Αλάτι-12

"Α την μαλάκω" είπε η Αγάπη για την δασκάλα.

Μετα την δουλειά την πήρε απανωτά τηλέφωνο, καθόντουσαν συζητώντας το τι έγινε το πρωί και έπρεπε να αργήσει. Η Αγάπη κάτι τέτοια δεν τα μπορούσε καθόλου. Αν ήταν αυτή εκεί άνετα θα μπορούσε να της ρίξει μπουνιά. Εξού και ταίριαξαν με τον Βασίλη.

"Τουλάχιστον ο Παύλος δεν κατάλαβε κάτι" μουρμούρισε η Μιρέλα. Την είχε ζαλίσει αυτό το θέμα. Αλλά πιο πολύ ο Άγγελος.

Μπήκε μέσα για να την υπερασπιστεί. Ήθελε να πιστέψει πως αυτό θα το έκανε ο καθένας αλλά μετά το φιλί νιώθει κάπως διαφορετικά μπορείς να πεις.

"Εγώ λέω πως έπρεπε να της ρίξεις καμία ανάποδη να στρωθεί η μαλάκο. Άκουσε εκεί. Και λίγα έκανε ο Άγγελος. Πως τολμάει να μιλάει έτσι" την έπιασε το παραλήρημα καθώς η Μιρέλα την είχε σε ανοιχτή ακρόαση.

Προσπαθούσε να φτιάξει φαγητό. Συνήθως φτιάχνει ο Άγγελος. Δεν το κάνει επίτηδες. Απλά η Μιρέλα δεν θέλει να τον δηλητηριάσει. Αλλά σήμερα την βοήθησε πάρα πολύ.

Ήταν ένας τρόπος να πει ευχαριστώ.

"Θα έρθω εγώ εκεί να της τα πω και εγώ ένα χεράκι γιατί δεν μας τα λέει καλά η κα-"

"Αγάπη συγγνώμη που σε διακόπτω αλλά θέλω μια μικρή βοήθεια"

"Παρακαλώ"

Έπιασε το μαλλί της πάνω σε μια σχετικά χαλαρή ψηλή κοτσίδα. Το βιβλίο μπροστά της είχε την συνταγή.

Είναι ένα απλό κοτόπουλο με ρύζι και μια περίεργη γλυκόξινη σάλτσα που ούτε αυτή ξέρει πως θα την κάνει.

"Τι σκατά είναι ο κουρκουμάς;" ρώτησε μιας και δεν ήξερε τι χρώμα είναι. Άκουσε την Αγάπη να δυσανασχετεί.

"Τώρα όντως θα μαγειρέψεις; Να πω στον Βασίλη να πάρει την πυροσβεστική;" ρώτησε μεταξύ αστείου και σοβαρού. Καλά, σοβαρά το έλεγε αλλά δεν ήθελε να την πληγώσει.

"Θα μαγειρέψεις; Ποιος φούρνος γκρεμίστηκε;" καταφωνή είπε ο Βασίλης. Η Μιρέλα τον κοίταξε δολοφονικά ακόμα και αν δεν μπορεί να την δει.

"Βασίλη να σου θυμίσω πως παλιά εγώ σου μαγείρευα!"

"Ναι και έπρεπε να βάζω συν αλάτι γιατί ήταν ο,τι πιο άγευστο που έχω φάει"

"Αι ρε! Ανεπρόκοπε! Που σου μαγείρευα κιόλας και μιλάς. Θα έρθω εκεί και-"

"Σκάστε και τα δύο! Μιρέλα ο κουρκουμάς είναι πορτοκαλί. Θα το βρεις στο ντουλάπι. Βασίλη μην μιλάς γιατί θα στο δώσω να το φας!" τον απείλησε με το φαγητό της Μιρέλας.

Το αγνόησε όμως. Έβγαλε όλα τα υλικά που χρειαζόταν πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Προσπαθούσε να μαγειρέψει καθώς άκουγε και τον επικό τσακωμό του ζευγαριού από την άλλη γραμμή.

Ο Άγγελος δεν είχε ιδέα που ήταν. Ήξερε πως θα γυρίσει σε κάνα δύορο οπότε είχε αρκετό χρόνο, ακόμα και για λάθη.

Εν τω μεταξύ ο Άγγελος ήταν ακόμα στην εταιρία. Γιατί; Γιατί μάλλον δεν τα άκουσε αρκετά το πρωί μαζί με την Μιρέλα για το επικό φιλί, σύμφωνα με τους δημοσιογράφους, έπρεπε να ακούσει κι άλλα.

Ήξερε πως ο Βλάσης την αγαπούσε την Μιρέλα. Την είχε σαν κόρη του. Ήταν η κόρη του κολλητού του. Είχε μια δόση ευθύνης. Από μικρή πάντα την πρόσεχε, έπαιζαν, πήγαιναν για παγωτό.

Ήταν σαν την κόρη που δεν είχε ποτέ.

Ήθελε το καλύτερο για αυτήν. Όχι στην προσωπική της ζωή αλλά σε επαγγελματικά. Βέβαια τώρα μπλέχτηκαν λίγο όλα μαζί.

"Δεν θα ξαναγίνει αυτό" του απαίτησε κάθετα. Είπαμε ναι, θα το παίξουν ζευγάρι για χάρη αυτουνού. Αλλά τώρα που είναι στο έργο, τι; Θα βγάλει την μεγαλύτερη επιχειρηματία που αναλαμβάνει όλα τα λογιστικά; Δεν νομίζω.

"Δεν νομίζω πως θα ξαναγίνει. Απλά ήταν η στιγμή-"

"Άγγελε δεν με ενδιαφέρει αν ήταν η στιγμή. Η Μιρέλα πρέπει να μείνει σοβαρή στην δουλειά της. Δεν ξέρω τι θα κάνεις αλλά αυτά τα σούρτα-φέρτα μην τα ξαναδώ. Εκτός αν είναι ανάγκη. Λάθος, εκτός αν είναι ΜΕΓΆΛΗ ανάγκη"

Ο Άγγελος τον κοίταξε λίγο στραβά αλλά δεν τον έπαιρνε να φέρει αντίρρηση φυσικά! Σεβόταν. Βέβαια ένιωθε λες και ο πατέρας του, του φώναζε γιατί έκανε αταξία. Αλλά, ένευσε το κεφάλι του θετικά ακόμα και αν ήξερε πως δεν ήταν στο χέρι του.

Τουλάχιστον τώρα δεν φώναζε. Το πρωί το τι άκουσαν αυτός και η Μιρέλα-και λογικά και όλη η εταιρία-μόνο που δεν τους έθαψε.

"Ελπίζω τουλάχιστον αυτό να βγήκε σε καλό με το νέο σχέδιο"

"Ναι, βγήκε. Συμφώνησαν όλοι. Η κυρία Τριανταφυλλίδη είπε πως θα αναλάβει εξ'ολοκλήρου το λογιστικό κομμάτι. Εμείς απλά θα το ελέγχουμε για τυχόν λάθη" μετέφερε στον Βλάση ό,τι του είχε πει η Μιρέλα πιο πριν.

"Το καλό που του θέλω να είναι καλό το εργάκι. Η εταιρεία είναι στα καλύτερα της. Δεν θέλω αυτός να μας κάνει τίποτα" μονολόγισε τις ανησυχίες του. Δεν ήθελε να τις πει στην Μιρέλα διότι ήξερε πως θα είχε δεύτερες σκέψεις. Σε κάτι τέτοια όμως δεν χωράνε δεύτερες σκέψεις.

"Θα το έχω από κοντά" του υποσχέθηκε και του έκανε νόημα να φύγει.

Προχώρησε προς το γραφείο του για να φτιάξει κάτι φακέλους πριν πάει σπίτι. Ήταν κυριολεκτικά πτώμα. Το μόνο που ήθελε εκείνη την στιγμή ήταν ένα μπάνιο.

Το τηλέφωνο του άρχισε να χτυπάει. Ωχ, δεν είχε όρεξη να τσακωθεί. Ήταν το τελευταίο πράγμα που τον ένοιαζε εκείνη την στιγμή. Αλλά τα πράγματα μαθαίνονται εύκολα. Ιδικά ο πατέρας του. Τα μαθαίνει πριν γίνουν.

Το σήκωσε όμως.

"Τι θες, Αποστόλη;"

[...]

"Παιδιά νομίζω τα κατάφερα" αναφώνησε η Μιρέλα καθώς κοίταζε στο κοτόπουλο με από πάνω εκείνη την σάλτσα. Δεν είχε δοκιμάσει. Από την μία φοβόταν αλλά, τι; Να του έδινε κάτι που δεν είναι ωραίο;

"Αστέρι μισελέν θα σου δώσω" ακούστηκε ο Βασίλης μέσα από το κινητό. Ρόλαρε τα μάτια της χωρίς να δώσει περαιτέρω σημασία.

Βρήκε το καλό σερβίτσιο από το ντουλάπι και έβαλε μέσα το ρύζι και το κοτόπουλο. Η κουζίνα είχε γεμίσει από μυρωδικά οπότε θα το καταλάβαινε πως είχε μαγειρέψει αυτή και ότι δεν το παράγγειλε.

Πριν βάλει το φαγητό μέσα στο φούρνο άκουσε κλειδιά στην πόρτα. Πετάχτηκε από την θέση της αλλά δεν πρόλαβε να κάνει και πολλά.

Άρχισαν να ακούγονται φωνές. Βασικά οι φωνές του Αγγέλου. Πρώτη φορά τον άκουγε όντως έξαλλο. Κοπάνησε την πόρτα και πήγε να της φύγει το φαγητό από τα χέρια.

Η Μιρέλα έκλεισε το τηλέφωνο για να δει τι γίνεται μέσα. Το μόνο όμως που πρόλαβε είναι τον Άγγελο να κοπανάει την πόρτα του γραφείου του συνεχίζοντας να φωνάζει.

"Το καταλαβαίνεις ότι δεν μου καίγεται καρφί!;" φώναζε στο γραφείο του. Μιλούσε στο τηλέφωνο.

Η κοπέλα πήγε κοντά στο γραφείο. Σκέφτηκε να τον αφήσει να ξεσπάσει. Όλοι έχουμε κακές μέρες στο κάτω κάτω. Από την άλλη ήθελε να τον ρωτήσει αν είναι όλα καλά. Να βοηθήσει βρε παιδί μου όσο μπορεί.

Ώσπου άκουσε κάτι από μέσα να πέφτει κάτω και να σπάει. Γούρλωσε τα μάτια της. Γάμα τις κακές μέρες αυτός θα γκρεμίσει το σπίτι.

Χτύπησε την πόρτα απαλά. Καμία απάντηση. "ΟΧΙ. Δεν ήταν ανάγκη να του δώσεις τον αριθμό μου!"

Σκέφτηκε να ξαναχτυπήσει. Το έκανε. Απαλά και πάλι.

Ο Άγγελος προς έκπληξη της, της άνοιξε. Δεν την κοίταξε όμως καν. Μπήκε μέσα και αντίκρισε ένα μικρό χάος.

Γυαλιά. Λογικά είχε ποτήρι εκεί μέσα.

Δεν είχε καταλάβει ακριβώς το λόγο που φώναζε. Το μόνο που, μάλλον, ήταν σίγουρο ήταν πως, με αυτόν που μιλάει στο τηλέφωνο έδωσε το κινητό σου σε έναν.

Τώρα ποιος και τι, δεν έχει ιδέα.

"Δεν ξέρω. Πες του πως ξανά άλλαξα! Το καλό που σου θέλω μην του δώσεις και το δικό του! Μόνο το σταθερό θα ξέρει!" συνέχιζε να φωνάζει.

Η Μιρέλα έσκυψε να μαζέψει τα γυαλιά. Θα τα πατούσαν και θα είχανε αλλά. Ο Άγγελος όμως πήγαινε πέρα δώθε λες και ήταν όλα εντάξει.

Δεν καταλάβαινε τι έκανε. Τα νεύρα τον είχαν τυφλώσει. Ρόλαρε τα μάτια του. Έβγαλε το τηλέφωνο από το αφτί του και έκλεισε το τηλέφωνο. Το κινητό εξφενδονήστικε κάπου.

Ο θόρυβος έκανε την Μιρέλα να πεταχτεί από την θέση της. Το γυαλί που είχε στο χέρι της την τρύπησε. Το αίμα άρχισε να τρέχει. Σιχτίρισε τον εαυτό της που δεν το περίμενε.

Ο Άγγελος πήγε και κάθισε στο γραφείο ακόμα νευριασμένος. Έχωσε το πρόσωπο του στα χέρια του. Έκανε ανά διαστήματα και κυκλικές κινήσεις στους κροτάφους του.

Γύρισε να τον κοιτάξει. Τα μάτια του είχαν γίνει σκούρο γκρι. Δεν μου αρέσει αυτό το χρώμα. Πήγε ήρεμα κοντά του για να τον ηρεμήσει.

"Ει ει ει, όλα καλά τώρα. Ε;" τον ρώτησε τρίβοντάς του την πλάτη με το άλλο της χέρι.

Εκείνος όμως δεν την άκουγε. Όταν είχε νεύρα ξεσπούσε. Από μικρός το έκανε αυτό. Είχε προσπαθήσει να το αλλάξει με την βοήθεια της Δέσποινας. Καμία φορά δούλευαν τα κόλπα, άλλες φορές όμως όχι.

Είχαν θολώσει λίγο όλα. Δεν άκουγε. Είχε εστιάσει στην αναπνοή του και μέτραγε αργά μέχρι το δέκα. Τον ηρεμούσε αρκετά αυτό.

Άρχισε να νιώθει ένα χέρι στην πλάτη του. Άκουγε πλέον και την ανάσα της. Ανήσυχη ακουγόταν.

Γύρισε απαλά το κεφάλι του. Του χαμογελούσε ήρεμα. Εκείνος ξαφνιάστηκε.

Πότε μπήκε σπίτι, ποτέ βρέθηκε στο γραφείο του, ποτέ την άφησε να μπει μέσα, ούτε που θυμάται.

Το βλέμμα του έπεσε αντανακλαστικά στο κλειστό της χέρι. Το είχε μια χαλαρή μπουνίτσα. Όμως είδε το αίμα που άρχισε να τρέχει στα νύχια της και μετά κάτω.

Γούρλωσε τα μάτια του και σηκώθηκε απότομα. Έπιασε το χέρι της και το άνοιξε για να φανεί καλύτερα.

"Εγώ το έκανα αυτό;" ρώτησε ευθέως. Θεέ μου, πες όχι, σε παρακαλώ.

Η Μιρέλα γύρισε το βλέμμα της να κοιτάξει το χέρι της απορημένα. Λες και δεν είχε τρυπηθεί πριν ακριβώς ένα λεπτό.

"Τι; Οχι. Τα γυαλιά πήγα να μαζέψω" απάντησε αμέσως. Της φαινόταν αδιανόητο ο Άγγελος, ο πιο ήσυχος στην εταιρία να της κάνει κακό. Με καμία παναγία.

Εκείνος πήγε στην κουζίνα να φέρει λίγο χαρτί. Τον ακολούθησε από πίσω.

Στάθηκε για μια στιγμή βλέποντας όλο αυτόν τον χαμό στην κουζίνα. Αλλά πιο πολύ ξαφνιάστηκε με τις δύο γεμάτες κατσαρόλες και το πιάτο φαγητό.

"Μαγείρεψες;" την ρώτησε χωρίς να την κοιτάει.

"Ναι! Είναι ένα ευχαριστώ. Πάνω κάτω για όλα αλλά έτσι βρήκα να στο ανταποδώσω. Δεν το έχω δοκιμάσει βέβαια-" την σταμάτησε πριν αρχίσει την πολυλογία της.

Πήγε κοντά στον πάγκο. Πήρε δύο πιρούνια και τα έβαλε μες το πιάτο. Της έκανε νόημα να κάτσει με ένα αχνό χαμόγελο. Δεν της χαμογελούσε συχνά. Εκείνη το έκανε χωρίς δεύτερη σκέψη.

Κάθισε δίπλα της. Της έδωσε το πιρούνι αλλά δεν έφαγε πρώτη. Κατά βάθος φοβόταν την δηλητηρίαση.

"Εσύ πρώτος" του κάνε νόημα. Εκείνος σήκωσε τα φρύδια του. Είχε έτσι και αλλιώς περιέργεια αλλά ένιωθε άσχημα και από πριν.

Πήρε λίγο από όλα και το έβαλε στο στόμα του. Μασούσε αργά, επίτηδες, γιατί έβλεπε το βλέμμα της Μιρέλας και ήθελε να γελάσει.

Ήταν όντως πολύ ωραίο. Έσκασαν οι γεύσεις απότομα. Η έκπληξη φάνηκε στο πρόσωπο του.

Κατάπιε. Δεν ήθελε να τις δώσει αέρα. Την κοίταξε σοβαρός.

"Θέλει λίγο ακόμα αλάτι αλλά-" την είδε να νευριάζει απότομα. Αυτό το αλάτι με έχει καταστρέψει.

"-Έχεις ελπίδες να γίνεις η επόμενη Πετρετζίκη!" τον κοίταξε κατάματα να δει αν λέει την αλήθεια. Χαμογέλασε όταν κατάλαβε πως δεν ειρωνεύεται. Επιπλέον, τα μάτια του είχαν επιστρέψει στο κανονικό τους, ανοιχτό, γκρι.

Δοκίμασε και αυτή.

"Δίκιο έχεις αλλά σίγουρα θα με έκοβε ο Άκης στο αλάτι" είπε μεταξύ αστείου και σοβαρού.

Έβαλαν και οι δύο τα γέλια καθώς η Μιρέλα σηκωνόταν να ρίξει και άλλο αλάτι γιατί ήταν λες και δεν έβαλε καθόλου.

Ημερολόγιο
2/11/16

Η Μιρέλα έφτασε σπίτι της αργά με αποτέλεσμα να μην την δουν οι γονείς. Για καλή της τύχη η μόνη ξύπνια ήταν η Γεωργία αλλά δεν της έδωσε σημασία.

Πήγε στο δωμάτιο της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Πάντα της άρεσαν τα έντονα χρώματα στην ζωή της. Και οι γονείς της δεν είχαν θέμα.

Αλλά κόκκινο;

Πως θα κυκλοφορεί στην εταιρία με κόκκινο μαλλί; Και όχι τζίντζερ, αλλά της φωτιάς.

Ήξερε πως η μητέρα της θα το πάρει πιο ψύχραιμα. Της έχουν ξεφύγει κάνα δυο ιστορίες από την εφηβεία της οπότε ήξερε η Μιρέλα πράγματα.

Θα την μάλωνε για κάτι που άνετα θα έκανε και αυτή; Δεν νομίζω.

Ο Πέτρος ήταν το θέμα. Βασικά η Μιρέλα φοβόταν μην την διώξει από το σπίτι. Αλλά είχε πιο σημαντικά θέματα από το να την αφήσει να κοιμηθεί στο χαλάκι.

Κατά της τέσσερις το χάραμα, ενώ η Μιρέλα ήταν στο πέμπτο όνειρο, άρχισε να ακούει ένα θόρυβο από το παράθυρο της.

Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της.
Ποιος σκατα είναι τέτοια ώρα.
Κλέφτης;
Όχι ρε τι λέω θα είχε χτυπήσει ο συναγερμός.

Ξανά ακούστηκε.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι της έντρομη. Άνοιξε το παντζούρι για να δει... πέτρες; Ποιος πετάει πέτρες βραδιάτικα;

Άνοιξε το παράθυρο αφήνοντας την να την χτυπήσει ο χειμωνιάτικος αέρας. Μια πέτρα πέρασε ξυστά από το κεφάλι της. Κοίταξε από εκεί που ήρθε με γουρλωμένα ματιά.

"Αγόρι μου είσαι μαλάκας;" ρώτησε απόλυτα σοβαρά όταν είδε τον Ηλία κάτω από το παράθυρο της. "Τι ακριβώς θες στις" συνέχισε κοιτάζωντας το κινητό της. "Τέσσερις και έξι λεπτά;"

"Δεν σου είπα πως θες προπόνηση;" την ρώτησε χαλαρός. Στην πραγματικότητα ήδη τον είχε νευριάσει. Πόσο του την έδινε όταν έπρεπε να τα ξέρει όλα.

"Ναι και μου είπες πως θα μου πεις μια συγκεκριμένη ώρα" φωναξε ψιθυριστά.

"Ε ναι" έβαλε τα χέρια στις τσέπες του."Τι τώρα τι αύριο. Κατέβα"

"Τι! Πας καλά; Αν το μάθουν-"

"Πως ακριβώς να στο πω ευγενικά" έκανε μια παύση και ξαναμιλήσε. "Στα αρχίδια μου. Έχω μια βδομάδα να σε κάνω άνθρωπο. Τελείωνε δεν έχουμε όλη νύχτα"

"Καλά καλά. Περίμενε" έβαλε μια φόρμα και ένα φούτερ στα γρήγορα. Δεν είχε χρόνο για στυλιστηκές επιλογές. Ποιος θα την έβλεπε έτσι και αλλιώς μες το βράδυ;

Πήγε στο δωμάτιο των γονιών της πριν 'το σκάσει' για να ελέγξει. Κοιμόντουσαν βαριά. Αλλα και πάλι. Ξυπνούσαν νωρίς. Είχαν το πολύ μιάμιση ώρα για να μην καταλάβουν κάτι.

Έκανε τον σταυρό της και πήρε τα κλειδιά. Έκλεισε ήσυχα την πόρτα και πήγε προς τα κάτω με την ψυχή στο στόμα.

Το κρύο αμέσως την χτύπησε αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι τώρα. Έτσι και αλλιώς προπόνηση δεν είπε θα έκαναν; Θα ζεστενόταν.

"Άργησες" της είπε επικριτικά. Δεν φτάνει που το πρωί θα φάω την παντόφλα με το κουτάλι έχω και εσένα!

"Δεν θα ξαναγίνει" του είπε ειρωνικά και προσπάθησε να μην την πνίξει. Της χαμογέλασε εξίσου ειρωνικά.

"Όλο το τετράγωνο, σβέλτα" την έσπρωξε απαλά. Η Μιρέλα τον κοίταξε άφωνη. Ακόμα δεν είχε ξυπνήσει καλά καλά! Άκουσε εκεί όλο το τετράγωνο.

"Δεν θα το ξαναπώ Σαρούλα"

Τον κοίταξε λίγο ακόμα σοβαρά. Θεέ μου σοβαρολογεί. Άρχισε όμως να τρέχει. Χαλαρά βέβαια. Εκείνος πήγε από την πίσω μεριά για να την συναντήσει στο τέλος.

Η Μιρέλα ήθελε να αρχίσει να κλαίει. Λες και τώρα καταλάβαινε τι λάθος πήγε και έκανε. Σιχαινόταν την γυμναστική. Δεν είχε βρει κάτι που να της άρεσε ποτέ οπότε δεν έκανε και κάποιο άθλημα.

Μετα από τρία λεπτά άρχισε να κουράζεται. Ποτέ δεν θυμάμαι τόσο μεγάλο το τετράγωνο.

Για καλή της τύχη μετά από λίγο είδε την θολή φιγούρα του στο τέλος του άσπρου σπιτιού. Πήγε δίπλα του λαχανιασμένη και έπιασε τα γόνατα της. Την κοίταζε χαμογελώντας.

"Εσύ έτσι θα κάτσεις, δεν θα τρέχεις μαζί μου;"

"Εγώ δεν είμαι τόσο αγύμναστος με το να κουράζομαι με ένα τετράγωνο" της απάντησε στηρίζοντας τον αγκώνα της πάνω της.

"Άλλες τρεις" γούρλωσε τα μάτια της.

"Πόσες;"

"Έχω δύο βδομάδες να σε προπονήσω. Αυτό σημαίνει πως θα σκοτώνεσαι στην προπόνηση μέχρι ο Άλφα να σε βρει κατάλληλη" έσκυψε να της ψιθυρίσει στο αφτί."Γιατί μάλλον ο άτυχος που χτύπησες δεν ήταν τόσο καλός"

Ανατρίχιασε. Ποτέ δεν είχε ρωτήσει τι απέγινε αυτός. Τώρα όμως κατάλαβε. Με ένα απλό βλέμμα προσπάθησε να μην δείξει τις τύψεις. Σηκώθηκε στο ύψος της για να συνεχίσει το τρέξιμο.

Η ώρα περνούσε γρήγορα. Είχε μείνει με το φανελάκι Νοέμβρη μήνα. Βέβαια δεν την πολύ ένοιαζε. Έσκαγε και ήθελε επείγοντος ένα μπάνιο.

Ετρεξαν-έτρεξε-και τέταρτη φορά το τετράγωνο γιατί, δεν κουράστηκες αρκετά για πρώτη μέρα.

Μετά την πήγε στο πιο κοντινό πάρκο για ασκήσεις και διάφορα τέτοια. Κυριολεκτικά έσταζε. Δεν άντεχε άλλο και είχαν περάσει μόνο κάτι ώρες.

Κατά τις έξι και μισή πήγε σπίτι. Για καλή της τύχη οι γονείς της δεν είχαν ξυπνήσει. Έτρεξε να κάνει ένα μπάνιο στα γρήγορα.

Δεν φτάνει που είμαι ήδη πιασμένη ακόμα και στα φρύδια, θα μείνω και άιπνη αφού σε λίγο ξυπνάω για σχολείο.

Έκανε ένα δεκάλεπτο ντουζ στα γρήγορα και κάθισε στο γραφείο της. Πήρε την μασιά μπροστά της και άρχισε να ισιώνει το μαλλί της.

Είπε ίσιο.

Για να μην καταλήξω και εγώ σαν τον τύπο που του πέταξα το μπουκάλι.

Τουλάχιστον το μαλλί της δεν ήθελε και πολύ δουλειά. Δεν ήταν σγουρό, ήταν απλά λίγο σπαστό. Πάντα της άρεσε να είναι έτσι ανέμελο αλλά τώρα δεν την παίρνει.

Η ώρα είχε πάει εφτά και κάτι όταν τελείωσε. Στον καθρέφτη ήταν σαν να έβλεπε μια άλλη προσωπικότητα.

Πήρε ο,τι μακιγιάζ είχε και τα πέταξε όλα μπροστά της. Έντονο είπε.

Στο σχολείο δεν είχε σκοπό να βάφεται. Αλλά αν έπρεπε να πάει κάπου ήταν η Σάρα. Και η Σάρα είναι μια έφηβη με έντονο χαρακτήρα, έντονο σκούρο μακιγιάζ, σκούρα ρούχα και έντονα μαλλιά.

Πέταξε μια μάσκαρα και ένα μαύρο μολύβι ματιών μέσα σε ένα νεσεσέρ και μες στην τσάντα. Ποτέ δεν ξέρεις.

Ηταν και μισή. Έπρεπε να πάει στους γονείς της στην κουζίνα. Είχε αρχίσει να ξύνει το μπούτι της από το άγχος. Θα την σκότωναν.

Κοιτάχτηκε για μια τελευταία στιγμή στον καθρέφτη. Ούτε καν τα ρούχα της δεν της άρεσαν την προκειμένη στιγμή.

Έλα Μιρέλα! Θα φωνάξουν λίγο και όλα καλά. Δεν είναι και το τέλος του κόσμου.

Βγήκε αποφασισμένη από το δωμάτιο. Έδειχνε τουλάχιστον. Στην κουζίνα ήταν όλοι. Η Αθηνά τάιζε τον μικρό με το μπιμπερό, ο Πέτρος έπινε καφέ καθώς διάβαζε κάτι στο λαπτοτ και η Γεωργία έτρωγε γάλα με δημητριακά καθώς κοιτούσε την μητέρα τους.

Μπήκε μέσα και της έφυγε κάθε ίχνος δυναμισμού. Ο πατέρας της, της έριξε μια ματιά και μετά πάλι στο λαπτοτ. Μέχρι να το συνειδητοποιήσει δηλαδή. Άρχισε να φύγει επειδή στραβοκατάπιε καφέ.

Η Αθηνά γύρισε να τον κοιτάξει να δει αν είναι όλα καλά. Με την άκρη του ματιού της παρατήρησε την Μιρέλα.

"Καλημέρα αγάπη μου, έχει γάλα στο ψυγείο αν θες-" μόλις γύρισε το βλέμμα της σταμάτησε. Την κοίταξε λοξά.

"Πες μου μόνο πως δεν είναι μόνιμο" πήρε τον λόγο ο πατέρας της. Δεν ήταν ήρεμος. Ω, σίγουρα δεν ήταν. Αλλά ήταν εφτά το πρωί, ήταν ο μικρός εκεί δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Η Γεωργία κοίταζε με ενθουσιασμό που θα άρχιζε δράμα.

"Είναι. Απλά αποφάσισα να κάνω μια αλλαγή" είπε φυσιολογικά.

"Μία αλλαγή. Μια αλλαγή το λες εσύ-" είχε αρχίσει να υψώνει την φωνή του επικίνδυνα. Η Αθηνά τον σταμάτησε.

"Μιρέλα, είσαι μονο δεκαπέντε. Γιατί να καταστρέψεις το μαλλάκι σου ε; Και μάλιστα ένα τόσο έντονο χρώμα;" ρώτησε ήρεμα. Το ήξερε πως θα το πάρει καλύτερα.

"Σε τρεις μήνες γίνομαι δεκαέξι. Βαρέθηκα το φυσικό μου" απάντησε απλά. Του Πέτρου όμως δεν του άρεσε.

Ναι, καμία φορά τον ενδιέφερε τι θα πει ο κοσμος. Και στη Αθηνά. Ήθελαν να έχουν μια καθαρή εικόνα απέναντι σε όλους. Ήξεραν πως η θέση τους σε αυτό που έκαναν ήταν μεγάλη.

"Χάθηκε ένα μαύρο; Ένα ξανθό έστω!" την ρώτησε η μητέρα της πριν πει κάτι ο άλλος.

"Δεν μου άρεσαν πολύ"

"Μιρέλα το καλό που σου θέλω σε κάτι μέρες να έχει περάσει αυτή η φάση" ήταν το μόνο που είπε ο πατέρας της πριν βγει από την κουζίνα έξαλλος.

Δεν θα του εξηγούσε. Δεν είχε νόημα.

Κοίταξε την αδελφή της για βοήθεια. Σηκώθηκε και τις χτύπησε την πλάτη. "Εμένα μου αρέσουν πάντως" και βγήκε και αυτή από την κουζίνα.

Της πήγαιναν είναι η αλήθεια. Το είπε μετά και η Μαρίνα. Η οποία είχε ξετρελαθεί. Δίδυμες έλεγε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Λοιπόννν

Στορυταιμ.

Όταν άρχισα να γράφω αυτό το κεφάλαιο, την μέρα κιόλας, μέθυσα και έγινα χάλια.

Και κάτι μέρες μετά πάλι. Πάλι καλά θεέ μου εκεί ήμουν καλά.

Αλλά στο πρώτο χανγκοβερ ήταν λες και με έκανες ντιλιτ.

Οπότε συγχωρέστε αν δεν είναι τόσο καλό όσο τα υπόλοιπα αλλά προσπάθησα για το καλύτερο.

Εντ οφ στορυταιμ.

Γιες ήταν πολύ ενδιαφέρον.

Αντε φιλούμπες!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top