Φαύλος κύκλος-62
Στα χέρια της κουβαλούσε τέσσερις μπογιές. Τις άφησε με δύναμη πάνω στο τραπέζι. Γέρασα για να κουβαλάω βαριά πράγματα, πρέπει να ξεπεράσω τους φόβους μου και να πάρω δίπλωμα.
Ο Άγγελος έλειπε από το σπίτι και είχε την φαεινή ιδέα να κάνει, επιτέλους, τον τοίχο του σαλονιού κοραλί. Τον έναν μόνο γιατί θα ταιριάζει πιο ομοιόμορφα.
Εκεί θα χρησιμοποιούσε τις μισές μπογιές, οι υπόλοιπες θα πήγαιναν στο δωμάτιο τους.
Θα με σκοτώσει;
Πολύ πιθανόν.
Με νοιάζει;
Όχι.
Οπότε, έβαλε γάντια και ένα σκουφάκι. Ρούχα που δεν την πειράζει να λερωθούν μαζί με ένα μεγάλο πινέλο κατάλληλο για τον τοίχο.
Αφαίρεσε όλα τα έπιπλα που ήταν κοντά σε αυτόν τον τοίχο και πήγε την τηλεόραση πιο πέρα. Κάλυψε τους καναπέδες, που αν βαφόντουσαν θα έμενε στον δρόμο. Τέλος, έφερε την σκάλα.
Ξεκίνησε να καλύπτει με το αγαπημένο της χρώμα τον γκρι τοίχο. Της δημιουργούσε ένα μεγάλο χαμόγελο να βλέπει παντού χρώματα. Έκαναν το μέρος πιο φιλικό, πιο σπιτικό, πιο οικείο.
Της έφτιαχνε την διάθεση μίας και αυτές τις μέρες είχε ένα κακό προαίσθημα. Δεν έχει σχεδόν ποτέ προαισθήματα. Οπότε, όταν είχε της φαινόταν αρκετά περίεργο.
Ταυτόχρονα, ένιωθε πως όλα πάνε πολύ καλά στην ζωή της. Ακούγεται περίεργο αλλά κάτι δεν της κολλάει.
Το δικαστήριο δεν έχει ορίσει ακόμα ημερομηνία, η εταιρία ευτυχώς δεν την άγγιξε καμία φήμη και η Μιρέλα έστειλε αντίγραφο από τα σχέδια της σε έναν οίκο στο Μιλάνο.
Μπορεί και για αυτό να έχει άγχος και αποφάσισε να πάρει της μπογιές. Για να μην σκεφτείς την απόρριψη που πολύ πιθανόν θα πάρει.
Δεν είναι απαισιόδοξη, απλά από μικρή τον παππού της να θέλει να γίνει μέλος στον οίκο του Alessio Bianchi. Ήταν ο αγαπημένος του σχεδιαστής.
Πολύ πρόσφατα ανακάλυψε πως είχε το μικρόβιο του παππού της και αγάπησε και η ίδια τα σχέδια του. Την κέρδισαν τα χρώματα και η φαντασία του. Είχε σχέδια πάνω από τα προκαταλημένα και μέσα στο φως των στρας.
Ήταν ό,τι πρέπει.
Οπότε αποφάσισε να στείλει τα σχέδια της.
Ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος οίκος της Ιταλίας οπότε ήξερε πως θα περίμενε τουλάχιστον ένα εξάμηνο μέχρι να της απαντήσουν. Δεν την πείραζε όμως, έχει αντέξει και παραπάνω.
Άκουσε κλειδιά στην πόρτα. Ένα ένοχο χαμόγελο σχημάτισαν τα χείλη της συνεχίζοντας να βάφει.
"Μιρέλα, ποια ημερομηνία να κλείσω για-" σταμάτησε και άνοιξε τα μάτια του διάπλατα. Άνοιξε λίγο το στόμα του αλλά δεν ήξερε τι να πει οπότε το έκλεισε.
"Γειά σου Αγγελούκο" του είπε σαν παιδάκι που ξέρει πως έχει κάνει σκανταλιά αλλά διόλου το νοιάζει.
"Παθαίνεις εγκεφαλικό;" ρώτησε μετά από λίγο που δεν απαντούσε και γύρισε το κεφάλι της να κοιτάξει.
"Ε όσο να πεις" Δεν περίμενε να το έκανε ποτέ. Νομίζε πως ήταν από αυτές τις απειλές που λες για πλάκα. Αλλά έκανε λάθος.
"Δεν σου αρέσει;" η αλήθεια είναι πως δεν είναι και άσχημο.
"Μου αρέσει" είπε ειλικρινά και ήταν η σειρά της να γουρλώσει τα μάτια της.
"Όντως;"
"Ναι, έχει μια άποψη" γύρισε το κεφάλι του στο πλάι και προσπάθησε να φανταστεί τον τοίχο τους ολοκληρωμένο.
"Εντάξει, αυτό δεν το περίμενα" παραδέχτηκε η Μιρέλα γελώντας και συνέχισε να βάφει βουτώντας το πινέλο στην κοραλί μπογιά.
"Με έχεις κάνει σαν τα μούτρα σου" ποτέ δεν του είχε ξανασυμβεί να θέλει χρώμα στο σπίτι του. Δεν είχε όρεξη για υπερπαραγωγές.
Μπορεί να φταίει το γεγονός πως έμενε μόνος του. Μπορεί να φταίει ο θρήνος. Μπορεί απλά επιτέλους, να μπήκε φως στο σπίτι του.
Και του άρεσε αυτό.
Άφησε τα πράγματα του στην άκρη. Έβαλε τα κατάλληλα ρούχα και πήγε δίπλα της να την βοηθήσει.
Πήρε δεύτερο πινέλο και άρχισε να βάφει μαζί της.
"Αφού σου αρέσει δηλαδή δεν θα έχεις πρόβλημα να βάψουμε και το δωμάτιο" ο Άγγελος έπνιξε ένα γελάκι αλλά η απάντηση ήταν ναι. Ήθελε όμως να την πειράξει.
"Θα το σκεφτούμε"
Συνέχισαν να βάφουν ώσπου "Άγγελε τι ήθελες να μου πεις πριν στην πόρτα;"
"Το ποτέ θες να κλείσουμε ημερομηνία για την εκκλησία"
"30 Σεπτεμβρίου"
"Αυτό ήταν γρήγορη απάντηση" νόμιζε πως θα το καθυστερούσε όσο περισσότερο μπορούσε. "Γιατί 30 Σεπτεμβρίου;" συνέχισε μιας και του φάνηκε πολύ συγκεκριμένο.
"Είναι η μέρα θετικής ενέργειας! Και με τόσο μάτι που έχουμε να φάμε πιστεύω είναι το καλύτερο"
"Το ξέρεις πως θα είναι μεγάλη εκκλησία. Δεν ξέρω καν αν θα χωράμε αν έρθουν δημοσιογράφοι" της είπε μιας και ήξερε πως δεν της άρεσαν τέτοιου είδους γάμοι.
"Έτσι όπως γίναμε, καλύτερα πολύς κόσμος πάρα φυλακή" το έλεγε για αστείο αλλά μπορούσες να καταλάβεις το παράπονο στην φωνή της.
Έναν σχεδόν τελειωμένο τοίχο αργότερα, χτύπησε το κινητό της. Ξεφύσησε γιατί έτσι όπως ήταν θα το γέμιζε μπογιές. Τουλάχιστον ήταν ίδιο χρώμα με την θήκη της.
"Παρακαλώ;" απάντησε στερεώνοντας το κινητό στον ώμο της και στο αφτί της.
"Γειά σου Μιρέλα, η Χριστιάννα είμαι" κοίταξε με την άκρη του ματιού τον Άγγελο που προσπαθούσε να τελειώσει μόνος του τον τοίχο.
"Γειά σας, έγινε κάτι;" ακούστηκε αγχωμένη. Ήλπιζε να μην ήταν αυτή το κακό προαίσθημα.
"Όχι κορίτσι μου, απλώς... μπορείς να έρθεις από εδώ; Χωρίς τον Άγγελο αν μπορείς. Νομίζω ήρθε η ώρα να σου μιλήσω" κατάλαβε ακριβώς τι ήθελε να της πει.
Της έκανε εντύπωση πως δεν πήρε τον Φάμπιο αλλά δεν το σκέφτηκε πολύ. "Θα είμαι εκεί σε μια ώρα" έπρεπε πρώτα να κάνει ένα μπάνιο.
Έκλεισαν το τηλέφωνο και ο τοίχος τελείωσε. "Ποιος ήταν;" ρώτησε ο Άγγελος αλλά δεν ήξερε τι να απαντήσει.
"Ήταν η μαμά σου, θέλει να μου μιλήσει" είπε τελικά την αλήθεια και εκείνος ένευσε θετικά.
"Δεν θα έρθω. Δεν νομίζω να με θέλει κιόλας αλλά δεν θέλω να ακούσω την ιστορία" είχε ζήσει κάποια πράγματα, δεν ήθελε να μάθει και τις λεπτομέρειες. Ακόμα και αν ήξερε πως θα έρχονταν η ώρα.
Η Μιρέλα απλά του ένευσε σαν να καταλαβαίνει και έτρεξε στο μπάνιο. Την είχε πιάσει μια αδρεναλίνη. Επιτέλους μπορεί να έβγαζε άκρη. Θα έμπαινε άλλο ένα κομμάτι σε αυτό το μπερδεμένο παζλ.
[...]
Χτύπησε το κουδούνι μια φορά. Το στόμα της ήταν στεγνό. Είχε μια μεγάλη περιέργεια να μάθει την αλήθεια, ή ένα κομμάτι της.
Ένα κομμάτι πιο κοντά στο τέλος, πιο κοντά στην ευτυχία.
Την πόρτα την άνοιξε η Εύη. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους για πολλά δευτερόλεπτα. Το βλέμμα της μεγαλύτερης έπεσε στο κολιέ της μικρότερης.
Ήξερε ποιος το είχε φτιάξει. Το έβλεπε κιόλας, από παντού θα αναγνώριζε τα κοσμήματα της κόρης της. Ήταν δημιουργικά, ξεχωριστά, ήταν δικά της.
"Ευτυχώς, και νόμιζα πως δεν θα έρθεις" είπε ανακουφισμένη η Χριστιάννα μόλις την αντίκρισε στην κάβα της πόρτας.
Τις έβγαλε από την δύσκολη θέση συνεχίζοντας. "Ελα περνά μέσα. Θέλεις κάτι να πιεις; Να φας;" ρώτησε καθώς πήγαιναν μέσα στο σαλόνι και οι τρεις.
"Όχι ευχαριστώ είμαι καλά" απάντησε και κάθισε στον καναπέ απέναντί τους. Η Εύη δεν είχε πάρει τα μάτια της από το κολιέ της.
Της έλειπε η κόρη της.
"Μιρέλα συγγνώμη" της είπε η Χρίστη μετά από κάποια δευτερόλεπτα ησυχίας. Η κοπέλα την κοίταξε με πολλά ερωτιματικά στο βλέμμα της.
"Για τι;"
"Για το πως είχα φερθεί στο παρελθόν. Δεν το ήθελα, απλά είχα αγχωθεί γιατί αυτός ο ανθρώπος έχει πάρει την ζωή πολλών, δεν θα πείραζε μα πάρει και του ίδιου του του παιδιού-"
Την σταμάτησε. "Δεν πειράζει, αλήθεια. Καταλαβαίνω απόλυτα" της χαμογέλασε απαλά.
"Βλέπεις δεν έχει σκοτώσει μόνο αυτά τα τρία άτομα. Δεν είμαι περήφανη για αυτά που έχω κάνει, αλλά βαρέθηκα να συγκαλύβω και άλλη δολοφονία"
"Ο Αθανασίου μου αναφέρε έναν Συμεών" της είπε για να πάρει την ιστορία από εκεί.
Η Εύη κοίταξε την κολλητή της. Της ένευσε καταφατικά. Πήρε την απόφαση να μιλήσει και θα το έκανε. Η Χρίστη πήρε μια βαθιά ανάσα.
"Ο Συμεών ήταν ο εραστής μου. Με αυτόν απατούσα τον Αποστόλη. Και δεν το μετανιώνω ούτε λεπτό. Ήταν το καλύτερο πράγμα που έκανα μέσα στον γάμο μου.
Ο Αποστόλης ποτέ δεν ήταν καλός σύζυγος από όταν παντρευτήκαμε και δεν το λέω για ελαφρυντικό. Έλειπε όλη μέρα από το σπίτι, ούτε στην γέννηση του Άγγελου δεν ήρθε"
Η Μιρέλα σήκωσε τα φρύδια της. Αναρωτιόταν πως δεν τον είχε σκοτώσει, ήξερε πως η Χριστιάννα δεν παίζει με τέτοια. Χαιρόταν βέβαια πάρα πολύ που δεν είχε τα ίδια προβλήματα με αυτή και τον Ηλία. Δεν ήξερε αν θα άντεχε να τα ακούσει.
"Τα ξέρει αυτά ο Φάμπιο;" ρώτησε και η Χρίστη ένευσε θετικά.
"Ναι, ήταν αδέρφια" Αν ήταν καρτούν θα άνοιγε το στόμα της και το σαγόνι της θα έπεφτε στο πάτωμα. Τώρα έβγαζε νόημα γιατί τα μασούσαν ο Φάμπιο με την Λένα.
"Δεν το ήξερες έτσι;"
"Όχι"
"Το αποφεύγει ο Φάμπιο να το λέει, ήταν μεγάλο πλήγμα στην οικογένεια"
"Και γιατί δεν λέτε τις πληροφορίες σας σε αυτόν;" αναρωτιόταν όντως.
"Σε αφορούν και εσένα. Επίσης, νιώθω πιο άνετα" ένευσε θετικά. Πάντα νιώθεις πιο άνετα με μια φίλη ή στην προκειμένη περίπτωση την νύφη σου.
"Μετά από λίγο καιρό λοιπόν τον χώρισα, αλλά είχε καταλάβει τι γίνεται με τον Συμεών. Βλέπεις, εγω δεν ήξερα τίποτα για αυτά που κάνει, είχε αρχίσει μετά αφού γνωριστούμε.
Τα ήξερε η Αθηνά μόνο, γιατί έπιασε τον πατέρα σου. Τους είχε μπλέξει ο Αποστόλης για χαρές του" Δες πως η ιστορία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά.
Ένας φαύλος κύκλος.
"Η τελευταία μέρα του Συμεών Αθανασίου ήταν εκείνη"
2004
"Τι εννοείς τον χώρισες;" είπε η Αθηνά αρχίζοντας να την λούζει κρύος ιδρώτας. Τα κορίτσια την κοίταξαν παραξενεμένες.
"Τελείωσε, δεν πήγαινε άλλο. Εσύ δεν έλεγες να-" η ξανθούλα έπεσε στην αγκαλιά της με φορά.
"Συγγνώμη" έλεγε και ξαναέλεγε. Η Χρίστη δεν καταλάβαινε γιατί. Όταν άρχισε να νιώθει τα δάκρυα της στην μπλούζα της ανησύχησε.
Η Εύη κοκκάλωσε στην θέση της. Για να κλαίει η Αθηνά έτσι, κάτι έχει συμβεί. Κάτι που το έκρυψε και την τρώει.
"Αγάπη μου, τι έπαθες, γιατί κλαις;"
"Συγγνώμη Χρίστη που στο έκρυψα, συγγνώμη, αλλά" πήρε μια κόφτη ανάσα. "Δεν ήξερα τι να κάνω και δεν ήθελα να σου το χαλάσω. Θεέ μου, Χριστιάννα συγγνώμη" συνέχισε αλλά εκείνη δεν καταλάβαινε την κρίση της.
"Αθηνά δεν καταλαβαίνω. Τι μου έκρυψες και γιατί ζητάς συγγνώμη;" πήρε μια βαθιά ανάσα πριν τα πει όλα.
Είπε όσα ξέρει με μια ανάσα. Είδες τις κολλητές της να κοκκαλώνουν στην θέση τους. Παρακάλεσε πολλές φορές για συγχώρεση πάλι.
"Πες... πες μου πως κανεις πλάκα" ένιωθε τυφλή, ηλίθια, που δεν είδε ποτέ τα σημάδια. Βασικά που τα είδε αλλά πάντα, μα πάντα, τα έβαζε κάτω από το χαλί. Γιατί τον αγαπούσε, γιατί ήταν ο άντρας της, είχαν παιδιά μαζί, τον ερωτεύτηκε παράφορα.
Ήταν εκείνος που της έδωσε στέγη. Που την κυνηγούσε. Που τον υποστήριξε σε όλους, που τους έβαλε όλους λάθος.
"Σε παρακαλώ, πες μου πως δεν ξέρει για τον Συμεών" συμπλήρωσε η Εύη και σηκώθηκε όρθια. Ήθελε να βρίσει τον άντρα της που τόσα χρόνια της έκρυβε κάτι τέτοιο. Αλλά δεν ήταν η ώρα. Έπρεπε πρώτα να σιγουρέψουν πως ο εραστής της φίλης της ήταν ζωντανός.
"Δεν... δεν ξέρω. Δεν του το παραδέχτηκα ποτέ. Πρέπει να τον πάρω τηλέφωνο" σηκώθηκε απροσανατολισμένη. Έψαξε το κινητό της μέσα στην τσάντα, φοβόταν να πάρει από το σταθερό, δεν ήξερε τι μπορεί να είχε βάλει μέσα ο Αποστόλης.
Πληκτρολόγησε τον αριθμό του στο μικρό κινητό τρέμοντας. Η Χρίστη πήρε αγκαλιά την Αθηνά. Φυσικά και την συγχωρούσε, έτσι και αλλιώς, αν της το έλεγε πιο νωρίς μπορεί να μην την πίστευε.
Το έβαλε σε ανοιχτή ακρόαση.Χτύπησε μια φορά μέχρι να το σηκώσει. "Ελα Χριστιάννα μου" απάντησε χαλαρός. Μια ανάσα ανακούφισης απελευθερώθηκε και από τις τρεις γυναίκες.
"Συμεών, είσαι καλά;" ρώτησε αγχωμένα.
"Ναι, γιατί;"
"Χώρισα και απλά έμαθα κάποια πράγματα. Σε παρακαλώ, πρόσεχε. Καλύτερα διπλοκλείδωσε την πόρτα" Δεν ήξερε αν ήθελε να του πει την αλήθεια. Νιώθει ήδη μια ταπείνωση προς τον εαυτό της, δεν θέλει να το νιώσουν και οι άλλοι.
"Κάτσε χώρισες; Ποτέ; Γιατί δεν μου το είπες; Και-" προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά αλλά το άγχος του δεν τον βοηθούσε. "-ξέρεις;" αρκέστηκε μόνο να πει.
Η Χρίστη κοίταξε τις φίλες της. "Να ξέρω τι;"
"Για τον Αποστόλη, ξέρεις ποιος είναι και τι κάνει;" επικράτησε σιγή και από τις δύο γραμμές. Η κοπέλα με τα γκρι μάτια δεν ήξερε τι να πει. Συγγνώμη, όλοι ήξεραν εκτός από εμένα;
"Ξέρεις και εσύ;"
"Αγάπη μου, δεν θυμάσαι που σου είχα αναφέρει για τα αδέλφια μου;"
"Ναι..." θυμάται που της είχε πει πως δουλεύουν στην αστυνομία. Για την ακρίβεια, σε κάτι σαν αστυνομία.
"Ο άντρας σου- βασικά, ο πρώην άντρας σου, είναι ο πιο γνωστός άνθρωπος στον υπόκοσμο. Τον ψάχνουν όλοι, αλλά βλέπεις, αφού δουλεύει και στην εταιρία Τριανταφυλλίδη, σίγουρα θα νικούσε ένα δικαστήριο. Γιατί δεν υπάρχει πουθενά το όνομα του στον υπόκοσμο πέρα από φωτογραφίες. Οπότε, κάλλιστα, θα μπορούσε να πει πως δεν είναι αυτός" της εξήγησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. Ήταν σίγουρος πως το έμαθε τώρα, οπότε δεν ήθελε να την αγχώσει παραπάνω.
"Γιατί δεν μου το είπες ποτέ;"
"Γιατί, Χρίστη μου, προσπαθούσες να πείσεις τον εαυτό σου πως όλα είναι φήμες. Και να στο έλεγα, δεν θα μπορούσες να το χωνεύσεις. Και λογικό, ήταν άντρας σου" Δεν της έκρινε και χαμογέλασε απαλά. Την ήξερε καλά, επειδή όντως αυτό θα έκανε.
"Συγγνώμη όμως, έπρεπε να στο είχα πει" συνέχισε και η Εύη με την Αθηνά κοιτάχτηκαν, κλαμένες μεν, παιχνιδιάρικα δε.
Η Χρίστη ρόλαρε τα μάτια της. Δεν είχε ιδέα που την έβρισκαν την όρεξη.
Μίλησαν για λίγο ακόμα και της υποσχέθηκε πως θα της στείλει αύριο για να την πάρει μια βόλτα. Έπρεπε να συζητήσουν πρόσωπο με πρόσωπο.
[...]
Η ώρα πήγαινε δύο.
Η Χριστιάννα είχε παρακαλέσει τα κορίτσια να μείνουν σπίτι της αλλά δεν μπορούσαν, έπρεπε να κοιμηθούν τα παιδια κάποια στιγμή. Οπότε έφυγαν πριν κάποια λεπτά.
Εκείνη είχε αγκαλιά τον Άγγελο και τον Ηλία. Τους χάιδευε απαλά τα μαλλιά αφηρημένη. Δεν της κόλλαγε ύπνος, όπως και τον Άγγελο. Αλλά έκανε πως κοιμάται.
Χρόνια μετά έμαθε πως τους άκουσε εκείνο το βράδυ.
Ξαφνικά της ήρθε μήνυμα στο κινητό. Βγήκε έξω από το δωμάτιο για να το δει.
Συμεών
Έλα από εδώ.
Φοβάμαι να μείνεις μόνη σου.
Χριστιάννα
Δεν μπορώ, έχω τα παιδιά.
Συμεών
Βαλ' τα στο αμάξι και φέρτα μαζί.
Και έκανε αυτό που της είπε. Κουβάλησε το κάθε ένα ξεχωριστά μέχρι κάτω και τα έβαλε στις πίσω θέσεις. Ήξερε πως ο Ηλίας δεν πρόκειται να ξυπνούσε.
Αλλά ο Άγγελος "Μαμά που πάμε;" ρώτησε-υποτίθεται-αγουροξυπνημένα.
"Στον Συμεών αγάπη μου, κοιμήσου πάλι" έβαλε το κεφάλι του στην ζώνη και έκλεισε τα μάτια του ξέροντας πως δεν θα κοιμόταν. Έπρεπε να έχει τα μάτια του δεκατέσσερα, να βοηθήσει την μαμά του σε o,τι χρειαστεί.
Η Χρίστη ξεκίνησε το αμάξι. Ευτυχώς τέτοια ώρα, οι δρόμοι ήταν άδειοι. Οπότε έφτασαν γρήγορα ακόμα και αν πήγαιναν αργά.
Αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά. Ζαλιζόταν. Οπότε ήταν σίγουρη πως δεν θα πάει καλά η βραδιά.
Κοίταξε τα παιδιά πίσω. Δεν φαινόταν να κουνιούνται. Οπότε κλείδωσε το αμάξι και πήγε μόνη της στην πόρτα.
Όταν χτύπησε κουδούνι και δεν βρήκε ανταπόκριση, άνοιξε με τα κλειδιά που της είχε δώσει σε περίπτωση ανάγκης.
Αυτό είναι ανάγκη.
Πήγε γρήγορα στον πρώτο όροφο όπου και έμενε. Άνοιξε πάλι με τα κλειδιά της και πήρε μια βαθιά ανάσα για να αντικρίσει το χειρότερο.
Αντί για αυτού, δεν είδε τίποτα. Όλα ήταν σκοτεινά, ακόμα και μόλις άνοιξε το φως δεν ακουγόταν ούτε βήμα. Μπήκε μέσα στο σπίτι αρπάζοντας ένα τασάκι που έχει για τα κλειδιά. Για παν ενδεχόμενο.
Περπατούσε αργά και σταθερά. Ένιωθε λες και έπαιζε σε θρίλερ. Περίμενε από στιγμή σε στιγμή να πεταχτεί ο δολοφόνος με ένα μαχαίρι.
Αλλά τίποτα.
Μόλις πήγε στην κουζίνα βρήκε ένα πιάτο με γεμάτο φαγητό. Αμέσως κατάλαβε πως αποκλείεται ο Συμεών να το άφησε έτσι. Μάλιστα η κατσαρόλα ήταν ακόμα ζέστη.
Και πήρε μπρος. Έκλεισε την πόρτα και άρχισε να τρέχει προς τα κάτω. Ήταν σίγουρη πως τον είχαν πάρει. Σε παρακαλώ ας μην του έκαναν κακό.
Μπήκε πίσω στο αμάξι αλλά συνειδητοποίησε πως δεν ξέρει που να πάει. Άρχισε να κάνει βόλτες στα στενά της περιοχής μήπως και βρει κάτι.
Δεν ήξερε αν η τύχη ήταν με το μέρος της ή όχι αλλά βρήκε τα κορίτσια στον δρόμο. Η Εύη ήταν μπροστά και οδηγούσε με οδηγίες της Αθηνάς για το που να πάει. Η Χρίστη απλά τις ακολουθούσε.
Φτάσανε έξω από μια παλιά αποθήκη. Βγήκαν και οι τρεις έξω.
"Καλύτερα να πας εσύ. Εμείς θα μείνουμε με τα παιδιά. Αν γίνει κάτι βάλε μια φωνή" είπε η Εύη και η διπλανή της συμφώνησε.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, ξανά. Αυτά τα δευτερόλεπτα την έτρωγαν φριχτά πολύ. Ήθελε να τα βγάλει όλα γιατί ήξερε πως εκεί μέσα δεν ήταν ο πρώην άντρας της, αλλά ο αρχηγός μιας οργάνωσης.
Ήταν ο Άλφα.
Άνοιξε την πόρτα χωρίς προειδοποίηση. Μάλλον την περίμενε εκεί γιατί δεν ήταν ούτε κλειδωμένη.
"Σε περίμενα, μωρό μου" είπε ο Αποστόλης. Τον κοίταξε ευθεία μέσα στα μάτια που τόσο πολύ είχε αγαπήσει.
"Τι του έκανες;" ρώτησε χωρίς περιστροφές. Ήξεραν πολύ καλά και οι δύο για ποιον έλεγαν. Γέλασε απαλά, σαν να ήταν αφελείς.
"Γύρνα το κεφάλι σου" ένιωσα τα πόδια της να κόβονται. Πίσω από τον Άλφα ήταν ο Πέτρος με τον Στέφανο. Δεν την κοιτάζανε. Ένιωθαν ντροπή.
Γύρισε αργά και σταθερά το κεφάλι της. Και ήταν εκεί. Χτυπημένος, μέσα στα αίματα, στο πάτωμα, να χαροπαλεύει.
Έτρεξε κοντά του. Έπεσε άτσαλα δίπλα του, χτυπώντας τα γόνατα της. Έβαλε τα χέρια της στα δύο του μάγουλα και τον ανάγκασε να τον κοιτάξει. Ήταν έτοιμη να δακρύσει. Τι του έκανε;
"Συμεών" του είπε ταρακουνόντας τον. Άνοιξε λίγο τα μάτια του ζαλισμένος. "Συμεών μου, κοίτα με, σε παρακαλώ" Δεν την ένοιαζε αν την έβλεπε, δεν την ένοιαζε αν νευρίασε, ήθελε να σιγουρευτεί πως είναι καλά.
Προσπάθησε να μιλήσει αλλά, τον είχε χτυπήσει άσχημα στο στερνό, δεν μπορούσε να αναπνεύσει καλα. Του χάιδεψε απαλά το μάγουλο και του είπε να ηρεμήσει και πως όλα θα πάνε καλά.
Ψέμματα αγάπη μου, τίποτα δεν θα πάει καλά. Απλά σε θέλω εδώ, μαζί μου, ζωντανό.
"Συγκινητικό" έκανε ο Αποστόλης και η πρώην γυναίκα του γύρισε να τον κοιτάξει με μίσος. Το ύφος αυτό όμως κόπηκε μαχαίρι όταν είδε ένα όπλο στα χέρια του. Δεν έδειχνε προς αυτήν, μακάρι να το έκανε, αλλά προς τον Συμεών.
Εκεί συνειδητοποίησε πόσο καιρό έχασε μαζί του. Πόσο παραπάνω καιρό έπρεπε να ζήσει, να βρει την ευτυχία της στο άλλο της μισό. Και αυτό το μισό, όσο και να το πίστευε παλιά, δεν είναι ο Αποστόλης.
Έσφιξε τον Συμεών στην αγκαλιά της, δεν ήθελε να κλάψει τώρα, εδώ. "Αν πατήσεις την σκανδάλη, όλα θα τελειώσουν. Δεν πρόκειται να στο συγχωρήσω αυτό" Δεν είχε καταλάβει πως δεν ήταν η ώρα για απειλές.
Γιατί, πρώτη και τελευταία φορά, ο Αποστόλης την είχε στο χέρι. Από μια απλή κίνηση, μια απλή πίεση του δαχτύλου του, θα καθοριζόταν μια ζωή. Περισσότερο από μία.
Το γέλιο του ήχησε ηχηρά στον χώρο. Οι δύο φίλοι ακόμα δεν μπορούσαν να σηκώσουν το κεφάλι ψηλά. Αυτό το στέκι ήταν και θα είναι καταραμένο.
Έπρεπε να σκεφτεί κάτι γρήγορα από την στιγμή που όπλισε."Θα μείνω μαζί σου, αν δεν τον σκοτώσεις. Θα κλείσω το στόμα μου, δεν θα πω τίποτα σε κανέναν, δεν θα έχω μάτια για άλλον. Απλά σε παρακαλώ, μην το κάνεις" παρακάλεσε καθώς τον κοιτούσε μέσα στα μάτια.
Είναι καλή προσφορά. Θα μπορούσε να πει ναι, πως δέχεται αυτούς τους όρους. Μα, δεν πρόκειται να το κάνει.
Τον πονάει που την έχασε ολοκληρωτικά. Γιατί, αν ακόμα είχε κάποιο συναίσθημα για αυτόν πέρα από μίσος, δεν θα τα έλεγε όλα αυτά. Δεν θα παρακαλούσε να μην σκοτώσει τον εραστή της, ούτε να μείνει αναγκαστηκά μαζί του.
Είδε τον Συμεών να της σφίγγει το χέρι. Η Χρίστη γύρισε να τον κοιτάξει με το πιο γλυκό χαμόγελο που διατίθεται. Της ψιθύρισε στο αφτί "Κανόνισε να τα καταφέρεις. Κανόνισε να είσαι ευτυχισμένη μαζί με τα παιδιά σου. Σε αγαπάω" βούρκωσε αγχωμένη.
Δεν ήθελε να πεθάνει επειδή την αγάπησε. Δεν το άντεχε αυτό. Κανείς δεν πρέπει να πεθαίνει έτσι.
Και αυτό που την πόνεσε πιο πολύ είναι ότι δεν πρόλαβε να απαντήσει πως νιώθει το ίδιο. Δεν πρόλαβε να πει πόσο πολύ λυπάται που δεν κατάφεραν να ζήσουν την ζωή που τους άρμοζε.
"Αν δεν σε έχω εγώ δεν θα το κάνει κανείς" αυτή η φράση θα την κυνηγούσε για πάντα. Η σκανδάλη πατήθηκε αλλά δεν ακούστηκε τίποτα εξαιτίας του σιγαστήρα.
Ο Πέτρος και ο Στέφανος σήκωσαν το κεφάλι τους. Κοίταζαν την φίλη τους. Που είχε το πιο πληγωμένο βλέμμα. Δεν άφησε ούτε ένα δάκρυ να πέσει. Μόνο η καρδιά της έσπασε σε χίλια μικρά κομματάκια όταν τα ρούχα της βάφτηκαν με πορφυρό χρώμα και άφησε την τελευταία του πνοή στην αγκαλιά της.
Η δύο κοπέλες που περίμεναν απέξω, σαν να μυρίστηκαν την κατάσταση, έτρεξαν μέσα. Σταμάτησαν όμως απότομα στο θέαμα και η Εύη έπεσε στην αγκαλιά της Αθηνάς για να μην βλέπει. Δεν μπορούσε το αίμα βλέπεις.
Εκείνη την νύχτα δόθηκαν υποσχέσεις και κατάρες. Η Αθηνά αποφάσισε να διώξει από την εταιρία τον Αποστόλη, τουλάχιστον μέχρι να μπορεί να πάρει την θέση ο Άγγελος. Ήξερε πολλά και δεν μπορούσαν να τον διώξουν έτσι.
Ο Στέφανος υποσχέθηκε στην γυναίκα του πως θα φύγουν. Και το έκαναν μόλις τον Σεπτέμβριο. Ζήτησε μετάθεση θέσης από τον στρατό.
Όμως η Χριστιάννα έμεινε σε εκείνη την στιγμή, κολλημένη για πάντα. Να παίζουν αυτά τα δευτερόλεπτα σαν ταινία μέσα στο μυαλό της.
Έμεινε και πέθανε ένα κομμάτι μαζί της εκείνη την μέρα.
Βλέπεις πως η ιστορία επαναλαμβάνεται;
Βλέπεις πως άρχισαν όλα;
Γιατί ήθελαν την εταιρία και τα χρήματα της;
Γιατί αυτή η παρέα συνεχίστηκε και γενιές μετά;
Πήγαν το πτώμα μακρυά από εκεί. Αφαίρεσαν όλα τα δακτυλικά αποτυπόματα και άφησαν το όπλο στο χέρι του.
Μετά από εκείνη την μέρα τίποτα δεν ήταν το ίδιο.
Και η αστυνομία δήλωσε
"Όνομα: Συμεών Αθανασίου
Αιτία θανάτου: Αυτοκτονία"
Και κάπως έτσι η Λένα και ο Φάμπιο αποφάσισαν να πάρουν την λύτρωση, την δική τους και άλλων οικογενειών.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τ
ο ξέρω πως αυτά τα κεφάλαια δεν είχαν πολύ το ζευγάρι μας αλλά ΤΟ ΥΠΌΣΧΟΜΑΙ πως κάτι ετοιμάζω.
Σε κάτι κεφάλαια τελειώνει το βιβλίο και πραγματικά δεν μπορώ να το πιστέψω.
Το άρχισα 3 Ιουνίου του 2022 και δεν είχα ιδέα πόσο πολύ μπορεί να πάρει.
Έχω βέβαια πολλά βιβλία στα πρόχειρααααα
Αλλά τώρα που ξες μπορεί να έρθει ένα μεγάλο φινάλε😋😋
Ο καθένας θα πάρει τον δρόμο του. Μόνο αυτό θα πω εγώ
Φιλούμπεςςςς
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top