Ίδιες-58
Είναι η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου.
Την κοίταζε που κοιμόταν γαλήνια. Τα μαλλιά της είχαν μετατραπεί σε ένα απαλό σγουρό και ήταν απλωμένα πάνω στο μαξιλάρι. Ήταν τυλιγμένη με το σεντόνι μέχρι πάνω αλλά έκανε τόση αρμονία με το ηλιοκαμμένο δέρμα της.
Πρώτη φορά την έβλεπε να κοιμάται τόσο γαλήνια, λες και είχε λύσει πλέον όλα της τα προβλήματα. Που, μέχρι στιγμής, είχε λύσει το βασικό. Πως ο Άγγελος την αγαπούσε, οποίο και αν ήταν το παρελθόν της θα συνέχιζε να το κάνει.
Του είχαν εξηγήσει πλέον τα πάντα για εκείνη την δράση του Φάμπιο. Δεν ήξερε πως υπήρχε γενικώς κάτι τέτοιο στην Ελλάδα και μάλιστα ασχολούνταν και με αυτή την υπόθεση.
Είχε υποσχεθεί πως θα μιλήσει στην Χριστιάννα μετά τις διακοπές. Τώρα δεν ήταν η ώρα, ας ησύχαζαν όλοι λίγες μέρες. Καλό θα τους έκανε.
Ειδικά στον Άγγελο, που είχε όλη μέρα την Μιρέλα στο σπίτι. Ήταν σαν σειρήνα αυτή η κοπέλα, και να μην την ήθελε, με το τραγούδι της, τον έφερνε όλο και πιο κοντά.
Εκείνη γύρισε το κεφάλι της και άνοιξε σιγά σιγά τα μάτια της. Το απότομο φως του παντζουριού την ενόχλησε αλλά όχι τόσο πολύ όταν ήταν μπροστά της με γυμνό στερνό, σε όλο του το μεγαλείο.
"Καλημέρα" της είπε πρώτος και εκείνη χαμογέλασε.
"Καλημέρα" τεντώθηκε πιάνοντας όλο το κρεβάτι. "Τι ώρα είναι;" ρώτησε μόλις επεξεργάστηκε τον χώρο και τον χρόνο.
"Δέκα και είκοσι" απάντησε και εκείνη σήκωσε απότομα το σώμα της αφήνοντας του ένα άτσαλο φιλί στα χείλη. Χωρίς να τον νοιάζει η πρωινή ανάσα αμέσως έμπλεξε την γλώσσα του με την δικιά της.
Η Μιρέλα απομακρύνθηκε απαλά μετά από λίγο. "Χρονιά πολλά μωρό μου, να τα εκατοστήσεις" του είπε χαρούμενη και ξανακούμπησε τα χείλη τους με ένα πεταχτό φιλί.
Ξάπλωσαν μαζί. Το κεφάλι του ακουμπούσε στο στήθος της και έκλεισε τα μάτια του. Ήθελε να κάτσουν εκεί, να μην σηκωθεί καθόλου από το κρεβάτι.
Να την έχει πάλι όλη δική του, σε λίγο τέλειωναν οι διακοπές τους και δεν θα μπορούσε να το έχει αυτό. Ήταν ο λόγος που πλέον χουζούρευε στο κρεβάτι. Και ο Άγγελος αυτό δεν το έκανε ποτέ.
"Άγγελε" είπε χάιδευοντας του τα μαλλιά και εκείνος μουρμούρισε ένα "Ναι"
"Πρέπει να σηκωθούμε. Σήκω! Σήμερα είναι η μέρα σου" σηκώθηκε απότομα και ήταν λες και είχαν αντιστραφεί οι ρολόι. Ποτέ η Μιρέλα δεν θα σηκωνόταν από το κρεβάτι. Αλλά σήμερα ήταν διαφορετικά.
Τα ανάκατα μαλλιά του και το σώμα του μέσα στα κάτασπρα σεντόνια ήταν μια καλή αφορμή να κάθεται και να τον κοιτάει αλλά όχι.
"Έλα Αγγελούκοοο" το τελευταίο γράμμα το έσυρε μόνο και μόνο γιατί την τράβηξε πάλι στο κρεβάτι εγκλωβιζοντάς την στην αγκαλιά του και στην μυρωδιά του. Μπλε.
"Έλα βρε αγάπη μου, λίγο ακόμα" ήξερε πως δεν μπορούσε να του χαλάσει χατήρι όταν την έλεγε έτσι. Επίτηδες το έκανε. Αλλά και τα πέντε λεπτάκια δεν ήταν καθόλου κακή ιδέα.
1998
"Ρε Αποστόλη που πας;" ρώτησε αγανακτισμένη με τον Άγγελο στην αγκαλιά της που έκλαιγε. Σίγουρα ζητούσε τον μπαμπά του που όλη την ώρα έλειπε.
"Μωρό μου, δεν θα λείψω πολύ, απλά να βάλω μια τάξη" την έδωσε ένα πεταχτό φιλί πριν ανοίξει την πόρτα και φύγει. Ο γιος τους δεν σταμάταγε το κλάμα και εκείνη την στιγμή ήταν μαρτύριο στα αφτιά της.
Έλειπε την περισσότερη ώρα από το σπίτι. Αφού έχασε την γέννα καθόταν κάπως σπίτι, αλλά μετά ξανάρχισε να φεύγει.
Και σήμερα είχε δουλειά. Έπρεπε να αφήσει σε κάποιον τον μικρό και υποτίθεται πως θα ήταν αυτός! Θα τον σκοτώσω μόλις έρθει σπίτι.
"Σε παρακαλώ ρε Εύη, είσαι η τελευταία μου ελπίδα" την παρακαλούσε στο τηλέφωνο καθώς προσπαθούσε να ετοιμαστεί. Αν έχανε και άλλη μια μέρα από την δουλειά μπορεί και να την απέλυαν. Δεν μπορούσε να κάθεται όλη την ώρα σπίτι. Θα φρίξω!
Δεν δούλευε πολύ βέβαια. Μέχρι να βρει έρευνα είχε πιάσει δουλειά στο Λύκειο ως καθηγήτρια χημείας. Έκανε όμως λίγες ώρες, δεν ήταν βασική.
"Συγγνώμη βρε αγάπη μου, αλλά έχω να πάω στην δουλειά. Δεν μπορεί η Αθηνά;"
"Η Αθηνά είναι στην εταιρία και τρέχει όλη μέρα"
"Παρ' τον σχολείο μωρέ"
"Εσένα να κυνηγάει μετά ο Συμεών. Σε κλείνω, θα αργήσω"
Πήγε σχολείο με το καρότσι. Ο Άγγελος κοιτούσε πέρα δώθε τον χώρο. Ήταν κάτι καινούργιο για αυτόν αλλά φαινόταν να του άρεσε.
Τα παιδιά την κοίταζαν περίεργα αλλα όλα πήγαν να δούνε το μωρό της κυρίας Ανδρέου. Ήταν ίδιοι αν εξαιρέσεις τα μαλλιά και όλοι το έβρισκαν αξιαγάπητο. Ειδικά οι κοπέλες.
Πήγε πάνω στο γραφείο γρήγορα με την ελπίδα να μην πετύχει τον Συμεών. Για κακή-καλή-της τύχη ήταν ακριβώς έξω από την πόρτα. Σάστησε μόλις την είδε.
Ο Συμεών Αθανασίου είναι ο διευθυντής του σχολείου. Είναι λιγα χρόνια μεγαλύτερος από την Χρίστη και ήταν ο πιο καλός Λυκειάρχης που θα μπορούσε να υπάρχει.
Η Χρίστη κάθε φορά που έκανε κάτι ένιωθε λες και καταχράζεται την καλοσύνη του, αλλά δεν φταίω εγώ που έχω έναν άξεστο άντρα.
"Χριστιάννα..." κοίταξε μια αυτή και μια το μωρό. Είχε κολλήσει για λίγο το βλέμμα του παραπάνω στον Άγγελο.
"Συγγνώμη, αλήθεια συγγνώμη, απλά δεν είχα που να τον πάω και τελευταία στιγμή άλλαξαν τα σχέδια και-"
"Μην αγχώνεσαι τόσο ρε Χρίστη" της είπε γελώντας και πήγε κοντά στο μωρό. "Τι γλυκούλης που είναι, πως τον λένε;" είχε μείνει για λίγο στήλη άλατος αλλά αφού το πήρε τόσο καλά, όντως, τι αγχώνομαι τόσο;
"Άγγελο"
Μόλις είδε τον Συμεών άρχισε να γελάει δυνατά και να σηκώνει ίσα ίσα τα χέρια του για να πάει κοντά. Αυτά δεν τα έκανε ποτέ σε κανέναν άνθρωπο, οπότε της έκανε εντύπωση.
"Θα τον κρατήσω εγώ στο γραφείο μου" ανακοίνωσε ακόμα κοιτάζοντας τον.
"Οχι, όχι, δεν είναι ανάγκη, μπορώ να τον έχω μέσα στο μάθημα, ήσυχος θα είναι" μόνο τότε την κοίταξε με ένα στραβό χαμόγελο.
"Μην λες βλακείες βρε Χριστιάννα, άσε τον, κάνε το μάθημα σου και θα βρούμε τις ώρες μήπως φύγεις και πιο νωρίς" το κουδούνι χτύπησε με εκείνους να πηγαίνουν μέσα στο γραφείο.
"Ευχαριστώ πάρα πολύ, θα στο χρωστάω" ήξερε πως άλλοι διευθυντές θα την είχαν διώξει οπότε νιώθει ευγνώμων.
"Τίποτα βρε Χριστιάννα, λατρεύω τα παιδιά έτσι και αλλιώς" της είπε για να την καθησυχάσει και είναι η αλήθεια. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά, είχαν ελεγχόμενη ενέργεια.
"Έχει γάλα αν πεινάσει στο μπιμπερό. Πιπίλες, το αγαπημένο του λούτρινο, μια καθαρή πετσέτα, ένα έξτρα κουβερτάκι και αν θέλει άλλαγμα με φωνάζεις. Δεν είναι ανάγκη να τον αλλάξεις εσύ, είπαμε" ενημέρωσε δίνοντας του την τσάντα και εκείνος ένευσε θετικά.
Κοίτα να δεις που θα γινόταν και νταντά.
"Πάω στο μάθημα, ο,τι και αν συμβεί έλα, στο πέντε θα είμαι" τον αγκάλιασε και έτρεξε να πάει στο τμήμα της.
Στην αρχή, αν δεν την ήξερε, θα νόμιζε πως ήταν αδελφός της. Είναι πολύ νέα και κρατιέται καλά για μαμά. Θαυμαστό αρκετά κατά την γνώμη του.
Γενικώς η Χριστιάννα ήταν μια ωραία γυναίκα. Και πάνω από όλα οι μαθητές την συμπαθούσαν πάρα πολύ. Δεν ήταν τυχαίο.
Έσκυψε και τον κοίταξε άλλη μια. Εκείνος γέλασε ψάχνοντας με τα μάτια του την μαμά του.
"Γειά σου μικρέ"
Παρόν-2022
"Μιρέλα, όλα αυτά τα ρούχα είναι υπερκατανάλωση. Τώρα κατάλαβα γιατί είχες εκατό βαλίτσες όταν ήρθες" είπε κοιτάζοντας την ντουλάπα της που ήταν πιο μεγάλη από το μέλλον του.
"Κάποια μου τα χάρισαν!" είπε σαν δικαιολογία και εκείνος την κοίταξε λοξά. Εντάξει μπορεί να φταίει που κάποτε δεν έκανε άλλη δουλειά από το να βγαίνει στα μαγαζιά. Αλλά αυτό δεν είναι ανάγκη να το μάθει.
Ο Άγγελος είχε αποφασίσει πως θα της διαλέξει αυτός φόρεμα σήμερα, για να βρουν έξω. Που να ήξερε πως είναι τόσα πολλά.
"Έχεις κάποιο που έχεις φτιάξει;" ρώτησε κοιτάζοντας όλες τις κρεμάστρες.
"Οχι, μόνο κάποια τα είχα κόψει και ράψει για να είναι στο μέγεθος μου. Αλλά γενικώς μόνο το μαύρο είναι δικό μου εντελώς" έγυρε το κεφάλι της προς την ανθρώπινη κρεμάστρα που ήταν εκείνο το μπομπονιερέ φόρεμα.
Πρέπει να ξεκινήσει να φτιάχνει και άλλα. Ακόμα και αν δεν έχει τις τέλειες γνώσεις, μπορεί να το κάνει και μόνη της.
"Μου την δίνει που δεν τα έχεις με σειρά χρωμάτων" μουρμούρισε χωρίς να βρίσκει αυτό που θέλει.
Η Μιρέλα αναφώνησε λες και την είχε βρίσει. "Χωρίς σειρά είναι πιο χρωματιστό!" μπορεί να ήταν και ο πρώτος άνθρωπος που το λέει αυτό.
Προσπάθησε να τον βοηθήσει δείχνοντας του διαφορά. Δεν τα ήθελε με δικαιολογίες "Πολύ μπλε" "Αυτό είναι λες και πας σε βασιλικό γάμο" "Σαν πράσινο νυφικό". Και εκείνη του έλεγε πως απλά δεν έχει γούστο.
Μετα από αρκετό ψάξιμο βρήκε επιτέλους το κατάλληλο!
Η Μιρέλα φόραγε σπάνια κοντά φορέματα, όχι γιατί δεν της άρεσαν, απλά πλέον τα έβρισκε περίεργα πάνω της. Αν μπορούσε σε κλαμπ να πάει με μακρύ θα το έκανε, αλλά θα την σκότωνε η Αγάπη επιτόπου.
"Ορίστε" της το έδωσε και εκείνη το επεξεργάστηκε. Ήταν από τα φορέματα που δεν είχε προλάβει να βάλει αλλά της άρεσαν.
"Το διάλεξα γιατί, νομίζω, δεν σε έχω δει ποτέ μα φοράς κάτι κοραλί και υποτίθεται πως είναι το αγαπημένο σου χρώμα!"
Αυτό το φόρεμα το είχε βρει στο Μιλάνο, σε ενα παλιό μαγαζί, λέγεται πως είναι της Lilly Pulitzer. Είπαν πως αυτό το φόρεμα ήταν από τα πρώτα που είχε φτιάξει, μπορεί όμως και όχι. Απλά της άρεσε και το είχε πάρει.
Δεν είχε πολλά ρούχα τα οποία ήταν από διάσημο σχεδιαστή, γιατί πήγαινε συνήθως σε πάγκους και σε μικρά μαγαζάκια, με διαφόρους καλλιτέχνες μέσα, συχνά ήταν μικροί. Της άρεσε να στηρίζει μικρές επιχειρήσεις.
Αλλά αφού της άρεσε αυτό δεν θα έλεγε και όχι στην καλύτερη σχεδιάστρια του φλοράλ και στην "Βασίλισσα της προετοιμασίας".
"Μην βάλεις μαύρο όμως!" τον προειδοποίησε λίγο πριν βγει από το δωμάτιο και εκείνος ένευσε. Μαύρο θα έβαζε.
Φόρεσε το φόρεμα και έπιασε μια ψηλή κοτσίδα τα μαλλιά της. Ηταν ακριβώς στο νούμερο της. Δεν ήταν ακριβώς κοραλί τα λουλούδια που είχε πάνω αλλά μια απόχρωση. Αντί να είναι ροζ με πορτοκαλί, ήταν λίγο πιο πολύ ροζ, αλλά θεωρούταν κοραλί.
Είχε μακρυά μανίκια σε ένα πολύ απαλό ύφασμα οπότε δεν την πείραζε γιατί δεν θα έσκαγε. Ήταν όλο σε καλοκαιρινό ύφασμα αλλά δεν διαγραφόταν τίποτα από μέσα. Είχε διάφορα σχέδια και χρώματα αλλά επικρατούσε το κοραλί με το άσπρο. Ήταν πάνω από από το γόνατο σε Άλφα γραμμή που ξεκινούσε μόλις τελείωνε το στήθος. Το αγαπημένο της μέρος ήταν τα μανίκια που τα χαρακτηρίζει ως πριγκιπικά.
Τα συνδύασε με κοραλί παπούτσια για να είναι πιο έξτρα και βάφτηκε απαλά με ένα έντονο, σχεδόν φούξια, λιπγκλος στα χείλη.
Βγήκε έξω και αντίκρισε τον Άγγελο με ένα μαύρο πουκάμισο, τα μανίκια σηκωμένα μέχρι το ύψος του αγκώνα και κάτω ένα παντελόνι ίδιου χρώματος.
"Έλα ρε Άγγελε δεν σου είπα να μην φορέσεις μα-" πήγε να τον μαλώσει αλλά εκείνος της άφησε ένα φιλί για να σταματήσει.
"Σου υπόσχομαι πως για μια βδομάδα δεν θα φορέσω καθόλου" της είπε μιας και αύριο θα πήγαιναν, επιτέλους, διακοπές στη Μήλο. Με εντολή της Μιρέλας που ήθελε να πάει να δει εκείνη την συγκεκριμένη παραλία που βλέπει πάντα στις φωτογραφίες άλλων.
"Μμ καλά, αλλά μόνο γιατί είναι τα γενέθλια σου" και γιατί είσαι τραγικά σέξυ αλλά δεν πρόκειται να σου το πω αυτό.
Της πήρε το χέρι και την έκανε μια στροφή καθώς περνούσε από ανάκριση. "Έχω καλό γούστο τελικά" συνέχισε να κοιτάει έντονα.
Κάτι δεν του άρεσε.
Έκανε ένα βήμα πιο κοντά της και τοποθέτησε το χέρι του στην βάση της κοτσίδας της. Άρχισε να τραβάει αργά αργά το λαστιχάκι για να μην πονέσει.
Η Μιρέλα τον κοίταξε με ερωτηματικά ώσπου κατάλαβε τι ήθελε να κάνει. "Ει μου πήρε ώρα ο κότσος" παραπονέθηκε αλλά εκείνος είχε ήδη πετάξει το λαστιχάκι κάπου στον καναπέ.
Έστρωσε λίγο τα μαλλιά της και έκανε ένα βήμα πίσω. Αυτό ήταν. "Σου πάνε πιο πολύ τα μαλλιά κάτω" της το είχε ξαναπεί και είχε κοκκινήσει και θέλει να κάνει το ίδιο τώρα λες και σκοπεύουν να πάνε διακοπές μαζί.
"Δεν είμαι λίγο σαν παλαβή;" ρώτησε και γύρισε να κοιτάξει στον καθρέφτη λίγο πιο δίπλα από την πόρτα.
"Εγώ σε βρίσκω πανέμορφη" του χαμογέλασε μέσα από τον καθρέφτη. Εν τέλει, δεν πείραξε τα μαλλιά της, τα άφησε έτσι.
"Πάμε;"
"Παμε"
[...]
Μόλις βγήκαν έξω από το μαγαζί, τους ήρθε ένα κύμα φωτός από διάφορες κάμερες. Εντάξει τους παρακολουθούσαν, αλλά ας ήταν έστω λίγο διακριτικοί.
Ο Άγγελος της έπιασε το χέρι και την έφερε πιο κοντά του για να μην παραπατήσει.
"Ποιο λες να είναι το άρθρο αύριο;" τον ρώτησε μεταξύ αστείου και σοβαρού. Άρχισαν να περπατάνε αγνοώντας τους.
"Δεν ξέρω, αλλά τώρα σιγουρεύτηκαν πως δεν σε απατάω εκατό τοις εκατό" γέλασε ενθυμούμενη το τελευταίο άρθρο που ήταν με την Ζέτα.
Τα μίντια επεκτάνονταν γρήγορα. Πάντα το φοβόταν αυτό, γιατί δεν ξέρεις τι μπορεί να βγάλουν από την μία μέρα στην άλλη.
Αν θα είναι αλήθειες ή ψέματα.
Πήγαν προς το πάρκινγκ όσο πιο γρήγορα μπορούσαν για να τους χάσουν. Ναι, σε όλους αρέσει η λίγη δημοσιότητα, αλλά καταντάει κουραστηκό να προσέχεις την κάθε σου κίνηση ή λόγο. Ούτε έξω δεν μπορείς να βρεις.
Μπήκαν μέσα στο αμάξι. Η ώρα ήταν έντεκα σχεδόν και η Μιρέλα δεν του είχε κάνει καμία έκπληξη. Και όχι γιατί δεν ήθελε, αλλα γιατί περίμενε την κατάλληλη στιγμή.
"Ζώνη Μιρελάκι" της είπε ο Άγγελος και πήγε να ξεκινήσει το αμάξι αλλά όταν είδε την κοπέλα δίπλα του να κάνει οριακή βουτιά στα πίσω καθίσματα σταμάτησε.
Πίσω είχε μια τούρτα, που ευτυχώς δεν είχε λιώσει, τα κεράκια ήταν ήδη πάνω και το μόνο που έκανε είναι να πάει μπροστά.
Ο Άγγελος είχε σηκώσει τα φρύδια του από έκπληξη και δεν ήξερε τι να πει. Για αρχή, πως ακριβώς έβαλε την τούρτα μέσα στο αμάξι χωρίς να το πάρει χαμπάρι.
Η τούρτα ήταν red velvet, γιατί ελα τωρα, σε ποιον δεν αρέσει;
Η κοπέλα τον κοίταζε ένα χαμόγελο μέχρι τα αφτιά και άνοιξε τα κεράκια με έναν αναπτήρα που είχε στην τσάντα της.
Τραγούδησε το κλασικό τραγουδάκι του χρόνια πολλά και εκείνος είχε το βλέμμα του μόνο στα μάτια μας, με ένα ελαφρύ μειδίαμα στα χείλη. Του άρεσε που ήθελε να κάνει τα γενέθλια του ξεχωριστά.
"Ευχή!" του φώναξε πριν σβήσει τα κεράκια. Το σκέφτηκε λίγο. Έπρεπε να μην σπαταλήσει την ευχή του. Μόλις βρήκε φύσηξε τα κεριά με την Μιρέλα να του αφήνει ένα απαλό φιλί στα χείλη.
Του έτεινε την τούρτα ακόμα πιο κοντά. "Δοκίμασε, δεν την έχω φτιάξει εγώ" Δεν είχε να φοβάται για δηλητηρίαση. Αν και η αλήθεια είναι πως είχε καλυτερεύσει πάρα πολύ, αλλά δεν θα την άφηνε να πάρει αέρα.
Εκείνος άφησε την τούρτα πίσω και την ανέβασε πάνω του. Έβαλε τα πόδια της δεξιά και αριστερά. Αγκάλιασε με τα χέρια της τον λαιμό του.
"Θα μας δούνε και θα έχουμε άλλα" τον προειδοποίησε αλλά την έγραψε δίνοντας της ένα παθιασμένο φιλί. Οι γλώσσες τους αμέσως μπλέχτηκαν.
"Ευχαριστώ Μιρελάκι" της είπε με την καρδιά του να γεμίζει. Αυτή η γυναίκα είναι η μία. Και ήταν σίγουρος πλέον για αυτό.
Συνέχισαν να φιλιούντε μέσα στο σκοτάδι χωρίς ακόμα να τους ενοχλεί κάποιο φως. Η Μιρέλα τον ήθελε εκείνη την στιγμή χωρίς να την νοιάζουν οι δημοσιογράφοι.
Αλλά το τηλέφωνο είχε αλλά σχέδια.
Το κινητό του Άγγελου ήχησε στα αφτιά τους αλλά δεν απομακρύνθηκαν καθόλου ο ένας από τον άλλον. Αντίθετα, την έσφιξε πιο κοντά του με τα χέρια να πασπαλίζουν όλο το σώμα της.
Αν είναι σημαντικό θα ξαναπάρει-
Και όντως, ξαναχτύπησε.
Απομακρύνθηκε ενοχλημένος παίρνοντας την οθόνη στα χέρια του. Κωνσταντίνος Ευθυμίου αναγραφόταν και κοιτάχτηκαν μπερδεμένοι και οι δύο.
"Τι θέλει αυτός;" ρώτησε η Μιρέλα χωρίς να την νοιάζουν τα προσχήματα και ο Άγγελος ανασήκωσε τους ώμους του.
Το σήκωσε.
"Παρακαλώ;"
"Ναι, γειά σας, με συγχωρείτε για το ακατάλληλο της ώρας αλλά προέκυψε κάτι" ακούστηκε η φωνή του και η Μιρέλα ως γνωστή κουτσομπόλα έφερε το κεφάλι της πιο κοντά να ακούει.
Πήρε ένα δολοφονικό βλέμμα αλλά συνέχισε να μιλάει. "Τι προέκυψε;"
"Αύριο στις εννέα έχουμε συνέλευση για το έργο. Πρέπει να παρευρεθείτε όπως και να έχει"
"Είμαστε σε άδεια"
"Η δουλειά προηγείται. Σας περιμένω στο γραφείο μου" και του το έκλεισε.
Η Μιρέλα αναφώνησε. "Αυτός ο άνθρωπος δεν έχει κάνει ούτε μισό καλό από τότε που τον γνώρισα"
Εκείνος ξεφύσησε νευριασμένος."Και μάλλον πρέπει να ακυρώσουμε και τις διακοπές"
Το τι γκρίνια θα άκουσε τις επόμενες ώρες δεν λέγεται. Αλλά αφού τους θέλει δεν μπορούν να πουν όχι.
1998
Οι μέρες περνούσαν με το ίδιο τροπάριο. Η Χριστιάννα είχε κουραστεί και δεν είχε ιδέα τι να κάνει.
Ο Συμεών από την άλλη, δεν την άφηνε σε ησυχία! Ήταν σίγουρος πως κάτι συμβαίνει σπίτι της, δεν ήξερε τι, αλλά κάτι. Δεν του πήγαινε η καρδιά να την αφήσει μόνη της, είχε και ένα παιδί στην μέση που, από ο,τι είχε καταλάβει, το μεγάλωνε μόνη της.
Της είχε δώσει το τηλέφωνο του για να τον πάρει οπότε τον χρειάζεται. Είχε ένα κακό προαίσθημα για εκείνον τον άνδρα.
Όλοι το είχαν, εκτός από εκείνη.
Εκείνη την νύχτα η Χρίστη είχε βάλει τον μικρό για ύπνο και πήρε απανωτά την Αθηνά. Η καημένη έτρεχε όλη μέρα με τη δουλειά και δεν μπορούσαν να τα λένε τόσο συχνά.
Οπότε πάντα ξέκλεβαν χρόνο. "Μμμ, εγώ πιστεύω πως σε θέλει. Ποιος θα νοιαζόταν τόσο για τα οικογενειακά σου ενώ δεν σε ξέρει;"
"Λες βλακείες, είμαι παντρεμένη και έχω το επίθετο του! Ξέρει πως είμαι αλλού. Χαζό θα ήταν να πιστεύει πως έχει ελπίδες" αναφώνησε στα λόγια της φίλης της. Αγαπούσε τον άντρα της και δεν την ενδιέφερε καθόλου για τον Συμεών.
"Ρε Χρίστη, να σε ρωτήσω κάτι; Αλλά θέλω να απαντήσεις ειλικρινά" είπε η Αθηνά λιγο πιο σοβαρή, αν και ακουγόταν σαν παράπονο.
"Πες μου"
"Τώρα εσένα σου αρέσει αυτό που συμβαίνει;"
"Ποιο;"
"Τι ποιο ρε Χρίστη, που ο άλλος λείπει όλη μέρα, ξέρεις δεν είναι φυσιολογικό αυτό. Γιατί δεν τον έχει ανάγκη μόνο ο Άγγελος αλλά και εσύ. Και δεν πρέπει να φροντίζεις ένα παιδί μόνο εσύ. Ούτε να το παίρνεις σχολείο. Έχετε κάνει κάποια συζήτηση;"
"Αθηνά, μην μου πεις πως πιστεύεις και εσύ στις φήμες" ρώτησε ειρωνικά και άκουσε να ξεφυσά στην άλλη γραμμή.
"Δεν είπα αυτό, απλά λέω πως είναι φυσιολογικό. Επίσης δεν απαντάς στην ερώτηση μου. Έχετε κάνει κάποια συζήτηση;"
"Εε... όχι. Έχουμε περίεργα ωράρια που δεν επιτρέπουν πολλές συζητήσεις"
Θα το παλέψει, δεν δέχεται να πιστέψει σε φήμες ή σε τίποτα. Είναι ο άντρας της που την αγαπάει τόσο.
"Μάλιστα, ναι, πέρνα κατά τις δύο από την εταιρία που έχω κενό. Θα είναι και η Εύη" την ενημέρωσε και ένευσε θετικά ακομα και αν δεν μπορεί να την δει.
Άκουσε κλειδιά στην πόρτα. "Αντε σε κλείνω, ήρθε. Φιλάκια" άφησε το σταθερό και πήγε προς το δωμάτιο.
"Γειά σου αγάπη μου" του είπε και πήγε κοντά του να τον φιλήσει. Μύριζε περίεργα. Πολύ περίεργα.
Εκείνος την άρπαξε και την φίλησε βίαια, λες και ήθελε να πάρει την ανάσα της. Η Χρίστη προσπάθησε να τον απομακρύνει γιατί ήταν σίγουρη, πως δεν ήταν νηφάλιος.
"Αποστόλη τι έχεις πιει;" ρώτησε καθώς τα χείλη του εξερευνούσαν όλο της το σώμα.
"Αποστόλη!" της τράβηξε τα μαλλιά λίγο πιο δυνατά για να έχει πρόσβαση στον λαιμο της. Της φιλούσε όλο το σώμα με εκείνη σιγά σιγά να αφήνετε στο άγγιγμα του.
Ο,τι και να έχει πιει μυρίζει άσχημα.
Το επόμενο πρωί η κοιλιά της πόναγε ελάχιστα. Το βράδυ ήταν κάπως περίεργος, ποτέ δεν την είχε πονέσει. Αλλά χθες το έκανε. Ήταν σίγουρη πως δεν το κατάλαβε εξαιτίας αυτού που είχε πιει.
Πήγε στο μπάνιο και είδε διάφορα μελανιασμένα σημάδια στο λαιμό της. Μακάρι να ήταν πιπιλιές αλλά όχι. Ήταν από τα χέρια του.
Δεν το έκανε επίτηδες, αφού μ'αγαπάει.
Φόρεσε ένα λιλά ζιβάγκο και ένα απλό τζιν. Του άφησε το παιδί δίπλα με το γάλα του για να το ταΐσει. Είτε ήθελε, είτε όχι, σε λίγο θα ξύπναγε με το κλάμα του.
"Σέχου, ποιος είναι ο αριθμός οξειδώσεις του Νατρίου;" ρώτησε το παιδί στο τελευταίο θρανίο που ανάθεμα και αν είχε ανοίξει βιβλίο σε όλη την χρονιά.
"Είκοσι;" τον κοίταξε ευθεία στα μάτια νομίζοντας πως θα πάει εγκεφαλικό με αυτό που άκουσε.
"Σιγά μην είναι και εκατό. Θα μείνεις και θα γελάω Σέχου! Διάβασε" πήγε να συνεχίσει το μάθημα της αλλά μπήκε μέσα ο διευθυντής.
Της έκανε νόημα. "Αν ακούσω κιχ μπαίνει τεστ" βγαίνει έξω κοιτάζοντας απειλητικά. Αυτό το τμήμα δεν το μπορούσε.
"Για τους βαθμούς σε ήθελα-"σταμάτησε απότομα να μιλάει μόλις, καταλαθος, κατέβηκε το ζιβάγκο της.
Άρπαξε τα χέρια της και έσκυψε προς τον λαιμό της. Η Χρίστη γούρλωσε τα μάτια της."Συμεών τι κάνεις-"
"Σε χτύπησε;" ρώτησε ευθέως και είδε τα μάτια του να βγάζουν σπίθες.
"Τι; Ποιος; Οχι!" Δεν την πίστευε. Κατέβασε το ζιβάγκο της να δει προσεχτικά τις δαχτυλιές.
"Αυτό πάντως δεν φαίνεται πως έγινε από αγάπη" ειρωνεύτικε που δεν μπορούσε να καταλάβει πως άξιζε πολύ καλύτερα από εκείνον τον άντρα.
"Συμεών, τίποτα δεν είναι"
Δεν την άκουσε και την έσπρωξε προς το γραφείο του για της βάλει λίγο πάγο αδιαφορώντας για τα παιδιά μέσα.
"Χριστιάννα, πάντα έχω ανοιχτό το τηλέφωνο. Σε παρακαλώ, αν ξαναγίνει οτιδήποτε, πάρε με" τοποθέτησε τον πάγο και εκείνη του χαμογέλασε ζεστά ακόμα και αν είχε νεύρα κάπως.
Είναι απλά μια φάση που περνάνε όλα τα ζευγάρια, έτσι έλεγε στον εαυτό της.
Και δες που τελικά, η Μιρέλα και η Χριστιάννα είναι περισσότερο ίδιες από όσο νόμιζες.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top