Πριγκίπισσα-11
Η ώρα κόντευε εφτάμιση και η Μιρέλα ήταν ήδη ξύπνια διαβάζοντας στο κινητό της. Δεν της κολλούσε και πολύ ύπνος. Είχε τον καφέ στο χέρι καθώς έφτιαχνε και άλλο για τον Άγγελο.
Έβγαλε την κούπα του και έβαλε τρεις κουταλιές ζάχαρι. Έριξε τον καφέ, ανακάτεψε καλά, και τον άφησε πάνω στον πάγκο. Ούτε αυτός είχε κοιμηθεί ήταν στο γραφείο του από τις έξι.
Η πόρτα άνοιξε και ο άντρας κατευθυνόταν προς την κουζίνα. Μόλις την είδε σήκωσε το φρύδι του. Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενε να την δει εκεί, ήταν πολύ πρωί για αυτήν.
"Καλημέρα" της είπε και κοίταξε τον καφέ μπροστά του. "Για μένα;" του ένευσε θετικά χωρίς να τον βλέπει. Την ευχαρίστησε αλλά πριν προλάβει να πιει μια γουλιά η κοπέλα ξέσπασε σε γέλια.
Την κοίταξε περίεργος. Έχει όρεξη η Μιρέλα πρωί πρωί; Και γελάει κιόλας;
"Τι έπαθες;" την ρώτησε καθώς προσπαθούσε να συγκρατήσει τα γέλια της.
Καθάρισε τον λαιμό της πριν μιλήσει.
"Μετά την προηγούμενη συνάντηση τους το ζευγάρι, ξαναβγήκε δημόσια! Πήγαν πάλι σε συνάντηση με τον Κωνσταντίνο Ευθυμίου. Άραγε μήπως έρχεται μια συνεργασία;
Το πιο συναρπαστικό είναι πως έδωσαν φιλί. Δημόσια!! Κι όμως, πολλοί δεν τους πίστευαν αλλά αυτή η σχέση είναι αληθινή!
Φωτογραφίες θα βρείτε από κάτω" απάγγειλε η Μιρέλα με την πιο δημοσιογραφική φωνή της.
"Συναρπαστικό" μουρμούρισε ο Άγγελος ειρωνικά καθώς έπινε τον καφέ του. Είχε ηρεμήσει από χθες το βράδυ. Στο κάτω κάτω ήταν απλά ένας ρόλος.
"Τουλάχιστον μας πίστεψαν" χάρηκε η Μιρέλα που έπιασε το σχέδιο της. Ο Άγγελος την κοίταξε βαριεστημένα. Δεν είχε κοιμηθεί σχεδόν καθόλου. Δεν είχε όρεξη.
"Μην είσαι κατσούφης. Δεν φταίω εγώ που δεν έχεις ιδέες-" πήγε να τον βρίσει μέχρι που το τηλέφωνο της την διέκοψε. Ποιος ήταν τέτοια ώρα;
Το πήρε στα χέρια της. "Νόννα" έγραφε το κινητό και χτυπούσε σαν τρελό. Καμία φορά την έπαιρνε τηλέφωνο είτε πρωί είτε μεσημέρι. Συχνά ήθελε βοήθεια με τον μικρό στο σχολείο μιας και δεν ήξερε άπταιστα ελληνικά. Έσυρε το δάχτυλο της στο προς το πράσινο και το έβαλε στο αυτί της.
"Έλα γιαγιά καλημέρα-"Δεν πρόλαβε καλά καλά να μιλήσει και την άκουσε να μιλάει γρήγορα στα ιταλικά. Δεν τα έπιανε πολύ καλά αυτά τα γρήγορα της. Έπιασε να βρίζει θεούς και δαίμονες και γενικώς να σιχτιρίζει.
"Ci credete?" Το πιστεύεις; Την ρώτησε μετά από όλο αυτό το παραλήρημα. Η Μιρέλα δεν είχε καταλάβει τίποτα. Κατάπιε το να την ειρωνευτεί και είπε να κάνει μια προσπάθεια για σοβαρή συζήτηση.
"Τι έγινε ακριβώς;" την ρώτησε και έκατσε πάνω στο τραπέζι. Άλλο που ο Άγγελος την κοιτούσε δολοφονικά.
"Απαιτώ ο Παύλος να αλλάξει σχολείο" είπε με απόλυτη σοβαρότητα που έκανε την Μιρέλα να κοιτάξει το κινητό της άλλη μια φορά για να δει αν μιλάει σωστά.
"Γιατί;"
"Perché? Γιατί η δασκάλα θέλει να μας καλέσει την πρόνοια!" φώναζε σαν να μην το πίστευε.
"Κατσε κάτσε. Δεν καταλαβαίνω. Τι εννοείς;" ο Άγγελος σήκωσε το φρύδι του με την αναστάτωση της.
"Ναι! Λέει το παιδί δεν γίνεται να μεγαλώνει σε μια ιταλόφωνη οικογένεια! Ισχυρίζεται πως ο μικρός δεν μεγαλώνει πλέον σωστά. Πως δεν έχει την σωστή παιδεία μέσα στο σπίτι!"
"Περνάω απο εκεί. Θα πάω εγώ τον μικρό σχολείο" έκλεισε το τηλέφωνο.
ΤΟΣΟ ήθελε για να τα πάρει στο κρανίο. Ήξερε πως στο σχολείο ο μικρός τα πάει καλά. Η Νόννα πάντα τον βοηθούσε όσο μπορούσε. Εντάξει μπορεί πλέον να μην ήταν όπως παλιά. Δεν ξέρει άπταιστα ελληνικά αλλά από ο,τι έχει ελέγξει η Μιρέλα δεν είχε κατέβει σχεδόν καθόλου. Ήταν έξυπνο παιδί.
Πήγε γρήγορα στο δωμάτιο της για να βάλει τις γόβες. Ήξερε πως σήμερα θα πέθαινε αλλά έτσι έπρεπε. Κοιτάχτηκε μια γρήγορη στον καθρέφτη. Τουλάχιστον το σοβαρό το ύφος το είχε. Βγήκε φουριόζα. Ακουσε εκεί.
"Να σε πάω;" την ρώτησε ο Άγγελος χωρίς να ζητάει εξηγήσεις από το τι έγινε. Από την στιγμή που της πείραξαν τον αδελφό της θα γίνει χαμός.
"Δεν χρειάζεται" απάντησε φορώντας το παλτό της. Ο άντρας την έγραψε κανονικότατα και πήρε και τα κλειδιά του αμαξιού. Την έβαλε με τα χίλια ζόρια στο αμάξι. Δεν θα την άφηνε τώρα να πάρει λεωφορείο.
Έπαιρνε τηλέφωνα από εδώ και εκεί στην εταιρία για να ανακοινώσει πως θα αργήσει. Τα άκουσε και στο τηλέφωνο για το φιλί το προηγούμενο βράδυ. Δεν είχε ώρα όμως για αυτά. Είπε πως θα τα πούνε από κοντά στον Βλάση και το έκλεισε.
Φυσικά και δεν είπε τον πραγματικό λόγο στους συναδέλφους εκτός από την Αγάπη. Είπαμε οι μισοί νομίζουν πως είναι αρραβωνιασμένη, ας μην έχει και τα οικογενειακά της μέσα. Πως οι γονείς της πάντα τα κατάφερναν τόσο καλά;
Το αμάξι σταμάτησε ακριβώς απέξω από την πολυκατοικία στην Καστέλα. Βγήκε έξω μαζί με τον Άγγελο και περίμεναν τον μικρό να κατέβει.
Ο Παύλος μόλις τους είδε ενθουσιάστηκε. Είχε καιρό να πάει με την αδελφή του σχολείο! Μόλις τον είδε να κατεβαίνει από τις σκάλες πεταξε ένα χαμόγελο.
Βέβαια ο μικρός δεν το εκτίμησε και πολύ γιατί μόλις άνοιξε την πόρτα πήγε πρώτα στον Άγγελο. Ο οποίος κιόλας τον σήκωσε στην αγκαλιά του.
"Που είσαι μικρέ" του είπε χαλόντας του την καούκα. Ε δεν το πιστεύω αυτό σήμερα. Μάλλον είχε χάσει κάτι. Γιατί αυτό το χαμόγελο δεν το είχε ξαναδεί πάνω στον Άγγελο.
Το προσπέρασε και μπήκαν όλοι μαζί στο αμάξι. Ο Παύλος σε όλη την διαδρομή έλεγε τα νέα του και κυρίως για το σχολείο. Η Μιρέλα νευρίαζε ακόμα πιο πολύ, οχι με αυτόν αλλά με την δασκάλα. Αφού το ακούει το παιδί φέρνει εννιά και δέκα, τι πρόβλημα έχει αυτή;
Από ό,τι είπε ο μικρός η δασκάλα ήταν καλή. Αυστηρή μερικές φορές ιδικά σε αυτόν αλλά προσπάθησε να το αποδεχτεί. Στο κάτω κάτω όλες οι δασκάλες δεν είναι αυστηρές; Αλλά γιατί ιδικά σε αυτόν;
Μπήκαν μέσα στο σχολείο στην ώρα τους ακριβώς. Άφησαν τον μικρό να πάει στην τάξη του όσο αυτοί πήγαιναν στο γραφείο καθηγητών. Η Μιρέλα χτύπησε απαλά την πόρτα.
"Καλημέρα και συγνώμη που ήρθα απροηδοποίητα αλλά θα ήθελα να μιλήσω με την δασκάλα του Παύλου Τριανταφυλλίδη" απευθύνθηκε σε μια γλυκιά κυρία που καθόταν στο γραφείο.
"Μισό λεπτό να την φωνάξω" της ειπε ευγενικά πηγαίνοντας να κάνει αυτό που είπε.
"Θες να έρθω μαζι σου;" την ψιθύρισε ο Άγγελος στο αφτί.
"Αν ακούσεις φωνές μόνο μπες μέσα" του είπε χωρίς να τον κοίτα.
Μία ψηλόλιγνη γυναίκα ερχόταν μάλλον από την τάξη προς το μέρος της. Τα γυαλιά της ήταν στερεωμένα στο κεφάλι της αποτρέποντας τις τουφες των μαλλιών της να πάνε στα μάτια της.
Δεν της χαμογέλασε καν και της έκανε νόημα να πάνε στο γραφείο να τα πουν. Έτσι και αλλιώς δεν ήταν κάποιος άλλος. Ο Άγγελος ήξερε από τώρα ότι θα μπούκαρε μέσα. Δεν του γέμιζε πολύ το μάτι.
Έκλεισε την πόρτα πίσω της και μόλις γύρισε το κεφάλι είδε την δασκάλα να την κοιτάει ειρωνικά. Πέταξε ένα χαμόγελο για να μην τις ακούσουν πρωί πρωί.
"Καθίστε" έκανε αυτό που της είπε χωρίς να πει κάτι.
"Έμαθα πως υπάρχει πρόβλημα με τον Παύλο" η δασκάλα κάθισε καλύτερα στην θέση της και καθάρισε τον λαιμό της.
"Ναι υπάρχει"
"Το οποίο είναι;"
"Ελάτε τώρα. Δεν γίνεται ένα παιδί να μεγαλώνει με την γιαγιά του η οποία δεν ξέρει και καλά ελληνικά" το στόμα της έσταζε ειρωνεία.
"Δεν καταλαβαίνω. Οι βαθμοί του δεν έχουν αλλάξει καθόλου. Και από ότι μου είπαν μια χαρά λειτουργικό είναι και στο μάθημα. Ούτε φασαρία δημιουργεί ούτε τίποτα" κράτησε την ευγένεια της. Δεν ξέρει για πόσο ακόμα βέβαια.
"Το θέμα μας είναι πως το περιβάλλον που μεγαλώνει δεν είναι καλό. Που ξέρω εγώ τι μπορεί να του λένε στο σπίτι; Η κηδεμόνας του χριστιανή είναι; Δεν νομίζω. Οπότε το παιδί μπορεί κάλλιστα να μην είναι ούτε αυτό"
"Συγνώμη;" Δεν πίστευε στα αυτιά της. Ναι είχε συναντήσει ρατσισμό. Όχι σε μεγάλο βαθμό αλλά είχε. Αυτό όμως την είχε φέρει στα όρια της."Το όνομα του είναι Παύλος. Είναι ελληνικό. Έχει βαπτιστεί κανονικά. Δεν καταλαβαίνω αυτό που σας ενοχλεί στο μάθημα σας"
"Ο κηδεμόνας του όμως; Το παιδί πρέπει να μεγαλώνει σωστά. Με μια Ιταλίδα πως γίνεται αυτό;"
"Κυρία μου σας λέω πως-"
"Έχει χαρτιά; Πως μένει εδώ;"
"Στην Ελλάδα γεννήθηκε ο Παύλος! Η γιαγιά μου ξέρει ελληνικά, έχει χαρτιά, δεν σας καταλαβαίνω!"
"Δεν γίνεται το παιδί να μην μεγαλώνει με τους γονείς του. Ιδικά αν οι νέου του κηδεμόνες δεν είναι Έλληνες. Είναι λάθος! Και δεν με νοιάζει το επίθετο και οτιδήποτε κουβαλάει από πίσω!" ήθελε να κλάψει από τα νεύρα της.
Δεν πρόλαβε να μιλήσει. Εδώ που τα λέμε πάλι καλά γιατί θα άρχισε να βρίζει τους ίδιους θεούς και δαίμονες όπως η γιαγιά της το πρωί. Μπούκαρε μέσα ο Άγγελος. Είπαμε, πολύ είχε κρατηθεί. Δεν μπορούσε να ακούει κάποιον να μιλάει έτσι, ιδικά σε μια κοπέλα που δεν της έχει κάνει τίποτα μόνο και μόνο για την καταγωγή!
"Δεν καταλαβαίνω δεσποινίς μου πως γίνεται μια γυναίκα η οποία είναι δασκάλα, έχει τόσα χρόνια μαζί με γονείς και μαθητές, να έχει τόσο οπισθοδρομικές απόψεις. Ιδικά όταν πρόκειται για θρησκεία και καταγωγή. Όταν σας φέρνουν παιδάκια από πόλεμο τα αντιμετωπίζεται με αγάπη όπως πρέπει ή τους κρίνετε;"
Μίλησε απόλυτα σοβαρά, τόσο πολύ που έκανε την Μιρέλα να γυρίσει να τον κοιτάξει παραξενεμένη. Η δασκάλα τον κοίταξε έντονα στα μάτια προσπαθώντας να κρύψει πως ένιωθε άβολα.
"Εσείς κύριε μου ποιος είστε και μπαίνετε με το έτσι θέλω εδώ μέσα;"
"Άγγελος Ανδρέου" της έτεινε το χέρι του. "Ο μέλλον σύζυγος της Μιρέλας" συνέχισε με το ένοχο χαμόγελο να σχηματίζεται στο πρόσωπο του.
"Και αυτό σας κάνει να μπαίνετε μέσα χωρίς να χτυπάτε;" το στόμα της έσταζε για άλλη μια φορά ειρωνεία. Για κακή της τύχη θα της το κόψει.
"Όπως κάνει εσάς να μιλάτε άσχημα και να φέρεστε ρατσιστικά σε μια κοπέλα που δεν σας έχει κάνει τίποτα"
"Εγώ, ρατσίστρια; Δεν είπα τίποτα τέτοιο! Απλά έλεγα τους βασικούς κανόνες που θα πρέπει να έχει ένα σπίτι" δικαιολόγησε τον εαυτό της θιγμένη.
"Βασικούς κανόνες; Δεν ξέρω αν λέει κάπου πως πρέπει μια οικογένεια να πιστεύει όλοι στον ίδιο Θεό ή να είναι όλοι από την ίδια χώρα"
"Αυτά είναι τα βασικά αλλιώς το παιδί δεν μπορεί να μάθει σωστά-"
"Να μάθει σωστά τι; Παιδεία; Παιδεία έχουν πολλές χώρες πολύ καλύτερη από εμάς. Μάθηση; Εγώ βλέπω όλα τα παιδιά να προσπαθούν. Τώρα αν εσείς τους ξεχωρίζετε είναι δικό σας θέμα"
Δεν απάντησε.
"Πολύ καλά. Τότε δεν νομίζω πως έχουμε κάτι άλλο να πούμε. Καλή συνέχεια" πάντα του άρεσε να έχει τον τελευταίο λόγο. Ήταν η ενοχή απόλαυση του. Μόλις την είχε αποστομώσει μόνο με λέξεις.
Πήρε την Μιρέλα, η οποία έδειχνε χαλαρή αλλα δεν ήταν, από το χέρι καθώς έβγαιναν έξω από το γραφείο και αμέσως μετά έξω από το χώρο του σχολείου. Ο Άγγελος από την άλλη ίσα ίσα. Έβαλε την δασκάλα στην θέση της. Έστω για λίγο.
"Σε ευχαριστώ"
Ημερολόγιο
1/11/16
Η Μιρέλα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και σκεφτόταν ό,τι είχε γίνει κυριολεκτικά κάτι ώρες πριν. Δέκα εννιά συγκεκριμένα.
Πρώτα από όλα, είχε τύψεις. Τύψεις που ήταν η Μαρίνα μαζί της. Τύψεις για τον τύπο που χτύπησε. Τύψεις για τα ψέματα που θα χρειαστεί να λέει σε όλους. Τύψεις για την ντροπή που θα φέρει στην οικογένεια της αν μαθευτεί οτιδήποτε.
Πως κατάφερε και μπλέχτηκε έτσι από την μία ώρα στην άλλη;
Και το χειρότερο; Όλη αυτή η αδρεναλίνη νε μεν της άρεσε. Όχι σε αυτόν τον βαθμό! Αλλά ήταν μια απόλαυση να φεύγει από το φυσιολογικό.
Ακόμα χειρότερο ήταν πως είχε αρχίσει να τρέφει συναισθήματα για αυτόν που της δημιουργούσε όλα αυτά. Και όχι φιλικά.
Που σκατά έμπλεξα. Γιατί σε εμένα; Γιατί τώρα;
Ήθελε την Αγάπη. Πως θα της τα εξηγούσε όλα αυτά; Δεν μπορούσε να της τα πει όμως. Έπρεπε να μείνει σε άγνοια. Εντάξει, πόσο δύσκολο μπορεί να είναι;
Η Αγάπη βέβαια πάντα ήταν το στήριγμα της. Ο,τι και να γινόταν αυτή το μάθαινε αμέσως. Βέβαια, φυσικά και είχε την Μαρίνα. Την έβλεπε και αυτή σαν στήριγμα αλλά με την Αγάπη γνωρίζονται από τότε που κυριολεκτικά γεννήθηκαν.
Αν και πλέον αγαπούσε πολύ την Μαρίνα. Ήταν σαν μια άλλη πλευρά. Η ντροπαλή πλευρά. Η αντικοινωνική. Κάτι διαφορετικό από αυτήν.
Το κινητό της αναβόσβησε. Είχε έρθει ένα μήνυμα από άγνωστο αριθμό.
Σε 10 να είσαι στο στέκι. Σου στέλνω διεύθυνση.
Δεν χρειάστηκε πολύ ώρα για να καταλάβει ποιος ήταν. Ούτε καν αναρωτήθηκε που ήξερε το νούμερο της. Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά και σηκώθηκε όρθια. Σουλωπόθηκε όπως όπως και έβαλε τα παπούτσια της.
Καθώς πήγε να βγει έξω από το σπίτι η φωνή του πατέρα της την σταμάτησε.
"Που πας;"
"Στην Μαρίνα"
"Νωρίς σπίτι"
"Ναι μπαμπααα" τράβηξε το τελευταίο φωνήεν και άνοιξε την πόρτα. Κοίταξε την διεύθυνση και ήξερε από τώρα πως θα χαθεί.
Το στέκι, όπως το έλεγαν, ήταν μέσα σε στενάκια. Κάπου που η Μιρέλα δεν πολύ πήγαινε. Ξεφύσησε.
Αποφάσισε να αυτοσχεδιάσει. Δηλαδή; Δηλαδή όπου νόμιζε πως ήταν.
Μπορεί να της πήρε είκοσι λεπτά αλλά τα κατάφερε. Χτύπησε την πόρτα απαλά. Της άνοιξε ο Ηλίας νεθριασμενα.
"Οταν σου λέω μια συγκεκριμένη ώρα δεν θα αργείς" είπε κοφτά αλλά η Μιρέλα το προσπέρασε. Μπήκε μέσα στο στέκι. Καλά σαν στούντιο είναι. Είναι καθαρό-ευτυχώς-και είχε ένα καναπέ γύρω γύρω στον τοίχο. Το τραπεζάκι ήταν στην μέση. Δίπλα είχε ένα ψυγείο και πάνω ήταν στερεωμένη μια τηλεόραση. Λίγο πιο δίπλα είχε και μια πόρτα.
Πάνω στο τραπεζάκι είδε μια ταυτότητα και βαφές. Κόκκινες βαφές. Όχι τζιντζερ αλλά κόκκινο σκούρο. Της φωτιάς που λένε.
"Πες μου πως δεν θα μου κάνεις τα μαλλιά κόκκινα" πιο πολύ σαν παρακαλητό ακούστηκε.
"Είσαι έξυπνη κοπέλα" απάντησε ειρωνικά καθώς πήρε την βαφή στα χέρια του. Της έκανε νόημα να πάει στο μπάνιο. Λογικά ήταν αυτή η πόρτα.
"Ναι, δεν υπάρχει περίπτωση" δήλωσε απόλυτα.
"Δεν σε ρώτησα. Είτε θες είτε όχι θα γίνεις κοκκινομάλλα" είπε επίσης απόλυτα.
"Θα σε σκοτώσουν οι γονείς μου αφού πρώτα σκοτώσουν εμένα"
"Δεν με ενδιαφέρει. Δεν βάζεις εσύ τους κανόνες. Συγγνώμη αλλά εδώ δεν είσαι η Μιρέλα Τριανταφυλλίδη, η πριγκίπισσα του κόσμου, οπότε σκασε και πανε στο μπάνιο"
Σήκωσε το φρύδι της. Δεν της άρεσε να της μιλάνε έτσι. Όχι επειδή είχε εξουσία όπως έλεγαν. Ήταν θέμα σεβασμού προς το άλλο άτομο. Το κατάπιε όμως και πήγε.
Ο Ηλίας πήρε τις βαφές και πήγε στο μπάνιο μαζί της. Ε ρε που κατάντησε. Να βάφει και μαλλιά τώρα.
"Γιατί κόκκινα;" ήταν η μόνη ερώτηση που την έκαιγε.
"Γιατί αυτή την περούκα είχαμε εκείνη την ώρα, οπότε αυτή σου βάλαμε. Τώρα θα υποστείς το κόκκινο" τον είχε κυριολεκτικά νευριάσει. Όλο ερωτήσεις ήταν.
Μόλις μπήκε και αυτος μέσα στο μπάνιο μίλησε.
"Βγάλε την μπλούζα σου" της είπε μιας και θα γινόταν χάλια το φούτερ της.
"Τι; Γιατί; Οχι!" αμέσως καλύφθηκε χωρίς λόγο.
"Δεν έχω ολη μέρα" είπε χάνοντας την υπομονή του. Του την έδινε που κάθε φορά είχε και μια αντίρρηση.
"Δεν βγάζω την μπλούζα μου!"
Ξεφύσησε. Εκείνος φορούσε κοντομάνικο. Είχε και μια αλλαξιά εδώ. Έβγαλε την μπλούζα του αφήνοντας εκτεθειμένο το σωμα του που για δεκαπεντάχρονο ήταν πολύ γυμνασμένο και ογκόδες.
Η Μιρέλα προσπάθησε να μην δείξει πως έγινε ένα με την βαφή.
"Βάλε αυτό" της το έδωσε και γύρισε το κεφάλι του μέχρι να το βάλει. Έβγαλε γρήγορα γρήγορα την μπλούζα της και έβαλε την δικιά του.
Την έβαλε να κάτσει πάνω στο μάρμαρο της μπανιέρας. Είχε πλάτη σε αυτόν και κοίταζε τον τοίχο. Δεν άντεχε να κοιτάει όμως μόνο τον τοίχο όση ώρα της εβαφε το μαλλί με το ζόρι. Προσπάθησε να αποβάλει το άγχος από το τι έχει να γίνει σπίτι της.
"Να σε ρωτήσω κάτι;"
"Ρώτα" απάντησε καθώς άπλωνε το κόκκινο χρώμα στο μαλλί της. Ήξερε τι έκανε; Ούτε καν.
"Γιατί Σάρα;" είχε παγώσει. Η φωνή της ευτυχώς δεν το έδειχνε αλλά και η κρύα βαφή δεν βοηθάει με το κοντομάνικο.
"Εκείνο μου ήρθε εκείνη την στιγμή"
"Πάντως όσο και να λες πως πλέον δεν είμαι η Μιρέλα Τριανταφυλλίδη το Σάρα σημαίνει πριγκίπισσα" είπε πειραχτηκά.
"Ναι αλλά εσύ θα είσαι η Σταχτοπούτα"
"Θα έπρεπε να γελάσω;"
"Αν δεν το βουλώσεις θα πετάξω την βαφή πάνω σου"
Μόλις τελείωσαν με το βάψιμο των μαλλιών και την Μιρέλα έτοιμη να κλάψει. Θα την σκότωναν κυριολεκτικά οι γονείς της.
"Λοιπόν" άρχισε να λέει ο Ηλίας καθώς κοιτούσε την ταυτότητα."Σε λένε Σάρα Σωτηροπούλου, δεν έχεις αδέλφια, η μητέρα σου είναι από την Αγγλία και ο πατέρας σου Έλληνας. Αν σε ρωτήσουν να πεις κάνα δυο λόγια βρες εκείνη την ώρα. Είσαι δεκαπέντε και έχετε τα ίδια γενέθλια. Είσαι παντού γραμμένη εκτός από το σχολείο σαν Σάρα. Σε όλους έτσι θα απευθύνεσαι από εδώ και πέρα. Έχεις απόλυτη ασφάλεια για να μην το μάθουν οι γονείς σου"
Ένευσε θετικά το κεφάλι της για να δείξει πως κατάλαβε.
"Τώρα για τα μαλλιά σου. Θα τα έχεις ίσια κάθε μέρα. Όχι αυτό το σπαστό. Η περούκα δεν ήταν έτσι. Θα βάφεσαι έντονα. Και τα ρούχα σου. Θα προτιμούσα να είναι κάτι πιο απλό. Σκούρα χρώματα"
"Τι; Οχ-" την αγνόησε και συνέχισε να μιλάει.
"Το Αφεντικό τον λένε Άλφα. Τους άλλους δύο που είδες το προηγούμενο βράδυ τους λένε Μπεν και Γιώργος. Τα υπόλοιπά θα τα μάθεις στην πορεία"
Την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω."Έχεις κάνει ποτέ άθλημα;"
"Ναι, στα πέντε μου έκανα τέσσερις μήνες μπαλέτο"
"Πολύ έκανες και εσύ, λογικά κουράστηκες" την ειρωνεύτικε. Τώρα είχε και να της κάνει γυμναστική για ενδυνάμωση αλλά και να την μάθει να παλεύει. Όλα αυτά μέσα σε λιγο χρονικό διάστημα. Θα τους πει πόσο ο Άλφα.
"Κάνε εσύ μπαλέτο με Ρωσίδα δασκάλα και θα σου πω εγώ"
"Από Δευτέρα θα έρχεσαι εδώ κάθε μέρα. Θα σου πω εγώ κάποιες συγκεκριμένες ώρες. Θες γυμναστική για να μείνεις εδώ"
"Τι κάθε μέρα; Δεν πρόκειται. Οι γονείς μου, άσε που θα με σκοτώσουν για το μαλλί, δεν παίζει. Θα με κλειδώσουν μέσα" Δεν είχε και άδικο. Ήδη η ώρα είχε περάσει και με το μαλλί.
"Αδιαφορώ. Άλλες τις πάμε για σωματεμπόρειο. Θα έπρεπε να χαίρεσαι που μπήκες στην ομάδα" με την χαλαρότητα που το είπε την εκανε να ανατριχιάσει. Ρόλαρε τα μάτια του όταν την είδε να μην μιλάει. Αυτά δεν μπορούσε. Πήγε κοντά το κεφάλι του.
"Κοίτα Σάρα εδώ υπάρχουν κάποιοι κανόνες. Πρώτος από όλους είναι να μην αντιμιλάμε και να το βουλώνουμε εκεί που πρέπει. Οπότε θα κάνεις αυτό που σου λέω χωρίς αντίρρηση" ένευσε θετικά. Δεν την έπαιρνε να μιλήσει.
Ώρα με την ώρα όλο και συνειδητοποίουσε που έμπλεξε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top