Κάθε Αρχή Και Ένα Τέλος-1

Η Μιρέλα ετοίμαζε και την τελευταία βαλίτσα που έπρεπε να φτιάξει για αυτό το ταξίδι στο Βέλγιο. Δεν ήταν για αυτήν. Ήταν για τους γονείς της, αλλά είχε προσφερθεί να την φτιάξει μιας και αυτοί είχαν αρκετή δουλειά.

Άκουσε τα κλειδιά στην πόρτα και τοποθέτησε κάπως άτσαλα και το τελευταίο παντελόνι του πατέρα της μέσα στην βαλίτσα. Πρωτη μέσα στο δωμάτιο μπήκε η μητέρα της.

"Αχ Μιρέλα πάλι καλά που την έφτιαξες! Δεν θα προλαβαιναμε!" είπε αγχωμένα η μητέρα της, η Αθηνά. Επόμενος μπήκε ο πατέρας της ο Πέτρος. Χαμογέλασε στην κόρη του και πήγε να πάρει την πρώτη βαλίτσα για να την τοποθέτηση στο αμάξι.

"Σιγά μαμά αφού είχατε πολύ δουλειά" της απάντησε με ένα χαμόγελο. Η αλήθεια είναι πως επιτέλους θα έμενε λίγο μόνη σπίτι χωρίς φασαρίες από εκτυπωτές και άλλα τόσα. Θα μπορούσε να διαβάσει με την ησυχία της. Η Αθηνά άμεσος της χαμογέλασε.

"Να κάτσεις να διαβασεις έτσι;" της είπε σαν να ήταν μικρό παιδί. Η κοπέλα 21 χρόνον και ακόμα της έλεγε να διαβάσει! Η Μιρέλα της εγνεψε θετικά και η γυναίκα χαμογελασε με σιγουριά πως φεύγει και όλα θα είναι υπό έλεγχο. Μα ποσα λίγα ήξερε!

Ο Πέτρος ξανα μπήκε μέσα και πήρε και τις δύο τελευταίες βαλίτσες για να φύγουν. Είχαν ήδη αργήσει στο αεροδρόμιο, έπρεπε να ήταν στον δρόμο αλλά είχαν να κάνουν την κλασική κουβέντα με τις κόρες τους. Αυτή του 'να προσέχετε η μία την άλλη'. Η μία 18 και η άλλη 21 λες και δεν μπορούσαν να τα καταφέρουν μόνες τους 5 μέρες! Δεν θα ήταν και η πρώτη φορά!

Η τρεις γυναίκες κατέβηκαν μαζί κάτω για την κλασική κουβέντα και τα αντίο. Τα τακούνια έκαναν θόρυβο στις εξωτερικές σκάλες του σπιτιού σε αντίθεση με τις παντόφλες που φορούσαν οι κόρες της.

"Λοιπόν" ξεκίνησε αυστηρά ο Πέτρος αλλα όλοι ξέραν πως στο τέλος θα μαλακωνε. "Θέλω να προσέχεις την αδελφή σου και τον αδελφό σου" είπε κοιτάζοντας στα μάτια την μεγάλη του κόρη. "Και εσύ να κάτσεις να διαβάσεις! Όχι βόλτες όλη μέρα!" είπε γυρνώντας το βλέμμα του στην μικρη του κόρη την Γεωργία.

"Θέλω να προσέχετε και να κλειδώνετε το σπίτι. Θα μας παίρνετε τηλέφωνο απόγευμα προς βράδυ γιατί τις υπόλοιπες ώρες θα είμαστε σε τρεξίματα" συνέχισε αυτή την φορά πιο γλυκά. Νοιαζόταν για τις κόρες του.

Τους φίλησαν στο μάγουλο λες και ήταν ακόμα 5 και 8 χρονών και τους έλεγαν πως θα έφευγαν για 2 μέρες οπότε θα μένανε με την γιαγιά. Μπηκε πρώτα η Αθηνά μέσα στο αμάξι και λίγο πριν μπει και ο άντρας της αναφώνησε σαν να θυμήθηκε κάτι.

"Α και Μιρέλα! Πέρνα από την εταιρία αύριο για τα χαρτιά. Να κάνεις εξάσκηση" της είπε ο πατέρας της και αυτή χαμογέλασε και εγνεψε πως θα πάει. Τα οικονομικά ποτέ δεν της άρεσαν, μόνο για χάρη των γονιών της. Το ήξεραν μα δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι, όλοι ήξεραν πως η εταιρία θα πάει στα χέρια της και όχι στης αδελφής της. Φυσικά και οι γονείς τους θα την άφηναν και στις δύο αλλά η Γεωργία τους βγήκε πιο επαναστατική.

Μπηκε και αυτός μεσα στο αμάξι και ξεκίνησαν με τις κόρες τους να τους κοιτάνε να φεύγουν. Μπήκαν πάλι μέσα στο σπίτι και έκλεισαν την πόρτα πίσω τους.

"Θα φύγεις;" ρώτησε η Γεωργία την αδελφή της καθώς πήγε γρήγορα να βάλει παπούτσια.

"Ναι! Τώρα που έφυγαν μπορώ να παρακολουθήσω από κοντά τα σεμινάρια και όχι από το λαπτοπ" απάντησε λες και ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος. Ήθελε να βγει και να κάνει αυτό που θέλει και όχι να κατσει σπίτι να διαβάζει οικονομική ιστορία! Ήθελε να πάει στα σεμινάρια με τα υφάσματα και τις ιδέες φορεμάτων!

"Μιρέλα θα σε σκοτώσουν οι γονείς μας αν σε δει κάποιος γνωστός, το ξες έτσι;" ξανά ρώτησε η αδελφή της και η Μιρέλα το σκέφτηκε λίγο. "Εσυ δεν είσαι η "Θα σπουδάσω αυτό που θέλω, δεν θα με κάνετε ότι θέλετε" Οχι;" ρώτησε η Μιρέλα καθώς έβλεπε την άρνηση της αδελφής της να φύγει.

"Έτσι είμαι εγώ ναι! Αλλά εσύ; Έπρεπε να τους το χες πει απο την αρχή"

"Και σε ποιον θα έδιναν την εταιρία ρε Γεωργία; Σε εσένα ή στον 7 χρόνο αδελφό μας ή ακόμα καλύτερα, στον θείο που δεν ξέρει καν την προπεδια;" ρώτησε εκνευρίσμενη με την στάση της η καστανομαλλα. Η Γεωργία ξεφυσησε.

"Δεν σου αξίζει να πιεζεσαι έτσι" απάντησε προσπαθώντας να διώξει τα νεύρα της αδελφής της και τα κατάφερε."Δεν πιέζομαι, έχουμε καιρό μέχρι η εταιρία να πάει στα χέρια μας" της είπε χαμογελοντας της, πήρε τα κλειδιά της και πήγε προς την στάση λεωφορείου.

Το λεωφορείο ερχόταν σε 10 λεπτά, θα περίμενε, έτσι και αλλιώς είχε ώρα ακόμα, όμως όσο περνούσαν τα λεπτά έβλεπε πως αυτό το 10 στην οθόνη δεν άλλαζε."Τι γίνεται;" μουρμουρισε αγανακτησμενη. Δεν περνούσαν πολλά ταξί από εκεί, ιδικά τώρα για κάποιο λόγο δεν έρχεται σχεδόν τίποτα. Κάποιο τρακάρισμα θα έχει γίνει σκέφτηκε. Οπότε πήγε προς της επόμενες στάσεις με τα πόδια μήπως και βρει κάποια πιάτσα με ταξί.

Το κινητό της αρχισε να δονηζει. Το έβγαλε από την πίσω τσέπη της και πάνω αναγράφεται "Γεωργία" το κοιτάζει περίεργα. Εκαψε την κουζίνα; "Ελα" της είπε με το που το σήκωσε και την άκουσε αγχωμένη. Εκλαιγε;

Δεν της μιλούσε, άκουγε μόνο της ανάσες της, κοφτές. "Τι έγινε Γεωργία;" ξανά είπε η κοπέλα φανερά αγχωμένη και γύρισε άμεσος κατεύθυνση για να πάει προς το σπίτι.

"Που είσαι;" ρώτησε η μικρή την αδελφή της με μια ξεψυχησμενη φωνή που την έκανε να αγχωθεί περισσότερο. Μπήκε κλέφτης; "Έρχομαι άμεσος από εκεί, μάλλον έχει γίνει τρακάρισμα και δεν περνάνε λεωφορεία. Εσύ τι έπαθες;" ρώτησε και προσπάθησε να μείνει ψυχραιμη μιας και η αδελφή της δεν ήταν καλά, μα δεν μπορούσε.

"Με πήρε τηλέφωνο ένας κύριος" είπε μέσα στις κοφτές της ανάσες και η Μιρέλα περιμενε μέχρι να μπορέσει να συνεχίσει."Λέει βρήκε αυτό το τον αριθμό μέσα στο κινητό του τραυματία" και άρχισε πάλι να κλαιει. Η κοπέλα άρχισε κυριολεκτικά να τρέχει μετά από αυτό.

"Τι εννοείς τραυματία; " ρώτησε την αδελφή της καθώς προσπαθούσε να καταλάβει. "Η μαμά και ο μπαμπάς Μιρέλα" είπε ξεπνοα και η κοπέλα σταματησε να τρέχει λες και της έκοψαν τα πόδια. "Τι;" η φωνή της βγήκε σαν ψίθυρος. Θα προτιμούσα να είχε μπει κλέφτης..

Μπόρεσε και έτρεξε μέχρι το σπίτι. Με τρεμάμενα χέρια άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε την αδελφή της στον καναπέ να κοιτάει το κενό και να κλαιει. Έτρεξε και την αγκάλιασε. "Ήταν απλός ένα τρακάρισμα, θα γίνουν καλά" της είπε αυτόματα χωρίς να ξέρει την κατάσταση τους απλα ήλπιζε όλα να πάνε καλά. Της χαιδευε τα μαλλιά και έκανε προσπάθειες να μην κλάψει και η ίδια. Έπρεπε να μείνει δυνατή για χάρη της.

"Σου είπαν κάτι άλλο" την ρώτησε απαλά και η κοπέλα με τα κόκκινα μάτια πήρε μια ανάσα για να μιλήσει. "Ο-οχι. Είπε πως έρχεται η τροχαία και θα μας πάρουν" έτρεμε ολόκληρη μπροστά της χωρίς να ξέρει τι έγινε όντως. Χτύπησαν; Χτύπησαν πολύ; Πως και ποιος; Γιατί τώρα;

Περασε μια ώρα και οι δύο αδελφές ακόμα προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν με τους πάντες. Την εταιρία, την γιαγιά, την τροχαία. Ολους. Όλοι το ίδιο πράγμα έλεγαν. "Δεν έχουμε νέα ακόμα".

"Ειδοποιήσες την γιαγιά να γυρίσει;" ρώτησε η Γεωργία μέσα από της κοφτές της ανάσες. "Ναι θα βρει το πρώτο αεροπλάνο και θα έρθει" της απάντησε η αδελφή της και την βύθισε και άλλο στην αγκαλιά της. "Όλα θα πάνε καλά" της ψιθύριζε όλη την ώρα. Γιατί όλα θα πήγαιναν, έτσι;

Η Μιρέλα ήταν στα τηλέφωνα. Με την εταιρία κυρίως. Οι γονείς της είχαν μια λογιστική εταιρία. Από τις μεγαλύτερες νέες εταιρίες που έχουν ύπαρξη τα τελευταία χρόνια. Εξου γιατί σπουδάζει οικονομικά και διοίκηση επιχειρήσεων.

"Τι εννοείς δεν σου λένε; Πως γίνεται αυτό;;;" σχεδόν νευριάζε με την τροχαία και το νοσοκομείο που μεσα σε όλον αυτόν τον χαμό δεν τους έλεγαν τι έχουν. "Πες του Τριανταφυλλιδη στο όνομα και θα καταλάβουν με ποιους έχουν να κάνουν!" προσπαθούσε να μείνει ψύχραιμη η γραμματέας, η Βιβή δεν είχε κάνει τίποτα η καημένη. Προσπαθούσε να βγάλει μια άκρη.

"Ναι γράφω πες μου οδό" έκανε στην αδελφή της νόημα να γράψει μιας και αυτη ετοίμαζε τα πράγματα για να φύγουν."Ναι Βιβή μου μόλις έχω νέα θα σε ενημερώσω" της είπε βιάστηκα μα και ευγενικά. Έκλεισε το τηλέφωνο και ετοιμαζόταν να πάρει το νοσοκομείο.

"Θα πάμε εκεί και θα είναι όλα καλά έτσι μικρό μου;" της είπε γλυκά καθώς της σκουπιζε τα βρεγμένα μαγουλάκια της. Ήταν 18 μα ένιωθε λες και ήταν ακόμα το μικρό της. Βγήκαν έξω από το σπίτι και τους περίμενε ήδη ένα ταξί. Άφησαν πρώτα φυσικά τον μικρό στην γειτόνισσα η οποία ήξερε προσωπικά τους γονείς τους και είχε προσέξει αρκετές φορές τον Παύλο. Να είναι καλά η Βιβή που τα κανόνισε.

Μπήκαν μέσα μαζί, χέρι χερι, όπως ήταν μικρές. Έφτασαν στην γραμματεία του νοσοκομείου. Μίλησε η Μιρέλα, η μικρή ούτε αχνά δεν μπορούσε να βγάλει. "Τριανταφυλλιδη" είπε με μια ανάσα. "Είστε συγγενείς;" ρώτησε ευγενικά η κοπελίτσα και εγνεψαν θετικά. "Ναι ναι, τα παιδια τους" της απάντησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. "Στο 546, δεύτερο όροφο" είπε ένα γρήγορο ευχαριστώ και έτρεξαν προς τα πάνω.

Εκεί βρήκαν και άλλα άτομα από την εταιρία που είχαν πάθει όλοι εγκεφαλικό. Με το που τους είδαν ήταν σαν να τις λυπήθηκαν. Δεν μου αρέσει αυτό. "Τους είδατε;" ρώτησε τον φίλο του πατέρα της ο οποίος δούλευε και αυτός στην εταιρία. Εγνεψε αρνητικά. "Είναι σοβαρά;" ρώτησε με βουρκωμενα πλέον ματιά. Φοβόταν την αλήθεια.

Δεν της απάντησε κάνεις, τότε ήταν που έπεσε και το πρώτο δάκρυ. Το σκούπισε άμεσος. Έπρεπε να φανεί δυνατή. Δυνατή για την μικρή. Περίμεναν 10 λεπτά ώσπου βγήκε ένας γιατρός από το δωμάτιο. Η Μιρέλα έτρεξε κατά πάνω του. "Πως είναι;" ρώτησε και πριν προλάβει να κάνει την ερώτηση του την ήξερε "Ναι συγγενείς είμαι, η κόρη τους" και τότε σαν να την λυπήθηκε. Δεν άρεσε αυτό στην κοπέλα.

"Τρακαραν. Αρκετά άσχημα. Το αμάξι έχει μόνιμη βλάβη τους χτύπησε με αρκετή ταχύτητα" έκανε πρόλογο ο γιατρός και αυτό δεν άρεσε ούτε στην Μιρέλα αλλά ούτε στους άλλους."Καναμε ό,τι μπορούσαμε αλλά δυστυχώς.." Δεν το συνέχισε και της κόπηκαν τα πόδια δεύτερη φορά. Οι γονείς μου. Τι θα απογινω χωρις αυτούς;

Άκουσε τους υπόλοιπους πίσω της να κάθονται βασικά να σωριαζονται σε καρέκλες. Αυτή είχε μείνει στάσιμη. Άκουσε λάθος;; Άκουσε την Γεωργία από πίσω της να πέφτει κάτω. Γύρισε αστραπιαία το βλέμμα της για να αντικρίσει την μικρή της αδελφή κατασπρη, παλι καλά την έπιασαν. Έτρεξε κατά πάνω της "Λίγο νερό!!" Ήταν πλέον εκτός ελέγχου, όλα είχαν πέσει πάνω της.

Έφεραν νερό στην κοπέλα και όλα καλά. Είχε ζαλιστεί από το τόσο κλάμα και το σοκ που ήταν αναμενόμενο. Η Μιρέλα απο την άλλη ακόμα σε κατάσταση σοκ χωρίς να κλαίει ούτε τίποτα. Σταμάτησε να νιώθει. Τα πάντα κατέρρευσαν και ήταν μόνο αυτη απέναντι στους άλλους και στις δυσκολίες.

Έπεσε όλη η ευθύνη πάνω της. Της αδελφής της και όλα άφησαν πίσω οι γονείς της. Όλοι έσπευσαν να την ηρεμήσουν και να της λένε πως ότι όποιος το έκανε θα την πληρώσει. Αλλά δεν της έφτανε. Ο,τι και να έκαναν δεν θα γυρνούσαν πίσω. Μόνο μια γλυκιά εκδίκηση θα έπαιρναν και μετά;;

Χτυπάει το κινητό της. Να θυμηθώ να το πετάξω αυτό το πράγμα. Στην οθόνη αναγράφετε "Αγάπη" η κολλητή της. Δουλεύει στην εταιρία από τότε που άρχισε να σπουδάζει για να διατηρεί ένα σπίτι. "Ελα" της είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε, έκανε προσπάθειες να μην σπάσει μπροστά σε όλους τους φίλους και συνεργάτες των γονιων της. Ποτέ δεν ήταν το φόρτε της να κλαιει μπροστά σε κόσμο.

"Μιρέλα! Τι έχει γίνει; Ήθελα να έρθω από εκεί αλλά έχουν φύγει όλοι οι συνάδελφοι και κάποιοι έπρεπε να μείνουν. Πως είσαι; Οι γονείς σου;" άρχισε την πολυλογία της. Το κάνει συχνά. "Δεν-" δεν πρόλαβε να αρθρώσει λέξη και άρχισαν οι φασαρίες.

"ΠΩΣ ΓΊΝΕΤΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑΤΕ ΝΑ ΤΟΥΣ ΣΩΣΕΤΕ; ΓΙΑΤΡΟΣ ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ;; " άρχισε να φωνάζει στον γιατρό ο Βλάσης, από τους καλύτερους φίλους και συναδέλφους του πατέρα της.

"Θα σε πάρω πιο μετα" της είπε και της το έκλεισε στα μούτρα για να ηρεμησει τους υπόλοιπους. Πήγε κατευθείαν στο μέρος του Βλάση."Δεν φταίει ο γιατρός" του είπε ψιθυριστά. Δεν μπορούσε έτσι και αλλιώς πιο δυνατά.

[...]

Την επόμενη μέρα κιόλας έγινε η κηδεία. Ειχαν έρθει σχεδόν όλοι για να τους τιμήσουν. Η Μιρελα κρατούσε το χέρι της αδελφής της και από την άλλη η Αγάπη με τον Βασίλη να κρατάνε το άλλο. Όταν άνοιξαν τα φέρετρα δεν άντεξε. Ξέσπασε. Μπροστά σε όλους. Δεν την ένοιαζε πλέον, δεν μπορούσε άλλο. Εκτός από όλη την ευθύνη που είχε πάει στα χέρια της είχε και να μείνει δυνατή στους άλλους.

Τα δάκρυα έπεφταν ποτάμι. Τα κρατούσε 2 μέρες σχεδόν. Έβλεπε και τους υπολοίπους να την λυπούνται, δεν το άντεχε. Μόλις τελείωσε η κηδεία και πήγαν στο νεκροταφείο είχε σχεδόν βραδιάσει. Ακόμα έκλαιγε. Πέταξαν και τα τελευταία λουλούδια ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και ένα κίτρινο. Έτσι τους έβλεπε η Μιρέλα. Κόκκινο και κίτρινο.

"Μπορείς να έρθεις να μείνεις σε εμάς" της είπε η Αγάπη καθώς της έτριβε την πλάτη. Φοβοταν για την φίλη της να μείνει σε αυτό το σπίτι. "Δεν μπορώ. Έχω την Γεωργία. Όταν βρει με το καλό ένα σπίτι με συγκάτοικο βλέπουμε, το σπίτι θα μπει για ενοικίαση" απάντησε με σιγουριά.

Το πρώτο βράδυ ήταν τραγικό. Δεν είχε ύπνο. Ούτε τα επόμενα δηλαδή. Εκτός από τα δικαστήρια και της ανταμειβες που πήρε από αυτόν που τους χτύπησε. Ένας οδηγός που φυσικά και του πήραν το δίπλωμα. Οδηγούσε στης εθνική με 120 και έπεσε κατά πάνω τους με φορά κιόλας. Το αμάξι του τζιπ. Έπαθε μόνιμη βλάβη. Ο ίδιος πάλι την γλύτωσε με σπάσιμο πλευρών και χεριού.

Μέτα άρχισαν τα τηλέφωνα για την περιουσία. Όλοι η περιουσία θα πήγαινε στην Μιρέλα. Τα πιο σημαντικά δηλαδή. Η μικρή τους κόρη θα έπαιρνε κάποια σπίτια και το μισό μέρος της περιουσίας, ο μικρός τα υπόλοιπα. Η μεγάλη από την άλλη επρεπε να γίνει το αφεντικό μιας εταιρίας που ζήτημα να έχει δουλέψει εκεί δύο φορές στην ζωή της.

"Και τι θα κάνεις τώρα" ρώτησε η Αγάπη από το τηλέφωνο. Τον σταυρό μου. "Δεν έχω ιδέα" της απάντησε καθώς προσπαθούσε να βρει κάποια χαρτιά. "Θα τελειώσω της σπουδές μου ενώ θα είμαι στην εταιρία και ξεχνάω το σχέδιο μόδας" συνέχισε. Ηξερε πως την Αγάπη δεν την ένοιαζε τι θα κάνει με την εταιρία αλλά με την ζωή της και το όνειρο της.

"Και όταν η Γεωργία βρει σπίτι;" αυτό την αγχωνε. Δεν μπορούσε να αφήσει την αδελφή της."Θα αποφασίσει τι θελει να κάνει και βλέπουμε, ακόμα νωρίς είναι, κάτσε να βρει και κανέναν συγκάτοικο" της απάντησε τελείως ψύχραιμα. Μόνο ψύχραιμη δεν ήταν.

"Δεν μπορεί αυτή να κάνει ό,τι θέλει και εσύ να κάνεις τούμπα την ζωή σου!"

"Και τι να κάνω; Να κάνω τούμπα την δικιά της; Εγώ πήρα την ευθύνη, ας την λουστώ τώρα" την άκουσε να ξεφυσασει. Ναι μεν δούλευε και αυτή στην εταιρία αλλά μόνο για να παίρνει ένα μισθό άξιο για να κρατάει το σπίτι της μαζί με τον Βασίλη. Σπουδάζει Δημοσιογραφια. Παντειος. Το να δουλεύει εκεί ήταν η εύκολη λύση μιας και εκεί δούλευαν και οι γονείς της.

Με την Αγάπη είναι κολλητές από τοτε που θυμάται τον εαυτό της. Οι γονείς τους ήταν φίλοι από την δουλειά οπότε κάπως γνωριστηκαν και αυτές. Αχωριστες από το δημοτικό ήταν! Σχεδίαζαν να μείνουν μαζί αλλά η ζωή τους τα εφεραν αλλιώς. Η Αγάπη είχε φύγει στην πρώτη λυκείου για Θεσσαλονίκη.

Η Αθηνά και ο Πέτρος είχαν φτιάξει κάποια γραφεία και στην Θεσσαλονίκη και προσφέρθηκαν να πάνε οι γονείς της Αγάπης. Έτσι έφυγε για 3 χρόνια. Μετά έκανε τα αδύνατα δυνατά για να μπορέσει να έρθει πίσω Αθήνα στην κολλητή της. Ήθελε και παντειο οπότε δεν θέλει πολύ.

Με τον Βασίλη γνωριστηκαν μέσο της Μιρέλας, κοινή παρεα από όταν έλειπε. Για αρχή ήταν μόνο συγκάτοικοι. Έψαχναν και οι δυο για συγκάτοικο, την Μιρέλα δεν την βόλευε το σπίτι, ήταν μακριά από την σχολή που είχε περάσει, οπότε πήγε ο Βασίλης. Η συγκατοίκηση τελικά έγινε κάτι παραπάνω. Μπορεί με την άλλη παρέα να ξέκοψαν και οι δύο αλλά αυτοί μείνανε φίλοι. Πλέον είναι τριάδα μεταξύ τους.

"Αγάπη αλήθεια, καλά είμαι. Υπάρχουν άνθρωποι που με χρειάζονται, θα χάσουν την δουλειά τους αν εγώ αποφασίσω πως απλά θέλω το όνειρο μου" είπε την πιο λογική της απάντηση. Μπορεί να ήταν σκληρή αλλά ήξερε πως κατά βάθος είχε δίκιο. Δεν μπορούσε απλά να τα παρατήσει όλα. Υπάρχουν άνθρωποι με δουλειά εκεί και αυτη από το πουθενά έπρεπε να γίνει το 'αφεντικό'.

"Κοίτα δες τα θετικά! Θα είμαστε συνεταιρακια!" έσπευσε να ελαφρύνει το κλίμα η κολλητή της και για κάποιο λόγο τα κατάφερε. Ακούστηκε ένα γελακι στην άλλη γραμμή. "Μπορεί αυτό όντως να είναι το μόνο καλό".

"Θα σε βοηθησει και ο Αγγελος" συνέχισε για να προσπαθήσει να την κάνει να νιώσει καλύτερα."Ο γραμματέας των γονιών μου;" ρώτησε μιας και για αυτόν είχε ακούσει πάρα πολλά. Δεν τον ήξερε προσωπικά αλλά οι γονείς της ήταν πάντα ευχαριστημένει από την δουλειά του. Πάντα έλεγαν πως του χρωστούσαν χάρη.

"Ναι! Είναι πολύ συμπαθητικός, όταν θέλει, αλλά πλέον είναι δικός σου γραμματέας! Πες το σαν μάνατζερ. Θα σου κανονίζει όλες της δουλειές και αυτά. Φάση αλεξης και ντάλια χατζηαλεξανδρου" έκανε τα πάντα να την κάνει να νιώσει καλά. Και αυτό βοήθησε πολύ στην ψυχολογία της.
Ήξερε την κολλητή της, την ένιωθε και ας το έπαιζε μπροστά της πως το έχει και θα τα καταφέρει, αλλα κάπου μεσα της ήλπιζε να αλλάξει τα πάντα και να κάνει το όνειρο της.

Την άκουσε που γέλασε αλλά δεν είπε τίποτα. Την φανταζόταν να καθόταν σκεπτική φτιάχνοντας τα χαρτιά που της είχαν σταλθεί από την εταιρία. Και όντως αυτό έκανε. "Τι σκέφτεσαι;" την ρώτησε με ενδιαφερον. "Τον Παύλο" απάντησε και σχεδόν βουρκωσε. Το μικρο αδελφάκι της. Πως θα του το έλεγαν. Πως λες σε ένα μικρό παιδάκι πως δεν θα ξαναδεί την μαμά του και τον μπαμπά του;

Ήταν μόλις 7 χρονών. Όλες αυτές της μέρες έμενε στην Γιαγιά. Ρωτούσε συνέχεια για τις αδελφουλες του και τους γονείς του. Ήταν η μέρα που θα του έλεγαν την αλήθεια. Χωρίς φιλτράρισμα. Δεν μπορούσε να του πει 'πήγαν ένα μεγάλο ταξίδι και δεν ξέρουν πότε θα γυρίσουν' θα πονούσε πιο πολύ.

"Μήπως είναι νωρίς ακόμα εννοω-" έσπευσε η Αγάπη να μην το πει. Ήξερε πως η κολλητή της δεν θα άντεχε και αυτη την ευθύνη. "Οχι. Πρέπει να μάθει την αλήθεια. Εκτός από ότι θα πρέπει η γιαγιά να μείνει Ελλάδα για να τον προσέχει, δεν θα μπορεί να ακουει συνέχεια που είναι η μαμά" ακούστικε σκληρή. Δεν το ήθελε αλλά ένιωθε πως δεν θα καταλάβαινε. Η ζωή της άλλαξε. Για πάντα. Έπρεπε να αλλάξει όμως και από όλη την οικογένεια.

Τρεις ώρες αργότερα ήταν εκεί, σπίτι της γιαγιάς Μιρέλας. Με κατακόκκινα ματιά που έχασε την κόρη της τόσο νέα και να προσέχει ένα αγγελούδι που δεν έφταιγε σε τίποτα. Οι δύο αδελφές προσπαθούσαν να χαμογελασουν τόσο πολύ στον μικρό για να τον καθησυχάσουν, μα δεν ήταν χαζός.

"Μιεελα εισαι καλά;" ρώτησε με την πιο γλυκιά φωνούλα του. Ακόμα δεν έλεγε καλά το Ρ οπότε την έλεγε Μιεελα, είχε μείνει απο παλιά. Της άρεσε για κάποιο λόγο. Της έδωσε δύναμη. "Ναι αγάπη μου. Θέλω να σου πω απλά κάτι" μίλησε χωρίς να τραυλισει, ήταν γλυκιά η φωνή της αλλά ακόμα πιο γλυκά μίλαγε στο μικρό της αδελφό.

Ο Παύλος εγνεψε και περιμένε να του πει με αυτά τα μεγάλα σκούρα μπλε μάτια του πατέρα της. Λύγισε μα δεν του το έδειξε."Η μαμά και ο μπαμπάς αγάπη μου. Δεν-" κόμπιασε, δεν ήξερε τι να πει. Τα μάτια της άρχισαν να βουρκωνουν. Η γιαγιά και η Γεωργία δεν τολμούσαν να του το πουν αυτές. Δεν θα το άντεχαν.

Το μικρό αθώο της αγόρι προσπαθούσε να καταλάβει γιατί κλαίει η αδελφή του. Δεν καταλάβαινε. Κοίταξε τις δύο γυναίκες να την κοιτούν. Έκανε νόημα για να βοηθήσουν αλλά δεν μπορούσαν. Συγγνώμη Παύλο μου.

"Δεν θα έρθουν" του είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. Γεμίσε με πολλά ερωτηματικά και είπε το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε "Γιατί; Που πήγαν;" ρώτησε τόσο αθώα που ακούστηκε ένας λυγμός από την Γεωργία. Δεν μπορούσε να του απαντήσει. Ξαφνικά αυτά τα κλισέ, το ότι πήγαν ταξίδι και δεν ήξεραν πόσο θα κάτσουν της αρεσαν, μα δεν θα είπε. Δεν αρθρώσε λέξη.

Πηρε μια ανάσα που παρά λίγο να την πνίξει. "Ψηλά στον ουρανό μικρέ μου" του είπε με ένα γλυκό χαμόγελο. Το παιδί γέμισε με πιο πολλά ερωτηματικά από πριν. "Γιατί; Έκανα κάτι εγώ;" στο άκουσμα αυτής της πρότασης η κοπέλα άρχισε να κλαίει πιο εντονα. Ο γλυκός μου. "Όχι αγάπη μου, εσύ τίποτα δεν έκανες. Έπρεπε να πανε" του απάντησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε αλλα οποίος και να την άκουγε μπορούσε να καταλάβει πως έσπαγε.

Τον είδε μπερδεμένο με το 'γιατί έφυγε η μαμά και ο μπαμπάς;' και πήρε όση δύναμη μπορούσε για να μιλήσει. "Εγιναν αστέρια. Μας βλέπουν από ψηλά και μας φυλάνε από εκεί"
"Δηλαδή μπορώ να τους δω;"
"Εσύ όχι αλλά μας βλέπουν αυτοί και μας καμαρώνουν. Θες να πάμε να δεις τα αστέρια στην ταράτσα; Τα πιο λαμπερά είναι αυτοι"

Τα μάτια του έλαμψαν, δεν ήξερε τι πάει να πει θάνατος. Μάλλον ήξερε. Αλλά δεν είπε την λέξη που θα τους έσπαγε. Τον πήρε από το χέρι. Ανέβηκαν μαζί της σκαλες. Σιγά σιγά. Από πίσω ακολουθούσαν και οι δύο γυναίκες να κοιτάζουν σχεδόν με θαυμασμό την 21χρονη που το χειρίστηκε τόσο καλά.

Άνοιξε την πόρτα και τον σήκωσε στην αγκαλιά της για να βλέπει καλύτερα. Έδειξε δύο αστέρια. Το ένα δίπλα στο άλλο. Τα πιο φωτεινά εκείνη την βραδια στην ταράτσα της γιαγιάς της, στην Καστέλα. "Αυτοί είναι;" ρώτησε με απορία ο Παύλος και η Μιρέλα κοίταξε εκεί που έδειχναν τα χέρια του. "Ναι, πάντα θα είναι δίπλα δίπλα" του απάντησε με το πιο γλυκό της χαμόγελο και ο μικρός γέλασε.

Τα χαιρέτησε και εκεί η κοπέλα έσπασε ακόμα πιο πολύ. Του άφησε ένα φιλί στο μάγουλο κοιτώντας και οι τέσσερεις αυτά τα δύο λαμπερά αστέρια. Τα πιο λαμπερά.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Πολύ κλαμα και ακόμα δεν αρχίσαμε.

ΥΠΟΣΧΈΘΗΚΑ ΠΩΣ ΘΑ ΑΝΈΒΕΙ.

Μπορεί να άργησα δύο μήνες αλλά δεν πειράζει είχα πει στο tpm πως θα είναι πιο οργανωμένο. Έριξα όμως πολύ δουλειά. Ήθελα να βγει πραγματικά καλό!

Το ξέρω πως η αρχή είναι λίγο κάπως αλλά θα έχει κάτι τέτοια σκαμπανεβάσματα.

Είναι και ημέρα θετικής ενέργεια οπότε στέλνω νεραιδόσκονη να πάει καλά!!

Υ.Σ.
Μόλις τελειώσει αυτό το βιβλίο θα διορθώσω το tpm γιατί σε κάποια σημεία είναι κακογραμμένο.

Αυτά!!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top