Ο Τέλειος-23

"Να ζήσεις Γεωργία και χρόνια πολλά, μεγάλη να γίνεις με άσπρα μαλλιά. Παντού να σκορπίζεις της νιότης το φως, και όλοι να λένε να μία σοφός!!!Χρόνια πολλά αδελφούλα μου!" φωναξε η Μιρέλα μέσα από το τηλέφωνο. Μπορούσε να δει το χαμόγελο της από την άλλη γραμμή.

Είναι τριάντα Απριλίου, τα δέκατα-έννατα γενέθλια της αδελφή της και αυτή λείπει στην Ιταλία για δουλειές! Ήθελε τόσο πολύ να είναι κοντά της, ιδικά τώρα, που θα τα περάσει χωρίς τους γονείς τους. Ένιωθε την ανάγκη να της ζητήσει συγγνώμη αλλά το θέμα γονείς την πονάει, και δεν θέλει να χαλάσει την μέρα της.

Άκουσε γέλια από την άλλη γραμμή. "Ευχαριστώ πολύ" απάντησε γελαστά και η Μιρέλα χαμογέλασε πιο πολύ. Χαιρόταν που η Γεωργία ήταν καλά.

"Λοιπόν, τι θα κάνεις σήμερα;" την ρώτησε ενώ καθόταν στο κρεβάτι κοιτώντας κάτι τελευταία χαρτιά.

"Δεν ξέρω, βαριέμαι για πάρτι. Λογικά θα βγω με την Βάλια στο βράδυ. Θα έρθει και μια άλλη παρέα, αγόρια-κορίτσια. Καλά παιδάκια" της είπε σκεπτική καθώς κοιτούσε το ταβάνι του δωματιού της.

"Μην κάνεις σαν γιαγιά. Κάλεσε άτομα, πέρνα καλά! Δεκαεννέα έγινες, όχι σαραταεννέα" την μάλωσε ενθυμούμενη τι έκανε αυτή στα δικά της τότε γενέθλια. Για να σου λύσω την απορία, ακριβώς τίποτα. Κάνανε μπιτζάμα-παρτι με την Αγάπη.

"Είχα να μοιάσω" της είπε δήθεν ξινά και ξέσπασαν σε γέλια. Έπιασε τα ξανθά μαλλιά της σε μια ψηλή κοτσίδα. Ξαφνικά είχε βγάλει μια ζεστή που πραγματικά δεν άντεχε. Έπρεπε η Μιρέλα να ήταν Ελλάδα, το καλύτερο της θα ήταν.

"Εσύ τι θα κάνεις σήμερα;"

"Σε λίγο θα πάμε να κλείσουμε την συμφωνία και φεύγουμε το με αεροπλάνο των εννιά. Αν προλάβω θα περάσω από εκεί" της υποσχέθηκε και εκείνη ένευσε θετικά ακόμα και αν δεν την έβλεπε.

"Ο Άγγελος τι κάνει;" ρώτησε με ενδιαφέρον. Της φαινόταν καλός, σπάνια η αδελφή της συμπαθούσε άνθρωπο. Ήταν ευγενικά αλλά η γνώμη της πάντα ήταν διαφορετική.

Εκείνη στην ερώτηση της σφίχτηκε. Δεν είχαν μιλήσει καθόλου μετά το προηγούμενο βράδυ. Μόνο της ανακοίνωσε πως θα πάει να κανονίσει ο,τι είχε μείνει. Ελπίζει να μην χάθηκε.

"Καλά είναι. Έχει πάει για δουλειές" απάντησε με την κλασική της φωνή. Ευτυχώς η Γεωργία δεν κατάλαβε κάτι μόνο χαμογέλασε που όλα, δήθεν, έβαιναν καλώς.

"Αμάν και αυτός ο μαλάκας, δεν λέει να παίξει μπάλα;" φωναξε ο Λάζαρος δίπλα από την Γεωργία. Εκείνη αυτόματα γούρλωσε τα μάτια της και του έκλεισε το στόμα όσο η Μιρέλα είχε το πιο πονηρό χαμόγελο.

Αγνόησε επιδεικτικά αυτό που είπε. Δεν ήταν η ώρα του. "Με ποιον είσαι Γεωργία;" την ρώτησε και καλά ανήξερη.

"Θα σε πάρω μετά" της είπε μόνο και έκλεισε στα μούτρα. Το γέλιο της ακούστηκε μέχρι και στον Άγγελο που εκείνη την ώρα μπήκε στο δωμάτιο.

"Δεν σου είπα μην μιλήσεις;" ρώτησε έξαλλα η Γεωργία τον άντρα δίπλα της. Εκείνος συνέχιζε να έχει εκείνο το πονηρό βλέμμα αφήνοντας το μειδίαμα να φανεί ξεκάθαρα.

"Έλα βρε μικρό σιγά. Έπρεπε να το πω! Σκατά τα έκανε πάλι ο άλλος" μπορεί η Μιρέλα να μην το είπε αλλά εκείνος ήξερε πολύ καλά τον κολλητό του. Μόνοι τους, σε μια άλλη χώρα, εκείνη να είναι ο εαυτός της, δεν θέλει πολύ.
Και, κόβει φλέβα, πως πιστεύει ότι 'απάτησε' την κοκκινομάλλα.

"Για αρχή μην με λες έτσι. Δεύτερον, δεν νομίζω, η Μιρέλα σίγουρα θα καρφωνόταν" και είναι αλήθεια. Όντως θα καρφωνόταν, απλά μάλλον της μικρής της είχε πάρει τα μυαλά ο έρωτας και ότι ο άντρας δίπλα της σε εικοσιτέσσερις ώρες θα βρισκόταν σε άλλη ήπειρο.

"Μάλλον δεν ξες τόσο καλά την αδελφή σου" την πείραξε και αναφώνησε. Πήγε να μιλήσει αλλά ο άντρας τη πήρε αμέσως στην αγκαλιά του. Ήθελε να την έχει όσο πιο πολύ μπορούσε πριν φύγει.

Του κρατούσε δήθεν μούτρα αλλά με ένα φιλάκι όλα έφυγαν. Έμειναν για λίγο ακόμα ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, αγκαλιασμένη και μισόγυμνοι.

[...]

"Επιτέλους" αναστέναξε η Μιρέλα αφήνοντας τα μαλλιά της κάτω από την σφιχτή κοτσίδα που είχε κάνει. Επιτέλους, τελείωσε αυτό το μαρτυρικό δίωρο μιλώντας για εντελώς άσχετα θέματα με τον πρωθυπουργό της Ιταλίας.

"Δεν λες τίποτα" μουρμούρισε και ο Άγγελος δίπλα της. Δεν έχει ιδέα πως άντεχε εκεί μέσα. Καλά, δεν καταλάβαινε εδώ που τα λέμε Χριστό. Για πρώτη φορά μιλούσε μόνο η Μιρέλα.

Σήμερα είχε λιακάδα έξω. Ήταν μια πολύ ωραία μέρα και η κοπέλα, προς έκπληξη της, είχε αρκετή όρεξη να κάνει κάτι. Ήρθε στο αγαπημένο της μέρος και δεν θα πάει να δει κάτι καινούργιο;

"Πόση ώρα έχουμε μέχρι την πτήση;" τον ρώτησε και εκείνος κοίταξε αμέσως το ρολόι που είχε στο δεξί του χέρι.

"Τέσσερις ώρες" ανακοίνωσε σερνότας την βαλίτσα του. Η αλήθεια είναι πως περίμεναν να κρατήσει περισσότερη ώρα η συνάντηση. Αλλά από ο,τι φάνηκε είχαν κατασυμπαθήσει την Μιρέλα.

"Πάμε πύργο;" ρώτησε λες και θα πήγαιναν πύργο Ηλείας. Την κοίταξε βαριεστημένα και εκείνη γέλασε στο βλέμμα του. Ήταν διατεθειμένη να δει όλη την Ρώμη μέσα στον χρόνο που τους μείνει. Α και να σπάσει το πάγο ανάμεσα τους, αλλά αυτό δεν θα το παραδεχτεί.

"Και στο καφέ απέναντι να πάμε εγώ δεν έχω πρόβλημα-" τον διέκοψε και τον τράβηξε από το χέρι. Τον έβαλε να καθίσει στην στάση για να περιμένουν το λεωφορείο που σταμάταγε ακριβώς εκεί.

Η αλήθεια είναι πως δεν μπορούσε να της φέρει αντίρρηση. Από την μία ήταν οι τύψεις που ένιωθε, από την άλλη ήθελε να της δώσει μια ευκαιρία, αλλά δεν ήθελε να της δώσει ψεύτικες ελπίδες. Ήταν ξεκάθαρος από την αρχή, δεν θέλει σχέσεις.

Τώρα αν θέλει η Μιρέλα αυτό να το αλλάξει, ελπίζει να μην φάει τα μούτρα της.

Αυτό όμως που αγνοούσε ο Άγγελος ήταν πως, τρεις φορές πέφτεις τέσσερις θα σηκωθείς.

Πήγαν οριακά παντού. Η Μιρέλα λέει, δεν ήξερε ποτέ θα ξανάρθει και θα ήθελε να έχει δει πολλά. Ακόμα και φωτογραφία τον ανάγκασε να βγάλουν.

Εκείνος ο γλυκός κυριύλης έξω από τον Λούβρο με την κάμερα τους έβγαλε. Από πίσω έγραψε μια αφιερώσει που η αν και η Μιρέλα κατάλαβε δεν είπε στον Άγγελο τι σημαίνει.

Αλλά θα μάθουμε στην πορεία.

Έκανε μια νοητή σημειώσει στο μυαλό της να βρει τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες.

Πίσω στο θέμα μας, αυτό που δεν υπολόγιζαν βέβαια ήταν πως εκεί που πήγαν δεν είχε λεωφορείο μετά να πάνε αεροδρόμιο. Για την ακρίβεια είχε, αλλά σε μισή ώρα. Ελα όμως που σε σαρανταπέντε λεπτά πατάνε.

Το πήραν οπότε με τα πόδια. Δεν ήταν μεγάλη διαδρομή ευτυχώς. Άλλο που έπρεπε να είναι ήδη στο αεροδρόμιο, λογικά αν έτρεχαν λίγο θα τους δεχόταν.

"Δεν σου πα! Η Γεωργία κάπου είναι με τον Λάζαρο. Δεν ξέρω που αλλά τον άκουσα στο τηλέφωνο. Δεν πρόλαβα βέβαια να ρωτήσω παραπάνω γιατί, η μουσίτσα, το έκλεισε" μονολόγισε ανεβαίνοντας μια ανηφόρα.

"Δεν θέλω να δω την σαπουνόπερα που θα πέσει όταν εκείνος θα πρέπει να φύγει για αεροδρόμιο και να φύγει" είπε με ένα μειδίαμα. Εκείνη αναφώνησε.

"Γίνε λίγο ρομαντικός βρε παιδάκι μου!" τον μαλώνει και την κοίταξε ανέκφραστα.

"Θεωρείς ρομαντικό το να κλαίει η μία με μαύρο δάκρυ ενώ ο άλλος δεν ξέρω και εγώ πόσα χιλιόμετρα μακρυά θα είναι;" ρώτησε χωρίς να περιμένει απάντηση. Τελείωσε εκείνος με αυτά. Μπορεί να είχε να δει ρομαντικούρες από τα είκοσι.

"Ναι! Εκείνος φεύγει ξέροντας πως, ακόμα και αν ήξερε πως θα φύγει μέσα σε δύο βδομάδες, ήθελε να την κάνει να τον ερωτευτεί. Μπορεί να ήταν της στιγμής αλλά, δες το θετικό, ήταν μια εμπειρία!" του είπε και δημιουργήθηκε μια ένταση.

Εκείνο που αγνοούσαν ήταν πως ο καθένας αντιλαμβανόταν και έπραττε αλλιώς με τον έρωτα. Έβλεπε και ένιωθε αλλιως. Και πάνω από όλα, είχαν διαφορετική σημασία για την αγάπη.

Δεν συνέχισαν όμως την συζήτηση. Δεν ήταν η ώρα της.

Ημερολόγιο
5/1/17

Είχε αργήσει πιο πολύ από ολες τις νύχτες. Η ώρα κόντευε πέντε το πρωί. Δυστυχώς, το φως απέξω αποφάσισε πως έπρεπε να κλείσει, οπότε η Μιρέλα με το που μπήκε μέσα κουτούλησε στον τοίχο, λες και δεν ήξερε πως υπήρχε εκεί.

"Γαμώτο" μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της. Με το που πήγε να κάνει άλλο ένα βήμα άκουσε θόρυβο στην κουζίνα, οποίος και αν ήταν, σίγουρα την είχε καταλάβει. Γούρλωσε τα μάτια της και προσπάθησε να πάει στα τυφλά στο δωμάτιο της.

"Μιρέλα;" ρώτησε αγουροξυπνημένα η δεκατριάχρονη αδελφή της. Δάγκωσε νευρικά το μάγουλο της πριν γυρίσει να την κοιτάξει. Την κοίταζε ήδη με τα χέρια κάτω από το στήθος.

"Έξω ήσουν;" ρώτησε κοιτώντας δεξιά αριστερά μήπως τους είδε κάποιος άλλος. Η μεγαλύτερη ξαφνικά αύξησε παλμούς. Αν δεν ήταν σκοτάδι άνετα μπορούσε να δει τις νευρικές της κινήσεις.

"Εεε... ν-ναι" έβρισε τον εαυτό της. Τι να έλεγε; Οχι; Αφού την άκουσε να μπαίνει, έχει και τα παπούτσια της ακόμα. Την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.

"Μιρέλα πας καλά; Τι έκανες έξω στις πέντε το πρωί; Η μαμά και ο μπαμπάς το ξέρουν;" άρχισε να ρωτάει ψιθυριστά αγχωμένη που η αδελφή της είναι τόσο αφελείς.

"Δεν ξέρουν κάτι, σε παρακαλώ, μην πεις. Έλα να σου εξηγήσω" την ικέτευσε να μην κάνει αυτό που θα την έκαιγε. Αν και η Γεωργία είχε περάσει προ πολλού την φάση 'θα το πω στην μαμά'.

Ένευσε θετικά και αφού έτριψε τα μάτια της την ακολούθησε στο δωμάτιο της. Τσέκαρε τον εαυτό της για λίγο στον καθρέφτη και κάθισε απέναντι από την αδελφή της.

"Ωραία άκου" ξεκίνησε να λέει να σταμάτησε. Η Γεωργία πίστευε πως ήθελε να σκεφτεί πως θα της το πει αλλά στη πραγματικότητα απλώς δεν ήξερε τι να πει.

Βρες μια δικαιολογία.
Βρες μια δικαιολογία.
Βρες μια δικαιολογία.

"Βγαίνω με κάποιον" είπε σφυγμένα κοιτώντας άλλου. Ελα, δεν ήταν και ψέματα. Απλά απέκρυψε την αλήθεια. Για το καλό της.

Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Στην αρχή, την κοίταξε χαρούμενη έτοιμη να ρωτήσει για περισσότερες λεπτομέρειες. Μετά όμως έπεσε, η καχυποψία μπήκε πρώτη στο μυαλό της. Γιατί να μην της έχει πει τίποτα τόσο καιρό; Δεν έχουν κακή σχέση, ίσα ίσα.

"Και γιατί δεν είπες τίποτα τόσο καιρό;" ρώτησε και η Μιρέλα κοίταζε το δωμάτιο γύρω της. Ξαφνικά της είχε δημιουργήσει πάρα πολύ ενδιαφέρον ο κοραλί της τοίχος που είναι έτσι από την πρώτη δημοτικού.

"Δεν-δεν είμαστε πολύ καιρό μαζί. Απλά βγαίναμε και αυτός δεν έχει χρόνο άλλες ώρες, βγήκαμε το βράδυ αλλά ξεχαστήκαμε" είπε την πρώτη κουλή δικαιολογία που της ήρθε στο μυαλό και θέλησε να χτυπήσει τον εαυτό της. Τι λέω;

Η Γεωργία την κοίταξε λοξά. Και αν αυτός δεν είναι καλός και λέει δικαιολογίες;

"Τόσο αργά;" η καχυποψία της δεν κρύβεται καθόλου. Η Μιρέλα δυσανασχετεί.

"Ναι" ήταν το μόνο που απάντησε και ανασήκωσε τους ώμους. Πήρε ένα μαντιλάκι και άρχισε να ξεβάφει το πρόσωπο της. Η μικρή παρατηρούσε κάθε της κίνηση σκεπτόμενη την επόμενη της ερώτηση.

"Τον ξέρω;"
Οχι, και ελπίζω, ούτε να τον μάθεις. Σκέφτηκε από μέσα της. Ναι μπορεί αυτή να ήταν μαζί του (;) αλλά δεν ξεχνούσε πόσο επικίνδυνος είναι. Και όχι μόνο αυτός αλλά και η ίδια.

"Οχι. Αλλά που ξες; Μπορεί να τον γνωρίσεις" της έκλεισε το μάτι και ήλπιζε να μην χρειαστεί.

Πεταξε το μαντιλάκι στον κάδο κάτω από το γραφείο της και πήγε να πάρει τις μπιτζάμες της. Ντύθηκε και πήγε προς το κρεβάτι της λες και το ξυπνητήρι δεν θα χτυπούσε σαν τρελό σε δύο ώρες.

"Ει! Δεν θα μου πεις λεπτομέρειες;" ζήτησε με παράπονο. Η μεγαλύτερη χαμογέλασε. Μπήκε μέσα στα σκεπάσματα και άνοιξε τα χέρια της περιμένοντας να έρθει.

Εκείνη χουχούλιασε μέσα από τα σκεπάσματα πάνω στην αγκαλιά της. Η Μιρέλα έπαιζε απαλά με τα μαλλιά της και έκλεισε το φως με τον διακόπτη πίσω της.

"Λοιπόν, εμ... τον λένε Ηλία, είμαστε ίδια ηλικία και τον γνώρισα στην αρχή της χρονιάς. Αρχίσαμε να μιλάμε γιατί, ως καλός άνθρωπος, του έσβηνα τις απουσίες. Τα μαλλιά του τα έχει πάρει όλα μπόμπα αλλά είναι κάστανα. Έχει ένα πολύ ωραίο χρώμα ματιών, ξεχωριστό, σκούρο γκρι. Πρόσεξε! Όχι μαύρο αλλά γκρι! Μου θυμίζει θάλασσα με πυκνή συννεφιά. Αν ποτέ στον δείξω είμαι σίγουρη πως το ίδιο θα σκεφτείς. Κατά τα άλλα, είναι ψηλός, φυσικά πιο ψηλός από μένα, ένα-ογδόντα κάτι, υποθέτω. Τώρα από σώμα, ε δεν ξέρω ακριβώς, γυμνάζεται πάντως από ο,τι βλέπω. Δεν βγαίνουμε πολύ καιρό, στην αρχή μόνο σαν... φίλοι, ναι. Αυτό" δάγκωσε ασυναίσθητα τα χείλη της κοιτώντας το κενό. Άκουσε την Γεωργία να αφήνει ένα μικρό γελακι.

"Μμμ ναι. Εσύ μου περιγράφεις τον τέλειο! Λεγε τώρα πως είναι οντως" είπε αστεία και η Μιρέλα ήθελε να βάλει τα γέλια επιτόπου.

Μπορεί εκείνη να τον περιέγραφε ως τον τέλειο σε θέμα ομορφιάς αλλά που να ήξερε μέσα του τι κρύβεται.
















~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top