3. Οι πολλές βροχές 𒌐
Πλησίασε ο μήνας των πολλών βροχών. Η υγρασία διαπότισε σε μεγάλο βάθος το χώμα και η οροφή της σπηλιάς στην οποία η Μίρα φύλαγε την πραμάτεια της είχε αρχίσει να στάζει, οπότε κάλεσε τον Μπράντλεϊ να τη βοηθήσει με τη μετακόμισή της. Χώρισε τα υπάρχοντά της σε δυο μεγάλους σάκους, έναν για κάθε πλάτη, κι ετοίμασε από ένα γιλέκο φτιαγμένο από σκοινί.
"Πώς προτιμούν οι απέθαντοι ένα μέρος που κάθε χρόνο καταστρέφεται από τις καιρικές συνθήκες;"
"Μπορεί να σου κάνει εντύπωση και ν' απορείς, αλλά θυμήσου πως κύριος εχθρός μας, μετά τους εαυτούς μας φυσικά, είναι οι Κούφιοι. Το βουνό μία φορά τον χρόνο ξεπλένεται από τα... πτώματά τους κι αυτό μας βολεύει πάρα πολύ."
Όσο ο Μπράντλεϊ εφοδιαζόταν κι έδενε τα σκοινιά γύρω από τον στήθος του η Μίρα χάζευε τις λασπώδεις ροές που κατρακυλούσαν μέχρι τους πρόποδες και πλημμύριζαν όλες τις κάτω περιοχές. Οι στάθμες των ποταμών είχαν υπερξεχειλίσει, η ορμή παρέσυρε μέχρι και δέντρα που δεν άπλωναν βαθιά τις ρίζες τους, κάθε λίγες ώρες γκρεμιζόταν κι από μια χωμάτινη εξοχή του βουνού. Οι συνθήκες σήμαιναν μεγάλο κίνδυνο για το ταξίδι τους.
Η Μίρα ήξερε ένα μέρος στερεωμένο από μάρμαρο και πέτρα, βρισκόταν σε μεγαλύτερο ύψος και το προστάτευε από τα μάτια των Απέθαντων μία κουρτίνα από κρεμαστά φυτά. Εκεί σκόπευε να τους οδηγήσει και ήλπιζε αυτή η τοποθεσία να μην είχε ήδη καταληφθεί από ξένους. Μόλις πριν λίγες ώρες πήγε να την ελέγξει και ούτε ζωύφια δεν θα ανεχόταν.
"Κανονικά δεν ήταν στα σχέδιά μου να μετακομίσω τώρα. Πλημμυρίσαμε νωρίτερα απ' όσο περίμενα. Τι φαινόμενο κι αυτό..."
Όσο πιο χαμηλά καταστάλαζε κανείς σε πρόποδες βουνών ή λόφων τόσο περισσότερη λάσπη, πέτρες και δέντρα ήταν αναμενόμενο να υποστεί και ίσως αν δεν προνοούσε για τα βασικά να εγκλωβιζόταν μόνιμα κάτω από τη γη.
"Δεν θυμάμαι στο έτος μου να συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο... Σωστή λαίλαπα! Μα κάθε χρόνο, είπατε;!"
Απόρησε ο Μπράντλεϊ συγκλονισμένος. Πολλοί από τους φυλαγμένους απέθαντους αναγκάζονται να ξετρυπώσουν από τις υγρές σπηλίτσες τους και να περιπλανηθούν ή να τρυπώσουν πάλι σε ασφαλέστερα μέρη μέχρι τη λήξη των πολλών βροχών. Και η αλήθεια είναι πως κάθε εξέλιξη των άγριων δυνάμεων της φύσης αποτελεί ανά πάσα στιγμή μυστήριο για τους πρωτάρηδες. Εξαιρετικά εύκολο να ξεγελαστείς και να την πατήσεις. Ή μάλλον να πατηθείς. Άλλοι ποντάρουν στην τύχη κι άλλοι στην ελεημοσύνη κάποιου θεού, όμως όλοι τους κινδυνεύουν εξίσου από έναν κοινό εχθρό κι αυτήν τη φορά δεν εννοώ τη φύση. Ας μην ξεχνάμε ότι καθένας είναι προσωρινός ταξιδιώτης κι άρα εφοδιασμένος με τους θησαυρούς και τα πολύτιμα αγαθά του. Με άλλα λόγια πέρα από «εποχή των πολλών βροχών» είναι και «εποχή κυνηγιού» για τους απατεώνες...
Κ' η Μίρα δεν το 'βλεπε σύντομα εκείνα τα μαύρα σύννεφα να αραίωναν, τον κάλεσε και του εξήγησε το πλάνο της.
"Κι έχε το νου σου! Οι Κούφιοι έχουν εξαπλωθεί πολύ. Απομακρύνονται από τους οικισμούς τους και κατευθύνονται όπου τους οδηγήσει το φονικό τους ένστικτο. Πλέον τους συναντάς στα πιο απρόσμενα μέρη, από ερήμους μέχρι πυθμένες και τα πιο απομακρυσμένα δάση. Όπως το δικό μας καλή ώρα... Ή μάλλον ας πω κακή."
Το δάσος που συνήθιζε να καταφεύγει. Παρ' όλο που ήταν μεσημέρι κι ο ήλιος πέρα από τα σύννεφα έστεκε ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους ο ουρανός παρέμενε κατάμαυρος και η πλάση θεοσκότεινη. Η βροχή έσκαγε κραυγαλέα, οι κεραυνοί πολύ κοντά τους, εκκωφαντικοί κι επαναλαμβανόμενοι, ώστε αναγκάζονταν να φωνάζουν για να καταλαβαίνονται. Τουλάχιστον οι αστραπές τούς φώτιζαν ανά λίγα δεύτερα τον δρόμο.
Μόλις λίγα μέτρα μετά την έναρξη της περιπέτειάς τους ο Μπράντλεϊ παρατήρησε πόσο ελαφριά ήταν ντυμένη η Μίρα, μα για την ώρα αγνόησε τη φορεσιά της, καθώς υπέθεσε (τρομερά λανθασμένα) ότι απλώς δεν θα συναντούσαν κινδύνους απ' τους οποίους έπρεπε να θωρακιστούν. Το πολύ πολύ κανέναν κοκαλιάρη Κούφιο.
Αρπάζονταν από κοτσάνια και ρίζες που 'χανε ξεβράσει, μικρούς θάμνους και πότε πότε γαντζώνονταν σε μεγάλες πέτρες για να σκαρφαλώσουν. Σαν να μην έφτανε η κακοκαιρία, το βουνό είχε και μεγάλη κλίση. Κάθε επίσημος δρόμος που θα μπορούσε να τους οδηγήσει στον προορισμό τους είχε καταπλακωθεί από λάσπη και πέτρα που κατρακυλούσε εδώ και τρεις ημέρες μαζί με τη βροχή. Άλλες επιφάνειες ξεβράζονταν από το χώμα κι άλλες χώνονταν πιο βαθιά.
"Αλήθεια, δεν σε εμποδίζει το βάρος της πανοπλίας σου;"
Του φώναξε παρ' όλο που απείχαν μονάχα δύο μέτρα για να την ακούσει.
"Ελάχιστα. Περισσότερο με ενοχλεί που δεν μπορώ να σκαρφαλώσω όπως εσείς. Γλιστράω πολύ!"
Η αλήθεια είναι πως η έλλειψη καλυμμάτων στα χέρια και τα πόδια βοηθούσε τη Μίρα να ελίσσεται καλύτερα μες στο χώμα και τη βροχή. Κάτω από τον χιτώνα της φορούσε μόνο λεπτά παπούτσια. Ψηλάφιζε κι εντόπιζε εύκολα πού να κυρτώσει τα δάχτυλά της. Για τον Μπράντλεϊ ήταν πολύ πιο δύσκολο και τα παχιά του γάντια εμπόδιζαν να καταλάβει τα ανάγλυφα που κρύβονταν μέσα στη λάσπη, ούτε να γαντζωθεί σωστά μπορούσε για να αναρριχηθεί. Τα δάχτυλα των ποδιών του ήταν περισσότερο άχρηστα, καθώς λύγιζαν ελάχιστα προς τα κάτω με την πανοπλία, άρπαζε κυρίως κοτρόνες στην αγκαλιά του ή τα παχιά κοτσάνια στις χούφτες του και σερνόταν. Θα τον βοηθούσε καλύτερα φερειπείν να μην είχε καθόλου πόδια, κυρίως γιατί κρέμονταν και του δημιουργούσαν περισσότερα προβλήματα απ' όσα έλυναν.
Φυσικά δεν του πέρασε ούτε κατά διάνοια η ιδέα, έστω και φευγαλέα, να αποχωριστεί την πανοπλία. Είναι... το τρόπαιό του. Ένα ιερό αντικείμενο που για να το κερδίσει κανείς χρειάζεται να χύσει πολύ αίμα κ' ιδρώτα. Πόνος και κόπος δηλαδή. Το δεύτερό του δέρμα, κύριο χαρακτηριστικό του τάγματος και ισχυρότερο κομμάτι της ταυτότητάς του. Δεν θα μπορούσε με τίποτα να φανταστεί τον εαυτό του χωρίς αυτήν. Συνέχιζε χωρίς κανένα δίλημμα να σκαρφαλώνει μ' όλη του την ψυχή εκεί που για τη Μίρα φαινόταν παιχνιδάκι. Ήταν σίγουρο, τα χέρια του θα υπέφεραν μες στις επόμενες μέρες από ακραίο πιάσιμο. Όμως η Μίρα θα ήταν εκεί για να τον περιποιηθεί.
Κάποια στιγμή ο κατακλυσμός δυνάμωσε. Οι ροές πύκνωναν και πάχυναν και η ταχύτητά τους έσπρωχνε πιο επικίνδυνα τους ταξιδιώτες να γκρεμοτσακιστούν.
"Αυτό το βουνό γίνεται πιο απότομο όσο περνά η ώρα ή μου φαίνεται;!"
Φώναξε αγανακτισμένος. Το πρόσωπό του ταυτόχρονα έκαιγε και πάγωνε από τις συνθήκες.
"Έλα, μην παραπονιέσαι. Είμαι πολύ πιο αδύναμη από εσένα κι ακόμη έχω πολλές αντοχές."
Του φώναξε κι αυτή.
"Γιατί δεν πάμε από τα δέντρα;"
"Γιατί είναι επικίνδυνο. Μπορεί να μας πλακώσουν και μετά ξέχνα τα όλα! Αδύνατο να ξαναβγείς στην επιφάνεια. Δηλαδή αν είσαι τυχερός μπορεί να σε βρούνε μετά από χιλιάδες χρόνια σε ανασκαφές ή να ξυπνήσεις στον πάτο καμιάς θάλασσας κάτω από πολύ πράμα."
Και με αυτό ο Μπράντλεϊ απέκλεισε κατευθείαν το ενδεχόμενο να σκαρφαλώσουν από τη μεριά των δέντρων. Για λίγο σκέφτηκε να το πάρει ξυστά, αλλά και η σκέψη της αιώνιας ζωής κάτω από το χώμα -πόσω μάλλον αν αυτό το χώμα βρίσκεται στον πάτο του ωκεανού- ήταν αισχρά απωθητική. Μάλιστα λίγα λεπτά αργότερα συνέβη και κάτι άλλο που ενίσχυσε τον ήδη φόβο του. Καθώς φάνηκε να αρπάζει κάτι μακρόστενο και σταθερό, ανακουφίστηκε για μια στιγμή, γραπώθηκε καλά και σκέφτηκε: επιτέλους! ένα στιβαρό κλαδί! Σαν όμως του 'δωσε ένα γερό τράβηγμα το κλαδί -που τελικά δεν ήταν κλαδί- ξεκόλλησε από τη σταθερότητά του και μέσα από τη λάσπη ξεπρόβαλε ένα ζεύγος μακρόστενων οστών μ' έναν βραχίονα κολλημένο στη μια του άκρη. Τα δάχτυλα του σκελετού συσπάστηκαν ορθάνοιχτα μπροστά στα μάτια του την ώρα που έσκασε μια βροντή κι από το κοψοχόλιασμα παραλίγο θα 'πεφτε πίσω, στο κενό.
Πέταξε το χέρι στον Καιάδα κι απελπισμένος άρχισε να αναζητά τη φιγούρα της Μίρα, τόσο πυκνή που ήταν η βροχή μες στα σκοτάδια όμως αδυνατούσε να τη βρει. Όσο απεγνωσμένα κι αν την έψαχνε.
"Αν είναι δυνατόν... Μονάχα ένα λεπτό την άφησα από τα μάτια μου! Μίρα! Μίρα, δεν σας βλέπω!"
"Πίσω σου είμαι! Η βροχή παρέσυρε το παπούτσι μου και προσπάθησα να το κυνηγήσω, αλλά το 'χασα! Μα δεν πειράζει, μετά απ' αυτό το ταξίδι θα μου είναι παιχνιδάκι να περπατάω ξυπόλυτη ακόμη και σ' αγκάθια!"
"Σας παρακαλώ, μη μου τα κάνετε αυτά! Λίγο ακόμη και θα άρχιζα να σαρώνω όλο το βουνό κάτω απ' τη λάσπη για να σας βρω!"
Η Μίρα γέλασε και του χτύπησε τον ώμο.
"Κουράγιο! Καθώς ανεβαίνουμε θα παρατηρείς όλο και πιο σταθερό έδαφος."
Πήραν μία ανάσα και σύντομα συνέχισαν την αναρρίχησή τους της αναψυχής. Τώρα σίγουρα η πρώην σπηλιά της θα ήταν θαμμένη κάτω από ένα σωρό αποκυήματα της γης.
Περίπου είκοσι λεπτά αργότερα συνέβη κάτι τόσο ασυνήθιστο που εξέπληξε ακόμη και τη Μίρα. Ξεσηκώθηκε μια ακατάσχετη θύελλα. Έμοιαζε λες και κυκλώνας που ευδοκιμούσε μόνο στο συγκεκριμένο βουνό αναμίχθηκε μαζί με την καταιγίδα για να τους καταστρέψει τα σχέδια ή ακόμη και να τους πάρει τις ζωές. Δεν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο να αποτελούσε γέννημα της μητέρας φύσης.
Ο Μπράντλεϊ κοίταξε το δάχτυλο που φορούσε το πέτρινο δαχτυλίδι όσο η Μίρα καταριόταν τους θεούς, μα δεν πρόλαβε να σκεφτεί τίποτα περαιτέρω, γιατί κόντεψε δεύτερη φορά να κατρακυλήσει στην απότομη πλαγιά. Άρχισαν τα πάντα να φαίνονται πιο κατηφορικά και η κατάσταση υπερβολικά να σοβαρεύει. Με κάθε δεύτερο που περνούσε ο Μπράντλεϊ κ' η Μίρα κατανοούσαν όλο και περισσότερο πως οι πιθανότητες να επιβιώσουν σώοι και αβλαβείς είναι σχεδόν μηδενικές. Αυτό εάν... δεν αποχωρίζονταν ένα μεγάλο βάρος.
"Μίρα! Δεν αντέχω άλλο! Θα... θα πεθάνουμε!"
Της έλεγε ξανά και ξανά παραφωνώντας, ταυτόχρονα προσευχόταν στην Αγία Σερρέτα. Η ελπίδα άρχισε να τον εγκαταλείπει και να αποδέχεται πως μάλλον αυτή θα είναι πρώτη φορά που θα... πεθάνει. Τότε ήταν που η Μίρα άρχισε πραγματικά να εκνευρίζεται, διότι πάντα πίστευε πως για τις συμφορές της έφταιγε η κακοτυχία της και τώρα πως στον λαιμό της έπαιρνε τον μόνο άνθρωπο που τη συντρόφευε. Για 'κείνη ο πόνος ήταν πράγμα αναμενόμενο, όμως δεν θα άντεχε ποτέ το ίδιο να υποστεί κι ο Μπράντλεϊ. Η οργή της ενάντια στους θεούς είχε φουντώσει.
Την επόμενη στιγμή ο Μπράντλεϊ την είδε να λύνει το σχοίνινο γιλέκο κι έσπευσε να τη σταματήσει.
"Μίρα, τι στο καλό κάνετε;! Αυτό είναι όλα όσα-"
"Πέτα τον σάκο που σου έδωσα να ελαφρύνεις!"
Του ζήτησε με μισή καρδιά κι από την αγανάκτηση στο πρόσωπό της εκείνος δίσταζε πολλά δεύτερα να φέρει αντίρρηση, δεν θα σήκωνε καμιά κουβέντα.
"Μα τότε τι θα έχω προσφέρει-"
"Απλά κάν' το!"
Τότε ο Μπράντλεϊ με τον ίδιο πόνο που πίκραινε την ψυχούλα της ξεφορτώθηκε κι άφησε πίσω τον παραφουσκωμένο σάκο της όπως μόλις έκανε με το στανιό κι εκείνη. Τα σκέφτονταν και τα λαρύγγια τους από τη θλίψη δένονταν κόμπος... Φλασκιά με Έστους, φυτά και φιαλίδια με διάφορες δράσεις και θεραπείες, πολύτιμοι λίθοι, πετράδια μαγικά, μονάκριβα κειμήλια από αρχαίες κληρονομιές της φυλής των ανθρώπων, ξηρούς καρπούς κι άλλα πολλά εξαίρετα ή χρήσιμα αντικείμενα... θα καταστρέφονταν...
Νόμιζαν πως αυτή η θυσία θα αρκούσε για να εφησυχάζονταν, όμως ένα ακόμη εμπόδιο στεκόταν ειδικά στον δρόμο του Μπράντλεϊ. Και πάλι του ήταν αδύνατη η ανάβαση.
"Μίρα... ακούστε με, παρακαλώ! Αν πεθάνω, σοβαρολογώ, θέλω να ξέρετε πως σας αγαπώ!"
Και η Μίρα στο άκουσμα της τελευταίας λέξης κοκάλωσε, οι τούφες απ' τα μαλλιά της πασάλειβαν το πρόσωπό της με βροχή, καθώς τον κοίταζε σαστισμένη. Ύστερα χαμογέλασε.
"Για μια στιγμή νόμισα πως είπες πως μ' αγαπάς! Το σφύριγμα του αέρα με έχει κουφάνει για τα καλά! Χαχα!"
"Σ' ΑΓΑΠΩ! Σ' ΑΓΑΠΩ! Σ' ΑΓΑΠΩ!"
Της φώναξε σαν να 'ταν αυτά τα τελευταία λόγια ενός μελλοθάνατου σε καταδίκη, όμως αντί η Μίρα να ευτυχήσει για κάποιον λόγο ένιωσε μία βαριά στεναχώρια να γέρνει πάνω απ' την καρδιά της.
"Μη λες βλακείες!"
Του απάντησε κι ευτυχώς δεν φαίνονταν από τις σταγόνες της βροχής τα δάκρυα των ματιών της.
"Δεν πεθαίνεις! Απλώς βγάλε την πανοπλία!"
Ήξερε μόλις κοίταξε το πρόσωπό της ο Μπράντλεϊ πως δεν παράκουσε... Ώστε αυτή ήταν η σκέψη που μοχθούσε εδώ και πόση ώρα να αναδυθεί από το υποσυνείδητό του! Μα... κάτι τέτοιο του έμοιαζε απαράδεκτο! Ασυγχώρητο! Εδώ και πόσα χρόνια... εκπαιδευόταν ο θάνατός του να τον βρει τιμητικά φορώντας αυτήν εδώ την πανοπλία κι όχι για οποιονδήποτε λόγο να πεθάνει χωρίς αυτήν. Πάντα του φαινόταν προτιμότερο να ξυπνήσει ως Κούφιος φορώντας την ακόμη για να του υπενθυμίζει τουλάχιστον -έστω και διαισθητικά- σε τι Σκοπό είχε αφιερωθεί οικειοθελώς και με πολλή αγάπη. Αγαπούσε την Αγία Σερρέτα όσο τίποτα άλλο. Ή έτσι νόμιζε... Η διαφορά όμως τώρα ήταν πως στη ζωή του είχε επέμβει μια ευτυχία διαφορετικής λογής. Αυτή η τόσο τρυφερή και τόσο αξία γυναίκα που, ήταν σίγουρος, θα 'κανε το ίδιο για 'κείνον! Άλλωστε... πότε πραγματικά του στάθηκε η Αγία Σερρέτα σε δυσκολίες παρόμοιες μ' αυτήν...; Ούτε καν ο Άλβα... τήρησε τον παλιό κανόνα.
Ίσως να ήταν πιο σοφό να την αποχωριστώ χωρίς καμιά μετάνοια...
"Μίρα... Δεν μπορείς να φανταστείς τι κόπο θα πετάξω εδώ και τώρα! Δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να αποδεικνύει την αξία μου! Με καταλαβαίνεις;!"
"Μόλις είπες πως μ' αγαπάς κι όμως φοβάσαι! Τι είναι η αγάπη για 'σένα;! Δεν σε φοβίζει τόσο ο δικός σου θάνατος, δεν θα κρίνω αυτό μολονότι είναι απερισκεψία, μα σκέψου εμένα! Αν πεθάνεις... δεν θα έχεις επίγνωση ούτε του δικού σου ούτε του δικού μου πόνου, όμως εγώ θα βρίσκομαι εκεί με όλη μου τη συνείδηση να τα υποφέρει όλα! Να υποφέρει εσένα που θα συμπεριφέρεσαι σαν ξένος, οργανισμός αγνώριστος! Αν λοιπόν είναι αλήθεια πως μ' αγαπάς απαρνήσου του όρκους που έχεις δώσει... Άφησε την τιμή του ονόματός σου. Στο τέλος της ημέρας δεν είναι αυτή που σε θρέφει, αλλά η δική μας σχέση! Παράτησέ την! Τώρα! Πριν σε παρασύρει η θύελλα!"
Δεν μπορούσε να διαφωνήσει με τίποτα. Μία περίεργη διεργασία συνέβαινε μέσα του. Ερχόταν αντιμέτωπος με την... αλήθεια.
Τα χείλη του άρχισαν να τρέμουν, ένας κόμπος τόσο δυνατός στον λαιμό και στα σπλάχνα. Έφερε το δεξί χέρι στον αριστερό του ώμο να λύσει τα λουριά που έδεναν το πίσω μέρος του θώρακα με το μπροστά, με μεγάλο ζόρι και πόνο ψυχής καθώς έτρεμε. Καθώς έτρεμε κάθε ένα από τα δάχτυλά του. Ένα μεγάλο βήμα, πρωτόγνωρο για εκείνον να πράττει ενάντια στο θέλημα της άρρωστης θεότητάς του. Μίας θεότητας που λάτρευε, όμως... η στήριξη δεν ήταν αμοιβαία.
"Οπότε, Μίρα... Αντί να πεθάνω για την Αγία Σερρέτα... θα ζω για 'σας... Σωστά; Για 'σένα."
Να αποχωριστεί επιτέλους... όλες εκείνες τις παθιασμένες ανάσες του ως παιδί, ως έφηβος, ως άνθρωπος του τάγματος του Ιππότη Άλβα που υπηρετούσε την... Σερρέτα. Ό,τι αφιέρωσε σ' εκείνη. Να τις πετάξει σαν να μην έχουν καμιά αξία.
"Αλίμονο, Μπράντλεϊ!"
Του φώναξε η Μίρα ξυπνώντας τον από τον λήθαργό του.
"Αλίμονο αν μονάχα είκοσι κιλά μετάλλου σε κάνουν Ιππότη!"
Ποτέ... ποτέ κανέναν δεν είχε ξανακούσει να μιλά τόσο απαξιωτικά για τα θεία. Κανέναν με ελαφριά τη καρδία. Η σιγουριά στη φωνή της ήταν. Που του δημιούργησε αμφιβολίες για την τυφλή του Πίστη. Για το τι σήμαινε ήθος. Θα ήταν λάθος! Να μην εγκατέλειπε μία τιμή που υπήρχε μόνο στη φαντασία και να άφηνε την συνοδό του ξανά μόνη σ' αυτόν τον σάπιο κόσμο, τουλάχιστον εκείνη ήταν αληθινή. Ο τίτλος ενός ιππότη δεν πρέπει να υποβιβάζεται σ' ένα μεταλλικό κοστούμι. Είναι ψυχική κατάσταση.
"Πες μου μόνο ένα πράγμα-"
"Ναι, Μπράντλεϊ... Σ' αγαπώ..."
Και φυσικά... δεν έμεινε άλλη κουβέντα ν' ανταλλάξουν. Κοιτάζοντας τη Μίρα στα μάτια ξεφορτώθηκε τις δύο στρώσεις γάντια, έλυσε και τα τέσσερα λουριά, έβγαλε τον θώρακα, το κράνος κλαίγοντας με μαύρο δάκρυ κι αναφιλητά. Σε κάθε, μα κάθε κίνηση κοιτάζοντάς την, να βρίσκει και πάλι το κουράγιο. Κι ορίστε... Αυτό ήταν... Τελείωσε. Απάλλαξε την ψυχή του από τη σκιά του Θανάτου. Της χαμογέλασε πικρά, μα πλέον... χωρίς ψεύτικες έγνοιες στην καρδιά του.
Τώρα... είμαστε ελεύθεροι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top