Fear Street-15
Μόλις είχε ξυπνήσει από έναν βαθύ ύπνο. Την πονούσε η πλάτη της γιατί όσο και άνετος να φαίνεται ο καναπές όταν κοιμάσαι εκεί υποφέρεις.
Η αδελφή της μετά από λίγο ακόμα γκρίνια τις πήρε ο ύπνος μαζί. Η ώρα ήταν οχτώ το πρωί έπρεπε να είναι στην δουλειά σε ένα τέταρτο αλλά μπορούσε να περιμένει.
Δεν φτάνει που έχει δουλειά μέχρι μεγάλη Πέμπτη. Έχει και ένα σκασμό από υπολογισμούς και πράγματα τα οποία την πιάνει πονοκέφαλος.
Ο Άγγελος την παρατηρούσε προσεκτικά που ξεβαφόταν. Μόλις είχε βγει από το μπάνιο και είχε πετσέτες γύρω γύρω.
"Συγνώμη για τον Λάζαρο. Ξες. Είχε και τζετ λακ..." άρχισε να λέει μα τον διέκοψε.
"Μην απολογήσε. Ας το ξεχάσουμε. Ούτε η Γεωργία ήταν στα καλύτερα της χθες" πεταξε και το τελευταίο μαντιλάκι στον κάδο.
Πήγε προς το δωμάτιο του με αυτόν να την ακολουθεί από πίσω σαν κάτι να ήθελε να της πει. Το δωμάτιο γέμισε με το άρωμα της. Απλά την κοιτούσε. Του άρεσε αυτό το άρωμα.
"Το βράδυ μην κανονίσεις κάτι"ήταν το μόνο που της είπε αφού συνήλθε. Εκείνη τον κοίταξε χαμογελώντας.
"Δεν είχα σκοπό. Είναι βραδιά ταινίας!!!" είπε ενθουσιασμένα. Είχε ήδη μια ταινία στο μυαλό της αλλά ακόμα δεν ήταν σίγουρη. Είχε σκοπό να του βάλει όλα τα θρίλερ. Ή οτιδήποτε τέλος πάντων βλέπανε
Το σημερινό μενού είχε το fear street.
Δεν το είχε δει απλά είχε ακούσει καλά λόγια. Είναι τριλογία αλλά δεν είναι ανάγκη να τα δουν όλα το ίδιο βράδυ.
"Ελπίζω αυτή την φορά να βάλεις όντως κάτι τρομακτικό" την προκάλεσε και εκείνη τον κοίταξε με σηκωμένο το φρύδι.
"Για ποια πέρασες εμένα; Την καλύτερη θα βάλω" βεβαια δεν την έχω δει.
Αφού ντύθηκε και στολίστηκε, πήρε την τσάντα της, κοίταξε την αδελφή της. Δεν της πήγαινε η καρδιά να την ξυπνήσει. Της άφησε ένα φιλί στα μαλλιά και πήγαν μαζί με τον Άγγελο στην δουλειά. Σαράντα λεπτά αργοπορημένα παρακαλώ.
Δέκα λεπτά μετά ο Λάζαρος σηκώθηκε κάνοντας θόρυβο φτιάχνοντας καφέ. Η Γεωργία σηκώθηκε απότομα. Έτριψε τα μάτια της νυσταγμένα.
"Τι ώρες είναι αυτές που κοιμάσαι και ξυπνάς. Θεέ μου είναι εννέα πάρα άσε με να κοιμηθώ" του μουρμούρισε και την αγριοκοίταξε.
"Διακοπές είναι, τι θα κάνω; Θα κάθομαι να κλαίγομαι μαζί σου" της πέταξε την σπόντα και τον αγριοκοίταξε πίσω.
Δεν το σχολίασε όμως."Φτιάξε και σε εμένα έναν"
Σηκώθηκε όρθια και της άφησε τον καφέ στον πάγκο. Ήπιε την πρώτη γουλιά και-
"Λουκουμά τον έκανες"
Είναι οικογενειακό.
"Μήπως και γλυκάνεις λίγο. Χάλια είσαι" της είπε με απόλυτη ειλικρίνεια. Εκείνη τον κοίταξε μέσα στα καφέ ματιά του απόλυτα σοβαρά.
"Την επόμενη φορά που θα με απατήσουν θα κανονίσω να είμαι όμορφη" του απάντησε ειρωνικά. Πλέον δεν έκλαιγε στην σκέψη. Νευρίαζε απλά.
"Σε απάτησε; Τότε σε καταλαβαίνω. Κάνε ό,τι θες" της απάντησε και αυτός σοβαρά. Τον κοίταξε με συμπόνια. Για πρώτη φορά αφού τον γνώρισε, τον συμπάθησε. Κάπως.
"Και εσύ;"
"Και εγώ"
"Γεωργία" του έδωσε το χέρι της. Ανταπέδωσε και ξαναείπε το όνομα του αν και το είπε και χθες υπό περίεργες συνθήκες.
Έπιασε τα μαλλιά της σε μια ψηλή κοτσίδα και πήγε στον καθρέφτη του χολ. Όντως είμαι χάλια. Άρχισε να ετοιμάζει τα πράγματα της και το σπίτι. Το κάνε που το κάνε χάλια. Ας μην το αφήσει και έτσι.
"Που πας;" την ρώτησε. Την έβλεπε από την κουζίνα να τακτοποιεί.
"Μαζεύω αυτά και σπίτι μου. Δεν θα κάτσω όλη μέρα εδώ"
"Το βράδυ τι κάνεις;" ρώτησε και γύρισε και τον κοίταξε με σηκωμένο το φρύδι.
"Δεν το εννοούσα έτσι όπως κατάλαβες, κατέβασε το φρύδι" και το κάνε. "Οι άλλοι δύο έχουν βραδιά ταινίας και βαριέμαι να κάτσω μαζί τους. Πάμε να βγούμε να ξεσκάσουμε"εξήγησε.
"Δεν ξέρω αν-"
"Πες μου ότι σκέφτεσαι ακόμα αυτόν να ξεράσω" την προκάλεσε και σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος του.
"Εγώ; Ούτε καν"
"Μμμάλιστα"
"Μην με κοιτάς έτσι!" συνέχισε όμως.
Δυσανασχέτησε. Σταύρωσε επίσης τα χέρια της.
Ξεφύσησε. Πήρε το κινητό του από τον πάγκο και πληκτρολόγησε το νούμερο της. Του το έδωσε πίσω με το ύφος του 'νίκησες'.
"Θα σου στείλω διεύθυνση το βράδυ. Έλα κατά τις δέκα" πήρε την τσάντα της και βγήκε έξω από το σπίτι.
[...]
Καθόταν με τα ποπ κορν πριν καν αρχίσει η ταινία καθώς τους έβλεπε. Η ώρα ήταν δέκα παρα είκοσι και ο Άγγελος τσακωνόταν με τον Λάζαρο.
"Ναι και θα πας να βγεις έτσι στο άκυρο;" τον ρώτησε με νεύρο. Λέει πως συμπάσχουν ο ένας με τον άλλον μόνο και μόνο επειδή είχαν μια κοινή εμπειρία. Με διαφορετικά άτομα βέβαια.
Φυσικά και ο Λάζαρος δεν ήρθε Ελλάδα για διακοπές. Απεχθάνεται την Ελλάδα. Την βρίσκει βαρετή. Πιστεύει πως έξω από αυτήν υπάρχουν τόσο ωραία μέρη και τόσες ευκαιρίες. Εξού και μετακόμισε εφτά ώρες μακρυά με αεροπλάνο.
Ήρθε γιατί εκείνη αποφάσισε πως ο φίλος της από την δουλειά ήταν καλύτερος από αυτόν. Ήρθε εδώ για ηρεμία και να ξεσκάσει από ο,τι έγινε πίσω.
Δεν θα μείνει εδώ, με καμία παναγία, απλά να δει τον φίλο του, την οικογένεια του, να ξεσκάσει βρε παιδί μου.
Έτυχε όμως με εκείνη τη κοπελίτσα χωρίς να το ξέρουν, να ζουν παρόμοιες καταστάσεις. Οπότε γιατί να μην περάσουν καλά κάπου έξω; Γιατί όσο και να κράζει την Ελλάδα σαν τα στέκια και τα κλαμπ εδώ δεν έχει.
"Ναι. Έλα μωρέ μην κολλάς σε λεπτομέρειες. Δεν ψήνομαι να κάτσω εδώ" γύρισε το βλέμμα του στην Μιρέλα "Χωρίς παρεξήγηση" εκείνη απλά του ένευσε και συνέχισε να τρώει.
"Την ξες μια μέρα-"
"Εντάξει μπαμπά δεν θα με αποπλανήσει" του χτύπησε απαλά το μάγουλο. Πήρε τα κλειδιά του και πριν φύγει έφταιξε λίγο το πουκάμισο."Τσάγια" και η πόρτα έκλεισε.
"Δεν θα την ρίξει τόσο εύκολα να του πεις" είπε η Μιρέλα τρώγοντας. Εκείνος γύρισε να την κοιτάξει.
"Τι; Την αλήθεια λέω. Άσε που αν μάθει πως είναι ακόμα δεκαοκτώ θα πάθει κάνα εγκεφαλικό" ανασήκωσε τους ώμους.
Ο Άγγελος ξεφύσησε και έτριψε νευρικά τους κροτάφους του. Εκείνη σηκώθηκε και έκλεισε τα φώτα. Βολεύτηκε πάλι στη άκρη του καναπέ και χουχουλιάστικε με την κουβέρτα.
Πήρε τα ποπ κορν πάλι στην αγκαλιά της."Αν δεν κάτσεις τώρα δεν ξέρω κατά πόσο θα υπάρχουν ακόμα" τα κούνησε δείχνοντας τα του.
Χαμογέλασε ήρεμα και πήγε προς το μέρος της. Της φαινόταν άλλος άνθρωπος με τις φόρμες και τις έβγαζε μια ασφάλεια. Κάθισε δίπλα της.
Έβαλε την ταινία και άρχισαν να παρακολουθούν. Η ταινία η πρώτη, ήταν μια ώρα και σαράντα εφτά λεπτά.
Αντάλλαζαν κάποια περίεργα βλέμματα. Δεν ήξεραν καν με τι έχει σχέσει και προσπαθούσαν να καταλάβουν την πλοκή.
Μετα από ώρα η Μιρέλα πεταγόταν με τον Άγγελο να της κλείνει το στόμα γιατί οι γείτονες, όπως είπαμε, τους μισούν.
Ξαφνικά η σκηνή άρχισε να γίνεται χειρότερη. Η Μαρίνα θα ούρλιαζε. "Μόλις την έκανε-"
"Ναι" απάντησε μονολεκτικά κοιτάζοντας προσεκτικά την τηλεόραση. Το σκηνικό ήταν απλά... περίεργο.
Η τηλεόραση έκλεισε λίγο πριν το τέλος και όλο το δωμάτιο μαζί και όλη η γειτονιά βυθίστηκε στο σκοτάδι.
"ΉΡΘΕ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΤΗΝ ΈΚΑΝΕ ΚΙΜΆ" φώναξε η Μιρέλα καθώς κουκουλώθηκε με την κουβέρτα.
"Σιγά μην ήρθε και η Σάρα Φίερ. Μια διακοπή έγινε" της φώναξε ψιθυριστά αναφερόμενος στην ταινία. Σηκώθηκε και πήγε προς το παράθυρο.
"Ήρθε η Σάρα σε όλη την γειτονιά για να δει ποιος είναι ο επόμενος" την πείραξε με αυτή να βγάζει μια κραυγή μέσα από τα σκεπάσματα.
Δεν έβλεπε να ερχόταν γρήγορα το ρεύμα. Η κολόνα στο τέλος του δρόμου δεν ήταν ήδη πολύ καλά. Θα θέλει ώρα μέχρι να την φτιάξουν οπότε πήγε μέσα στο δωμάτιο, λες και είχε βιονικό μάτι, και πήρε κάτι κεριά.
Τα άφησε πάνω στο τραπέζι και πήρε έναν αναπτήρα. Τα άνοιξε και επιτέλους είχε λίγο φως.
"Θα βγεις από τα σκεπάσματα ή να φωνάξω να σε κάνουν κιμά;" Ξεκουκουλώθηκε αμέσως έντρομη.
Ηρέμησε κάπως που είδε τα κεριά.
"Αν δεν έρθει γρήγορα το ρεύμα να ξέρεις πως θα ξενυχτήσουμε εδώ. Δεν κοιμάμαι εγώ με πίσσα σκοτάδι" του είπε απόλυτα και εκείνος ένευσε. Θα είναι μεγάλη νύχτα.
"Ωραία λοιπόν. Δεν θα κάτσουμε έτσι. Αύριο δεν έχουμε και πολύ δουλειά οπότε..." συνέχισε σηκώνοντας όρθια. Πήγε στην κουζίνα και άνοιξε το ντουλάπι με τα ποτά.
Πολλά ήταν βαριά. Είδε όμως ένα λευκό κρασί κάπου στο βάθος. Κρασί; Κρασί λοιπόν.
Άρπαξε δύο ποτήρια και πήγε προς τον καναπέ. Άφησε τα πράγματα πάνω στο τραπέζι, έβγαλε το κοκαλάκι από τα μαλλιά της και τα άφησε να πέσουν στην πλάτη της απαλά.
"Κάτι πρέπει να κάνουμε για να περάσει το βράδυ" του είπε καθώς την κοιτούσε με περιέργεια. Του έδωσε το μπουκάλι να το ανοίξει μετά από μια δικιά της αποτυχής προσπάθεια. Έβγαλε ένα γελάκι και το άνοιξε με μικρή δυσκολία.
Είχε περάσει μισή ώρα και είχαν πιει πάνω από το μισό μπουκάλι. Την Μιρέλα την είχε πειράξει ήδη. Είχε να πιει πολύ καιρό. Ο Άγγελος άρχισε να το καταλαβαίνει και μέσα στην συζήτηση να της παίρνει το μπουκάλι.
Έλα όμως που αυτός έπινε γρήγορα για να μην του το πάρει και έχουν αλλά βραδιάτικο, άρχισε και εκείνος να ζαλίζεται.
Πήραν και ένα μπουκάλι ουίσκι από μέσα. Της Μιρέλας δεν της αρέσει καν αλλά ήταν από τα πιο βαριά που είχαν μέσα.
Τόση ώρα συζητούσαν για άκυρα θέματα. Μακρυά από τα προσωπικά. Κοίταξε όμως τώρα που η συζήτηση πήγαινε σε αυτά. Και μάλιστα σε βαριά.
"Έλα τώρα πες αλήθεια" άρχισε να του λέει και ανακάθισε στην θέση της. "Με ποια έμενες εδώ πριν από μένα και με κοιτούσαν οι γειτόνισσες έτσι"
Ήπιε μια γουλιά πριν απαντήσει. "Μαζί κοιμόμασταν με αυτήν απλα θα γινόμουν πατέρας" απάντησε με ένα γέλιο λες και ήταν αστείο.
"Ωωω κοιμάμαι σε παιδικό δωμάτιο; Χωρίς παιδί βέβαια. Είναι δαιμονισμένα έτσι και αλλιώς" συμπλήρωσε γελώντας μαζί του.
Έμεινε για λίγο σιωπηλός να καταλάβει την κατάσταση. Δεν ήξερε τι να απαντήσει. Όντως δεν υπήρχε μωρό.
"Πολύ μεγάλη ιστορία για μια βραδιά" είπε τελικά κοιτάζοντας και οι δύο το κενό. Η Μιρέλα δεν πολύ καταλάβαινε οπότε σήκωσε το ποτήρι ψηλά για να κάνει μια πρόποση. Μιμήθηκε την κίνηση της.
"Στους... χαμένους έρωτες; Δεν ξέρω τι σκατά λένε σε αυτά" παραδέχτηκε γελώντας και έγειρε προς τα πάνω του.
"Στους χαμένους έρωτες λοιπόν" τσούγκρισε το ποτήρι του με το δικό της λέγοντας δυνατά την φράση. Ήπιαν και οι δύο από το ποτό. Πλέον ούτε καν κάνανε την έκφραση της αηδίας. Από μια φάση και μετά όλα είναι νερό.
"Παιδί ε;" τον ρώτησε μετά λίγο γλύφοντας την άκρη του ποτηριού. Είχε αφαιρεθεί σε άλλες σκέψεις αλλά την έκαιγε και λίγο το θέμα. Ο Άγγελος γύρισε να την κοιτάξει.
"Ναι. Στην αρχή ήταν για άλλο σκοπό το δωμάτιο αλλά δεν βαριέσαι" απάντησε με βραχνή φωνή. Ήδη είχε αρχίσει να νυστάζει. Παράλληλα βέβαια είχε υπερένταση.
Ήθελε να πάει να πάρει και άλλο μπουκάλι αλλά κάτι του έλεγε να μην το κάνει. Καλό θα ήταν να μην γίνει τελείως χάλια.
"Γιατί με κοιτάς έτσι;" τον ρώτησε κάπως ενοχλήμενα αν και γέλαγε.
"Πιστεύω θα κάνατε καλή παρέα"
"Με το παιδί;"
"Με την μάνα" απάντησε λες και ήταν το προφανές και αυτή τόσο ηλίθια να το καταλάβει. Καλά ήταν.
"Αν ήταν όπως εσύ θα σφαζόμασταν" του είπε με ειλικρίνεια να λούζει την φωνή της.
"Δεν είναι!" είπε θιγμένα.
"Ξέρεις. Ήξερα και εγώ κάποιον που ήταν παρόμοιος με σένα. Και προς περιέργεια μου τον συμπάθησα, υπερβολικά πολύ" είπε μια σκέψη της.
"Αφού του έβγαλες το λάδι"
"Αυτός μου το έβγαλε!"
"Θα κάνω πως σε πιστεύω" τον χτύπησε απαλά για να το παίξει θιγμένη.
Βολεύτηκαν λίγο παραπάνω ο ένας στον άλλον. Ο Άγγελος ξάπλωσε πίσω στο μπράτσο του καναπέ. Η κοπέλα έκανε μασάζ στους κροτάφους της.
"Πονάει το κεφάλι μου" είπε παραπονεμένο η Μιρέλα.
"Αφού δεν το έχεις με το ποτό ρε Μιρέλα" την μάλωσε σαν να ήταν πέντε χρόνων και πήρε κρυφά τα σοκολατάκια.
"Άγγελε" της μούγκρισε ως επιβεβαίωση να πει.
"Να ξαπλώσω" είπε και τον έδειξε. Ήθελε να κοιμηθεί και κρύωνε. Δεν μπορούσε να πιάσει την κουβέρτα. Αν σηκωνόταν θα έπεφτε κάτω.
Εκείνος ξεφύσησε. Μπορούσε να αρνηθεί; Ανοιξε τα χέρια του και της έκανε νόημα να έρθει. Χώθηκε στην αγκαλιά του και έκανε πέρα δώθε μέχρι να βολευτεί.
"Ωραίο άρωμα" του είπε καθώς είχε χώσει το πρόσωπο της στο φούτερ του. Έτσι βολευόταν καλύτερα. Ένιωθε την ζάλη της να ανεβαίνει όπως και ο ίδιος.
Σήκωσε το κεφάλι της με το χέρι του. Η Μιρέλα τον κοίταξε λοξά. Ανασηκώθηκε λίγο και ακούμπησε τα χείλη του με τα δικά του.
Δεν ξαφνιάστηκε κανένας από τους δύο. Μάλλον το ποτό τους είχε επηρεάσει περισσότερο από όσο ήθελαν. Περισσότερο από τα όρια τους
Τα σώματα τους κόλλησαν το ένα πάνω στο άλλο. Ο Άγγελος της έπιασε τους καρπούς και την αναποδογύρισε για να πάρει τον έλεγχο. Τον άφησε.
Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον αυχένα του καθώς γευόταν ουίσκι. Δεν της άρεσε αλλά σε αυτόν ταίριαζε περισσότερο από το κρασί.
Τα δικά του χέρια πήγαν στην μέση της καθώς την έφερνε ακόμα πιο κοντά, αν γινόταν αυτό.
Ήξεραν πως μιλούσε το ποτό. Ήθελαν όμως να τραβηχτούν;
Δεν μπορώ.
Δεν μπορώ.
Τραβήχτηκαν απότομα και οι δύο κοιτώντας ο ένας τον άλλον. Ένα νοητό συγγνώμη ακουγόταν στον χώρο.
Σηκώθηκε από πάνω της και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα για ένα ποτήρι νερό. Είχε νεύρα με τον εαυτό του. Πως αφήνομαι έτσι με την Μιρέλα; Το αφεντικό μου. Δεν είναι σωστό. Για κανέναν από τους τρεις μας.
Η Μιρέλα μουρμούρισε ένα καληνύχτα πριν πάει στο δωμάτιο της. Δεν είχε χρόνο να σκεφτεί πως νιώθει. Αυτό θα μπει σε δεύτερη μοίρα. Της ήρθε έμπνευση. Βρήκε μούσα.
Άνοιξε ένα μικρό κεράκι στο δωμάτιο της και ξεκίνησε τον σχεδιασμό. Δεν ήταν κάτι το σπουδαίο. Ήταν μια πλεκτή μπλούζα. Θα την έκανε με το χέρι και με τον αργαλειό.
Είχε από τους παλιούς. Από αυτούς που είναι ολόκληρο ντουλάπι. Ήταν του παππού της και της το έδωσε. Δεν της πήγαινε η καρδιά να πάρει καινούργιο οπότε από πάντα σε αυτό δημιουργεί.
Έχει να χρησιμοποιηθεί αρκετά χρόνια, τρία χρόνια, σχεδόν. Πήρε το καφέ νήμα και τα βελονάκια. Κάθισε στον αργαλειό και άρχισε να πλέκει.
Είχε ένα σχέδιο στο μυαλό της και στον τοίχο είχε κολλήσει το σχεδιάγραμμα.
Θα το έπαιρνε σερί; Θα δείξει.
Έπλεκε και έραβε παράλληλα για να κολλήσει τα υφάσματα μαζί. Τα χέρια της έπιαναν καλά. Ιδικά για πλέξιμο. Με την γιαγιά της φτιάχνανε σκουφιά και γάντια από όταν εφτά.
"Τι κάνεις κοπέλα μου μες τα σκοτάδια;" φώναξε ο Λάζαρος με το που μπήκε στο δωμάτιο. Είχε κραγιόν στον λαιμο του. Σημείωσε στον εαυτό της να ψαρέψει την Γεωργία το πρωί.
"Πλέκω" απάντησε απλά καθως συνέχιζε αυτο που έκανε. Σταύρωσε τα χέρια του κάτω από το στήθος του και την κοίταζε εξεταστικά.
"Νόμιζα σταμάτησες" 1 2 3 4.
"Και εγώ" μουρμούρισε.
"Σε φίλησε ε;" 1 2-
Σταμάτησε απότομα και γύρισε να τον κοιτάξει. Το ξαφνικό φως την ενόχλησε. Ακόμα ζαλιζόταν λίγο. Απλά είχε καπως συνέλθει.
Δεν του απάντησε και συνέχισε να πλέκει με την ησυχία της λες και δεν ήταν εκεί.
"Έλα και δεν του το χα. Να σας αφήνω πιο συχνά δηλαδή. Αντε γιατί πολύ μας τα χε πρήξει. Να σαι καλά κοπέλα μου να αγιάσει-"
"Λάζο, τίποτα δεν έγινε, αν θες να κοιμηθείς πες μου να πάω μέσα" απάντησε χωρίς να τον κοιτάει.
"Α έδωσε άκυρο; Είπα και εγώ. Χάρηκα κιόλας πως την άφησε πίσω του. Ε μα ναι τέτοιος μαλάκας που είναι-"
"Αν μιλήσεις άλλο λίγο στο ορκίζομαι θα σε βάλω στο χαλάκι" ακούστηκε σαν τον Άγγελο. Ακούστηκε πολύ βασικά.
"Είναι και κολλητικό; Θεέ μου, κάνεις δεν με λυπάται;" είπε σοβαρά και η Μιρέλα ξεφύσησε. Είδε πως δεν μιλούσε και συνέχισε.
"Έγινε μαλακία ε;" εκείνη απλά ανασήκωσε τους ώμους. Πήγε και κάθισε στο κρεβάτι.
"Αντε λέγε"
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top