Ηλιοτρόπια-30
"Μίλησα στην Σάρα" πέταξε η Χριστιάννα στην πιο ακατάλληλη μέρα. Σήμερα ήταν περίεργα.
Ήταν 1η Ιουνίου.
Η Εύη σήκωσε το κεφάλι από το κινητό της. Σήκωσε το φρύδι. Το περίμενε είναι η αλήθεια. Της είχε ξαναπεί πως θέλει να της μιλήσει. Βασικά να την απειλήσει.
"Και τι της είπες;" την καημένη σκέφτηκε. Δεν είχε καμία κακία προς αυτό το κορίτσι, είναι-ήταν-η κόρη της κολλητή της στο κάτω κάτω. Δεν φταίει αυτή για τις λάθος επιλογές.
"Τι με κοιτάς έτσι; Δεν την έβρισα κιόλας. Απλά της έκανα ξεκάθαρο πως ξέρω τα πάντα και να μείνει μακρυά από τον Άγγελο" είπε δίχως καμία ενοχή.
"Ρε Χριστιάννα, πας καλά;" αναφώνησε από αυτό που μόλις άκουσε. Όχι πως δεν το περίμενε αλλά δεν μπορεί να καταλάβει με τίποτα πως η Μιρέλα δεν φταίει σε τίποτα;
"Εύη, ο Άγγελος είναι ό,τι μου έχει απομείνει. Δεν θα τους αφήσω να ξαναμπούν πάλι στην ζωή μου" δήλωσε τελεσίδικα και η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά έμεινε να την κοιτάει.
"Η Σάρα είναι αθώα. Και θα το λέω μέχρι να πεθάνω" της δήλωσε επίσης. Από τότε που την έβγαλαν αυτοί ένοχη η Χριστιάννα δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Ακόμα και αν την αγαπάει σαν δικό της παιδί, δεν μπορεί να αγνοήσει το βιολογικό της.
"Δεν λέω πως διαφωνώ αλλά αν υπάρχει έστω αυτή η μία περίπτωση, θα την κάψω"
"Χρίστη, πρέπει να καταλάβεις πώς η Μαρίνα πήρε από μόνη της αυτό τον δρόμο, το διάβασες το γράμμα. Δεν θα μπορώ, ούτε θα ρίξω ποτέ το φταίξιμο στην Σάρα, Μιρέλα, όπως θες πες την. Ήταν παιδί Χριστιάννα, ήταν δύο παιδιά που έκαναν λάθη" είπε χωρίς να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρά της.
"Δεν μπορώ να χάσω και άλλο παιδί, Εύη" μπορούσες να την δεις αποφασισμένη. Ήθελε κάπου να ρίξει το φταίξιμο και για κακή τύχη της Σάρας, ήταν ο αδύναμος κρίκος.
Κοίταξε αλλού. Τα κοκκινοπά μαλλιά της σήμερα δεν είχαν την ίδια λάμψη. Ούτε πρόκειται να την έχουν για τις υπόλοιπες ώρες. Φαινόταν κουρασμένη, ήταν κουρασμένη.
"Θα πάμε στο νεκροταφείο;" συνέχισε και έστρωσε καλύτερα το μαύρο της μακρύ φόρεμα. Της ένευσε θετικά σηκώνοντας το σώμα της από την καρέκλα.
Έπρεπε να πάνε τώρα. Δεν είχε όρεξη να δει πολύ κόσμο. Η ώρα της νωρίς βέβαια, επίτηδες ξύπνησαν εφτά. Για να μην πετύχουν πολλούς.
"Θα έρθει και ο Άγγελος;" έστρωσε καλύτερα τα μαλλιά της στους ώμους της. Έχουν χάσει εδώ και πολύ καιρό την λάμψη τους.
"Λογικά πιο μετά. Θέλει να πάει μόνος του" σηκώθηκε και η ίδια. Ήταν η ώρα.
"Χριστιάννα;" της ένευσε με ένα απαλό χαμόγελο.
"Θα πληρώσουν όλοι, θα φροντίσει και η Μαρίνα για αυτό. Στο υπόσχομαι" το υποσχέθηκα στον εαυτό της πιο πολύ. Ήταν διατεθημένη. Δεν θα σταμάταγε ποτέ.
Της χαμογέλασε ακόμα πιο πολύ. Το χρειαζόντουσαν και οι δύο.
"Πάμε;"
"Πάμε"
[...]
Δεν είχε το μυαλό της στο έγγραφο μπροστά της. Μπορεί να είχε υπογράψει κιόλας πως δίνει την εταιρία. Τα γράμματα ήταν πολύ ασήμαντα μπροστά της.
Ηθελε να κάτσει όλη μέρα σπίτι. Δεν είχε νόημα να είναι εδώ. Δεν είχε κοιμηθεί όλο το βράδυ. Μόλις είδαν την ταινία με τον Άγγελο εκείνος πήγε μια βόλτα στις τρεις το βράδυ.
Η Μιρέλα δεν άντεχε να μείνει σπίτι. Πνιγόταν, όπου και να ήταν πνιγόταν. Εικόνες από τότε έπαιζαν στο μυαλό της ξανά και ξανά.
Πήγε πάνω στην σοφίτα του σπιτιού και άνοιξε το παραθυράκι που ήταν πάνω. Εδωσε ώθηση στα χέρια της και ανέβηκε πάνω στα κεραμίδια.
Είχε να σκαρφαλώσει σε οροφές τρία χρόνια. Αλλά το σώμα, για καλή της τύχη, θυμάται. Έκατσε στην κορφή κοιτάζοντας απλά τον ουρανό μέχρι να ξημερώσει.
Και αυτόν ήταν διατεθημένη να κάνει και τώρα. Μάζεψε τα πράγματα της γρήγορα. Κάποιο ραντεβού δεν είχε σήμερα και ουδέ μια όρεξη είχε να δει και άλλα έγγραφα. Αύριο.
Η πόρτα χτύπησε και μουρμούρισε ένα απαλό περάστε. Έφτιαξε τα μαλλιά της και ίσιωσε την πλάτη της. Ποτέ δεν ξες ποιος μπορεί να είναι κανόνας νούμερο δεν θυμάμαι.
Ο Βασίλης μπήκε μέσα και κάθισε απλά στην πόρτα βλέποντας την. Ανησυχούσε σήμερα για αυτήν.
Οι ώμοι της έπεσαν, πιο πολύ από ανακούφιση. Δεν θα είχε να μιλήσει με κάποιον που έπρεπε να το παίξει χαρούμενη.
"Πως είσαι;" ρώτησε ευθέως.
"Καλά. Λέω να πάω σπίτι" σήκωσε την βαριά τσάντα της και την εβαλε στον ώμο της. Εκείνος της χαμογέλασε.
"Θες να πάω κάτι;" την ρώτησε σαν να ήταν μικρό παιδί. Της Μιρέλας φωτίστηκαν τα μάτια της. Παραλίγο να το ξεχάσει! Δεν θα συγχωρούσε τον εαυτό της αν το έκανε. Δεν μπορούσε να πάει μετά μόνη της...
Κοίταξε πίσω από το γραφείο της. Να! Εκεί ήταν τρία ηλιοτρόπια. Τα είχε τυλίξει με μια πορτοκαλί κορδέλα. Σήμερα το πρωί είχε πάει να τα πάρει, μύριζαν ακόμα πολύ ωραία.
"Ορίστε. Βάλε τα στα δεξιά" του τα έδωσε και τον πληροφόρισε όπως κάθε χρόνο. Ο Βασίλης την αγκάλιασε σφιχτά. Ήταν άδικο όλο αυτό, για όλους.
Της άφησε ένα απαλό φιλί στα μαλλιά. "Να προσέχεις" της είπε και του απάντησε "Και εσύ" ήξερε με ποιους θα ήταν. Ακόμα και αν δεν μπορούσαν να του κάνουν τίποτα, είχε πάντα το νου της.
Κλείδωσε το γραφείο της διπλή φορά και κατευθύνθηκε προς τα κάτω. Εντόπισε την Αγάπη στον εκτυπωτή να βγάζει κάτι φωτοτυπίες.
Της χαμογέλασε απαλά με ένα ερωτηματικό βλέμμα. Η Μιρέλα ένευσε θετικά ως ένδειξη πως είναι όλα καλά. Σήμερα δεν χρειαζόταν να πουν πολλά. Ήθελε να μείνει μόνη της. Το ήξεραν καλά και οι δύο.
Αλλά αυτό δεν έκανε την Αγάπη να παύει να νοιάζεται. Ήξερε πως δεν ήταν όλα καλά και πως αυτό το νεύσιμο ήταν τα πάντα πάρα αληθινό. Μα δεν είχε σκοπό να το σχολιάσει. Θα πήγαινε το βράδυ στο σπίτι της για κοριτσίστικη βραδιά.
Βγήκε έξω από το μεγάλο κτήριο και ένιωσε επιτέλους λίγο καθαρό αέρα. Λίγο ακόμα και θα τρελαινόταν με τους ήχους του πληκτρολογίου που ακουγόντουσαν σε κάθε όροφο.
Η ώρα ήταν τρεις το μεσημέρι. Θα πήγαινε σπίτι με τα πόδια. Ναι, με τακούνια. Δεν είχε καμία όρεξη να πάρει το λεωφορείο ή κάποιο ταξί. Πρέπει να ξεπεράσει τους φόβους της και να πάρει δίπλωμα.
Οι δρόμοι ήταν αρκετά άδειοι. Περνούσε μέσα από στενάκια με πολυκατοικίες και μονοκατοικίες να την χαιρετάνε.
Τα τακούνια ήταν στο χέρι της και ο αέρας έκανε τα μαλλιά της να πετάνε έξαλλα με τούφες από εδώ και από εκεί.
Κάποιος θα μπορούσε να την πει τρελή. Όχι πως δεν φαινόταν. Σήμερα είχε ντυθεί μόνο στα άσπρα. Μια αεράτη παντελόνα, ένα άσπρο σατέν πουκάμισο, και άσπρες γόβες στο χέρι.
Περπατούσε ευθεία κοιτάζοντας αόριστα. Ήξερε την διαδρομή απέξω σχεδόν, την έβλεπε κάθε μέρα. Στο μυαλό της τραγουδούσε ένα παλιό ιταλικό τραγούδι.
Άργησε πολύ να πάει σπίτι. Απόλαυσε την διαδρομή στο έπακρο μέσα στις σκέψεις της. Συνάντησε την γιαγιά της και τον Παύλο κιόλας.
Πήγαν όλοι μαζί μια τεράστια βόλτα. Μέχρι που είχε πάει πολύ αργά και κατάλαβε πως έπρεπε να πάει σπίτι. Ο Άγγελος έλειπε όλη μέρα και από ο,τι κατάλαβε θα αργήσει.
Δεν πήγε σπίτι. Πήγε κατευθείαν στην σοφίτα και πάνω στα κεραμίδια, στο ίδιο σημείο με πριν κάτι ώρες. Την είχαν πάρει όλοι σαράντα τηλέφωνα αλλά το είχε χαμηλομένο και μέσα στην τσάντα της.
Κοίταζε τον ουρανό με παράπονο. Της είχε πάρει κάποιον που αγαπάει. Της είχε πάρει πολλούς που αγαπάει. Μόνο που σήμερα με την αρχή του καλοκαιριού ήταν πανέμορφοι.
Ο ουρανός είχε βαφτεί με αποχρώσεις του πορτοκαλί, του κίτρινου, του ροζ, και ελάχιστα του μωβ καθώς θα σκοτείνιαζε από λεπτό σε λεπτό.
Άρπαξε το κινητό μέσα από την τσάντα της. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να μην το έκανε ξανά. Αλλά δεν μπορούσε. Μπορεί τα προηγούμενα χρόνια να είχε τους γονείς της για στήριξη. Πλέον όμως είναι πάνω.
Μαρινάκι
Πάτησε την επαφή χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά. Χτύπησε μέχρι το τέλος μέχρι να ακουστεί η χαρακτηριστική φωνή.
Η κλήση σας προωθείτε. Συνδεθήκατε με τον προσωπικό τηλεφωνητή του συνδρομητή 69... άφησε ένα μήνυμα μετά τον χαρακτηριστικό ήχο.
"Γειά σου Μαρίνα. Το ξέρω πως δεν θα το ακούσεις αυτό. Αλλά σήμερα είναι η μέρα. Δεν είμαι πολύ καλά και ήθελα να σου μιλήσω, έστω και έτσι. Εσύ ελπίζω πάντως να είσαι καλά.
Ελεγες πάντα πως η ζωή προχωράει. Ξέρεις πόσες φορές έχω προσπαθήσει να κάνω τα λόγια σου πράξη; Έχεις ιδέα, πόσες φορές κοιτάχτηκα στον καθρέφτη του δωματίου μου και είπα 'Η Μιρέλα ή η Σάρα';
Όσο και αν έχω προσπαθήσει όλο αυτό, ο,τι έγινε, το πληρώνω τώρα. Μα ποιος βγήκε αλώβητος από αυτή την ιστορία;
Ξέρεις, διαβάζω, πάλι, το ημερολόγιο μου. Καταλαβαίνω πως έβλεπα την ιστορία από την μεριά μου τότε και ήταν τόσο γλυκό. Τόσο γλυκό που έβλεπα τον κόσμο καλό. Πολύ ωραίο το χαστούκι που έφαγα.
Λέω τα πάντα λες και είναι βιβλίο, όχι πραγματικότητα. Τόσο ονειρικά περιγράφω τον πρώτο χρόνο. Δεν ξέρω αν είμαι όντως έτοιμη να πάω στον δεύτερο ή ακόμα χειρότερα, στον τρίτο.
Πολλές φορές μετανιώνω τα πάντα, αλλά όχι την μέρα που σε γνώρισα. Περάσαμε υπέροχα μαζί. Το ήξερες πως αν δεν υπήρχες εσύ δεν θα τα είχαν η Αγάπη και ο Βασίλης;
Τώρα έχω γνωρίσει ένα άτομο. Μένουμε μαζί. Θα τον συμπαθούσες πιστεύω πάρα πολύ. Είναι έξυπνος. Αρκετά. Θα σου άρεσε να τον ακούς να μιλάει.
Οι γονείς μου πέθαναν. Σε αυτοκινητιστικό. Πίστεψε το, πλέον διοικώ μια ολόκληρη εταιρία, ετοιμάζουμε και έργο μάλιστα. Τα καταφέρνω Μαρίνα.
Σας απομένουν εξήντα δευτερόλεπτα.
Ο χρόνος μου τελειώνει και δεν εχω ιδέα πως μπορώ να χωρέσω όλη μου την ζωή το τελευταίο διάστημα. Νομίζω έμαθες τα βασικά.
Εύχομαι να είσαι καλά. Σε αγαπώ"
Ακούστηκε πάλι ο χαρακτηριστικος ήχος πριν κοιτάξει πάλι τον ουρανό.
Πίστευε άθελά της πως, δεν θα τα διάβαζε ποτέ αυτά τα μηνύματα. Όλα όσα της έχει στείλει είναι ανοιγμένα.
Τώρα όμως, τριάντα δύο λεπτά μακριά από εκεί που βρίσκεται η Μιρέλα είναι ο Αγγελος. Πάνω από έναν τάφο κοιτάζοντας τον.
Αριστερά είχε άσπρα και απαλά ροζ τριαντάφυλλα ενώ δεξιά τρία ηλιοτρόπια. Στο χέρι του κρατούσε πορτοκαλί τριαντάφυλλα και όπως κάθε χρόνο, τα έβαλε μαζί με τα ηλιοτρόπια.
Ταίριαζαν πιο πολύ.
Κοίταξε ευθεία στα μάτια την φωτογραφία που απεικονιζόταν πάνω στον τάφο. Τα χρώματα του ουρανού δεν ταίριαζαν με τούτο το μέρος. Σταύρωσε τα χέρια του στο στερνό του.
"Πέρασαν τρία χρόνια και ακόμα ψάχνω. Δεν είναι πως, απλά νιώθω πως έχει και συνέχεια η ιστορία. Δεν έδωσες εξηγήσεις και ψάχνω μόνος μου. Και δεν έχω ιδέα που να ψάξω.
Ξέρεις έχω βάλει στόχο να βρω την Σάρα. Ξέρω πως δεν πέθανε όπως είπανε. Δεν ξέρω γιατί είπανε πως πέθανε.
Όλοι όσοι ήσασταν εκεί ξέρουν πως ζει και βασιλεύει. Για τα μάτια του κόσμου, υποθέτω. Βλέπεις ο Ηλίας θέλει να τα σκέφτεται όλα. Ακόμα και την μικρή λεπτομέρεια.
Ακόμα και από τον Άλφα έκρυψε πράγματα. Δεν του το χα"
Προσπαθούσε να είναι σοβαρός. Βέβαια αυτή η μάσκα έπεσε και άφησε τα χέρια του να πέσουν δεξιά και αριστερά.
Ξεφύσησε προσπαθώντας να μην βάλει τα κλάματα."Θα ξαναέρθω σε κάτι μέρες να αλλάξω τα λουλούδια" χάιδεψε για λίγο τον τάφο πριν κάνει μεταβολή και φύγει.
Ο Ηλίας στεκόταν ακριβώς δίπλα του κοιτώντας τον με ένα απαλό χαμόγελο. Αυτός μου έλειπε τώρα.
"Ηλπιζες και φέτος να δεις την Σάρα εδώ; Να της ζητήσεις τα ρέστα που έκανε ο,τι έκανε; " Δεν ήθελε να αρχίσει να φωνάζει μέσα στο νεκροταφείο. Πήρε μια βαθιά ανάσα πριν απαντήσει.
"Ξέρουμε και οι δύο πολύ καλά πως δεν το έκανε η Σάρα. Λες να μην σε ξέρω, Ηλία;" τον ρώτησε ειρωνικά. Τρία χρόνια την κατηγορούν.
"Καταβάθος πιστεύεις ακόμα πως εκείνη το έκανε. Καταβάθος ακόμα έχεις ελπίδα πως δεν το έκανα εγώ ή ο Αλφα. Σωστά αδελφούλη;"
Ναι, είχε ακόμα εκείνη την ελπίδα πως η Σάρα φταίει για όλα και ο αδελφός του είναι αθώος. Θέλει να πιστέψει σε αυτόν, όπως έκανε στην αρχή. Στην αρχή που είχε τυφλωθεί από τα νεύρα.
"Μην με λες έτσι" τον προσπέρασε επιδεικτικά. Θα έβρισκε την Σάρα και θα μάθαινε την αλήθεια. Το είχε υποσχεθεί σε εκείνη, στον εαυτό του. Ακόμα και αν ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανε.
Ο Ηλίας πήγε να μαρτυρίσει ποια είναι η Σάρα. Αλλά το κατάπιε. Έπρεπε να αφήσει να πάντα να πάνε βάση σχεδίου. Το σχέδιο που είχε στο μυαλό του.
Μονό έτσι θα κατάφερνε να βγει κερδισμένος από αυτή την ιστορία. Μόνο έτσι θα μπορούσε να πάρει αυτό που ήθελε από την αρχή.
Και αυτό δεν είναι μόνο η Μιρέλα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top