Διαγωνισμός-42

"Πότε θα πάμε διακοπές;" μπούκαρε απόλυτα σοβαρά στο γραφείο του περιμένοντας σοβαρή απάντηση.

Ο Άγγελος σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε βαριεστημένα. Του άρεσαν οι διακοπές, απλά πρώτα έπρεπε να είναι έτοιμες όλες οι δουλειές του πριν πάει.

"Είναι δεκαπέντε Ιουνίου" υπενθύμισε λες και δεν το θυμόταν. Φυσικά και το έκανε, αλλά ήθελε να πάνε διακοπές. Το καλοκαίρι είναι η αγαπημένη της εποχή, δεν μπορεί να περιμένει.

"Και;"

"Ξέρω εγώ μήπως είναι πολύ νω-"

"Πάμε σε νησί. Έχω ακούσει καλά λόγια για την Αίγινα, και την Λευκάδα" είπε γρήγορα μην της χαλάσει το όνειρο.

Ξεφύσησε με ένα μειδίαμα να ανεβαίνει σιγά σιγά στο πρόσωπο του. Του χρειάζεται αυτή η θετική ενέργεια.

"Δεν έχω πάει σε κανένα από τα δύο, οπότε γιατί όχι" ανασήκωσε τους ώμους. Και ενθουσιάστηκε.

"Θα βρω μέρη και θα σου πω" πήγε δίπλα του και έπεσε στην αγκαλιά του. Αγαπούσε τις διακοπές. Ήταν το καλύτερο της.

Να τα αφήνει όλα πίσω και να μην ενδιαφέρεται το τι γίνεται στον κόσμο. Να ζεις σε ένα δωμάτιο που το μόνο που έχει απέξω είναι παραλία και αστέρια, πολλά αστέρια την νύχτα.

Της Μιρέλας της άρεσε να πηγαίνει πάντα σε μέρη με θάλασσα, δεν την ενδιέφερε η πισίνα. Ήθελε να κάθεται μεσα από το πρωί ως το βράδυ.

Μαύριζε πάντα πολύ όμορφα, λες και αυτό ήταν το χρώμα της. Από μικρή ήταν πάντα στην Ρόδο οπότε συνήθισε.

Αγαπούσε ακόμα και το αλάτι που κολλούσε στο πρόσωπο της. Ήταν η δύο-βδομάδες-χαλάρωση. Το πιο ωραίο πράγμα στον κόσμο.

"Άγγελε πρέπει να πάμε να δούμε και τον μικρό σήμερα στο σχολείο. Είναι η τελευταία μέρα και έχει κάτι σαν παράσταση, δεν έχω καταλάβει" από ο,τι της είπε η νόννα έπιασε πως, κάθε τμήμα θα κάνει από ένα μικρό σκετσάκι με θέμα το καλοκαίρι.

Ο Παύλος είχε καταενθουσιαστεί που θα ήταν και η αδελφή του και ο Αγγελος. Ήταν κάτι σαν τον μεγάλο αδελφό που δεν είχε ποτέ.

"Άγγελεεε" έτρεξε στην αγκαλιά του έξω από το σχολείο. Η Μιρέλα θίχτηκε που δεν ήρθε πρώτη σε αυτήν. Όπως και η Γεωργία δίπλα της.

"Εμάς δεν μας χαιρετάς ρε μικρό;" του κάνει η μεσαία αδελφή και εκείνος της έβγαλε την γλώσσα. Η Νόννα άρχισε να γελάει. Τον είχε κάνει σαν τα μούτρα της.

"Έλα εδώ ρε" του είπε η Μιρέλα και τον πήρε αγκαλιά. Άρχισε να τον γαργαλάει. Αγαπούσε τόσο πολύ τα αδέλφια της αλλά ο Παύλος ήταν ακόμα μικρός. Δεν ήθελε να τον μπλέξει πουθενά.

Είναι το μικρό τους.

Η Γεωργία του χάλασε την καούκα. Η μεγάλη τον άφησε κάτω γιατί ήταν η ώρα του να πάει στα παρασκήνια.

"Θα σκίσεις" του είπε ο καθένας ξεχωριστά και έτρεξε προς την δασκάλα. Η γιαγιά και ο Άγγελος αντάλλαξαν ένα επιθετικό, θα έλεγε κανείς, βλέμμα με την δασκάλα. Θα την σκότωναν, ήταν σίγουρες και οι δύο.

Κάθισαν στις καρέκλες περιμένοντας να αρχίσει η παράσταση. Ο Παύλος έβγαινε στο τρίτο σκετς, οπότε ο κυρία Μιρέλα είχε όλον τον χρόνο να κάνει την συνονόματη της ρεζίλι στον αρραβωνιαστικό της.

1991

Τα νερά έσπασαν στην μέση του σαλονιού όσο η Χρίστη έκανε παρέα στην Εύη. Ο Στέφανος ήταν στην δουλειά και η Αθηνά κάπου με τον Πέτρο.

Περιττό να πω πως, μέσα σε κάτι λεπτά επικράτησε ένας πανικός. Η Εύη βέβαια ήταν χαλαρή, ακόμα δεν πονούσε οπότε έκανε τα πάντα με το πάσο της, όσο η Χριστιάννα τα είχε κάνει στην κυριολεξία πάνω της.

"Γεννάμε, ΤΡΕΞΤΕ" φώναξε στην Αθηνά που ήταν λίγο εκτός τόπου και χρόνου. Όταν το έπιασε και αυτή άρχισε να φωνάζει στο τηλέφωνο με τον Πέτρο δίπλα της να έχει φρικάρει.

Περίμεναν τον Στέφανο να έρθει να τις πάρει. Ο Αποστολής δεν απαντούσε. Άφησε ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή του σταθερού του με την ελπίδα να έρθει.

Εκτός από την Χρίστη, ο Στέφανος είχε έρθει πολύ κοντά με τον Αποστόλη. Από γνωστή που ήταν είχαν γίνει κολλητοί και δημιουργούσαν παρτάκι και με τον Πέτρο.

Και με το που γεννήθηκε και η μπέμπα ήταν οι ισχύς εν τη ενώσει. Γίνανε αυτοκόλλητοι. Μέχρι και η Εύη δεν το περίμενε.

Σαν σήμερα είχαν περάσει τρεις μήνες από το πρώτο τους ραντεβού. Οπότε ο Αποστόλης την πήρε για να πάνε να φάνε. Τρεις μήνες και δεν της είχε δώσει ένα κανονικό φιλί. Δεν είχε ξαναδεί μια γυναίκα να το παίζει τόσο δύσκολη.

"...Δεν κατάλαβες τίποτα έτσι;" τον ρώτησε καθώς του εξηγούσε μια θεωρία στην Χημεία που της είχε κάνει εντύπωση.

"Δεν έχω καταλάβει Χριστό" την διαβεβαίωσε "αλλά μου αρέσει να σε ακούω" συνέχισε να την κοιτάει με το ίδιο βλέμμα.

Εκείνη που δεν περίμενε αυτή την απάντηση χαμογέλασε και κοκκίνησε. Ήταν μια πρόοδος.

"Και εσένα πως πάει με την δουλειά. Είχες πει πως είχες κουραστεί με το αφεντικό σου, από ο,τι θυμάμαι" για αρχή του έκανε εντύπωση πως τον ακούει όταν μιλάει.

"Α παραιτήθηκα" πνίγηκε που το είπε τόσο χαλαρά.

"Παιδί μου πας καλά; Που θα βρεις τώρα δουλειά;" ήξερε πόσο δύσκολο ήταν να βρεις καλή δουλειά εκείνη την εποχή. Ήταν μια κούραση.

"Εχω έτοιμη δουλειά μην αγχώνεσαι" Δεν της είπε παραπάνω. Οπότε και εκείνη ένευσε θετικά.

Που να ήξερε.

"Θα με πας σπίτι;" τον ρώτησε μόλις πλήρωσε-ασχέτως τα νεύρα της Χρίστη- και απλά της άνοιξε την πόρτα του αμαξιού. Δεν δεχόταν να πάει μόνη της.

Ρόλαρε τα μάτια της και μπήκε μέσα. Η διαδρομή ήταν ήσυχη και οικεία. Όταν έφτασαν έκανε αυτή την κίνηση που περίμεναν.

"Καληνύχτα" του είπε γλυκά. Σηκώθηκε αλλά αντί να βγει έξω έγυρε προς το μέρος του και του άφησε ένα πεταχτό φιλί.

Ξαφνιάστηκε και δεν κουνήθηκε από την θέση του. Πήγε να βγει έξω από το αμάξι χωρίς να περιμένει απάντηση αλλά την έπιασε το χέρι και για να μην προλάβει να βγει.

Την φίλησε αυτή την φορά αυτός γλυκά. Τύλιξε τα χέρια γύρω του και αυτός στην μέση της. Οι πεταλούδες στην κοιλιά της έκαναν πάρτυ και τότε κατάλαβε τι ηλίθια που ήταν τόσο καιρό.

Παρόν

Η Μιρέλα περίμενε τον μικρό έξω από το σχολείο. Έπρεπε πρώτα να ετοιμάσει τα πράγματα του, λέει, από τα παρασκήνια.

Η Νόννα θα έφευγε με την Γεωργία γιατί ήθελε βοήθεια με τα πράγματα της και του μικρού, μιας και πετάνε για Ιταλία σε κάτι μέρες.

Της φαίνεται περίεργο που ο Παύλος θα έφευγε σε αλλη χώρα. Ναι, φυσικά και είχε ξαναπάει, αλλά όχι χωρίς αυτές. Δεν έφερε όμως κάποια αντίρρηση, γιατί πάντα περνάει καλά στο Μιλάνο.

Με την άκρη του ματιού της παρατήρησε ένα συγκεκριμένο ξανθό μαλλί να ξεπροβάλει πίσω από κάτι δέντρα. Γύρισε ελάχιστα, μόνο και μόνο για να σιγουρευτεί, πως την παρακολουθούνε.

Έβλεπε από μακρυά τον Ηλία. Δεν κατάφερε να καταλάβει αν είναι και κάποιος άλλος δίπλα του, αλλά σίγουρα θα ήταν. Ποτέ δεν πάει μόνος του κάπου, ειδικά για αποστολή.

Η καρδιά της άρχισε να πάλλεται πιο γρήγορα. Όχι εδώ, όχι μπροστά στον Παύλο, έχει κάνει τα πάντα για να του το κρατήσει κρυφό. Όχι γιατί θα την έβλεπε διαφορετικά, αλλά γιατί δεν πρέπει να μπλέξει. Είναι ακόμα παιδί.

Πήρε μια βαθιά ανάσα χωρίς να δείξει πως τον κατάλαβε. Έβλεπε τον μικρό από μακρυά να έρχεται προς το μέρος της.

Έπρεπε να σκεφτεί κάτι γρήγορα, δεν έπρεπε να τους μιλήσει, και πάνω από όλα δεν έπρεπε να τους κυνηγήσει.

Ήξερε πως ο Άγγελος ήταν ήδη στο αμάξι. Αν έμπαιναν στην ώρα τους δεν θα γίνει τίποτα, απλά πρέπει να το κάνουν γρήγορα.

Μπορούν να τρέξουν.
Αλλά με τι δικαιολογία θα του πει να τρέξει.

Ήρθε χαρωπός δίπλα της. "Ήσουν καταπληκτικός" του είπε ενθουσιασμένη και του έδωσε να κολλήσει πέντε.

Χτύπησε το χέρι του με το δικό της και την ευχαρίστησε. Είδε τον Ηλία να περπατάει αργά προς το μέρος τους. Το έπαιξε χαλάει και πέταξε την πρώτη ιδέα που της ήρθε.

"Παύλο, θες να κάνουμε έναν διαγωνισμό;" ένευσε θετικά κοιτώντας την έντονα με τα σκούρα ματιά του.

Θα σε προστατεύσω. "Οποίος πάει πιο γρήγορα στο αμάξι κερδίζειιιι" από τις πρώτες τέσσερις λέξεις είχε ξεκινήσει και έτρεχε από πίσω του.

Τα τακούνια δεν την βοηθούσαν καθόλου σε όλο αυτό. Αλλά ο Ηλίας σταμάτησε και έκανε μεταβολή και πίσω.
Τουλάχιστον χαιρόταν, γιατί την είχε εκπαιδεύσει πολύ καλα.

Ο μαθητής ξεπερνάει τον δάσκαλο που λέμε.

Ο Άγγελος τους κοίταζε όταν έφτασα στην ευθεία του αμαξιού πιο μπερδεμένος από ποτέ. Προσπαθήσε να κρύψει το γέλιο του όταν είδε την Μιρέλα να έχει μετανιώσει την ώρα και την στιγμή που έτρεξαν.

Ο μικρός μπήκε στα πίσω καθίσματα με μια τεράστια υπερένταση σε αντίθεση με την αδελφή του που μπήκε μπροστά μετά από κάτι δευτερόλεπτα.

"Όλα καλά;" ρώτησε έτοιμος να γελάσει και τον χτύπησε στον ώμο.

"Οχι"
"Ναι!" είπαν μαζί και αντάλλαξαν ένα βλέμμα από τον καθρέφτη πριν σκάσουν στα γέλια.

"Σε κέρδισα!" της φώναξε με νικητήριο ύφος.

"Ήταν άδικο έχω τακούνια και εσύ αθλητικά!"

"Εσύ μου είπες να τρέξουμε, οπότε ας προσεχές" ήταν η σειρά του Αγγέλου να βάλει τα γέλια.

"Γιατί αν είχες αθλητικά θα κέρδιζες" αναφώνησε και καλά προσβεβλημένη και ο Παύλος έβαλε τα γέλια μαζί του.

"Άγγελε θα κοιμηθείς στο χαλάκι σήμερα αν συνεχίσεις" τον απείλησε και το βούλωσε αμέσως. Ξεκίνησε το αμάξι για να πάνε προς το σπίτι τους.

Η Μιρέλα του έκανε νόημα να της φέρει το μπουκαλάκι με το νερό. Είχε πεθάνει με την ζέστη και το τρέξιμο που έριξε. Τουλάχιστον δεν βλέπει τον Ηλία στον ορίζοντα πλέον.

Της το έδωσε και το άνοιξε. Άρχισε να πίνει όταν ο Παύλος παρατήρησε το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα στο αριστερό χέρι της αδελφής του.

"Θα παντρευτείτε;" ρώτησε ενθουσιασμένος και η κοπέλα άρχισε να βήχει, της έκατσε το νερό στον λαιμο με αυτό που άκουσε.

Ο Άγγελος ήταν έτοιμος πάλι να γελάσει, του φαινόταν τόσο αστείος αυτός ο αυθορμητισμός των παιδιών που δεν μπορούσε να πει κάτι. Το διασκέδαζε οριακά.

Παναγία μου, τι παντρειές λέει, η γιαγιά θα του τα έμαθε αυτά. Εδώ ήμουν μαζί με τον αδελφό του και η μάνα του με θεωρεί υπεύθυνη για φόνο. Τι ωραίος γάμος που θα είναι.

"Στο σύντομο μέλλον, όχι" του είπε και καλά σοβαρά ο οδηγός και κατσούφιασε.

"Θέλω κουφέτα"

"Πολύ παρέα με την γιαγιά κάνεις" του είπε η Μιρέλα κατακόκκινη και από τον βήχα και από την ερώτηση.

Βέβαια όταν είδε τον Άγγελο τόσο χαλαρό χαλάρωσε και αυτή. Κοιτάχτηκαν για λίγο πριν γυρίσουν και οι δύο μπροστά.

Αυτός ο γάμος θα ήταν μια καταστροφή.

Ημερολόγιο
1/3/18

Όταν τον είδε να πέφτει κόπηκε η ανάσα της. Κατευθείαν αγχώθηκε που είδε το αίμα να τρέχει. Άκουγε ακόμα πυροβολισμούς αλλά δεν άντεχε να μην βγει έξω.

Σήκωσε ελάχιστα το κεφάλι της από το τραπέζι και μόλις είδε τους πάντες απασχολημένους έτρεξε χαμηλά και πήγε προς το μέρος του.

Ο Βασίλης που είχε δει και τον κολλητό του και αυτή, μπήκε μπροστά τους, έπρεπε να τον πάρουν από εδώ. Ο Ηλίας την κοίταξε έξαλλος.

"Τι κάνεις γαμώ το σπίτι μου, θα χτυπήσεις" τον έγραψε χωρίς να απαντήσει κάτι τον πήρε στον ώμο της-ένας θεός ξέρει πως τα κατάφερε-και βγήκαν έξω όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.

Η Μαρίνα έξω μόλις τους είδε γούρλωσε τα μάτια της. Έψαξε πρώτα να δει αν έχει χτυπήσει η καλύτερη της φίλη και αφού είδε πως όχι, ηρέμησε λίγο.

Ο Ηλίας της πέταξε το όπλο του. "Αν τολμήσει κάποιος να μας ακολουθήσει, είσαι υπεύθυνη για το αν πεθάνουμε" κοίταξε σαστισμένη την Σάρα και εκείνη τον γύρισε για να συναντήσει το βλέμμα του.

"Γιατί να μην έρθει μαζί μας στο στέκι; Θα έχεις καλύτερη βοήθεια-" την διέκοψε γιατί μάλλον κάτι δεν είχε καταλάβει αυτή καλά.

"Εμπιστεύεσαι να πάρουμε και την Μαρίνα από την στιγμή που εσύ θα οδηγείς;" γούρλωσαν τα μάτια τους οι δύο κοπέλες.

"Θα κάνω τι;!"

Ρόλαρε τα μάτια του και την τράβηξε με όση δύναμη του είχε απομείνει. Η Σάρα αναρωτιόταν αρχικά πως έχει δύναμη.

"Μαρίνα ο,τι σου είπα" φώναξε ο Ηλίας και εκείνη ένευσε θετικά ακόμα και αν δεν μπορεί να την δει.

Πήγαν προς το αμάξι. "Τι εννοείς θα οδηγήσω εγώ; Αφού δεν ξέρω να οδηγώ" είπε αγχωμένη.

"Σάρα με βλέπεις σε κατάσταση οδηγήσεις;" κοίταξε τον ώμο του που έβγαζε τραγικά πολύ αίμα. "Οχι" είπε σίγουρα και έπρεπε να σκεφτεί κάτι για να σταματήσει η ροή.

"Βγάλε την μπλούζα σου" του είπε και κατάλαβε τι έκανε. Οπότε την έβγαλε χωρίς πολλές ερωτήσεις, καθώς μπήκε και ο καθένας στην θέση του.

Φορούσε κοντομάνικη, λες και έξω δεν είχε 15 βαθμούς, αλλά δεν ήταν η ώρα να το σχολιάσει. Έβγαλε και το αλεξίσφαιρο για να μην την εμποδίζει.

"Θα πονέσει" προειδοποίησε χωρίς να ξέρει και εκείνος απλά ανασήκωσε τους ώμους του.

Έκανε έναν κόμπο και το έσφιξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ο Ηλίας έριξε το κεφάλι του πίσω και έκλεισε τα μάτια του από τον πόνο. Δεν ήθελε να ξέρει πόσο πονάει αυτό.

"Συγγνώμη" του ψιθύρισε και προσπάθησε να μην δει τα χέρια της που ήταν γεμάτα με το αίμα του. Αναρωτιόταν τι θα έλεγε στους γονείς της.

Γύρισε προς το τιμόνι "Ωραία, τι κάνω τώρα" Δεν το πιστεύω αυτό που συμβαίνει.

"Ανοίγεις το αμάξι με το κλειδί" το έκανε."Φτιάξε τον καθρέφτη να βλέπεις πίσω" το έκανε. "Βάλε το ένα σου χέρι στο μοχλό και το άλλο στο τιμόνι" το έκανε.

Ο Ηλίας έκανε για μια στιγμή τον σταυρό του."Πάτα το γκάζι και ξεκινά" αυτό ήταν απότομο. Το αμάξι έφυγε οριακά σφαίρα και η Σάρα έκανε τα πάντα για να μην ουρλιάξει.

Ο διπλανός της, από την άλλη, περνούσε πολύ καλά, το διασκέδαζε."Κατέβασε ταχύτητα και πήγαινε όλο ευθεία. Θα σου λέω εγώ που να στρίψεις" έκανε ακριβώς αυτό που της είπε.

Έβλεπε που τα χέρια της έτρεμαν αλλά δεν μπορούσε να γελάσει, πόναγε κιόλας.

Μόλις έφτασαν τον βοήθησε να πάνε μέσα και ξάπλωσε στον κόκκινο καναπέ. Η Σάρα ετρεξε να φέρει αυτά που χρειάζονται, ενώ τα χέρια της ακόμα έτρεμαν.

"Θα πονέσει" τον προειδοποίησε πάλι με το οινόπνευμα στο χέρι. Ο Ηλίας το κοίταξε με αηδία αλλά ένευσε θετικά.

Όταν άρχισε η διαδικασία έπρεπε να κάνει κάτι για να μην σκέφτεται τον πόνο. "Δεν είπες κάτι για το συγγνώμη μου"

"Δεν είχα κάτι να πω" του είπε κάνοντας τα πάντα για να την τον πονέσει τόσο.

"Είσαι σίγουρη;" την κοιτούσε αλλά αυτή δεν σήκωνε το βλέμμα της.

"Έχω αποδεχτεί την συγγνώμη σου, Ηλία. Απλά θέλω λίγο χρόνο"

"Πόσο ακόμα;;; Σε λίγο θα με ρωτάει ο περιπτεράς τι της κάνω όλες τις σοκολάτες" γέλασε σε αυτό και έριξε το οινόπνευμα. Μόρφασε από τον πόνο και ψιθύρισε ένα "συγγνώμη".

"Δεν ήταν και λίγο αυτό που έγινε"

"Ήμουν μαλάκας το ξέρω Σάρα. Τα είχα χάσει και δεν σκέφτηκα εσένα, αλλά κατάλαβα το λάθος μου" σήκωσε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει και χαμογέλασε απαλά.

"Μιρέλα" της είπε και σήκωσε το κεφάλι της πάνω. Σιχαινόταν να την αποκαλούν έτσι εδώ μέσα, αλλά δεν το είπα. Απλα ένευσε θετικά.

"Πρέπει να βγάλεις την σφαίρα, το ξέρεις, έτσι;" ένευσε πάλι θετικά. Το πως είχε καταλήξει γιατρός από την μία μετά στην άλλη δεν το είχε καταλάβει.

"Ξέρεις πως;"

"Τελικά δεν πήγαν χαμένα τα μαθήματα μας στην αρχή" του είπε ενώ δεν πίστευε ούτε λίγο στον εαυτό της για αυτό. Αλλά δεν μπορούσε να αφήσει την σφαίρα εκεί.

Θα έκανε τα πάντα για να μην πάθει τίποτα πιο σοβαρό.

Την τράβηξε μια και έξω με ένα εργαλείο που της έδωσε. Ήταν σαν ένα μεγάλο τσιμπιδάκι για τα φρύδια.

Μόρφασε και ήταν σίγουρη πως προσπαθούσε να μην την κάνει να αγχωθεί ή να νιώσει άσχημα.

Το έραψε τελείως λάθος αλλά της είπε πως θα το κάνει αυτός όταν είναι λίγο καλύτερα. Του έδεσε το χέρι και πήγε να του φέρει λίγο νερό.

Ήθελε να βάλει τα κλάματα. Νομίζει πως ήταν πολύ όλο αυτό για σήμερα. Ήθελε μια αγκαλιά. Οπότε τύλιξε τα χέρια γύρω του χωρίς δεύτερη σκέψη.

Και αυτός έκανε το ίδιο. Της άφησε ένα απαλό φιλί στα μαλλιά.

"Τρόμαξα Ηλία" του εκμυστηρεύτικε και εκείνος γέλασε απαλά.

"Μην αγχώνεσαι για μένα Μιρελάκι" της είπε και σήκωσε το κεφάλι της από το στερνό του. Τον φίλησε.

Γιατί ήξερε πως μετά από αυτό, μετά από την συνειδητοποίηση πως μπορεί να πάθει κάτι, τον ήθελε πίσω. Ήθελε να την προστατεύσει αυτή.

Δεν ήξερε το λάθος της.



























~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το ξέρω πως άργησα πολύ να ανεβάσω. Αλλά με όλα αυτά που έγιναν στην Ελλάδα δεν είχα καμία όρεξη.

Μπορει να μην είχα κανέναν μέσα σε αυτό το τρένο αλλά δεν σημαίνει πως δεν επηρεάστηκα ή πως δεν έκλαψα.

Αυτό που συμβαίνει είναι τραγικό. Η Ελλάδα, το κράτος σκοτώνει τα παιδιά της.

Εύχομαι μια μέρα να ξυπνήσουμε σε μια καλύτερη χώρα. Γιατί δεν ήταν η λάθος η ώρα, ήταν η λάθος η (Χ)ώρα.

Στέλνω τα συλλυπητήρια μου σε όλους αυτούς που έχασαν κάποιον. Και σε όλη την Ελλάδα την δύναμη μου.

Αν ακούσουμε μπορούμε να τα καταφέρουμε.

Ελπίζω να είστε όλοι καλά και να είστε ασφαλείς. ❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top