ο Λεωνίδας. "Φαίνεται πως γεννήθηκε σχετικά πρόσφατα."

"Ακριβώς." συμφώνησε η Βάσια, εντυπωσιασμένη που το κατάλαβε. "Πες μου τι άλλο ξέρεις... Εγώ ποτέ μου δεν κατάφερα να το σπουδάσω σαν εσένα."

Ο Λεωνίδας της έδειξε με το τηλεσκόπιο τα πιο σημαντικά ουράνια σώματα που φαίνονταν αυτή τη στιγμή και άρχισαν να ανταλλάσσουν τις γνώσεις τους. Τα περισσότερα τα γνώριζε ήδη η Βάσια, ποτέ της όμως δεν κατανόησε το αστροφυσικό κομμάτι του διαστήματος και τις θεωρίες. Κάθισαν στο περβάζι στην άκρη της ταράτσας και άρχισε με απλά λόγια να της εξηγεί κάποιες πολύ σύνθετες θεωρίες, όπως τη θεωρία της σχετικότητας και τη θεωρία για τις μαύρες τρύπες.

"Μόνο με την Αστρονομία ασχολήθηκα, ποτέ μου με τη Φυσική." είπε η Βάσια. "Είχα σπίτι μου ένα σωρό βιβλία, αστροχάρτες και φυσικά το τηλεσκόπιο μου. Αλλά ήξερα πολλά πράγματα από πολύ μικρή, γνώριζα κάθε λεπτομέρεια για κάθε πλανήτη του ηλιακού μας συστήματος."

"Κι εγώ το ίδιο." αποκρίθηκε ο Λεωνίδας. "Όταν έκλεισα τα δώδεκα, και για να ξεπεράσω την εξαφάνιση του αδελφού μου, αν θυμάσαι τι γινόταν τότε..."

"Ναι, θυμάμαι. Ο αδελφός σου κατηγορήθηκε άδικα για το φόνο της γυναίκας του."

"Ακριβώς. Στα δωδέκατα γενέθλια μου ο πατέρας μου, λοιπόν, μου έκανε δώρο ένα τηλεσκόπιο για να έχω κάτι να ασχολούμαι και να ξεχνιέμαι. Από τότε ένιωσα τέτοια αγάπη για τον ουρανό, που αποφάσισα αμέσως ότι αυτό ήταν το μονοπάτι που θα ακολουθούσα στη ζωή μου. Θα ταξίδευα στο διάστημα, χωρίς όμως να χρειαστεί να φύγω από τη Γη."

Έπεσε λίγη σιωπή ανάμεσα τους. Διάφορες σκέψεις περνούσαν απ' το μυαλό του Λεωνίδα. Γιατί η Βάσια δεν ρωτούσε τίποτα για τα παιδιά της και για τον άντρα της;

Βέβαια θα ήταν καλύτερο να μην της μιλήσει για εκείνον και για το γάμο του με τη Νάντια Καλογήρου, η οποία απ' ότι ήξερε ήταν κολλητή της μέχρι πριν εξαφανιστεί.

"Θέλω να προσέχεις τον Αλέξανδρο." του είπε ξαφνικά, σαν να διάβασε τις προηγούμενες σκέψεις του. "Θέλω να τον βοηθήσεις να ξεπεράσει τους φόβους του, όταν γυρίσεις πίσω." και τον κοίταξε στα μάτια.

"Μόνο εσύ μπορείς να τον βοηθήσεις." της είπε.

"Όμως εγώ δεν μπορώ να γυρίσω πίσω. Ξέρω, η Κασσιόπη θα προσέχει μόνη της τον εαυτό της. Όμως ο Αλέξανδρος μου, αν είναι τόσο άσχημα όσο μου είπες..." Έπνιξε έναν αναστεναγμό. "Πάντα του είχα τρομερή αδυναμία και ξέρεις γιατί; Γιατί μοιραζόμασταν το ίδιο πάθος για τα αστέρια. Μόνο με εκείνον μπορούσα να κάνω συζητήσεις για το διάστημα, όπως με εσένα τώρα... Μόνο εκείνος έπαιρνε στα σοβαρά τις θεωρίες μου περί εξωγήινων." Σταμάτησε και τον κοίταξε σιωπηλή. Δεν ήξερε τι να της απαντήσει. 

Τότε είδε ένα δάκρυ να κυλάει στα μάτια της και την πήρε αμέσως στην αγκαλιά του. Η Βάσια έγειρε στον ώμο του και της χάιδεψε στοργικά τα μαλλιά. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή, σαν αστέρι έτοιμο να εκραγεί.  Ήθελε τόσο πολύ να τη φιλήσει αυτή τη στιγμή, όμως δεν τολμούσε. Τη σεβόταν και δεν είχε ιδέα τι θα γινόταν αν παρασύρονταν και οι δυο. Θα ήταν σαν να συγκρούεται ο Γαλαξίας μας με τον γειτονικό γαλαξία της Ανδρομέδας.

Ξαφνικά η Βάσια απομακρύνθηκε από εκείνον και σηκώθηκε, σκουπίζοντας τα μάτια της.

"Συγνώμη. Δεν έπρεπε να φανώ τόσο αδύναμη." του είπε.

"Δεν πειράζει. Όλοι είμαστε αδύναμοι κάποιες στιγμές. Είναι εντάξει να θες να κλάψεις μια στο τόσο."

"Σε ευχαριστώ, Λεωνίδα. Είσαι...ένα πολύ ευχάριστο διάλειμμα από τη μοναξιά μου."

"Παρακαλώ. Τι θα κάνουμε τώρα;"

"Λέω να πάμε για ύπνο." του είπε και συμφώνησε.

Κατέβηκαν μαζί κάτω. Η Βάσια τον συνόδευσε μέχρι την πόρτα του δωματίου του.

"Αν...χρειαστείς οτιδήποτε, το δωμάτιο μου είναι η πόρτα στο βάθος του διαδρόμου."

"Θα το έχω υπόψιν."

"Καληνύχτα, Λεωνίδα."

"Καληνύχτα Βάσια."

Μπήκε στο δωμάτιο του προσπαθώντας να διώξει την αναστάτωση που ακόμα ένιωθε μέσα του. Μα τι στο καλό είχε πάθει; Πού πήγε η ανάμνηση της Έλσας, το ότι την αγαπούσε ακόμα και δεν ήθελε να χωρίσουν; Το Αλ Ζαχάρα τον μάγευε και κόντευε να την ξεχάσει; Γιατί ένιωθε βαθιά μέσα του πως δεν ήθελε να φύγει ποτέ από εκείνο το μέρος, παρά να μείνει μαζί με τη Βάσια για πάντα; Και η Άννα; Δεν ήθελε να γυρίσει στην κόρη του;

Ξάπλωσε, όμως ο ύπνος δεν έλεγε να έρθει. Κατάφερε να κοιμηθεί πολύ αργά. Έπρεπε να φύγει το συντομότερο. Η λογική του φώναζε σαν τρελή να φύγει προτού ξεχάσει τελείως τους δικούς του και την πατρίδα του. Όμως η καρδιά του δεν τον άφηνε.

Μείνε λίγο ακόμα... του έλεγε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top