Πυροτεχνήματα-17
"Έλα βρε Ρελάκι μου ξες πόσο θέλω να πάμε στην ανάσταση" την παρακάλεσε η Αγάπη καθώς την έπαιρνε αγκαλιά από πίσω. Περπατούσε πέρα δώθε δυσανασχετόντας το Πάσχα.
Δεν είχε θέμα με καμία γιορτή ή οτιδήποτε. Απλά με το Πάσχα υπήρχε μια αντιπάθεια προς τα πυροτεχνήματα.
Ναι, είναι η κοπέλα που δεν θα πάει ανάσταση για αυτό. Σαν τα παιδάκια που ουρλιάζουν και κλαίνε ένα πράγμα. Μόνο που αυτή ούτε ουρλιάζει ούτε κλαίει.
Μισεί τον ήχο.
Εκείνη την ώρα την πιάνει ένα φριχτό άγχος. Αφήνει τα πάντα από τα χέρια της και από το μυαλό της και κλείνει τα αφτιά της.
Ψυχολογικό λέει η Δέσποινα. Της δημιουργήθηκε μετά τα δεκαοκτώ. Εδώ που τα λέμε πολλά τις δημιουργήθηκαν μετά την ενηλικίωση.
"Δεν υπάρχει περίπτωση. Όπως κάθε χρόνο θα πας με τον Βασίλη και με τους γονείς σου" της απάντησε απόλυτα.
Ω ναι. Τσακώνονται για αυτό. Ποιος άνθρωπος παρακαλάει τον άλλον να πάνε μαζί στην ανάσταση;
"Ναι αλλά δεν θέλω να σε αφήσω μόνη σου σπίτι" "και πάθεις τίποτα" ήθελε να της πει το δεύτερο, αλλά το κατάπιε. Πήγε να μιλήσει αλλά συνέχισε να μιλάει η φίλη της.
"Ελαααα Ρελάκι μου. Πόσο καιρό έχεις να πας με τον Παύλο που του αρέσουν τόσο; Τι θα κάτσεις μέσα στην κατάθλιψη άγιες μέρες;" της έτριψε την πλάτη μπας και την πείσει.
Ρελ την φώναζε. Το είχαν βγάλει όταν ήταν μικρές για γρηγοράδα. Έτσι κιόλας υπέγραφε η Μιρέλα πλέον. Το είχε αγαπήσει αυτό το όνομα.
"Ο Παύλος θα πάει με την νόννα"
"Ναι αλλά δεν θα θέλει και εσένα; Ο Άγγελος τι θα κάνει; Ο... Λάζαρος; Έτσι δεν τον λένε;" έκανε απανωτές ερωτήσεις. Να γιατί ταιριάζουν τόσο πολύ.
"Δεν ξέρω. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω. Ναι έτσι τον λένε" απάντησε στην κάθε μία ξεχωριστά. Η Αγάπη την κοίταξε λοξά.
Εκεινη την ώρα για καλή της τύχη, ο Βασίλης μπήκε μέσα στο σπίτι με ένα κουτάκι γλυκών. Ήξερε πως θα είναι εδώ οι φιλενάδες για αυτό είπε να το παίξει τζέντλεμαν.
"Τι κάνουν τα κορίτσια μου;" ρώτησε μόλις μπήκε μέσα και η Μιρέλα τον αγκάλιασε. Είχε αρκετό καιρό να τον δει είναι η αλήθεια.
"Εδώ η Αγάπη με τραβωλογάει στην ανάσταση" είπε και καλά παραπονεμένα ενώ πήρε το κουτί με τα γλυκά.
Κοκάκιααααααααα.
"Τι πάλι δεν θα έρθεις; Έλα μωρέ. Πες σε αυτόν τον Αλέξανδρο να πάτε μαζί"
"Ναι θα πω στον Αλέξανδρο" του απάντησε ειρωνικά. Το ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί ένα όνομα την εκνεύριζε.
"Μην τα φας όλα μωρή. Θέλω και εγώ" πήρε το κουτί από τα χέρια της η Αγάπη και άρχισε να τρώει και αυτή.
Ο Βασίλης τις κοίταζε έτσι οπως τσακωνόντουσαν και ένα πικραμένο χαμόγελο ξεπρόβαλε στα χείλη του.
Βλέπετε, ο Βασίλης και η Μιρέλα μετά από ο,τι έγινε και στην διάρκεια ήταν πολύ κοντά. Ήταν οι μόνοι που κράτησαν επαφές. Όταν ήρθε η Αγάπη επιτέλους Αθήνα τον γνώρισε.
Ε τώρα είναι μαζί δύο χρόνια.
Ήθελε και αυτός να περάσει όμως καλά με τον κολλητό του. Σπάνια περνούσαν ευχάριστα την ώρα τους. Θυμάται να φτιάχνουν αυτοσχέδια τσιγάρα μαζί.
"Εγώ λέω να πάμε όλοι μαζί. Θα έρθω το βράδυ να σε πάρω. Και με την ρόμπα θα είσαι, θα έρθεις!!" την απείλησε η κολλητή της και εκείνη ξεφύσησε.
Φυσικά και δεν μπορούσε να τις αρνηθεί. Έτσι και έλεγε όχι όντως θα την πήγαινε στην εκκλησία με την ρόμπα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που όντως έκανε ό,τι έλεγε.
"Ας πάμε έστω με στυλ" της έκλεισε το μάτι. Ω ήξεραν και οι δύο τι σήμαινε αυτό.
Τα αρχαία φορέματα που είχε καταχωνιάσει κάπου η Μιρέλα στην ντουλάπα της. Ήρθε η ώρα τους να λάμψουν και πάλι.
Αυτά ήταν κομμάτια από όλη την οικογένεια. Μπορεί να ήταν και τις προ προ προ γιαγιά της και η Μιρέλα τα είχε κάνει πιο σύγχρονα. Όταν είχε τουλάχιστον φαντασία.
Έχει εκατομμύρια τέτοια. Εβαζαν σπάνια όμως με την Αγάπη γιατί δεν ήταν για όλες τις περιστάσεις. Αλλά τώρα θα πάνε και θα φύγουνε. Ποιος θα πει τι; Χεστήκαμε κιόλας.
Η Αγάπη ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την μόδα αλλά όταν έβλεπε την Μιρέλα ένιωθε αυτόματα περηφάνια. Οπότε της άρεσε και να είναι το πειραματόζωο αλλά και να βγαίνουνε έξω μαζί έτσι.
[...]
Πρώτη φορά ο Άγγελος όντως της είπε πως θέλει να πάει ανάσταση. Περίμενε να πει πως δεν τον ενδιαφέρει και να κάτσουν σπίτι. Έκανε λάθος.
Από στιγμή σε στιγμή περίμενε την Αγάπη με τον Βασίλη και εκείνη δεν ήταν καν έτοιμη.
Είχε βαφτεί ελάχιστα, με ένα σχετικά έντονο κραγιόν στα χείλη. Το ρούχο ήταν που έκανε όλο το σύνολο να εκτοξευτεί.
Είναι σατέν πράσινο ανοιχτό, λαδί. Μπροστά και πίσω έχει κάποιες μικρές λεπτομέρειες που στο σκοτάδι μπορεί να λαμπίριζαν λίγο. Από μπροστά ήταν ένα απλό φόρεμα που άνοιγε σε άλφα γραμμή. Με τα κοψίματα του, το έντονο στολισμένο ντεκολτέ, αλλά αυτό που έκανε την διαφορά ήταν άλλο. Πίσω το ύφασμα άρχισε να καλύπτει από την μέση και κάτω. Στην πλάτη είχε να το δέσεις. Ήταν σαν αόρατος κορσές. Έπρεπε να το σφίξεις για να κάτσει ωραία το φόρεμα.
"Λάζαρεε!!" φώναξε από μέσα χωριά καμία απάντηση. Ξεφύσησε. Που είναι τώρα που τον χρειάζομαι.
"Μόλις έφυγε να πάρει την αδελφή σου. Έγινε κάτι;" μπήκε ο Άγγελος μέσα στο δωμάτιο χωρίς να φανταστεί πως ντύνεται. Μόλις την είδε γύρισε πλάτη.
"Θες βοήθεια;" πιο πολύ σαν να το διαπίστωσε ήταν πάρα ερώτηση.
"Αν μπορείς" του είπε όσο λιγότερο άβολα γινόταν. Ο Λάζαρος ήταν η τελευταία της επιλογή. Τον απέφευγε καπως τον Άγγελο μπορείς να πεις. Ενιωθε άβολα. Μπροστά του ένιωθε σαν κοριτσάκι λυκείου για κάποιο λόγο.
Γύρισε το κεφάλι του και την είδε γυρισμένη να κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη της ντουλάπας. Κρατούσε τα κορδόνια για να μην της πέσει το φόρεμα.
Πήγε κοντά της και πήρε τα κορδόνια από τα χέρια της. Μόλις του εξήγησε το σχέδιο άρχισε να τα 'πλέκει' έτσι όπως του είπε. Δεν ήταν δύσκολο. Αν εξαιρέσεις εκείνο το γλυκό άρωμα που έκαιγε τα ρουθούνια του.
Ανάπνεε ήρεμα. Περίμενε να είναι πιο επώδυνο είναι η αλήθεια. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε βάλει. Κοιτούσε το βλέμμα του μέσα από τον καθρέφτη και χαλάρωσε λίγο παραπάνω. Είχε αρκετό άγχος χωρίς λόγο. Για έναν χαζό φόβο.
Ακόμα της ήταν χαλαρό. Την κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη καθώς ετοίμαζε να σφίξει. Δεν ήθελε να την πονέσει.
Πήρε στα χέρια του περισσότερη κορδέλα και έσφιξε απότομα. Η Μιρέλα από το ξαφνικό έκλεισε τα μάτια της και η ζώνη που υπήρχε κάτω την κοιλιά της, την εκανε να κολλήσει την πλάτη της με το στερνό του. Ένας αηχός αναστεναγμός βγήκε από τα χείλη της.
Έκανε αμέσως ένα κόμπο σίγουρος πως δεν θα λυθεί.
Γλυκό και βαρύ άρωμα ενώθηκαν.
Τον κοιτούσε μέσα στα μάτια. Το σμαραγδί πάλευε με το συννεφιασμένο δικό του. Πόσο ήθελε τώρα να αρχίσει να της φιλάει τον λαιμό...
Το κουδούνι όμως είχε αλλά σχέδια.
"Η Αγάπη θα είναι" μουρμούρισε η Μιρέλα λες και δεν το ήξερε. Έφυγε από το δωμάτιο με όσο πιο σταθερό βήμα μπορούσε.
Άνοιξε την πόρτα με ένα χαμόγελο. Η κολλητή της την αγκάλιασε λες και είχε να την δει χρόνια. Μετά χαιρέτησε και τον Βασίλη.
Ο Άγγελος ήρθε αμέσως να χαιρετήσει. Τα περίεργα βλέμματα με τον Βασίλη ομως έδιναν και έπαιρναν. Είχαν ξαναδεί ο ένας τον άλλον στην εταιρία αλλά τώρα γιατί; Βέβαια οι δύο κοπέλες ήταν πολύ απασχολημένες για να τους δώσουν σημασία.
Αντάλλαξαν λαμπάδα η μία με την άλλη λες και ήταν ακόμα δέκα. Αλλά τι να κάνουμε. Τους ήταν συνήθειο. Όταν είχε πάει Θεσσαλονίκη έστελναν δώρα η μία στην άλλη.
Ο Αγγελος κοίταξε στιγμιαία το κινητό του. "Είναι ο Λάζαρος και η Γεωργία κάτω. Πάμε αν είναι" είπε και πήγε προς το δωμάτιο να πάει κάποια πράγματα.
Η Αγάπη πήγε στο μπάνιο να φτιάξει το κραγιόν της. Έμειναν οι δύο τους στο δωμάτιο. Ο Βασίλης την κοίταξε ανήσυχα.
"Θα είσαι εδώ;" την ρώτησε αμέσως για να μπει στο θέμα.
Εκείνη τον κοίταξε με απάθεια. "Ναι. Δεν πρόκειται να έρθω όμως. Τελείωσε για μένα"
"Είναι η μόνη σου ευκαιρία Μιρέλα να την δεις" προσπάθησε να την πείσει.
"Δεν θέλω. Και αν κάνει τίποτα στην ανάσταση τώρα; Δεν θέλω πολύ για να τα ξεράσω όλα" φώναξε ψιθυριστά.
"Ο,τι νομίζεις" της χάιδεψε απαλα την πλάτη. Δεν ήθελε να την πιέσει. Δεν ήταν ανάγκη κιόλας. Απλά έφτανε εκείνη η ημερομηνία. Και όπως κάθε χρόνο την ρωτούσε.
"Αντε πάμε" φώναξε η Μιρέλα δυνατά για να την ακούσουν και οι άλλοι. Κατέβηκαν όλοι μαζί κάτω.
Σε κάνα πεντάλεπτο θα έλεγε ο παπάς το "Χριστός ανέστη". Η Μιρέλα παρατηρούσε προσεκτικά τον Λάζαρο που είχε κολλήσει σαν βδέλλα πάνω στην Γεωργία.
Της ψιθύρισε κάτι στο αυτί και άρχισε να τον σπρώχνει μακρυά με ένα βλέμμα αποδοκιμασίας. Αναρωτιόταν τι ακριβώς είχε χάσει. Θα μάθαινε όμως που θα πάει.
"Μιρέλα!!" άκουσε μια παιδική φωνή από πίσω της. Γύρισε αμέσως χαμογελαστά να αγκαλιάσει τον αδελφό της. Δεν πίστευε πως θα έβλεπε την αδελφή του εδώ.
"Τι κάνεις Παύλο μου;" ρώτησε γλυκά καθώς τον σήκωσε στην αγκαλιά της. Πάλι καλά που ήταν ακόμα μικρόσωμος. Χαιρέτησε την γιαγιά της με ένα νεύμα.
"Άγγελε!" Δεν απάντησε στην ερώτηση της. Φαινόταν σε ποιον έχει αδυναμία ο μικρός. Ο πρώτος του τσίμπησε το μαγουλάκι καθώς τον πήρε από την αγκαλιά της Μιρέλας.
Η κοπέλα μούτρωσε. "Α έτσι είσαι;" πείραξε τον αδελφό της. Εκείνος την κοίταξε με γλυκά ματάκια που ήξερε πως θα υποχωρούσε.
"Είναι άντρας και με καταλαβαίνει!"
"Τι καταλαβαίνει μικρ- άντρα;"
"Δεν θα καταλάβεις εσύ" της είπε ο Άγγελος συνεχίζοντας την πλάκα. Η Μιρέλα κοίταζε και καλά θιγμένη.
"Καλά ας αφήσω τους άντρες να τα πούνε..." πριν φύγει ο αδελφός της της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Του χαμογέλασε και πήγε προς την Γεωργία που φώναζε έξαλλη στον Λάζαρο.
"Είμαστε σε εκκλησία" της μουρμούρισε και την τράβηξε προς το μέρος της. Αν τους έβλεπε κάποιος θα γελούσε με την κατάσταση τους.
Δεν έπαβε να είναι όμως η μεγάλη αδελφή.
"Ένα χαστούκι μόνο και μετά-"
"Και μετά θα γίνουμε θέαμα" της το κόψε. Κοίταξε μια τον Λάζαρο μια αυτόν. "Ηρεμα. Μην την πειράξεις και εσύ μην φωνάξεις!"
"Εντάξει μαμά" είπαν ομόφωνα. Τους κοίταξε δολοφονικά μέχρι που το έκοψε. Η καμπάνα άρχισε να χτυπάει σαν τρελή και τα πυροτεχνήματα άρχισαν.
Γιατί πάντα πρέπει να λένε το χριστός ανέστη πιο νωρίς;
Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Προσπαθούσε να μην κλείσει τα αφτιά της. Πλέον δεν την βοηθούσαν ούτε τα χρώματα ούτε ο Παύλος που χαιρόταν ούτε τίποτα.
Δάγκωνε νευρικά τα χείλη της και έξυνε τον λαιμό της που σίγουρα είχε κοκκινήσει.
Από μέσα της μέτραγε από το ένα έως όπου πάει. Είχε χάσει το μέτρημα ήδη έξι φορές και μόλις άρχισαν. Προσπάθησε να μην έχει κλειστά τα μάτια της για να μην της έρθουν αναμνήσεις.
Πολύ χαζό σκέφτηκε.
Ένα δύο τρία τεσ- ΑΑ σταματά να κάνεις μπαμ. Πάμε πάλι. Ένα δύο τρίτος πυροβολισμός. ΌΧΙ. Όχι όχι όχι. Έλα Μιρέλα διοικείς ολόκληρη εταιρία και κολλάς σε πέντε χρώματα στον ουρανό; Ξεκινά πάλι. Μην σκέφτεσαι έτσι. Ενα δύο τρία τέσσερα...
Δεν το είχε καταλάβει αλλά είχε κλείσει τα μάτια της. Μετρούσε δυνατά και δεν άκουγε κανέναν γύρω της. Ήταν μόνο αυτό και αυτή.
Το άρωμα του ήρθε κατευθείαν στα ρουθούνια της. Τα δάχτυλα του τυλίχθηκαν γύρω από τα χέρια της. Κάτι της ψιθύριζε αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι.
Κάθισε ακριβώς μπροστά της. Μα τι προσπαθούσε να κάνει;
Προσπαθούσε να βλέπει μόνο αυτόν. Να ηρεμήσει και να πάρει το βλέμμα της από οπουδήποτε αλλού.Ένιωθε πως δεν μπορούσε να ανασάνει και τα χέρια της έτρεμαν. Όχι από το κρύο που δεν είχε.
Ηρέμησε Μιρέλα. Μην πάθεις κρίση πανικού μες την εκκλησία. Μέτρα είπαμε. Ενα... δεν- δεν ξέρω που είχα μείνει. Τι είναι μετά; Γιατί είναι μπροστά μου ο Άγγελος; Α μου χαμογελάει. Δεν το κάνει συχνά.
Υπάρχουν φώτα παντού. Λογικά είναι οι λαμπάδες; Η δικιά μου που είναι; Δεν μπορώ να γυρίσω το κεφάλι μου. Αρχίζω να κοιτώ γύρο μου ανήσυχη. Δεν μου αρέσει αυτό το συναίσθημα.
Αρχίζει να με πονάει το κεφάλι μου από το θόρυβο. Ο Άγγελος μπροστά μου φαίνεται ανήσυχος. Έχει έρθει και η Γεωργία δίπλα του. Γιατί με κοιτάνε έτσι;
Ο πονοκέφαλος άρχισε να με παραλύει. Όχι όχι όχι. Αρχίζουν να μαυρίζουν όλα. Είναι όλα θολά. Μα μιλάω γιατί δεν με ακούνε;
Το τελευταίο που θυμάμαι είναι τον Άγγελο να με πιάνει λίγο πριν πέσω στο πάτωμα.
Μετα είναι όλα μαύρα.
Ωχ ένα φως.
Ανοιξα την πόρτα από όπου προήλθε. Δεν είναι σκοτάδι πλέον. Ναι αλλά δεν είναι ούτε φωτεινά. Βλέπω όμως τις λεπτομέρειες του μέρους.
Είναι η αποθήκη, το στέκι. Έχω να έρθω εδώ πολύ καιρό. Από τα δεκαοκτώ μου συγκεκριμένα. Είναι όλα όπως τα θυμάμαι.
Ναι αλλά δεν είναι κανείς εδώ. Πάντα υπήρχε έστω ένα άτομο. Τουλάχιστον από όταν ερχόμουν παλιά. Δεν με άφηναν να έχω κλειδιά.
Είχε την πόρτα του μπάνιου. Εκεί που μου έβαψαν τα μαλλιά. Την άνοιξα αλλά βρέθηκα στο σπίτι. Πάντα μου άρεσε το ποσό ωραίο φαινόταν απέξω.
Είναι απλό όπως τότε. Μυρίζει το άρωμα μου σε όλο το σπίτι. Αηδιάζω. Η πόρτα συνεχίζει και υπάρχει εκεί κάτω. Την αγνοώ όμως. Δεν θέλω να πάω εκεί.
Οι σκάλες οδηγούν στον πάνω όροφο που είναι και το κανονικό σπίτι. Τραγικό λίγο ε; Πάνω να μένουν άνθρ- τέρατα και δύο ορόφους πιο κάτω να σκοτώνουν και να βασανίζουν.
Άκουγα θόρυβο από πάνω. Άκουγα εμένα. Άκουγα τις φωνές μου. Φώναζα. Και το χειρότερο είναι πως ξέρω γιατί.
Ανέβηκα πάνω και άνοιξα την πόρτα του δωματίου του.
Δεν με έβλεπαν. Αυτός δεν με είχε πάρει χαμπάρι. Νομίζω ούτε μπορούσε να με δει.
Τα τότε κόκκινα μαλλιά μου είχαν ξεχυθεί στο μαξιλάρι. Επνιγα τις φωνές μου δαγκώνοντας το. Έπρεπε να είμαι ήσυχη.
Πόσο ηλίθια.
Το στομάχι μου είχε ήδη σφιχτεί. Η μάσκαρα έτρεχε στα μάγουλα μας και το στόμα μου είχε ξεραθεί.
Με κοιτάω.
Έβλεπα να μου ρουφάει την ζωή πάλι.
Και εγώ;
Για άλλη μια φορά καθόμουν και τον κοίταζα.
Δεν αντέχω άλλο. Δεν μπορώ να το βλέπω.
Όμως δεν μπορώ να κουνηθώ.
Η Μιρέλα του παρελθόντος γύρισε να με κοιτάξει. Τα μάτια της ήταν κόκκινα. Τα μαλλιά της όσο χρώμα και να είχαν φαινόντουσαν θαμπά. Τα μάτια της είχαν πάρει το χρώμα του.
Με είχε κάνει κομμάτι του.
Ούρλιαξα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top