Δεν πρέπει να υποκύψει στον φόβο

Στην ήσυχη πόλη του Μόρβεν, η χαρά μιας οικογένειας μετατράπηκε σε τρόμο όταν η μικρή τους κόρη, η Ελίζα, άρχισε να δείχνει παράξενη συμπεριφορά. Αρχικά, ήταν μικρά πράγματα: η Ελίζα, συνήθως χαρούμενη, είχε γίνει σιωπηλή και απόμακρη. Οι γονείς της, η Λίλη και ο Μαρκ, το θεώρησαν μια φάση που θα περάσει, αλλά μετά η Ελίζα άρχισε να παραπονιέται για «τις σκιές» που καραδοκούσαν στο δωμάτιό της τη νύχτα.

Ένα βράδυ, ενώ την έβαζε στο κρεβάτι, η Λίλη παρατήρησε τα μεγάλα, τρομαγμένα μάτια της Ελίζας και τον τρόπο που τράβαγε το πάπλωμα μέχρι το πρόσωπό της. «Μαμά,» ψιθύρισε η Ελίζα, «θα επιστρέψει απόψε.» Η Λίλη ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι και μια παγωμένη ανατριχίλα να διαπερνά την σπονδυλική της στήλη. «Ποιος, αγάπη μου;» ρώτησε, προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή της σταθερή. Η Ελίζα δεν απάντησε· απλά κοίταζε το ταβάνι, τα μικρά της δάχτυλα να σφίγγουν τα σκεπάσματα.

Οι νύχτες έγιναν βασανιστικές. Η Ελίζα ξυπνούσε ουρλιάζοντας, ξύνοντας τους τοίχους και εκλιπαρώντας να την αφήσουν να βγει. «Είναι τόσο στενά, μαμά! Με σφίγγει. Είναι παντού γύρω μου!» Τα λόγια της έσκιζαν την καρδιά της μητέρας της, αλλά κανείς δεν καταλάβαινε τι ακριβώς εννοούσε-μέχρι που ένα βράδυ όλα έγιναν ξεκάθαρα.

Η Λίλη ξύπνησε από τον ήχο ενός απαλού, συνεχόμενου ξυσίματος. Άνοιξε τα μάτια της στο σκοτάδι, προσπαθώντας να προσανατολιστεί, μέχρι που κατάλαβε πως ο ήχος ερχόταν από το δωμάτιο της Ελίζας. Το ξύσιμο ήταν απεγνωσμένο, ένας ήχος απόγνωσης. Έτρεξε στην πόρτα της κόρης της, με την καρδιά της να χτυπά δυνατά, και τη βρήκε κλειδωμένη. Όταν τελικά κατάφερε να την ανοίξει, το δωμάτιο ήταν πνιγμένο σε ένα σκοτάδι τόσο πηχτό που φαινόταν σαν να είχε υλική υπόσταση, σαν να στένευαν οι τοίχοι, πιέζοντας προς τα μέσα.

Η Ελίζα ήταν κουλουριασμένη στη γωνία, με τα μάτια της γεμάτα τρόμο. Ψιθύριζε κάτι, και καθώς η Λίλη πλησίασε, κατάφερε να διακρίνει τα λόγια της: «Είναι στους τοίχους... είναι μέσα στο κεφάλι μου.»

Με κάθε νύχτα που περνούσε, η δύναμη μέσα στην κόρη τους γινόταν πιο ισχυρή, φωλιάζοντας μέσα στο μικρό της σώμα. Τα μάτια της Ελίζας είχαν γίνει ψυχρά, το πρόσωπό της χλωμό και ζαρωμένο, και το σώμα της έμοιαζε να συρρικνώνεται, σαν να προσπαθούσε κάτι μέσα της να την τραβήξει από μέσα προς τα έξω. Έγδερνε το ίδιο της το δέρμα, μουρμουρίζοντας για ένα σφίξιμο που κανείς δεν μπορούσε να απαλύνει. Η φωνή της είχε πάρει έναν σκληρό, τραχύ τόνο, σαν κάτι απάνθρωπο να μιλούσε μέσα από τα χείλη της.

Η οικογένεια κάλεσε ιερείς, γιατρούς και ειδικούς, αλλά κανείς δεν μπορούσε να βοηθήσει. Αυτό που κρατούσε την Ελίζα ήταν πέρα από τη δύναμη των ανθρώπων. Οι ιερείς μίλησαν για έναν δαίμονα, έναν δαίμονα που αντλούσε δύναμη από την σύνθλιψη των ψυχών, που απολάμβανε το αίσθημα του εγκλωβισμού, του πνιγμού, και της απελπισίας μέχρι να μη μείνει τίποτα παρά μόνο φόβος και σκοτάδι. Προειδοποίησαν τους γονείς της: «Ο δαίμονας δεν μπορεί να εκδιωχθεί αν υποκύψει στον φόβο της. Θα την κατασπαράξει.»

Ένα βράδυ με καταιγίδα, οι κραυγές της Ελίζας έσκισαν τη σιωπή του σπιτιού. Η πόρτα της ήταν και πάλι κλειδωμένη, και όσο κι αν προσπαθούσαν η Λίλη και ο Μαρκ, δεν άνοιγε. Οι τοίχοι έτριζαν, σαν να τους πίεζε κάτι βαρύ και αόρατο, εκατοστό προς εκατοστό. Μέσα από μια ρωγμή στην πόρτα, η Λίλη μπορούσε να διακρίνει το μικρό, τρεμάμενο σώμα της κόρης της, αλλά τα μάτια της ήταν κατάμαυρα και το στόμα της κινιόταν γρήγορα, ψιθυρίζοντας στρεβλές, ξένες λέξεις.

«Μαμά... μπαμπά...» ψιθύρισε η φωνή της, τόσο αχνά που μόλις ακούστηκε. «Βοηθήστε με. Είναι... τόσο σκοτεινά. Είναι τόσο στενά.» Και μετά, σχεδόν ανεπαίσθητα: «Δεν... μπορώ... να αναπνεύσω.»

Προσπάθησαν να σπάσουν την πόρτα, αλλά οι τοίχοι έμοιαζαν να κλείνουν ακόμα περισσότερο, το ξύλο να παραμορφώνεται και να τρίζει, σαν το ίδιο το δωμάτιο να είχε γίνει φυλακή, με το ίδιο του το σκαρί να οπλίζεται από τον δαίμονα που την κρατούσε. Καθώς παρακολουθούσαν, το πρόσωπο της Ελίζας παραμορφώθηκε σε ένα σατανικό χαμόγελο. Ο δαίμονας τους κοιτούσε μέσα από τα μάτια της, θριαμβευτικά.

Η πόρτα άνοιξε απότομα και εκείνοι σωριάστηκαν μέσα στο δωμάτιο, όμως το σώμα της Ελίζας βρισκόταν πια ακίνητο στο πάτωμα. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η ρηχή της αναπνοή. Τα λόγια του ιερέα αντήχησαν στο μυαλό τους: Δεν πρέπει να υποκύψει στον φόβο.

Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top