Κοκκίνησμα-16

17/11/16

Η Μαρίνα έτρεχε μες την βροχή. Ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Η βροχή έπεφτε δυνατά πάνω στα ρούχα της που είχαν κολλήσει πάνω της.

Οι άλλοι δύο έπρεπε να πάνε στο στέκι ενώ η Μιρέλα πήγε σπίτι. Είχε και να σκαρφαλώσει. Την ρώτησε αν ήθελε να την πάει μέχρι το δικό της αλλά η Μαρίνα αρνήθηκε.

Έμεναν κάπως μακρυά και δεν ήθελε η φίλη της να κάνει διπλή απόσταση.

Τα μαλλιά της είχαν κολλήσει πάνω στο σώμα της και στον λαιμό της. Ένιωθε ήδη την πνευμονία την άλλη μέρα. Τι τα ήθελε και αυτή;

Αν δεν την είχα πρήξει να πάμε σε αυτό το καταραμένο κλαμπ εκείνο το βράδυ όλα θα ήταν μια χαρά. Θα είχαμε μια φυσιολογική ζωή και αυτή δεν θα ήθελε έναν δολοφόνο, μαλάκα, που το πιο πιθανό είναι να παίξει μαζί της χωρίς αυτή να το καταλάβ-

Έπεσε πάνω σε μια κολώνα. Έπεσε πίσω και προσγειώθηκε σε μια λακκούβα. Καλά ήταν ήδη χάλια τα ρούχα της αλλά όχι σε λασπόνερα.

"Χίλια συγγνώμη. Είστε καλά;" την ρώτησε η κολώνα που μάλλον δεν είναι κολώνα, ανήσυχα. Κοίταξε ψηλά για να αντικρίσει το πρόσωπο.

Ο Άγγελος της είχε απλώσει το χέρι του για να την βοηθήσει να σηκωθεί. Κοίτα να δεις που ούτε αυτός είχε ομπρέλα.

"Ναι ναι μια χαρά" μουρμούρισε καθώς σηκώθηκε μόνη της. Είχε γίνει που είχε γίνει ρεζίλι. Ας μην την καταλάβαινε έστω.

Το είχε η μοίρα να πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλον φαίνεται.

"Είστε η..." Δεν ήξερε το όνομα της αν και την κατάλαβε. Είχε έρθει στην εταιρία μαζί την κόρη του Τριανταφυλλίδη. Δεν ξέρει και πολλά για το παιδί του. Για κακή της τύχη είχε καταλάβει τα μαλλιά της. Δύσκολα ξέχνας αυτό το κόκκινο που τώρα είχε κολλήσει πάνω της.

Η Μαρίνα όμως κατάλαβε πως ξέρει και κοκκίνησε, αν δεν ήταν βράδυ μπορεί και να έβλεπε πως είχε γίνει. Ένευσε απλά θετικά ντροπιασμένη.

"Θέλετε να σας πάω σπίτι; Το αμάξι μου είναι λίγο πιο κάτω" Δεν του πήγαινε η καρδιά να την αφήσει μόνη της εδώ. Δεν ήξεραν καν ο ένας τον άλλον αλλά και πάλι.

"Όχι όχι δεν χρειάζεται! Μπορώ να πάω και μόνη μου" η αλήθεια είναι πως την τρόμαζε η ευγένεια του. Ούτε αυτή δεν ήταν τόσο ευγενική.

"Δεν μπορώ να σας αφήσω εδώ" ένας κεραυνός τους φώτισε. Η Μαρίνα το σκέφτηκε καλά μέσα σε... ε, μπορεί και τρία δευτερόλεπτα. Φοβόταν τους κεραυνούς.

Τον ακολούθησε μέχρι το αμάξι του που ήταν παρκαρισμένο στην γωνία. Για κάποιο περίεργο λόγο κάτι της έλεγε να τον εμπιστευτεί. Δεν ήταν κακός.

"Θα σας το κάνω όμως χάλια" του είπε λίγο πριν μπει. Εκείνος έδειξε τον εαυτό του που ήταν στα ίδια χάλια.

Με το που μπήκαν μέσα αμέσως άνοιξε το κλιματιστικό του αυτοκινήτου. Ήδη έβλεπε την Μαρίνα να τρέμει σαν το ψάρι.

"Βγάλτε το μπουφάν. Έχει κολλήσει πάνω σας και θα αρρωστήσετε χειρότερα" τους είπε καθώς έβαλε μπρος. Εκείνη ένευσε. Την κοίταξε περιμένοντας να του πει που να πάει. Αυτό είναι πολύ περίεργο.

"Είναι τρία στενά πιο κάτω από την στροφή" εκείνος απλά της χαμογέλασε. Ξεκίνησε το αμάξι χωρίς να λέει κάτι.

Δεν ξέρω ποιος και τι υπάρχει εκεί πάνω αλλά τον ευχαριστώ. Άγγελο στείλανε.

"Μαρίνα" του είπε μετά από λίγο καθώς κοιτούσε μια αυτόν και μια τον δρόμο. Ήταν περίεργο, πολύ περίεργο, που τον αφήνει να την πάει σπίτι. Θα μπορούσε να είναι κάποιος της αντίπαλης οργάνωσης! Αλλά δεν μοιάζει. Δουλεύει στην εταιρία κιόλας. Τι θα πειράξει;

"Άγγελος" κάποιος κάνει πλάκα.

Δεν είχε πολλά φώτα οπότε πήγαινε αργά. Είχε και βροχή, μην γινόταν και τίποτα.

Την σταμάτησε έξω ακριβώς από το σπίτι της. Σούφρωσε το πρόσωπο του για μια στιγμή. Μωρέ αυτός αυτό το σπίτι κάπου το ήξερε.

"Σας ευχαριστώ πάρα πολύ πραγματικά. Δεν ξέρω πως να το ανταποδώσω" είπε με γλυκιά φωνή.

"Δεν χρειάζεται" της απάντησε στον ίδιο τόνο χαμογελώντας. Η κοπέλα προσπάθησε να μην κοκκινήσει.

Βγήκε έξω από το αμάξι και έτρεξε προς την πολυκατοικία για να μην γίνει χάλια.

Ξεκίνησε το αμάξι πηγαίνοντας με φυσιολογικό ρυθμό. Μπορεί και λίγο γρήγορα. Θα πήγαινε επιτέλους σπίτι του. Είχε μεγάλη μέρα και σήμερα και αύριο.

Συνειδητοποίησε πως στα πίσω καθίσματα ήταν το μπουφάν της. Σιχτίρισε από μέσα του. Πως θα της το έδινε πίσω;

Πήγε κατευθείαν πίσω για να δει μια πόρτα πολυκατοικίας κλειστή. Συνέχισε όμως αυτό το σπίτι να του θυμίζει κάτι.

Βγήκε από το αμάξι πηγαίνοντας προς την πόρτα. Είδε τα κουδούνια. Θα τον περνούσαν για κανέναν περίεργο. Ποιος φυσιολογικός άνθρωπος καθόταν και κοίταζε κουδούνια στις δώδεκα και τριάντα έξι το βράδυ;

Χατζής.

"Από εδώ η κόρη μου, η Μαρίνα"

"Μαμά που πήγε η Μαρίνα;"

Η Μαρίνα λοιπόν ήταν η κόρη της Εύης. Ποια είναι η Εύη τώρα θα πείτε. Η Εύη είναι η κολλητή της Χριστιάννας.

Η Εύη ήταν σαν δεύτερη μαμά για τον Άγγελο. Όταν η Χριστιάννα δεν μπορούσε τον πήγαινε σχολείο, του περιποιούταν τις μελανιές, τον τάιζε.

Ώσπου πριν δέκα χρόνια μετακόμισε στο Αγρίνιο. Μετά Ρόδο, Θράκη, και τέλος Θεσσαλονίκη, ώσπου ήρθε Αθήνα. Βλέπετε άντρας στρατιωτικός.

Η Εύη είχε δύο κόρες. Η μεγάλη ήταν στο εξωτερικό και σπούδαζε. Η μικρή ήταν εδώ. Εκείνη η κοκκινομάλλα. Είχε πάρει από την μητέρα της.

Να από που λοιπόν την ξέρει.

"Σήκω, σήκω, σήκω!" φώναζε η Μιρέλα μόλις μπήκε στο δωμάτιο του. Και οι δύο είχαν καταφέρει να κοιμηθούν ελάχιστα. Με την κοπέλα να κοιμάται μισή ώρα μαζί με τον Λάζαρο πάνω στον αργαλειό και με τον Άγγελο να κοιμάται σαράντα εφτά λεπτά, με το ρολόι.

Τώρα πως γίνεται να είχε ξυπνήσει πρώτη η Μιρέλα; Ο Ευθυμίου είχε αλλά σχέδια από το να κάτσει στο σπιτάκι του πρωί πρωί και είπε να πάει από την εταιρία Τριανταφυλλίδη.

Την ξύπνησε στις οκτώ και μισή οι φωνές του Βλάση.

Σε δεκαπέντε λεπτά έπρεπε να είναι έτοιμοι και ξύπνιοι για ένα μίνι συμβούλιο.

Εκείνος μούγκρισε χωρίς να καταλαβαίνει τι συμβαίνει. Ξεφύσησε. Από ποτέ αντιστράφηκαν οι ρολόι;

Είχε έναν μικρό πονοκέφαλο οπότε κατάπιε να ανοίξει το παντζούρι όπως της έκανε και αυτός στις αρχές. Στεκόταν δίπλα γονατισμένη όπως έκανε και σε αυτήν η μαμά της μικρή.

Τον κούνησε απαλά. "Αγγελε" είπε ψιθυριστά. Άνοιξε τα μάτια του και την κοιτούσε παράξενα. Δεν την είχε καταλάβει και πολύ.

"Σήκω είναι εννέα πάρα" τον σκούντηξε άλλη μια. Ας μην τον άγχωνε με το καλημέρα.

Γούρλωσε τα μάτια του μετά από λίγο και σηκώθηκε απότομα. Πήγε προς την ντουλάπα να βρει τι θα βάλει με την Μιρέλα να προσπαθεί να του πει με ηρεμία πως πρέπει να είναι εκεί αμέσως.

"Σε" κοίταξε την ώρα του κινητού του. "Δεκατρία λεπτά θα είναι εκεί ο Ευθυμίου" είπε και έφυγε από το δωμάτιο όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Ήθελε την ζωή της.

Μέσα σε δέκα λεπτά είχαν ετοιμαστεί και οι δύο. Χωρίς καφέ φυσικά. Δεν προλάβαιναν κιόλας. Το μαλλί της Μιρέλας ήταν σε μια τραγική κατάσταση αλλα δεν προλάβαινε οπότε το έπιασε σε μια σφικτή ψηλή κοτσίδα, που έκανε τον πονοκέφαλο χειρότερο.

Ο Άγγελος από την άλλη φαινόταν λες ήταν μια χαρά. Εκτός από τους μαύρους κύκλους. Στην πραγματικότητα είχε έναν φριχτό πονοκέφαλο. Δεν νυσταζε τόσο πολύ όσο η Μιρέλα.

Την άκουγες να τρέχει από εδώ και από εκεί με τα τακούνια. Ένας θεός ξέρει πως δεν ξύπνησε τον Λάζαρο. Κοιτάχτηκαν για μια τελευταία φορά μεταξύ τους.

"Κάτσε" της είπε ο Άγγελος μιας και ήταν έτοιμη να φύγει. Την ακινητοποίησε και τις έβγαλε την μάσκαρα που είχε μείνει κάτω από τα μάτια της.

Είδε τα μάγουλα της να παίρνουν φωτιά αλλά δεν το σχολίασε. Δεν ήταν η ώρα τουλάχιστον.

Δεν είχαν χρόνο να αναλύσουν τι έγινε χθες. Απλά και οι δύο πίστευαν πως ο ένας από τους δύο το έχουν ξεχάσει. Αν και κατά βάθος το ήξεραν πως θυμόντουσαν.

Αφού την έφτιαξε πήγανε κάτω. Είχε ζέστη σήμερα, επιτέλους! Μπήκανε στο αμάξι και άρχισε να οδηγεί όσο πιο γρήγορα τον άφηναν οι δρόμοι.

Δεν θα έτρεχε ενώ ήταν η Μιρέλα στο αμάξι. Όχι πάλι τουλάχιστον.

"Ετοιμάσου γιατί αργήσαμε" του είπε η Μιρέλα καθώς έβγαινε από το αμάξι. Έφτιαξε το πουκάμισο της και πήγε με γρήγορο, αν και σταθερό, βήμα προς τα μέσα.

"Καλημέρα" είπε και στην Βιβή και στον Ευθυμίου που την κοιτούσε με μια αποδοκιμασία.

Δεν την είχε ικανή για μια εταιρία τώρα που είναι και στο σχέδιο το έχει μετανιώσει ήδη. Άργησε τέσσερα ολόκληρα λεπτά ενώ είχαν ραντεβού!

"Καλημέρα" μουρμούρισε καθώς την σκάναρε από πάνω μέχρι κάτω. Μπήκε μέσα ο Άγγελος σε μια καλύτερη κατάσταση. Η Βιβή του χαμογέλασε. Ήδη άρχισε να νευριάζει με τον μεγαλύτερο άντρα.

"Θα μας συγχωρέσεται που αργήσαμε. Δεν είχαμε προγραμματίσει κάποιο ραντεβού" επισήμανε ο Άγγελος με το ίδιο αυστηρό βλέμμα.

"Όχι δεν είχαμε. Απλά ήθελα να κάνω μια ενημέρωση" πεταξε αδιάφορα πηγαίνοντας στο ασανσέρ. Κοιτάχτηκαν για λίγο μεταξύ τους το 'ζευγάρι'.

"Θέλετε να φωνάξω και τα υπόλοιπα μέλη;" τον ρώτησε η Μιρέλα που ήθελε στην κυριολεξία να τον σκοτώσει πρωί πρωί. Φλέρταρε με το μαχαίρι της κουζίνας στον τέταρτο όροφο.

"Δεν είναι ανάγκη. Πάμε;" πήγανε προς το γραφείο της Μιρέλας. Εκείνα τα δευτερόλεπτα στο ασανσέρ ήταν τραγικά και περνούσαν εξίσου αργά.

Έκλεισαν την πόρτα πίσω του και περίμεναν να δούνε τι έχει να τους πει.

"Το υπουργείο αποφάσισε να εγκριθεί το υποθαλάσσιο τρένο. Και το ελληνικό και το ιταλικό"

"Αυτά είναι πολύ καλά νέα" είπε ο Άγγελος που ήταν και πιο ξύπνιος.

"Μας κάλεσαν για μια συναντήσει και θα πάμε όλα τα μέλη. Ξέρω πως εσείς κυρία Τριανταφυλλίδη μιλάτε ιταλικά" του ένευσε θετικά.

"Θα ήθελα αν μπορείτε να γράψετε κάποια έγγραφα στην μητρική σας. Φυσικά και εκεί θα μιλάμε Αγγλικά αλλά καταλαβαίνεται. Πρέπει να κάνουμε καλή εντύπωση. Έτσι και αλλιώς θα πρέπει να συνεννοηθείται και με τα λογιστηκά"

"Και πότε είναι αυτή η συνάντηση"

"Την επόμενη Τετάρτη να είστε στο αεροδρόμιο της Ιταλίας" απάντησε.

Η αλήθεια είναι πως θα τους έλεγε να έρθουν αυτοί Ελλάδα αλλά ήθελε να κάνουν καλή εντύπωση. Ε, και η Τριανταφυλλίδη του φέξε που ήταν μισή Ιταλίδα. Από τις λίγες φορές που του ήταν όντως χρήσιμη.

"Θα είμαστε εκεί" του απάντησε η Μιρέλα χαμογελαστά. Είχαν μια αντιπάθεια ο ένας για τον άλλον. Ευχόταν να μην τα σκατώσει στην συνάντηση.

Εκείνος ένευσε πριν φύγει από το γραφείο. Ο Άγγελος ξεφύσησε θυμωμένα.

"Άλλη μια φορά να σε κοιτάξει έτσι και στο ορκίζομαι πως θα φύγει με κλωτσιές από εδώ μέσα. Δεν φτάνει πως ήρθε χωρίς ραντεβού, δεν σέβεται κιόλας. Αν πραγματικά δεν βάλει μυαλό σύντομα θα του βάλω εγώ με κακό τρόπο" ομολόγησε φωναχτά.

Μόλις κατάλαβε τι είπε προσπάθησε να μείνει ψύχραιμος. Γύρισε και την κοίταξε. Τον κοιτούσε ήδη με ένα χαμόγελο στα χείλη και με ροδαλά μάγουλα.

Γύρισε το κεφάλι της από την άλλη. Είχε γίνει αρκετές φορές κόκκινη σήμερα και ήταν μόνο πρωί. "Σε ευχαριστώ" ήταν το μόνο που είπε.

Μπορεί να μην της το έλεγε ποτέ αλλά του άρεσε όταν ήταν ντροπαλή. Είχε κάτι ξεχωριστό. Αν και μπορεί κατά βάθος να του άρεσε πιο πολύ ο τσαμπουκάς που είχε.

[...]

Ήταν μεγάλη Τετάρτη σήμερα. Προ τελευταία μέρα δουλειάς. Όλοι είχαν φύγει μέχρι τις πέντε. Η Μιρέλα καθόταν και έφτιαχνε τα τελευταία έγγραφα σε κατάταξη στο γραφείο.

Ο Άγγελος την έβλεπε από την άλλη μεριά. Πως γίνεται να μην μοιάζει καθόλου με τους γονείς της; Οχι εξωτερικά. Οι κινήσεις της, η χάρη της, το ταλέντο της, ήταν κάτι δικό της.

Είχε μάθει από τον Λάζαρο πως ετοίμαζε μια μπλούζα από χθες το βράδυ. Δεν του έκανε περιέργεια. Έγινε κάτι απρόβλεπτο στην ζωή της και το έβγαλε εκεί. Το θέμα είναι πως θέλει να δει αυτή την μπλούζα.

Απέξω ήδη νύχτωνε. Ο πονοκέφαλος είχε φύγει έως ένα σημείο, η νύστα όμως φυσικά και όχι.

"Πάμε;" η φωνή της ήταν σιγανή. Ήθελε απλά να πάει σπίτι της και έκανε σαν παιδάκι στο τραπέζι του γάμου. Με το ζόρι κράτησε τα γέλια του. Ένευσε θετικά αφού την άφησε να περάσει πρώτη.

"Έκλεισες τα πάντα;" άρχισε να τον ρωτάει.

"Ναι"

"Παράθυρα και πόρτες;"

"Ναι"

"Φώτα;"

"Ναι"

"Αποσύνδεσες-"

"Μιρέλα ναι. Κλείδωσε την πόρτα να φεύγουμε"

Έκανε όντως αυτό που της είπε. Μπήκανε μέσα στο αμάξι. Στο ράδιο έπαιζε ό,τι νανε. Απλά το είχαν βάλει για να καλύψουν την σιωπή τους.

Δεν ήταν πως δεν είχαν τι να πούνε. Αλλά αυτό που τους έτρωγε δεν ήταν της ώρας τουλάχιστον.

Μετα από μια ψυχανάλυση με τον Λάζαρο η Μιρέλα αποφάσισε πως είναι έτοιμη να προχωρήσει στην ζωή της οπότε και για αυτό το σώμα της τον άφησε εκείνο το βράδυ.

Ο Άγγελος όμως που μίλησε με την Δέσποινα λίγο από τηλέφωνο κατέληξαν στο ότι φοβάται την δέσμευση.

Οπότε ο καθένας ήταν για διαφορετικό λόγο στις σκέψεις τους. Ο καθένας στο δικό του παρελθόν και μέλλον.

Κάπως έτσι την πήρε ο ύπνος.

Όταν φτάσανε ο Άγγελος δυσανασχέτισε. Δεν του πήγαινε η καρδιά να την ξυπνήσει. Όλη μέρα έτρεχε από το ένα γραφείο στο άλλο για να σημειώσει τα τελευταία πράγματα πριν κλείσει η εταιρία για Πάσχα.

Βγήκε από αμάξι και άνοιξε την πόρτα της. Την πήρε σε στυλ νύφης όσο πιο απαλά μπορούσε. Αν και ήξερε πως δεν πρόκειται να ξυπνούσε τουλάχιστον μέχρι το βράδυ.

Εκείνη βολεύτηκε στα χέρια του λίγο καλύτερα. Το κεφάλι της ακούμπησε στο στερνό του. Αυτόματα χαμογέλασε.

Χτύπησε κουδούνι. Ο Λάζαρος του άνοιξε έτοιμος να τον βρίσει που τόλμησε και ξέχασε να πάρει κλειδιά, οπότε έπρεπε να σηκωθεί από τον καναπέ του.

Όταν είδε ομως, ό,τι ειδε τέλος πάντων, χαμογέλασε πονηρά. Του έκλεισε το μάτι παιχνιδιάρικα και εκείνος αν δεν την κρατούσε στα χέρια του θα τον μούτζωνε.

Την πήγε στο κρεβάτι του αφήνοντας την με τα ρούχα της. Έβγαλε τα παπούτσια της και άνοιξε τα πρώτα δύο κουμπιά από το πουκάμισο της. Μην πνίγει κιόλας.

Την σκέπασε μιας και ήξερε πως θα κρύωνε μετά. Έβγαλε την κοτσίδα από τα μαλλιά της και βγήκε έξω από την πόρτα όσο πιο ήσυχα μπορούσε.

Ο Λάζαρος τον περίμενε. Ήξερε πως τον περίμενε. Και ήξερε και τι φράση θα έλεγε.

"Την δάγκωσες την λαμαρίνα με την αφεντικήνα σου ε;"













~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top