Βλάσης-22

Η ανάσα της κόπηκε. Ήταν το μόνο πράγμα που δεν περίμενε να κάνει. Όταν είχε μιλήσει στον Λάζαρο της τα έλεγε πολύ περίεργα. Μέσες άκρες κατάλαβε πως ήταν περίπλοκο παρελθόν χωρίς να ξέρει τι.

Ανταπέδωσε όμως μετά από κάποια δευτερόλεπτα. Χαζή ήταν να μην το κάνει; Δεν έκανε όμως κάποια κίνηση να τον φέρει πιο κοντά της. Φοβόταν μήπως αλλάξει γνώμη στα ξαφνικά.

Τελικά, την έπιασε αυτός από την μέση και με τους αντίχειρες του έκανε κυκλικές κινήσεις στο πλάι. Εκείνη σχεδόν αυτόματα έβαλε τα χέρια της γύρω από τον αυχένα του.

Το φιλί είχε γεύση βροχή. Η βροχή πάνω στα χείλη του ήταν πιο ωραία. Την έκανε να νιώθει ζεστασιά, κάτι οικείο. Τον ήθελε.

Εγυρε το κεφάλι της στο πλάι. Δεν ήθελε καθόλου να σταματήσει αυτό το φιλί. Το συναίσθημα που ένιωθε εκείνη την στιγμή ήταν μακρά καλύτερο από τα προηγούμενα.

Απομακρύνθηκε πρώτος, κάτι που έκανε την κοπέλα να κοιτάξει σχεδόν απογοητευμένη. Ομως ο Άγγελος της χαμογέλασε με εκείνο το χαμόγελο, εκείνο το χαμόγελο που κάθε φορά την κάνει να λιώνει. Ήταν αχνό μα αρκετό.

Κοιτάχτηκαν για λίγα δευτερόλεπτα και η Μιρέλα ευχόταν να μην πει κάτι του στυλ "συγγνώμη". Όταν την πήρε από το χέρι και περπάτησαν μαζί μέχρι το ξενοδοχείο, που δεν απείχε πολύ από εκεί, το χαμόγελο της μεγάλωσε. Δεν το μετάνιωσε.

Με το που μπήκαν στο δωμάτιο έκλεισε την πόρτα πίσω της και την κόλλησε στον τοίχο. Χωρίς να την αφήσει να σκεφτεί επιτέθηκε στα χείλη της. Εκείνη, μαγεμένη σχεδόν, ανταπέδωσε κατευθείαν. Περίμενε αρκετό καιρό.

Δεν άφησε περιθώρια στον εαυτό της να σκεφτεί κάτι παραπάνω, δεν ήθελε να χαλάσει την στιγμή. Ήταν μόνο εκείνη και αυτός. Ευτυχώς, το ίδιο ακριβώς έκανε και ο Αγγελος.

Ο δεύτερος, βάθυνε το φιλί ακόμα περισσότερο. Δάγκωσε τα χείλη της, όχι δυνατά, αλλά αρκετά ώστε να κοκκινήσουν και να βγάλει έναν αηχό αναστεναγμό. Αμέσως κοκκίνησε, τον έκανε ήδη να καταλάβει πόσο επιρροή έχει πάνω της.

Τον πίεζε πάνω της. Ήθελε το άγγιγμα του όσο πολύ ήθελε και αυτός το δικό της. Άρπαξε τα χέρια της και τα έβαλε σταυρωτά με το ένα του χέρι πάνω από το κεφάλι της.

Κατευθύνθηκε λες και είναι εύθραυστη προς τον λαιμό της, απαλά. Άφηνε υγρά και ρουφηχτά φιλιά. Δεν είχε σκοπό να της κάνει σημάδια, απλά ήθελε να της δείξει τι ακριβώς ένιωθε εκείνη την στιγμή.

Η Μιρέλα δάγκωνε τα χείλη της σε κάθε φιλί. Δεν ήθελε να του δείξει πόσο πολύ τον θέλει. Μέχρι, βέβαια, να πάει στο ευαίσθητο της σημείο. Όταν κατάλαβε πως το βρήκε χαμογέλασε κόντρα στο δέρμα της.

Ρούφηξε ακόμα πιο έντονα και άκουσε να αφήνει μια ανάσα, λες και την κρατούσε ώρα. Ήταν σίγουρος πως το πρόσωπο της είχε κοκκινήσει και το έβρισκε τέρμα γλυκό.

Άφησε τα χέρια της και τον έφερε πάλι στα χείλη της. Ήθελε και άλλο από το φιλί του.

Ηθελε να του δώσει ένα σημάδι πως μπορεί να συνεχίσει, να κάνει ο,τι θέλει πάνω της. Οπότε ξεκούμπωσε το βρεγμένο της, σκούρο μπλε, πουκάμισο.

Το μαύρο της δαντελωτό σουτιέν είχε βραχεί και αυτό. Είδε το προβάδισμα της και άρχισε να αφήνει υγρά φιλιά στο στήθος της με εκείνη να αναπνέει κοφτά.

Και οι δικές του αναπνοές άρχισαν να γίνονται κοφτές καθώς πήγαινε όλο και πιο κάτω. Ξεκούμπωσε και το δικό του πουκάμισο. Η κοπέλα δαγκώθηκε ελαφρά όταν ήρθε αντιμέτωπη με το σώμα του. Ήθελε να του προσφέρει την ίδια μικρή ευχαρίστηση.

Έπαιζε με το κούμπωμα της φούστας της. Το ξεκούμπωσε και την κοίταξε για επιβεβαίωση. Δεν ήθελε να κάνει κάτι χωρίς την συναινέσει της για αρχή. Για απάντηση του φίλησε τα χείλη με πάθος.

Ήταν η σειρά της να πάει στον λαιμο του. Όπως και έκανε. Εκείνος της κατέβαζε σιγά σιγά την φούστα καθώς εκείνη προσπαθούσε να αφήσει το σημάδι της, γιατί κυκλοφορούν πολλές.

Τον άκουσε να αναπνέει βαριά και μια σουβλιά στην κοιλιά της την εκανε να καταλάβει πόσο πολύ της άρεσε. Ήθελε να ακούσει όμως και άλλα από αυτόν.

Με ένα μικρό του σφύξιμο στην μέση τύλιξε τα πόδια της γύρω απο την δικιά του μέση. Την κράτησε σφιχτά λες και εκείνη δεν είχε δύναμη.

Της σήκωσε το κεφάλι για να τον κοιτάξει στα μάτια.
Η συννεφιά ξαφνικά είχε φύγει και είχε αντικατασταθεί από τα σμαραγδί της ματιά. Και την ξαναφίλησε με πιο πολύ πάθος.

Η φούστα της βρισκόταν στο πάτωμα, κάπου στο δωμάτιο, και εκείνη προσπαθούσε να του ξεκουμπώσει το παντελόνι. Την είδε να ζορίζεται μιας και όλα αυτά τα έκανα στα τυφλά και ο ήλιος είχε ήδη πέσει, οπότε την βοήθησε. Κατέληξε και αυτό όπου η φούστα.

Ένιωθε ένα εξώγκομα στην περιοχή της και αγχώθηκε για ένα δευτερόλεπτο. Μετά από την τραυματική της εμπειρία, από τα δεκαοκτώ και μετά δεν ήθελε κάποιον να την ακουμπάει. Εξαιτίας του.

Όταν συνειδητοποίησε πως ο πρώτος άνθρωπος που το άλλαξε αυτό είναι ο Άγγελος χαμογέλασε κόντρα στα χείλη του.

Την ξάπλωσε απαλά στο κρεβάτι τους. Ήταν πανέμορφη μέσα από τα μάτια του. Το δέρμα της ήταν τόσο αρμονικό με την άσπρη κουβέρτα που δεν ήθελε να το χαλάει με τις κοκκινήλες από τα χέρια του.

Εκείνη επίσης τον κοιτούσε νιώθοντας παρόμοια συναισθήματα. Ήταν λες και αυτή ήταν η θέση του. Από πάνω της, να την σκεπάζει με φιλιά και να της χαρίσει την απόλυτη ηδονή.

Ξεκούμπωσε το σουτιέν της και το πέταξε μαζί με το εσώρουχο της. Ήταν ολόγυμνη μπροστά του χωρίς να θέλει να καλυφθεί, ήταν η μεγαλύτερη πρόοδος για αυτήν.

Άνοιξε λίγο περισσότερο τα πόδια της για να χωθεί καλύτερα το σώμα του ανάμεσα της. Ήταν και οι δύο βρεγμένοι από πάνω μέχρι κάτω από την βροχή και το φιλί που έδιναν κάθε φορά ήταν ακόμα πιο γευστικό.

Έβγαλε και αυτός το εσώρουχο του και άρχισε να παίζει με την κλειτορίδα της. Εκείνη αναφωνεί έκπληκτη. Χαμογέλασε ικανοποιημένος.

Χωρίς να το περιμένει εισχώρησε με δύναμη μέσα της. Δαγκώθηκε τόσο δυνατά σε σημείο που γέυτηκε την μεταλλική γεύση του αίματος στο στόμα της.

Ήταν αρκετά στενή που έκανε τον Άγγελο να αναρωτιέται αν είναι έμπειρη. Από τις κινήσεις κατάλαβε πως ξέρει τι κάνει.

Η δεύτερη εισχώρηση πόνεσε λιγότερο. Το σώμα της άρχισε να λιώνει μπροστά του. Μετά την τρίτη άφησε το πρώτο βογγητό ικανοποίησης, όπως και αυτός μαζί της.

Ήταν μελωδία στα αυτιά τους. Η Μιρέλα ήθελε να το ακούει όλο και περισσότερο. Γατζώθηκε πάνω του και έσφιξε τα πόδια της τριγύρω του.

Το μόνο που ακουγόταν στο δωμάτιο ήταν οι βαριές τους ανάσες και οι αναστεναγμοί τους. Κοίταζαν ο ένας τον άλλον στα μάτια και η κοπέλα ένιωθε πως πετάει στον έβδομο ουρανό.

Μουρμούριζε το όνομα του σαν μαγεμένει. Έριξε το κεφάλι της πίσω και εκείνος κατάλαβε πως ήταν κοντά. Αύξησε την ταχύτητα και έμπαινε πιο γρήγορα, πιο σκληρά μέσα της.

Το δέρμα της ήταν πολύ απαλό. Έχωσε το κεφάλι του στο κενο του λαιμού της με τον ώμο της καθώς πιπιλούσε απαλά εκείνο το σημείο. Τα χέρια της έγδερναν την πλάτη του με κάθε κίνηση.

Τα βογγητά τους ήταν σαν τραγούδι στο μυαλό του. Μετά από κάποιες ωθήσεις άφησε τον εαυτό της ελεύθερο τελειώνοντας γύρω του. Δύο ακόμα και τελείωσε και ο ίδιος μέσα της λέγοντας το όνομα της.

Κάθισαν για λίγα δευτερόλεπτα έτσι. Εκείνος να μυρίζει το δέρμα της και το άρωμα της και εκείνη να κοιτάει το ταβάνι με ένα αχνό χαμόγελο.

"Μιρέλα..."

"Περίμενε λίγο ακόμα" τον παρακάλεσε. Δεν ήθελε ακόμα να μπει στην πραγματικότητα. Ήθελε να μείνει εκεί, στην αγκαλιά του.

Λίγα λεπτά μετά σηκώθηκε από πάνω της αφήνοντας της ένα απαλό φιλί στο κεφάλι. Δεν έφταιγε αυτή που αυτός δεν ήξερε τι του γίνεται.

Σκεπάστηκε με την κουβέρτα περιμένοντας να της πει κάτι. Έβαλε το εσώρουχο του και άνοιξε για λίγο την μπαλκονόπορτα να πάρει αέρα. Κοίταζε την θέα του άδειου δρόμου. Πλέον ψυχάλιζε.

Όχι δεν ήταν λάθος. Σκέφτηκαν ταυτόχρονα.

"Θα μας σκοτώσει ο Βλάσης" μουρμούρισε χωρίς να της ρίξει κάποια άλλη ματιά. Η Μιρέλα συμφώνησε νοητά. Δεν θα του το έλεγαν αλλά αυτός είχε τον μαγικό τρόπο να καταλάβει πως κάτι δεν πάει καλά μεταξύ τους.

Ήθελε να τον αγκαλιάσει από πίσω. Δεν ήξερε βέβαια αν ήταν σωστό. Απλός καθόταν και τον κοίταξε ευχόμενη να μην πάρει πίσω τα χάδια του, δεν θα το άντεχε.

Η πραγματικότητα δυστυχώς τον χτύπησε γρήγορα. Ήθελε επίσης να χτυπήσει και το κεφάλι του στον τοίχο. Είναι το αφεντικό του! Τι πάει και κάνει. Είναι σε ψεύτικη σχέση για τα μάτια του κόσμου όχι αληθινή!

Όμως η πρώτη συνειδητοποίηση τον χτύπησε πιο γρήγορα.

"Μιρέλα δεν..." κόμπλαρε και άφησε να εννοηθεί η υπόλοιπη πρόταση. Εκείνη ένευσε για να τον καθησυχάσει.

"Δεν μπορώ να κάνω παιδιά έτσι και αλλιώς" είπε το μόνο πράγμα που δεν περίμενε να πει. Δεν έδειξε το ότι τον ξάφνιασε απλά ένευσε θετικά. Δεν θα έκανε ούτε κάποια ερώτηση, φαινόταν πως δεν ήθελε να το συζήτηση από τα μάτια της που γυάλισαν μόλις το είπε.

Ξανακάθησαν αμίλητοι. Η κοπέλα δεν μπορούσε όμως άλλο.

"Άγγελε δεν μπορούμε να καθόμαστε έτσι" του είπε και από το βλέμμα του κατάλαβε πως το μετάνιωσε. Το θέμα είναι πως δεν το μετάνιωσε, ίσα ίσα, βρίζει τον εαυτό του που δεν το κάνει.

Είδε που δεν γύρισε να την κοίταξε και άφησε μια ανάσα. "Το να αγνοούμε ένα πρόβλημα δεν σημαίνει ότι το λύσαμε, Άγγελε. Ξέρουμε και οι δύο πως τότε στο σπίτι που είχαμε πιει θυμόμαστε τα πάντα. Και τώρα ο,τι έγινε δεν έγινε από την μία πλευρά. Κάνω λάθος;" πήρε φόρα βγάζοντας έξω ό,τι σκεφτόταν τελευταία. Βούρκωσε ελάχιστα.

"Οχι, δεν κάνεις" της είπε ακούγοντας την προσεκτικά. Γύρισε να την κοιτάξει. Ακόμα την έβλεπε πανέμορφη, ακόμα και με κόκκινα χείλη και αναμαλλιασμένη, ήταν πανέμορφη. Απλά δεν ήταν εκείνη.

Έπρεπε να το συζητήσουν τώρα. Δεν γίνεται, όλη την ώρα το καθηστερούν. Στο κάτω κάτω, ενήλικοι άνθρωποι είναι, μπορούν να το λύσουν.

"Μιρέλα, δεν μπορώ να κάνω σχέση" της παραδέχτηκε μιας και ήξερε πως ήταν κατά της ελεύθερης σχέσης η Μιρέλα. Ήθελε κανονική, με τα φιλιά και της αγκαλιές με νόημα, χωρίς τρίτους.

Αυτό λίγο την πλήγωσε αλλά και την παραξένεψε. Την έτρωγε τόσο πολύ να ρωτήσει γιατί. Αλλά δεν το έκανε, δεν ήταν η ώρα να τον φέρει σε άβολη θέση.

Τον κοίταξε για λίγο λοξά. Στα μάτια του καθρευτίζονταν ο σκοτεινός ουρανός.
Και αυτό που προσπαθούσε να αποδείξει είναι πως, τα μάτια του, δεν είναι σκούρα γκρι, ήταν ανοιχτό. Δεν είχε γερή συννεφιά, ακόμα από μέσα τους, κάπου, κρυβόταν ο ήλιος. Και έβγαινε κάθε φορα που χαμογελούσε.

"Και εγώ δεν μπορώ να κάνω σαν να μην συμβαίνει τίποτα" είπε το παράπονο της. Δεν θα της το έλεγε ποτέ αυτό όμως. Δεν ήθελε να κάνουν σαν να μην συμβαίνει τίποτα, απλά δεν ήθελε και σχέση.
Θεέ μου, σαν γκόμενα κάνω.

Έκαναν μια νοητή συμφωνία με τα μάτια. Δεν ήταν σε σχέση, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Ήταν απλά... παράξενο;

Άνοιξε τα χέρια του για να την αγκαλιάσει. Κάπου είχαν και οι δύο το μυαλό τους. Κάτι που αφορούσε πολύ ο ένας τον άλλον αλλά δεν ήταν ακόμα η ώρα. Εκείνη σηκώθηκε με την κουβέρτα τυλιγμένη γύρω της. Πήγε κοντά του και χώθηκε στην αγκαλιά του.

"Όντως θα μας σκοτώσει ο Βλάσης"

5/1/17

Είχε αργήσει. Ο ηλίθιος ο Ηλίας, άργησε πάλι, οπότε αυτοί έπρεπε να τον περιμένουν κάθε φορά. Η Μαρίνα είχε αρχίσει να μην τον συμπαθεί. Είχε κάτι ειρωνικό στο βλέμμα του. Αναρωτιέται τι ακριβώς του βρήκε η κολλητή της.

Είδε τον Άγγελο κάτω από το σπίτι της να κοιτάξει κάτι αγχωμένος στο κινητό του. Κατάλαβε πως περίμενε κλήση της αλλά, μα τι τύχη, το κινητό της ήταν πάνω στο αθόρυβο.

Όταν σήκωσε την ματιά του και την είδε από μακρυά άφησε μια ανάσα ανακούφισης που, εν τέλει, κατέληξε σε θυμό.
Γιατί ερχόταν από τον δρόμο πάλι;
Γιατί δεν είναι πάνω;

"Συγγνώμη που άργησα" είπε λαχανιασμένη έτοιμη να πέσει στην αγκαλιά του και να μείνει εκεί για το υπόλοιπο της βραδιάς. Ήταν κουρασμένη. Δεν άντεχε άλλο αυτά τα ωράρια. Αναρωτιόταν πως η Σάρα τα συνήθισε.

Την κοίταξε λοξά αλλά την αγκάλιασε πίσω. Κατέβασε τα νεύρα του. Όχι δεν πίστευε πως ήταν με άλλον, απλά αγχωνόταν για αυτήν! Είναι δεκαπέντε χρονών και κυκλοφορεί μόνη της στα στενάκια στις δύο το βράδυ.

Δεν μπορούσαν αυτοί οι δύο να συναντιούντουσαν συχνά. Βασικά, σχεδόν, κάθε μέρα έβλεπαν ο ένας τον άλλον. Απλά δεν μπορούσαν να κάθονται μαζί, να φιλιούνται, να αγκαλιάζονται, πέρα από φιλικά, γιατί κάλλιστα αν το μάθαιναν οι μαμάδες αυτόματα το ξέρει όλο το λεκανοπέδιο Αττικής. Μαζί και η Χαλκιδική γιατί οι μανάδες τους έχουν φήμη παντού.

Το τελευταίο πράγμα που ήθελε η Μαρίνα είναι να πέσει αυτή η πληροφορία σε λάθος αφτιά. Όχι πως θα της έλεγαν κάτι, αλλά δεν ήθελε να ξέρουν για την προσωπική της ζωή.

"Δεν ήσουν πάνω;" την ρώτησε χωρίς να της κάνει ανάκριση πάρα μόνο ενδιαφέρον. Εκείνη ξεροκατάπιε. Στόλισε όμως το πρόσωπο της με ένα χαμόγελο.

"Είδα μια φιλί μου στο δίπλα παρκάκι" είπε το πρώτο ψέμα που της ήρθε στο μυαλό. Δεν ήθελε να τον μπλέξει πριν καλά καλά αρχίσουν το μεταξύ τους.

Πέρασε την γλώσσα του πάνω από τα χείλη του καθώς την κοίταζε λοξά. Στο κούτελο το γράφει πως λέω ψέματα;

"Μην με κοιτάς έτσι! Αλήθεια λέω. Σάρα την λένε!" ήθελε να δαγκώσει την γλώσσα της μέχρι να ματώσει. Τι πάει και λέει;

Έσμιξε τα φρύδια του. "Έχεις εσύ φίλη Σάρα;" ρώτησε μπερδεμένα. Δεν την είχε αναφέρει σχεδόν κανείς.

Η τύχη της Μαρίνας όμως, ήταν μαζί της. Αν την έψαχνε σίγουρα θα την έβρισκε και δεν την είχε δει ποτέ με την Μιρέλα μαζί. Τώρα βέβαια, είχε να σκεφτεί δικαιολογία για το πως ήταν στην εταιρία, αν την ρωτήσει κάποτε. Τώρα όμως δεν την απασχολεί και πολύ αυτό.

"Ναι! Πάμε μαζί σχολείο" Φάνηκε να την πιστεύει και ένευσε θετικά. Σήκωσε το χέρι του και της χάιδεψε απαλά το μάγουλο. Έκλεισε στιγμιαία τα μάτια της στο άγγιγμα του.

"Έχεις πέντε λεπτά να σου δείξω πόσο μου έλειψες" μόλις το είπε αυτό της κόπηκε η ανάσα. Για την ακρίβεια, της την πήρε αυτός.

Την φίλησε κτητικά και εκείνη αφέθηκε. Πόσο πονούσε που του έλεγε ψέματα αλλά υποσχέθηκε στον εαυτό της πως θα το πει κάποτε. Τον εμπιστευόταν ακόμα και αν δεν γνώριζαν πολύ καιρό ο ένας τον άλλον. Με εξαίρεση όταν ήταν μικρά.

Και όντως έκανε αυτό που είπε. Την φίλαγε μέχρι να πάει πάνω κατακόκκινη από ντροπή.

Αλλά το χαμόγελο αχνοφαινόταν και μεσα από το σκοτάδι.














~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top