Αρραβωνιαστικός;-6

"Και εσύ τι θες;" την ρώτησε η Δέσποινα.

Πριν μιλήσει σκέφτηκε την απάντηση της. Την βοηθούσε να κοιτάει στον χώρο αρκεί για τα μάτια της ψυχολόγου.

Κοιτούσε πίσω τα πτυχία και τα μεταπτυχιακά της στον τοίχο. Έχει κάνει ωραία διάταξη. Αλλιώς, κοιτούσε το πάτωμα, τα πόδια της, την γκρι άνετη καρέκλα, οτιδήποτε άλλο πέρα από την Δέσποινα.

Της αρέσει ο χώρος, νιώθει άνετα εκεί. Είναι απλός για τα γούστα της αλλα της αρέσει πολύ. Είναι σαν ένα συνηθισμένο ιατρειο με τους καναπές του, το γραφειακι του, τα πάντα.

"Δεν ξέρω" ανασηκωσε τους ώμους της. Συνέχισε να μην την κοιτάει αλλά ήξερε πως η ψυχολόγος το έκανε. Άφησε το στυλό της και ακούμπησε πίσω στην καρέκλα.

"Κάτσε να το θέσω αλλιώς" πήρε μια ανάσα για να σκεφτεί. "Αν η Αγάπη σου έλεγε πως είχε ένα ημερολόγιο με την πιο άσχημη περίοδο στην ζωή της, εσύ θα της έλεγες να το διαβάσει;"

"Οχι, δεν θέλω να στενοχωρηθει" είπε αμέσως μεν, μα διστακτικά δε.

"Ωραια, εσύ τότε γιατι το κάνεις; Όχι στους άλλους, στον εαυτό σου" πάλι δεν απάντησε. Περίμενε μήπως της έρθει καμιά ουρανοκατεβατη απάντηση.

Η γυναίκα με τα ξανθά μαλλιά και τα κόκκινα ρουχα ξεφυσησε."Μιρέλα, όταν είχες έρθει εδώ, για πολύ καιρό μου συστηνοσουν ως Σάρα επειδή φοβοσουν"

Έκανε προσπάθειες να την λογικεψει. Αν και, ήξερε πως αν έβαζε κάτι στο μυαλό θα το έκανε. Ας ήταν και λάθος βρε παιδι μου, αν ήθελε θα το έκανε.

Έπιασε το κολιέ της. Δεν το έβγαζε ποτέ αυτό. Το έχει χρόνια. Χαϊδεψε απαλά το τον πράσινο κύκλο.

"Τότε ήταν αλλιώς" Δεν της αρέσει αυτό το όνομα, θέλει να αλλάξουν κουβέντα οπωσδήποτε.

"Το ξέρω" κοίταξε το ρολόι της. "Λοιπόν, θελω να σκεφτείς πολύ καλά αυτά που είπαμε. Το επόμενο ραντεβού το σημειώνω από τώρα ή..."

"Θα σε πάρω τηλέφωνο" σηκώθηκε από την καρέκλα και την αγκάλιασε σφιχτά. Την είχε σαν παιδί της. Την είχε από πολύ μικρή εδώ πέρα.

Της χαμογέλασε. Βγήκε από την πόρτα και άφησε τα λεφτα στην γραμματέα. Έφτιαξε το παλτό της πριν βγει έξω στο κρύο. Είχε ακόμα λίγους βαθμούς.

Πήγε στην πιο κοντινή στάση λεωφορείου που υπάρχει εκεί. Το δικό της ερχόταν σε 20 λεπτά. Κάπου εδώ μετανιώνει που έπρεπε να δώσει το αυτοκίνητο των γονιών της στην γιαγιά της για τον Παύλο.

Αποφάσισε να πάει με τα πόδια. Μόνο μισή ώρα μακριά ήταν. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες της και προχώρησε. Πάντα της άρεσε να περπατάει. Για αυτό κιόλας δεν έχει πάρει αμάξι, τουλάχιστον ακόμα.

Το αγαπημένο της πράγμα όταν περπατάει είναι το να σκέφτεται. Εκτός από ότι επιτέλους δεν φορούσε τακούνια, φορούσε και ρούχα πέρα από πουκάμισο και φούστα.

Φορούσε ένα μωβ πουλόβερ με πορτοκαλί δερμάτινη καμπάνα, άσπρα παπουτσια, και καφέ παλτό. Ω ναι, ήταν από αυτές. Της άρεσε να συνδυάζει χρώματα διαφορετικά μεταξύ τους. Για αυτήν έφερναν αρμονία στο λουκ.

Δεν την πειραζαν τα βλέμματα, που ήταν αρκετά. Έτσι ένιωθε ωραία η Μιρέλα. Με παρδαλό συνολακι. Τι την νοιάζει τι θα πει ο κοσμος;

Στην δουλειά βεβαια έπρεπε να ντυνόταν όπως 'άρμοζε' και αυτό οι γονείς της, της το είχαν μάθει από μικρή ηλικία. Όσο και αν δεν της άρεσε, έπρεπε, έλεγαν.

Άρχισε να νοσταλγει τα κόκκινα μαλλιά της. Της άρεσε τόσο πολύ αυτό το κόκκινο της φωτιάς πάνω της. Δεν ήταν το αγαπημένο της χρώμα αλλά κοραλί πιστεύει δεν θα πήγαινε. Ενώ το κόκκινο, ίσα ίσα, κάνουν καταπληκτική αντίθεση με τα πράσινα ανοιχτά ματιά της.

Έξω για Μάρτιο μήνα είχε 10 βαθμούς. Δεν κρυωνε, περπατούσε ήρεμα όσο σκεφτόταν. Το κινητό της άρχισε να χτυπάει μέσα στην τσέπη της. Θα ήθελε πολύ να το αγνοήσει αλλά δεν μπορούσε. Το έβγαλε από την τσέπη, στην οθόνη αναγράφεται το όνομα του Αγγέλου.

"Έλα μου" είπε αυθόρμητα μόλις το σήκωσε. Δεν την ένοιαζε αν αυτός δεν ένιωθε τόσο οικία με αυτήν. Μένανε μαζί. Κάπως έπρεπε να φτιάξουν οι σχέσεις του.

"Είσαι καλά; Που εισαι;" την ρώτησε κάπως ανήσυχα. Η Μιρέλα έβρισε τον εαυτό της που ξέχασε να τον ενημερώσει.

"Ναι όλα καλά, τώρα γυρνάω από την σχολή" έσπευσε να τον καθησυχάσει. Συνέχισε να περπατάει ήρεμα στο πεζοδρόμιο.

"Θες να έρθω να σε πάρω;"

"Μπα"

Άκουγε τις ανήσυχες αναπνοές του από το τηλέφωνο. Έσμιξε τα φρύδια της. Αφού το είπε πως είναι όλα καλά, κάτι άλλο συμβαίνει.

"Έγινε κάτι;"

"Περνά μία από την εταιρία" αυτή η πρόταση την έκανε σχεδόν να αγχωθεί. Αυτόματα πέρασαν όλα τα πιο άσχημα σενάρια από το κεφάλι της.

Έστριψε στο επόμενο στενό αλλάζοντας πορεία. Του έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα με ένα "Έρχομαι".

Αν κάηκε θα το είχα ακούσει γρήγορα. Το κακά νέα μαθαίνονται αμέσως. Έλεγε μέσα από το κεφάλι της. Ξανά έστριψε. Κάπου εδώ ευγνωμονούσε που έφηβη έμαθε όλους τους δρόμους με τα πόδια.

Μετα από πέντε λεπτά για κάποιον περίεργο λογο είχε καταφέρει να ηρεμησει τον εαυτό της. Με το που πέρασε απέναντι τον δρόμο και είδε πως δεν ειχε ούτε μια γρατζουνιά, ηρέμησε ακομα πιο πολύ.

Πριν μπει μέσα κοίταξε τα ρούχα της.

Έστρωσε λίγο το πουλόβερ και χωρίς να την νοιάζει τι θα πουν οι υπόλοιποι, μπήκε μέσα με ένα χαμόγελο. Χαιρέτησε πρώτα αυτούς που ήταν στην είσοδο και πήγε στο ασανσέρ.

Πάτησε το εννέα και περίμενε μέχρι να ανέβει στον όροφο. Στο μεταξύ χόρευε απαλά μέσα στο ασανσέρ. Ήταν το καλύτερο πράγμα που οι γονείς της αποφάσισαν να κάνουν στην εταιρία. Να βάλουν μουσική.

Ακούστηκε ο ήχος πως έφτασε στον όροφο της και άνοιξε την πόρτα. Κοίταξε μια από την μία πλευρά και μια από την άλλη. Είχε κλειδώσει το γραφείο της οπότε μάλλον ο Άγγελος θα ήταν στο δικό του.

Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Χτύπησε απαλά την πόρτα πριν μπει. Την άνοιξε εντελώς, βρήκε τον Αγγελο να σηκώνει το κεφάλι του από τα χαρτιά και να την κοιτάει. Της έκανε νόημα να κάτσει.

"Θα πάτε σε μια εκδήλωση" χαλάρωσε τελείως μόλις το άκουσε. Για αυτό αγχωνοταν; Η Μιρέλα πήγαινε απο μικρή μαζί με τους γονείς της σε διάφορες εκδηλώσεις για την εταιρία.

"Για αυτό αγχώνεσαι; Ξέρω από τέτοια δεν χρειάζεται-" την σταμάτησε επιτόπου. Πήρε πάλι μια ανάσα για να μιλήσει.

"Με τον αρραβωνιαστικό σας" συμπλήρωσε.

Ήταν η δεύτερη φορά σήμερα που έσμιξε τα φρύδια της. Τον κοίταξε μέσα στα μάτια για να δει αν την δουλεύει ή όχι. Για κακή της τύχη έλεγε την αλήθεια.

Μίλησε μετά από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής. "Τον ποιον μου;"

Της έδωσε το χαρτί που κοιτούσε μπροστά της. Το έπιασε στα χέρια της και άρχισε να διαβάζει. Είχε μια φωτογραφία που ήταν ένας άντρας.

Μόλις είδε το όνομα του κατάλαβε ποιος ήταν. Καλά όχι ακριβως, αλλά τον είχε ακουστά από τους γονείς της. Κωνσταντίνος Ευθυμιάδης.

Είναι ένας από τους καλύτερους συνεργάτες της εταιρίας. Ο Ευθυμιάδης έχει μια μικρή εταιρία στην Κατερίνη. Οπότε πήγαινε Αθήνα ή κάπου εκεί κοντά πάντα τους καλούσε στις εκδηλώσεις. Ειχαν πολύ καλές σχέσεις με τον Πέτρο και την Αθηνά. Δεν τον είχε δει ποτέ αλλά πάντα άκουγε πολύ καλά λόγια.

Πιο πολύ από τον Πέτρο είναι η αλήθεια. Η Αθηνά τον μείωνε καμία φορά. Όχι για την δουλειά του, ήταν ένας καταπληκτικος συνεργάτης. Αλλά για τις απόψεις του.

"Δεν καταλαβαίνω" σήκωσε το κεφάλι της από το χαρτί και τον κοίταξε. Καθάρισε τον λαιμό του.

"Ο Ευθυμίου είναι ένας από τους καλύτερους συνεργάτες της εταιρίας από τις αρχές μάλιστα" άρχισε να κάνει έναν πρόλογο, ώστε να το φέρει πιο ήρεμα. Η Μιρέλα περίμενε να συνεχίσει.

"Κάνει συχνά εκδηλώσεις και πάντα καλούσε τους γονείς σας. Με πήρε τηλέφωνο για να σας καλέσει"

"Ζήτησε αρραβωνιαστικό; Αν είναι να του πω πως δεν υπάρχει στην προκειμένη φάση" Δεν ήξερε αν του το έλεγε με ειρωνεία ή όχι. Πόνταρε προς το πρώτο.

"Ε όχι ακριβώς..." Πως της το έφερνε τώρα; Πως της έλεγε πως αυτός ήταν ένας μισογύνης και σεξιστής;

"Αυτος μου ζήτησε να έρθετε με αυτόν" σήκωσε το φρύδι της.

Βαθιά στο μυαλό της άρχισε να ξεθάβει μία μία ανάμνηση. Θυμάται την μαμά της να παραπονιέται κάθε φορά που έπρεπε να πάνε στην εκδήλωση του. "Αντε πάλι αυτός ο σεξιστής" "Τι, μήπως πάλι θα μου λέει πως εσύ τα έκανες όλα γιατί 'οι άντρες είναι για αυτές τις δουλειές'" "Ρε Πέτρο, δεν μπορώ να με μειώνει! Επειδή αυτός ζει εβδομήντα χρόνια πίσω πρέπει να κάθομαι σιωπηλή;"

Θυμάται τον πατέρα της να συμφωνεί μαζί της και να την ακούει να ορίεται, να βρίζει, να ρίχνει κατάρες. Ο Πέτρος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που ήξερε πόση δουλειά είχαν ρίξει και οι δύο να φτιάξουν αυτην την εταιρία. Δεν την κληρονόμησαν απο κάπου. Από το μηδέν την έχτισαν μόνοι τους.

Και η Αθηνά, ήξερε πως την καταλάβαινε. Αλλά ήξερε επίσης πως δεν μπορεί να του πει και κάτι. Ο,τι σπόντα είχαν ρίξει δεν τον πτόησε καθόλου. Οπότε καθόταν και του χαμογελούσε ειρωνικά με όποιο σεξιστικό σχόλιο και αν πετούσε. Δεν την βέβαια λίγες οι φορές που δεν κράταγε κλειστό το στόμα της.

Μπορεί ο Πέτρος να μην της το έδειχνε αλλά ήταν περήφανος για αυτήν που μιλούσε.

Στην συνειδητοποίηση αυτή η Μιρέλα ξενέρωσε. Το πρόσωπο της κατσούφιασε απότομα. Ο Άγγελος χαλάρωσε αρκετά που δεν χρειάστηκε να της εξηγήσει για το πως και τι. Δεν ήξερε πολλά για αυτήν αλλά το συγκεκριμένο το είχε καταλάβει.

Δεν ήταν λίγες φορές που τα αφεντικά του έδειχναν απογοητευμένα για την Μιρέλα όταν έβγαινε εκτός ορίων για αυτό το θέμα. Στην πραγματικότητα ήταν υπερήφανοι για την κόρη τους. Λίγο παραπάνω η Αθηνά. Γιατί ήξερε πως κάποτε θα πάρει αυτή την θέση και σίγουρα θα είχε αυτόν.

"Εγω στην εκδήλωση του δεν πάω" είπε με παιδιάστικο πείσμα. Έτσι και αλλιώς θα πήγαινε.

Αγνόησε το σχόλιο της. "Έχουμε ένα θέμα βέβαια" είχε χαλαρώσει αρκετά άλλα στο μυαλό του ακόμα υπήρχε αυτό το πρόβλημα.

"Που θα βρούμε εμείς αρραβωνιαστικό;" μίλησε στον πληθυντικό γιατί έπρεπε να εξηγήσει στον 'σύντροφο' όλα τα σημαντικά και επίκαιρα θέματα που έπρεπε να ξέρει. Δεν μπορούσαν να βρουν όποιον και όποιον.

"Δεν γίνεται να πάω μόνη μου ε;"

"Αν θέλετε να σας διώξει, ναι" δεν υπερέβαλε. Ο τύπος πίστευε πως μια γυναίκα μόνη της σε αυτήν την θέση, ιδικά μετά τον χαμό δύο σημαντικών ανθρώπων, δεν θα μπορούσε να αντεπεξέλθει. Μονο ένας άντρας θα την σώσει.

Άρχισε να σκέφτεται πρώην της. Αμέσως απέκλεισε όλες τις επιλογές της. Καλά δεν ήταν και πολλές. Μία για την ακρίβεια, αλλά αυτό δεν έχει σημασία.

Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της. Θα το έλεγες και πονηρό. "Μαζί θα πάμε"

Ναι, χαλαρός είπα; Αφήστε το.

Πνίγηκε με το σάλιο του. Άρχισε να βήχει. Η κοπέλα σηκώθηκε πάνω να του χτυπήσει την πλάτη χωρίς να έχει χάσει αυτό το χαμόγελο.

"Α όχι! Δεν φτάνει που με έβαλες σε αυτήν την κατάσταση. Λούσου τα τώρα" είπε με ένα αθώο χαμόγελο. Ο Άγγελος άρχισε να μετανιώνει οικτρά. Τι θα έκανε αυτός εκεί; Δεν είχε καμία δουλειά. Και άσε που αν άρχιζαν μετά οι φήμες ποιος τις πιάνει.

"Δεν γίνεται εγώ, με ξέρουν" ψέματα. Για κακή του τύχη η Μιρέλα το ήξερε."Α ναι ε; Εγώ γιατί νόμιζα πως έχει να έρθει από το 2019 εξαιτίας σου κοβιντ;"

"Αυτό δεν σημαίνει πως δεν με ξέρουν"

"Γιατί είχες πάει ποτέ με τους γονείς μου;" αυτό το αθώο της χαμογελάκι που τα ήξερε όλα. Αυτό το παιχνίδι για αυτήν. Ήθελε τόσο άσχημα να της το κόψει.

Το βλέμμα του ήταν σοβαρό. Είχε σκοπό να της αρνηθεί όσες φορές και να το έλεγε. Ήταν η Μιρέλα Τριανταφυλλίδη! Μπορούσε κυριολεκτικά με το κούνημα του χεριού της να βρει όποιον θέλει για αυτήν την δουλειά. Γιατί αυτόν;

"Δεν πιστεύω να σε νοιάζει τι θα πει ο κόσμος;" στάθηκε πάνω από το κεφάλι του. Είχε σηκώσει το φρύδι της και καλά αυστηρά. Η αλήθεια είναι πως αν έλεγε ναι όντως θα νευρίαζε. Είχε χίλιους δυο λόγους για να του αποδείξει το αντίθετο.

"Με νοιάζει τι θα πει ο κόσμος για εσάς" απάντησε διπλοματικά. Η Μιρέλα γέλασε.

"Αφού εμένα δεν με νοιάζει. Επίσης, εκτός από αυτό, μένουμε μαζί. Πιστεύεις δεν υπάρχουν ήδη;"

"Και με αυτό θα τις επιβεβαιώσουμε" αυτό δεν ήταν στην συμφωνία.

"Ναι" απάντησε απλά. Ήθελε να την χτυπήσει. Πως γίνεται να μην σκέφτεται;

"Δεν πρόκειται" τον αγνόησε. Του χτύπησε πάλι ήρεμα την πλάτη. Θα τα έλεγαν και στο σπίτι. Είχαν ακόμα τέσσερις μέρες να τσακωθούν.

"Και για πες μου. Μέσα σε ούτε μια βδομάδα θα βρεις κάποιον με καλύτερες γνώσεις από σένα;" ρώτησε κοιτάζοντας τον στα μάτια. Ήταν ακόμα με αυτό το βλέμμα της απάθειας που η Μιρέλα ήθελε να το κάνει να σπάσει.

"Με λίγη καλή θέληση" απάντησε αινιγματικά στην ερώτηση της. Ρολαρε τα μάτια της.

Το κακό; Είναι και οι δύο τέρμα εγωιστές. Θα έκαναν τα πάντα για να περάσει το δικό τους.

Και αυτό να το θυμάστε.

[...]

Αφού έκανε ένα μπάνιο με καυτό νερό κάθισε στο κρεβάτι της. Ο Άγγελος ήταν κλειδωμένος στο γραφείο του και η Μιρέλα δεν είχε όρεξη να τον ενοχλήσει.

Άνοιξε το ημερολόγιο από εκεί που είχε μείνει.

13/10/16
"Τριανταφυλλίδηηη" το τελευταίο φωνήεν κράτησε παραπάνω από τα υπόλοιπα. Πήρε ένα αγανακτησμένο βλέμμα. Όχι πάλι.

Γύρισε το σώμα της και ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο. "Τι θες;" τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω περιμένοντας να μιλήσει.

Την είχε κουράσει τις τελευταίες μέρες. Όλοι την ώρα την ήθελε για 'δουλειές'. Τι δουλειές;
Να κρατάει τσίλιες.

Ο ναι. Η Μιρέλα δεν θα το περίμενε ποτέ πως θα κρατούσε τσίλιες για κάποιον του οποίου ο μέγιστος βαθμός του είναι το 12.

Οχι, δεν έκρινε τους ανθρώπους από το σχολείο. Αλλά τον είχε στην τάξη της, τον ανεχόταν μισή μέρα. Δεν την άφηνε και σε ησυχία. Αυτό το επίθετο το είχε κάνει καραμέλα.

Οι φήμες γύρω από αυτήν ειχαν χειροτερέψει. Δεν την ενδιέφεραν και πολύ ώσπου να αρχίσουν να τα λένε και μπροστά στα μούτρα της. Εκεί κάπου άρχισε να νευριάζει. Έκλεινε όμως τα αυτιά χωρίς να απαντάει.

"Α έφερες και το σκυλάκι σου μαζί;" ρώτησε χαμογελόντας ειρωνικά στον Βασίλη. Τον κολλητό του Ηλία, ο οποίος ξίνισε τα μούτρα του. Δεν την συμπαθούσε.

"Βασίλη με λένε Τριανταφυλλίδη"

"Και μένα Μιρέλα, χάρηκα" πόσο την ενοχλούσε να την φωνάζουν με το επίθετο. Δεν έβρισκε τον λόγο. Άλλη Μιρέλα στο σχολείο δεν υπήρχε, ούτε είχε μικρό επίθετο να την φωνάζουν έτσι.

Η Μαρίνα από δίπλα είχε κατεβάσει το κεφάλι της. Ντρεπόταν αρκετά. Αναρωτιόταν ώρες ώρες πως κατάφερε να κάνει φίλη στο νέο σχολείο.

Τους κοίταζαν αρκετοί εκείνη την στιγμή. Ήταν αυτό το άβολο. Ο Ηλίας παρόλα αυτά δεν έγινε δεκάρα για τους γύρω του. Πήγε τα χείλη του κοντά στο αυτί της Μιρέλας.

"Σε ένα εξω από το χημείο" αντε πάλι το χημείο. Δεν είπε τίποτα. Ούτε καν πρόλαβε να γνέψει. Έτρεξε μέσα στο σχολείο μαζί με τον κολλητό του. Γύρισε πίσω το βλέμμα της στην Μαρίνα. Της έκανε νόημα να προχωρήσουν διακριτικά.

Θα πήγαιναν από την άλλη πλευρά για να φανεί πως πάνε από αλλού. Η Μαρίνα πείραζε μια τούφα από τα κόκκινα μαλλιά της. Είχε αγχωθεί. Δεν της άρεσε που είχαν μπλέξει. Στο κάτω κάτω δεν πειράζει και να τους έπιαναν. Απλά θα έπαιρναν όλοι μια καλή τριήμερη και τελείωσαν.

"Τι θα κάνουν πάλι;" ρώτησε την κολλητή της καθώς έμπαιναν μέσα στο σχολείο. Εκείνη ανασηκωσε τους ώμους της. Ούτε που ήξερε. Ούτε ήξερε βασικά γιατί του κρατάει τσίλιες.

Πριν κάτι μέρες έγινε το τέταρτο περιστατικό. Ο λυκειάρχης ήταν έξαλλος, όχι μόνο με τον Ηλία αλλά και με την Μιρέλα. Βρήκε πως δεν του έγραφε της απουσίες που του αρμόζαν. Οπότε αποφάσισαν και οι δύο πως δεν γίνεται να τον ξαναπιάσει γιατί θα φάνε και οι δύο.

Της Μιρέλας ήταν αρέσει να μπλέκετε σε τέτοια. Το αγαπημένο της. Η Μαρίνα βέβαια είχε μια εντελώς διαφορετική άποψη. Αλλά πήγαινε μαζί της. Τι; Δεν μπορούσε να την αφήσει μόνη της.

Κάθισαν έξω από το χημείο όσο πιο διακριτικά μπορούσαν. Οι άλλοι δύο ήταν μέσα. Καμία τους δεν ήξερε τι ακριβώς έκαναν αλλά τουλάχιστον είχε λίγο σασπένς η ζωή τους.

Οι περισσότερες καθηγήτριες ήταν έξω και άλλες στο γραφείο. Οπότε σήμερα δεν είχαν 'δουλειά'.

Η Μαρίνα κοίταζε αγχωμένη δεξιά και αριστερά. Πάντα ήταν. Αυτό το σασπένς το απεχθανόταν. Συνέχιζε να πειράζει αυτή την μία τούφα από τα μαλλιά της.

Η Μιρέλα ήταν έτοιμη να την πάρει ο ύπνος στην μικρή καρέκλα πιο πέρα, ώσπου άρχισε να μυρίζει κάτι. Κάτι καμένο; Κάτι παράξενο βασικά. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και έστρεψε το βλέμμα της στην κολλητή της.

Την κοίταζε το ίδιο έντρομη. Χωρίς να το πολύ σκεφτεί σηκώθηκε από την καρέκλα και άνοιξε την πόρτα. Ήξερε πως η Μαρίνα δεν θα ερχόταν μέσα οπότε έκλεισε πάλι την πόρτα με το που μπήκε μέσα.

Ήταν όλα θαμπά. Είχε καπνό. Αλλά όχι μαύρο ή γκρι καπνό. Ήταν άσπρος. Έβαλε αμέσως το μανίκι της ζακέτα της κοντά στο πρόσωπο της. Συγκεκριμένα στην μύτη και στο στόμα.

"Είστε ηλίθιοι;" τους ρώτησε σοβαρά. Γιατί μόνο ένας ηλίθιος θα το έκανε αυτό μέσα στο σχολείο. Δεν της απάντησαν. Πήραν το βλέμμα τους από το δοχείο και την κοίταξαν στιγμιαία.

"Κράτα αυτό" της έδωσαν ένα... ένα κάτι. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Ήταν απλώς ένα παράξενο γυάλινο μπολ με μέσα ένα υγρό. Το άλλο δοχείο εδώ μέσα μύριζε ακόμα πιο άσχημα.

Το κράτησε και με τα δύο της χέρια μην πέσει. Ο Ηλίας πήρε το άλλο δοχείο με κάτι γάντια, λογικά ιδικά, και το έφερε μπροστά της.

Χωρίς να της έχουν εξηγήσει τίποτα έχει αρχίσει και αγχώνεται. Ζαλιζόταν από την μυρωδιά. Δεν ήξερε καν τι ήταν αυτό μέσα στα δοχεία.

Το έριξαν απαλά μέσα κάνοντας και άλλη αντίδραση. Ο συναγερμός του σχολείου άρχισε να χτυπάει δυνατά έξω από την αίθουσα.

Τους κοίταξε έντρομη αλλά αυτοί τίποτα. Συνέχιζαν ακάθεκτοι την δουλειά τους. Η Μιρέλα δεν κουνιόταν, τι και εάν έπεφτε αυτό το πράγμα πάνω της;

Η Μαρίνα χτύπαγε την πόρτα προειδοποιητικά. Ήταν το σήμα τους, πως κάποια έρχεται. Προσπαθούσε να μείνει ψύχραιμη από την άλλη μεριά της πόρτας. Η μυρωδιά όλο και γινόταν πιο έντονη.

Ο Ηλίας έκανε νόημα στον Βασίλη. Έριξαν όλο το υγρό μέσα στο άλλο δοχείο. Άρχισε να υπερθερμένεται αρκετά. Η κοπέλα κατάλαβε πως θα ανατιναχτεί.

Πριν προλάβει να κλείσει τα μάτια της ο Ηλίας την έσπρωξε μακριά. Γυαλιά πετάχτηκαν σε όλη την αίθουσα. Ένα συγκεκριμένο μάλιστα στον λαιμο της.

Η κοκκινομάλλα έκανε το τελευταίο προειδοποητικό σήμα πριν μπει ο διευθυντής μέσα. Για καλή τύχη τους το παράθυρο ήταν ανοιχτό.

Ο Βασίλης την πήρε από το χέρι για να προχωρήσει πιο γρήγορα. Ήταν ακόμα σε μια κατάσταση σοκ. Το αίμα στο λαιμό της άρχισε να τρέχει στα ρούχα της.

Το παράθυρο έδειχνε στην πίσω μεριά της αυλής. Για καλή τους τύχη δεν ήταν κανένα παιδί εκεί. Όλα είχαν μαζευτεί μαζευτεί έξω από την πόρτα του χημείου περιμένοντας τον διευθυντή να ανοίξει την πόρτα.

"Πήδα" γούρλωσε τα μάτια της.

"Δεν υπάρχει περίπτωση"

Δεν την άκουσε καν. Την έσπρωξε προς τα κάτω μόλις η πόρτα άνοιξε. Έπεσαν μαζί. Ήταν κοντινή η απόσταση με το έδαφος για καλή της τύχη.

Μόρφασε από τον πόνο. Έπεσε άτσαλα αφού δεν το περίμενε να την σπρώξει. Της έκλεισε το στόμα και την σήκωσε να πανε πιο εκεί.

Ο λυκειάρχης από την άλλη ήταν έξαλλος. Ήξερε ποίοι το έκαναν χωρίς καν να τους δει. Το δωμάτιο μύριζε φριχτά αλλά δεν είχε ώρα για αυτό.

Την πήρε από το χέρι και έτρεξαν στην μπροστά πλευρά του προαυλίου. Μπήκαν όσο πιο πολύ γρήγορα μπορούσαν μέσα στην τάξη τους. Για να φανεί πως ήταν εκεί. Δεν τους είχε δει κάποιος καθηγητής οπότε τους βόλευε.

Έκατσαν πάνω στο θρανίο τους μαζί με την Μιρέλα η οποία ακόμα αιμορραγούσε. Ο Ηλίας σιχτίρησε από μέσα του. Με αυτή την μικρή πληγή μπορεί να τους έπιαναν.

"Ούτε να σπρώχνεις δεν ξέρεις" τον έβριζε ο Βασίλης καθώς έβλεπε την πληγή της. Δεν πρόλαβε καν να την φτιάξει και ο διευθυντής μπήκε μέσα στην τάξη με μια ουρά μαθητών από πίσω του.

Αυτόματα της κούμπωσε την ζακέτα μέχρι πάνω. Κρυβόταν η πληγή ίσα ίσα. Αν κουνιόταν θα τους πρόδιδε. Έκατσε ακίνητη ομως.

"Εσείς το κάνατε!" τους φώναξε ο άντρας. Οι άλλοι δύο προσπαθούσαν να μην πάθουν νευρικό. Η κοπέλα από την άλλη είχε καταγχωθεί. Αλλά δεν το έδειξε.

"Ποιο;" ρώτησε ο Ηλίας μόλις κατάπιε το νευρικό του.

"Μην μου παίζεις εμένα την κολοκύθια!" είχε γίνει κατακόκκινος. Πίστευαν γέρος άνθρωπος θα πάθει κανένα εγκεφαλικό! Αφού παίζαμε κρυφτό στο σχολείο λογικό.

"Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε" του απάντησε σε πλήρης ειλικρίνεια. Τόσο πολύ που έκανε τον Καραπά να αναρωτηθεί αν λέει την αλήθεια όντως.

Ηρθε λίγο πιο κοντά του."Θα ψάξω" τον απείλησε. Έφυγε από την τάξη και πήγε φουριόζος στο γραφείο του. Ε όχι! Δεν θα τον τρελάνουν κάτι δεκαπεντάχρονα!

Το διάλειμμα θα συνεχιζόταν για αρκετή ώρα. Έπρεπε να κάνουν συνέλευση άμεσα. Αν υπήρχε μια στο εκατομμύριο περίπτωση να μην ήταν ο Ηλίας έπρεπε να βρούνε τον άλλον.

Η Μαρίνα μπήκε μέσα στην τάξη φοβισμένη και μόλις έφυγαν και τα υπόλοιπα παιδιά έκλεισε την πόρτα. Είχε γουρλωμένα ματιά καθ όλη την διάρκεια. Έτρεξε κατευθείαν στην φίλη της.

Ξεκούμπωσε την ζακέτα της η οποία είχε γεμίσει αίμα από μέσα. Κάτι ήξερε και πήρε καφέ σήμερα. Το τραύμα έτσουζε αρκετά.

Ο Βασίλης συνέχισε να βρίζει τον φίλο του που δεν ήξερε να σπρώχνει και τώρα είχαν και αυτό το πρόβλημα. Από την άλλη η Μαρίνα είχε γυρίσει το κεφάλι της από την άλλη. Δεν μπορούσε το αίμα.

"Σκάσε και εσύ τώρα. Θα της περάσει. Λίγο νερό και έφυγε" δεν άντεξε άλλο την γκρίνια του κολλητού του. Πήρε την Μιρέλα από το χέρι και την πήγε προς τις τουαλέτες αφού ειχε τσεκάρει αν τους έβλεπε κάνεις.

Μπήκαν στις αντρικές. Δεν μιλούσε. Δεν μίλησε ούτε όταν την ακινητοποίησε σε μια γωνιά του τοίχου. Πήρε χαρτί και το έβρεξε.

Έβαλε τα μαλλιά της σε μια χαμηλή κοτσίδα. Ο Ηλίας έσκυψε από πάνω της. Την περνούσε και δύο κεφάλια. Τοποθέτησε αργά το βρεγμένο χαρτί πάνω της.

Δεν αντέδρασε, ούτε μίλαγε. Αυτό τον ανησύχησε αρκετά. Η Τριανταφυλλίδη ποτέ δεν βάζει γλώσσα μέσα.

"Ολα καλά;" την ρώτησε μετά από λίγες στιγμές σιωπής. Πήρε άλλο χαρτί να βρέξει μιας και η ροή δεν έλεγε να σταματήσει.

"Πεγγίδη" δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό ήταν ήταν ερώτηση. Χωρίς να την κοιτάει έγνεψε θετικά.

"Αυτό ήταν γαμάτο"

Περίμενε να τον βρίσει που την έκοψαν, που παραλίγο να καρφωθούν, που της γέμισε τα ρούχα με αίμα! Τα περίμενε όλα αυτά. Αλλά όχι αυτό.

Σήκωσε το βλέμμα του πάνω της. Χαμογελούσε. Χαμογελούσε τόσο πολύ που του το μετέδωσε. Ένα μειδίαμα ξεπρόβαλε από τα χείλη του.

Αυτό που δεν ήξερε για την Μιρέλα, αυτό που η έρευνα δεν του το έδειξε, ήταν πως αγαπούσε την αδρεναλίνη. Ήταν αυτό που δεν μπορούσε να έχει στην ζωή της. Κυριολεκτικά, σε κάτι χρόνια μπορούσε να έχει ολόκληρη εταιρία και τους πάντες στα πόδια της.

Αλλά αυτό δεν την ικανοποιούσε.

Λάτρευε την αδρεναλίνη. Λάτρευε ο,τι έφευγε από τα σύνορα των γονιών της. Και πάνω από όλα αγαπούσε την δράση. Αυτό μπορεί να ήταν τρομαχτικό αν το σκεφτείς. Δεν το είδε καθόλου έτσι. Το είδε σαν μια μικρή αναπνοή. Της άρεσε και θα έκανε τα πάντα για άλλη μια φορά.

Μπορεί στο τέλος αυτό να την κατάστρεψε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top