Boutique-57
Ξύπνησε απότομα όταν δεν αισθάνθηκε τον Άγγελο δίπλα της. Τον έψαξε με τα μάτια της μέχρι που τον βρήκε στο μπαλκόνι να κοίτα τα φώτα της πόλης.
"Άγγελε;" είπε με αγουροξυπνημένη φωνή και εκείνος γύρισε το κεφάλι του να κοιτάξει. Ήταν ακόμα πέντε το πρωί, δεν ήξερε πως θα ξυπνούσε τόσο εύκολα.
"Ξύπνησες;" ρώτησε ασυναίσθητα όσο εκείνη έτριβε τα μάτια της και τυλίχτηκε με το σεντόνι. Είδε δροσιά η Αθήνα τέτοια ώρα.
"Γιατί δεν κοιμάσαι;" ρώτησε αγνοώντας την δικιά του ερώτηση.
"Δεν μου κόλλαγε ύπνος. Συγγνώμη δεν ήθελα να σε ξυπνήσω" ζέστανε η καρδιά της που την σκεφτόταν μετά από εκείνη την μέρα. Ποτέ δεν ήθελε να πάρει την θέση της Μαρίνας. Απλά ήθελε λίγο χώρο δίπλα της.
Τα χρώματα της Αθήνας τέτοια ώρα ήταν πανέμορφα. Γιατί μόλις είχε αρχίσει το μπλε να ξεπροβάλλει αλλά τα φώτα ήταν ακόμα εκεί. Ακόμα πιο όμορφη αν την βλέπεις από ψηλά.
"Τι σκέφτεσαι;" τον ρώτησε απλώνοντας το σώμα της στο κρεβάτι. Αυτή η αίσθηση είναι καλύτερη και από τα λαζάνια της γιαγιάς μου.
"Τίποτα το συγκεκριμένο"
"Την Μαρίνα;"
"Τον Ηλία" την διόρθωσε.
Έσμιξε τα φρύδια της. "Γιατί;"
"Γιατί Μιρέλα αυτός ο άνθρωπος δεν με έχει αφήσει σε ησυχία από όταν γεννήθηκε. Μια την Μαρίνα και τώρα εσένα, είναι λες και ξέρει την κάθε επόμενη μας κίνηση" εξέφρασε την σκέψη του δυνατά και φαινόταν πως όλα αυτά τα σκεφτόταν ώρες.
"Έχεις δίκιο, όντως ξέρει την κάθε κίνηση. Πάντα το έκανε" συμφώνησε η κοπέλα μαζί του. Ήταν τρομαχτικό το ποσό καλά τον ήξεραν και οι δύο.
"Πρέπει να ήταν φριχτό να είσαι η Σάρα" Δεν φαντάζεσαι.
"Στην αρχή είχε αρχίσει σαν πλάκα, τουλάχιστον εγώ το έβλεπα έτσι" άφησε ένα γελάκι πριν συνεχίσει"Πίστευα πως θα είχε πλάκα μια περιπέτεια, περιττό να πω πως δεν είχε"
"Ήσασταν μαζί;" ήθελε να μάθει περισσότερα.
"Ναι. Ήταν λες και είχε πραγματικά συναισθήματα" της φαινόταν φανταστικό αλλά ο Άγγελος γέλασε.
"Έχει συναισθήματα, απλά μόνο για τον εαυτό του και για αυτό που κάνει" και είχε δίκιο. Το μόνο που δεν θα μάθουν μάλλον ποτέ είναι πως την είχε όντως ερωτευθεί την Μιρέλα, απλά όχι όσο αγαπούσε την δουλειά του.
"Από την αρχή με είχε χρησιμοποιήσει για να πάει στους γονείς μου. Μου παραδέχτηκε πως τους σκότωσε. Δεν έχω αποδείξεις αλλά θα βρω" έμεινε άφωνος. Δεν ήξερε πως είχε γίνει κάτι τέτοιο.
"Πως;" θέλησε να μάθει.
"Η υπόθεση των γονιών μου είναι ακόμα ανοιχτή. Θα σου τα πει ο Βλάσης"
"Ο Βλάσης;" αυτή η ιστορία πραγματικά έμπλεκε τους πάντες. Ήλπιζε να είχε καλό τέλος.
"Ναι, θα καταλάβεις" γύρισε το κεφάλι του και χάζεψε λίγο ακόμα τη θέα όσο η Μιρέλα απολάμβανε την θέα της γυμνής του πλάτης.
"Να σε ρωτήσω κάτι προσωπικό;" ένευσε. Ήταν διατεθημένος να τις λύσει τις απορίες σε σχέση με τον αδελφό του. Έπρεπε να ξέρει.
"Γιατί δεν μεγάλωσες με τον Ηλία;" ανασήκωσε τους ώμους του.
"Δεν ξέρω. Ήμουν περίπου δώδεκα με δεκατρία όταν ο Αποστόλης τον πήρε από το σπίτι. Η μάνα μου έκανε τα πάντα να τον πάρει πίσω αλλά την κράταγε στο χέρι"
"Γιατί;" ήλπιζε να μην γίνεται πολύ αδιάκριτη. Αλλά εδώ που φτάσαμε.
"Γνώρισε κάποιον άλλον ενώ ήταν μαζί με τον πατέρα μου" Δεν ήθελε να ξέρει τι ζούσε κάθε μέρα στο σπίτι. Ήξερε πως ο Αποστόλης ενώ αγαπούσε την γυναίκα του ήταν σαν τον Ηλία. Μπορούσε να γίνει ο χειρότερος σου εφιάλτης.
"Τι στο καλό γίνεται σε αυτήν την αναθεματισμένη ιστορία" ψιθύρισε η Μιρέλα κλείνοντας τα μάτια της. Ποτέ θα τελείωνε επιτέλους όλο αυτό και πόσες ακόμα εκπλήξεις είχε;
"Μιρέλα;"
"Ναι;"
"Τι σου έχει κάνει;" άνοιξε τα μάτια της και ξεφύσησε.
"Τα περισσότερα ήταν ψυχολογικά. Δεν είναι κάτι που δεν φτιάχνετε" πέρα το ότι δεν μπορώ να κάνω παιδιά.
Δεν την πίστευε. Ήταν σίγουρος πως της είχε κάνει και άλλα. Γιατί πάντα η Μαρίνα αγχωνόταν για αυτή, αλλά ποτέ δεν έλεγε τον λόγο.
Μόνο και μόνο που θυμήθηκε την αποβολή τσίτωσε το σώμα του. Δεν του άρεσε η ιδέα τα χέρια του πάνω στο σώμα της Μιρέλας, ούτε του άρεσε να είναι ο υπαίτιος για τα δάκρυα της.
"Άγγελε το ξέρεις πως δεν ήθελα ποτέ να είμαι έτσι; Μπορεί να το επέλεξα στην αρχή αλλά ήμουν παιδί. Το καταλαβαίνεις αυτό σωστά;" έβγαλε την ανασφάλεια της προς τα έξω. Φοβόταν, φοβόταν πολύ πως πλέον δεν την έβλεπε το ίδιο.
Γύρισε και την κοίταξε με ένα ζεστό χαμόγελο. Έκλεισε το παράθυρο και πήγε δίπλα της να ξαπλώσει. Άνοιξε τα χέρια του."Έλα εδώ" και εκείνη υπάκουσε.
Τύλιξε τα χέρια του γύρω από την μέση της και την έφερε ακόμα πιο κοντά του. "Μιρελάκι, δεν με νοιάζει ποια ήσουν. Συγγνώμη που είχα αντίδραση υπερβολικά, λάθος μου, αλλά είσαι αθώα. Θέλω να το θυμάσαι αυτό"
Έμειναν να κοιτάζοντε για λίγη ώρα. Ήρεμο, καταπράσινο δάσος με έναν απαλό γκρι ουρανό.
"Άγγελε σ' αγαπάω" της βγήκε αυθόρμητα χωρίς να προλάβει να το πάρει πίσω. Στην αρχή ξαφνιάστηκε, δεν περίμενε να νιώθει το ίδιο.
Ένωσε τα χείλη τους σε ένα γλυκό μα παθιασμένο φιλί. Στην αρχή ήταν αργό αλλά δάγκωσε το κάτω χείλος της για να έχει πρόσβαση στην γλώσσα της.
Έβαλε το χέρι της πάνω στο μάγουλο του χαιδέυοντας το απαλά όσο οι γλώσσες τους χόρευαν με την δική τους μελωδία. Το χρειαζόντουσαν αυτό το φιλί και οι δύο.
Αυτή η ζεστασιά, αυτό το σπίτι που είναι ο ένας για τον άλλον θα είναι πάντα στο μυαλό της. Την απομάκρυνε απαλά. "Και εγώ σ' αγαπάω Μιρελάκι μου, δεν μπορώ να σταματήσω σε σκέφτομαι" ήταν η σειρά της να ενώσει πάλι τα χείλη τους.
Αυτές οι μικρές στιγμές ευτυχίας είναι που θα λατρεύει για πάντα.
Μετα από λίγο έβαλε το κεφάλι της στο στερνό του ακούγοντας την καρδιά του. Κάθισαν αγκαλιά μέχρι να χτυπήσει το ξυπνητήρι για να πάνε στην δουλειά.
9/8/1997
Χριστιάννα.
"Σπρώξε όσο πιο δυνατά μπορείς!" είπε η μαία δυνατά στο αφτί μου. Δεν μπορώ άλλο σπρώξιμο, θα βάλω τα κλάματα. Γιατί δεν με προειδοποίησε κάνεις για το πόσο εμπόδινο είναι όλο αυτό.
Καλά το έκαναν αλλά δεν είναι η ώρα.
"Δεν μπορώ άλλο" μου κοβόταν η αναπνοή. Δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα σπρώχνω αυτό το παιδί να βγει. Τι στο καλό, μόνο του έσπασε τα νερά και δεν θέλει να βγει;
Η μαία μου έσφιξε το χέρι και εγώ παραπάνω. Ο Αποστόλης για κάποιο λόγο δεν είχε σηκώσει το τηλέφωνο και εγώ κάθομαι και σπρώχνω το παιδί μας μόνη μου. Έπρεπε να είναι δίπλα μου.
Έφυγαν μερικά δάκρυα από την ένταση όσο η γυναίκα μου ψιθύριζε καθησυχαστικά λόγια.
Έλα Χριστιάννα μπορείς.
"Τώρα!" η οθόνη έδειξε μια αναταραχή και ήξερα πως είναι η ώρα. Τέντωσα την πλάτη μου και έσφιξα τα χέρι της μαίας καθώς ούρλιαζα από τον πόνο.
Ακούστηκε κλάμα. Επιτέλους ακούστηκε κλάμα.
Ξάπλωσα πίσω με κομμένη την ανάσα. Χαμογέλασα ελαφρά όταν η μαία άρχισε να λέει πόσο όμορφος είναι. Πονάω, πονάω λες και μου έσπασαν όλα τα κόκαλα μαζί αλλά αυτό το κλάμα είναι ευχαρίστηση στα αφτιά μου.
"Συγχαρητήρια για το αγοράκι σας!" μου είπε ο γιατρός καθώς το σήκωσε. Το κοίταξα λίγο με την άκρη του ματιού μου και τι απότομη ευτυχία είναι αυτή.
Είναι το πιο όμορφο μωράκι που έχω δει.
"Τώρα θα το καθαρίσουμε και θα στο δώσουμε να το κρατήσεις για λίγο. Μετά θα σου κάνει τα ράμματα ο γιατρός και θα πάμε το μωράκι για τις τυπικές εξετάσεις. Το πολύ σε μια ώρα θα το έχεις στο δωμάτιο σου" μου είπε αναλυτικά η μαία αλλά την άκουγα ελάχιστα, όχι από το δυνατό του κλάμα, αλλά από το πόσο όμορφος είναι.
Κουνούσε τα ποδαράκια του και τα χεράκια του πέρα δώδε και ξαφνικά ξέχασα όλο τον πόνο. Είχε κάποιες μαύρες τρίχες στο μικρό του κεφαλάκι και τα μάτια του ήταν κλειστά.
Ξαφνικά η καρδιά μου γέμισε τόσο πολύ. Θέλω να τον κρατήσω στην αγκαλιά μου και να μην τον αφήσω ποτέ.
Ο γιατρός μου χαμογέλασε απαλά καθώς μου το έδωσε να το αγκαλιάσω. Και ξαφνικά, σταμάτησε να κλαίει. Του χάιδεψα απαλά την πλάτη μη πιστεύοντας πως αυτό το πλάσμα είναι δικό μου, βγήκε από μέσα μου.
"Γειά σου Άγγελε μου" είπα χαμογελώντας πλατιά. Ήθελα να δώσω το όνομα της μάνας μου στο παιδί. Γιατί η μάνα μου ήταν εκεί και θα είναι εδώ, δίπλα μου, για πολύ καιρό. Γιατί ξέρω πως δεν είναι ο πατέρας μου.
Το αγοράκι μου με κοίταξε μέσα στα μάτια. Είχε κάτι τεράστια ματάκια και κάτι μαγουλάκια που θέλω να τα ζουλήξω. Ο Αποστόλης έχασε πολλά.
Τα ματάκια του είναι γκρι. Πήρε κάτι και από εμένα, ελπίζω να το κρατήσει.
Ο γιατρός πάει να μου το πάρει και του αφήνω γρήγορα ένα στο μέτωπο του. Δεν θέλω να μου το πάρει. Θέλω να το έχω αγκαλιά.
Το έδωσε όμως στην μαία και πήγε σε ένα άλλο δωμάτιο. Υποθέτω για να τον εξετάσουν. Ο γιατρός μου έκανε ράμματα αλλά εγώ συνέχιζα να κοιτώ την πόρτα.
Μου λείπει ήδη και μόλις γεννήθηκε. Τι θα κάνω όταν πάει δεκαοκτώ;
Αν είναι να τα σκέφτομαι από τώρα αυτά...
Μόλις τελείωσε με πήγε στο δωμάτιο. Με πήγε στο δωμάτιο μου και μου είπε να ξεκουραστώ. Αλλά εκείνη την στιγμή μπούκαρε η μάνα μου, η Εύη με τον Στέφανο και η Αθηνά με τον Πέτρο. Είχαν διαφορά μπαλόνια και μια τούρτα που έγραφε 'it's a boy'. Χαμογέλασα πλατιά.
"Συγχαρητήρια Χριστιάννα!" μου έλεγαν και με αγκάλιαζαν. Τα κορίτσια μου ήταν τόσο χαρούμενα που δεν ξεκολλούσαν από πάνω μου. Τις αγαπώ.
"Τον είδατε;" ρώτησα ενθουσιασμένη και είδα τον γιατρό να βγαίνει από το δωμάτιο.
"Οχι! Πες μας πως είναι!" είπε η Αθήνα και μετά ρώτησε η Εύη "Εσύ πονάς κάπου, θες νερό, τούρτα;" γέλασα και είδα την μάνα μου να κάνει το ίδιο.
"Είναι το πιο όμορφο μωρό του ορόφου!" ούρλιαξα και ο Στέφανος μου χαμογέλασε. Ο Πέτρος ήταν πίσω στο τηλέφωνο. Λογικά ήθελε να μαζέψει τον ηλίθιο τον φίλο του.
Μα είναι δυνατόν να χάσει την γέννα του παιδιού του;
"Ανυπομονώ!" είπαν τα κορίτσια ταυτόχρονα. Χαίρομαι τόσο πολύ που ήταν και αυτές ενθουσιασμένες.
"Ο Αποστόλης;" ήταν η ερώτηση φωτιά. Τα κορίτσια ξαφνικά κοίταξαν άβολα και η μάνα μου κοίταξε αυτόματα το πάτωμα.
Οι ελπίδες μου πήγαν προς στον Στέφανο που απλά μου ανασήκωσε τους ώμους. Ο Πέτρος έβριζε στο τηλέφωνο και μετά το έκλεισε.
"Χρίστη λέει έρχεται" γέλασα ειρωνικά. Δεν γίνεται αυτό. Μόλις έχασε την γέννα του παιδιού του; Σοβαρά;
Να τσακίστει να έρθει εδώ και να ζήτηση συγχώρεση.
"Τι ήταν το τόσο σημαντικό που δεν μπορούσε να έρθει;" ρώτησα εξίσου ειρωνικά σηκώνοντας το σώμα του. Η Εύη με βοήθησε να φτιάξω το μαξιλάρι.
"Δεν... δεν ξέρω, λέει είχε δουλειά" Σαν να μην μας τα λέει καλά. Κάνεις τους.
"Μάλιστα" απάντησα εν τέλει. Δεν ξέρω πως ένιωθα. Δεν θέλω να τον αφήσω να μου χαλάσει την ωραιότερη μέρα της ζωής μου.
Η μάνα μου με κοιτάζει κάπως απογοητευμένη. Οχι, δεν είχαν δίκιο. Ο Αποστολής είναι διαφορετικός.
Πρέπει να είναι.
Παρόν-2022
Τρίτο πρόσωπο.
Η Μιρέλα είχε πάει στον φούρνο-καφέ λίγο πιο δίπλα από την εταιρία να πάρει καφέ. Επειδή αποφάσισε να τους τελειώσει ο καφές έπρεπε να πάρει για όλους τους ορόφους.
Βγήκε έξω με τρεις σακούλες γεμάτες με φιλτράκια πηγαίνοντας πίσω.
Και εγώ σήμερα βρήκα να βάλω το ψηλό το τακούνι.
Ταίριαζε όμως με το ντύσιμο οπότε δεν μπορούσε να μην το βάλει. Είχε αποφασίσει πως πλέον δεν την ενδιαφέρει αν πρέπει να είναι σοβαρή. Την έμαθαν. Οπότε μπορεί να έρχεται όπως θέλει.
Είχε βάλει ένα άσπρο με πράσινα λουλούδια, μακρύ κοντομάνικο φόρεμα. Στο ντεκολτέ ήταν σαν πουκάμισο και άνοιγε κατω σε άλφα γραμμή. Για να τονίσει την μέση και να γίνει πιο ωραία η γραμμή είχε μια κορδέλα η οποία έδενε στα πλάγια σε φιόγκο.
Τα παπούτσια ήταν πράσινες γόβες, ίδιου χρώματος με τα λουλούδια του φορέματος. Το μαλλί ψηλά σε μια αυστηρή κοτσίδα γιατί βόλευε, ειδικά τώρα που έκανε ζέστη. Τα κοσμήματα ήταν χρυσά και το μέικαπ απαλό. Επίσης το φόρεμα ταίριαζε πολυ με το κολιέ της.
Δεν θυμάται τον σχεδιαστή αλλά το είχε πάρει με την γιαγιά της σε έναν πάγκο στο Μιλάνο. Ήταν το μόνο κομμάτι που τους είχε μείνει και ήθελαν να το πετάξουν.
Αυτό το κομμάτι δεν ήθελε κανείς να πάρει; Και μετά αναρωτιέμαι γιατί κανένας δεν έχει γούστο.
Τωρα που σκέφτεται για μόδα βλέπει μπροστά της την Κέλλυ και αλλάζει πενήντα χρώματα. Όχι όχι όχι.
Αλλά δεν μπορούσε να κρυφτεί. Ήταν κυριολεκτικά στο ίδιο πεζοδρόμιο, πέντε βήματα μακριά η μία από την άλλη.
Δεν μπορώ να την αγνοήσω, είναι αγένεια. Αλλά καλό θα ήταν να μην με πει Σάρα δίπλα σχεδόν από την εταιρία.
Χτυπούσε κόκκινος συναγερμός στο κεφάλι της. Την είδε και χαμογέλασε. Έκανε το ίδιο προσπαθώντας να μην φανεί άβολη.
"Γειά σου Μιρέλα" κόλλησε για λίγο. Κοίταξε λοξά προσπαθώντας να καταλάβει αν μιλάει σε αυτήν. Γιατί σίγουρα υπάρχουν πολλές με το όνομα 'Μιρέλα' εδώ γύρω.
Η Κέλλυ γέλασε με την έκφραση της. "Συγγνώμη αυτό μπορεί να ήταν απότομο" συνέχισε και η Μιρέλα ακόμα φαινόταν χαμένη.
"Πως το ξέρεις;" πως ξέρεις το όνομα μου ήταν η ερώτηση αλλά δεν μπορούσε να το πει εδώ τώρα.
"Από ένα σάιτ που μου είχε πετάξει. Είδα εσένα και τον Άγγελο. Ε, από κάτω έγραφε το πραγματικό σου όνομα" γιατί αυτά τα κουτσομπολίστικα μπαίνουν πάντα στον δρόμο μου;
Πήγε κοντά της και την αγκάλιασε. Η Κέλλυ αμέσως τύλιξε τα χέρια της και της χάιδεψε την πλάτη. "Έπρεπε να στο είχα πει. Απλώς, να σου πω την αλήθεια δεν ήξερα πως είχες φύγει από τον Ηλία" γέλασε. Ήταν πολύ καλές φίλες και δεν της κρατούσε κακία.
Το θεωρούσε απόλυτα λογικό να κρατήσει το όνομα της μυστικό. Εκτός από ότι το θυμάσαι, τυχαίνει και το επίθετο της να είναι το πιο γνωστό αυτή την στιγμή στην Ευρώπη.
"Ποιος νομίζεις πως τίναξε την αποθήκη στον αέρα τότε;" απομακρύνθηκε από την αγκαλιά και κοίταξε με ανοιχτό το στόμα.
"Ναι καλά"
"Κιόμως! Μετά από αυτό άλλαξα το επίθετο μου και έβαλα της μάνας μου και έτσι δεν με βρήκαν. Καλά, και να με βρήκαν ποτέ δεν μου είπαν να γυρίσω πίσω τουλάχιστον" ένιωθε ηλίθια που τις είχε διαφύγει τέτοια πληροφορία και δεν το είχαν συζητήσει ποτέ. Γενικώς, είχαν αποφασίσει να μην μιλάνε για αυτό.
"Συγγνώμη ρε Κέλλυ, έπρεπε να σου είχα μιλήσει πιο νωρίς" είπε μετανιωμένη.
"Καταλαβαίνω Μιρέλα. Απλά δεν καταλαβαίνω τον λόγο που σταμάτησες να έρχεσαι στα σεμινάρια"
"Έπρεπε να πάρω την εταιρία και ο χρόνος δεν μου έφτανε" φάνηκε να το σκέφτεται για λίγο."Αλλά τα δικά σου νέα τώρα! Άνοιξες τελικά το μαγαζί;"
Η Κέλλυ την πήρε αγκαζέ και άρχισε να περπατάει. Δεν ήξερε πού την πάει αλλά την άφησε. Ήθελε να κάνει μια βόλτα μαζί της, είχαν καιρό.
"Το μαγαζί τώρα ανοίγει. Τα κορίτσια έχουν κάνει κάποια σχέδια αλλά τα δικά μου είναι ήδη στην βιτρίνα, τα σχεδίαζα καιρό"
"Ήξερα πως μπορείς Κέλλυ να το ανοίξεις. Θέλω να μου πεις και διεύθυνση για να τα δω όλα!" απάντησε χαρούμενη σε αυτά τα χαρμόσυνα νέα. Πόσο χαίρεται που έκανε το όνειρο της πραγματικότητα.
Πήγαν ένα στενό παρακάτω εξηγώντας της το πως το άνοιξε και πως τσακώθηκε με τον αγοραστή που δεν ήθελε να της το δώσει. Το μέρος ήταν το καλύτερο στα μάτια της και αρκετά κεντρικό ώστε να το βλέπει κόσμος.
Η Μιρέλα την άκουγε με προσοχή να λέει πως την βοήθησαν οι δύο κοπέλες που γνώρισε στα σεμινάρια. Μαζί άνοιξαν την μπουτίκ. Η κάθε μία έβγαζε δικά της κομμάτια. Από τα πιο απλά έως τα πιο φανταχτερά.
Έφτασαν έξω από ένα μικρό μαγαζάκι. Είχε διαφορά ρούχα σε κρεμαστές απέξω. Πάνω η άσπρη ταμπέλα έγραφε σε μπλε προς βιολετί γράμματα 'Cinderella's Boutique'.
"Ορίστε" της είπε με περηφάνια η Κέλλυ και εκείνη έμεινα να κοίτα με ανοιχτό το στόμα. Πραγματικά ήταν πολύ ωραίο μαγαζάκι.
"Σήμερα είναι η πρώτη μέρα που το ανοίξαμε"
"Είναι υπέροχο"
"Το ξέρω" είπε αλαζονικά. Είχαν ρίξει πολύ δουλεια, έπρεπε να είναι υπέροχο.
Το χαμόγελο της Μιρέλας πήγε μέχρι τα αφτιά. Είχε ενθουσιαστεί ήθελε να μπει μέσα και να τα δει όλα. Και να πάρω αυτό το μπλε μακρύ φόρεμα που μοιάζει με της Σταχτοπούτας.
"Πραγματικά είναι υπέροχο. Μπράβο σας" την αγκάλιασε άλλη μια φορά και πήγε να μπει μέσα αλλά η Κέλλυ την σταμάτησε.
"Μιρέλα ακόμα δεν θες να δουλέψεις μαζί μας; Έχεις καταπληκτικά σχέδια!" δάγκωσε το εσωτερικό του μάγουλού της. Ηθελε! Ήθελε πάρα πολύ.
"Θέλω" παραδέχτηκε. Η Κέλλυ την έπιασε από την πλάτη και την πήγε μέσα. Ήρθε η ώρα να πιάσουν σοβαρή δουλειά.
9/8/1997
Ολοι καθόντουσαν πάνω από το μωρό. Το πιο ωραίο μωρό του ορόφου. Η Χρίστη το είχε στην αγκαλιά της, δεν το χόρταινε.
"Θεέ μου, τι όμορφος που είναι" είπε η μάνα της κοιτώντας τον. Έμοιαζε αρκετά στην κόρη της, απλά με πιο σκούρα χαρακτηριστικά.
"Πως θα τον ονομάσετε;" την ρώτησε η Αθηνά. Ακόμα δεν τους είχαν ανακοινώσει όνομα.
Και η αλήθεια είναι πως δεν το είχαν συζητήσει. Τόσο πολύ έλειπε ο Αποστόλης από το σπίτι.
Εκείνος ήθελε το όνομα του πατέρα του, Ηλία, αλλά εκείνη δεν ήξερε. Ήθελε το πρώτο τους παιδί να πάρει το όνομα της μάνας της. Σαν ένα μικρό θαύμα. Να τον λένε Άγγελο.
"Άγγελο" είπε εκείνη σίγουρη πλέον. Δεν την ένοιαζε η γνώμη του άντρα της. Ας ήταν εκεί να το συζητήσουν. Αλλά αφού δεν ήρθε καν στην γέννα, μπορούσε να κάνει ο,τι θέλει.
Η μητέρα της βούρκωσε κατευθείαν και χαμογέλασε με ένα γλυκό χαμόγελο. Πήγε και την αγκάλιασε απαλά χωρίς να ενοχλήσει τον μικρό. Η μοναχοκόρη της έδωσε το όνομα της στο παιδί της.
Σε αυτή την τρυφερή στιγμή άνοιξε η πόρτα διάπλατα με τον Αποστόλη λαχανιασμένο. Έτρεχε. Μια ώρα έτρεχε, είμαι σίγουρη.
Τον κοίταξε με απέχθεια και έσφιξε λίγο περισσότερο τον Άγγελο στην αγκαλιά της. Μια άβολη σιγή έπεσε στον χώρο. Το κλίμα είχε αλλάξει απότομα.
"Αποστόλη βγες έξω" απαίτησε κατευθείαν, δεν ήθελε ούτε να τον βλέπει.
Εκείνος φανερά μετανιωμένος έτρεξε δίπλα από το κρεβάτι της και έπεσε στα γόνατα.
Η Εύη γούρλωσε τα μάτια της. "Σας αφήνουμε" μουρμούρισε και κοίταξε την φίλη της αν ήταν εντάξει με αυτό. Ένευσε, αν χρειαζόταν κάτι θα έβαζε μια φωνή και όλα καλά.
Έφυγαν όλοι και μόλις έκλεισε η πόρτα η Χριστιάννα γύρισε να τον κοιτάξει. Ήταν λυπηρό, ένας επαγγελματίας να είναι στα γόνατα εκλιπαρώντας για συγχώρεση.
"Δεν θέλω να ακούσω τίποτα Αποστόλη, βγες έξω τώρα" ήταν απόλυτη σε αυτό που έλεγε. Δεν τον ήθελε στον ίδιο χώρο μαζί της.
Εκείνος κοιτούσε το μωρό μαγεμένος όλη αυτή την ώρα αλλά μετά γύρισε σε αυτήν. Της έπιασε απαλά το πόδι. "Συγγνώμη αγάπη μου, συγγνώμη, ο,τι και να πεις έχεις δίκιο" τύψεις, τύψεις, τύψεις που ακούγονται δικαιολογίες στα αφτιά μου.
"Αποστόλη φύγε. Έλειπες στην πιο ωραία μέρα της ζωής μας. Πως έχεις τα μούτρα και έρχεσαι εδώ;" ρώτησε με την φωνή της να σπάει αλλά δεν ήθελε να κλάψει μπροστά στο μωρό.
"Χριστιάννα μου, σε παρακαλώ" το χέρι του χάιδεψε το μάγουλο της και εκείνη έκανε σαν να την χτύπησε ηλεκτρισμός, αλλά δεν πήρε το χέρι του.
"Δεν θέλω να μου πεις καμία δικαιολογία. Έλειπες και αυτό είναι αρκετό" τελικά δεν τα κατάφερε και άρχισαν να πέφτουν δάκρυα στα μάγουλα της. Ένιωθε πληγωμένη από τον άνθρωπο της.
"Ο μάλακας στην δουλειά, ο μαθητευόμενος. Μου έριξε καφέ πάνω στο κινητό!" η Χρίστη τον κοίταζε χωρίς να πει τίποτα καθώς τα δάκρυα συνέχιζαν να πέφτουν.
"Και;"
"Και δεν άνοιγε. Μετά με πήρε ο Πέτρος από το τηλέφωνο του γραφείου" έμεινε σιωπηλή. "Συγγνώμη, δεν ξέρω πόσες φορές να σου το πω. Ήταν λάθος στιγμή"
Ο μικρός άρχισε να κλαίει και η Χρίστη προσπάθησε να τον ηρεμήσει. Πρώτη φορά μαζί με το παιδί τους και τσακώθηκαν.
Ο Αποστόλης της είχε πει πως είχε πιάσει δουλειά σε μια μικρή εταιρία λίγο πιο έξω από την Αθήνα. Δούλευε ως οικονομικός σύμβουλος και τελευταία έπρεπε να διδάξει τον καινούργιο του γραμματέα.
Στη πραγματικότητα το κινητό του χάλασε γιατί η σφαίρα του 'γραμματέα' πήγε πάνω του αντί για τον στόχο. Γαμώ τους μαθητευόμενους, ούτε στόχο δεν μπορούν να βρουν.
Η Χρίστη όμως φάνηκε να τον πιστεύει. "Μου λες αλήθεια" ρώτησε μετά από λίγο που κοίταζαν τον Άγγελο έτοιμος να κοιμηθεί.
Της άφησε ένα απαλό φιλί στα χείλη. "Είναι ποτέ δυνατόν να έλειπα από την γέννα του παιδιού μας βρε αγάπη μου;"
"Θα μου το πληρώσεις όμως αυτό" τον απείλησε και γέλασε.
"Στις διαταγές σας"
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top