BΡΩΜΙΚΗ ΝΥΧΤΑ
{{Καλησπέρα!
Ξεκινήσαμε χαλαρά και ρομαντικά με τα δυο προηγούμενα διηγήματα , αλλά αυτό θα σας ζητήσω να το διαβάσετε με δική σας ευθύνη .
Καλή ανάγνωση και περιμένω τις εντυπώσεις και τα σχόλια σας !!!}}
Το ντύσιμο της δεν έδινε κανένα δικαίωμα κριτικής , είχε φροντίσει ώστε τα μαλλιά και το μακιγιάζ της να είναι άψογα και τώρα στεκόταν έξω από το γραφείο του υπουργού , διστακτική .
Ήξερε πως την περίμενε . Άλλωστε αν δεν την περίμενε δεν θα βρισκόταν έξω από το γραφείο του στις 12 το βράδυ . Και ο υπεύθυνος ασφαλείας του κτιρίου που της άνοιξε την πόρτα, ήξερε πως την περίμενε. Φάνηκε από τον τρόπο που την κοίταξε. Ήθελε να τον χτυπήσει μόλις είδε το υποτιμητικό ύφος που της έριξε ,αλλά αντί για αυτό , του χαμογέλασε ευγενικά και μπήκε στο ασανσέρ.
Πήρε βαθιά ανάσα και χτύπησε την πόρτα , που άνοιξε σχεδόν αμέσως ,σαν να στεκόταν από πίσω της .
«Όπως πάντα στις ομορφιές σου» , της είπε ευγενικά και της φίλησε τρυφερά το χέρι .
«Και εσύ όπως πάντα κόλακας », ανταπέδωσε εκείνη .
Της άρεσε ο τρόπος του .Την έκανε να ξεχνά τον λόγο για τον όποιο βρισκόταν εκεί .
Πήρε το ποτό που της πρόσφερε και βολεύτηκε στον δερμάτινο καναπέ που σχεδόν την ρούφηξε μέσα του . Ήταν παλιοί γνώριμοι με τον δερμάτινο αυτό καναπέ πια και άπλωσε το χέρι της να χαϊδέψει το άψυχο αντικείμενο .
Ήπιε μια γουλιά από το ποτό της, παρακολουθώντας τον να κάνει τις ίδιες γνώριμες κινήσεις.
Πλησίασε το γραφείο του, έχοντας γυρισμένη την πλάτη του σε εκείνη και άνοιξε ένα συρτάρι , που μέχρι πριν λίγο ήταν κλειδωμένο .
Έβγαλε από μέσα κάποια αντικείμενα, που πλέον της ήταν και αυτά γνώριμα και ξεκούμπωσε τα πρώτα κουμπιά από το πουκάμισο του , πριν γυρίσει να την κοιτάξει .
Ήταν γύρω στα 50 και κρατιόταν αρκετά καλά για την ηλικία του . Από όσο ήξερε ήταν παντρεμένος χρόνια και είχε και μια κόρη λίγο πιο μεγάλη από την ίδια . Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που της φερόταν τόσο καλά .
Αυτή τη φορά όμως το βλέμμα του είχε κάτι ακαθόριστα φοβιστηκό και ανακάθισε αφήνοντας το ποτήρι στο τραπεζάκι μπροστά της .
«Όλα καλά;» , τον ρώτησε και εκείνος την κοίταξε ξαφνιασμένος .
«Καλά και σε λίγο θα γίνουν καλύτερα . Θες να βάλεις κάτι πιο ...άνετο;»
Μόλις τέλειωσε την φράση του την πλησίασε και της έδωσε ένα τσαντάκι .
«Φόρα αυτά .»
Πήρε την τσάντα στα χέρια της και κατευθύνθηκε στο μπάνιο . Ήταν περίεργος σήμερα .
Μόλις άνοιξε την τσάντα τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη . Παρόλα αυτά έκανε αυτό που της είπε και , μετά από λίγο, βγήκε από το μπάνιο φορώντας μόνο ένα δερμάτινο( ο θεός να το κάνει) κορμάκι ,με ζαρτιέρες και τα ψηλοτάκουνα της , ενώ στο χέρι της κρατούσε ένα μαστίγιο .
Τον βρήκε να κάθεται γυμνός στον καναπέ και να την περιμένει ,ενώ πάνω στο τραπέζι είχε ακουμπήσει ένα ζευγάρι χειροπέδες και κάτι άλλο που την σόκαρε .
«Τι θες σήμερα από εμένα Αχιλλέα;»
«Δεν είναι φανερό ,γλυκιά μου;»
Το γέλιο του ήταν αφύσικο και τελείως παράταιρο με το γλυκόλογο ,αλλά αποφάσισε να το παραβλέψει . Προχώρησε προς το μέρος του και ακούμπησε τη λαβή από το μαστίγιο στο σαγόνι του , αναγκάζοντας τον να την κοιτάξει , ενώ με το ένα της πόδι ακινητοποίησε τα δικά του στον καναπέ .
«Έχεις πιει;»
«Αν πω ναι θα με χτυπήσεις;», την προκάλεσε .
«Εξαρτάται πόσο πολύ το θες .»
Συνέχισε το παιχνίδι με τους όρους του μέχρι που το κορμί του , άδειασε πάνω της .
Αν ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της ήταν η καλύτερη του φορά αυτή και ,αν εξαιρούσε την παρουσία της άσπρης σκόνης στο τραπεζάκι , το είχε απολαύσει και εκείνη .
«Μην φύγεις ακόμα .»
Τον κοίταξε με απορία .Ποτέ δεν έφευγε αμέσως ,αλλά και ποτέ δεν της είχε ζητήσει να μείνει παραπάνω .
«Δεν μπορώ να κάτσω πολύ και το ξέρεις .»
Πήγε να σηκωθεί για να αλλάξει ,αλλά την κράτησε κοντά του .
«Είσαι περίεργος σήμερα . Θες να μου πεις κάτι;»
«Όχι . Απλά θέλω να νοιώσω πως αυτό που κάνουμε δεν είναι λάθος .»
«Είναι λάθος . Έχεις μια γυναίκα και μια κόρη και εγώ έχω την οικογένεια μου.»
«Τα ξέρω όλα αυτά .»
Έκανε μια παύση και άναψε τσιγάρο ,δίνοντας της το περιθώριο να σηκωθεί.
Πάνω στο γραφείο του είδε ένα πάκο χαρτονομίσματα και γύρισε να τον κοιτάξει .
«Γιατί το κάνεις αυτό κάθε φορά; Αφού ξέρεις πως δεν θα τα πάρω .»
Χαμογέλασε λιγάκι θλιμμένα και άφησε τον καπνό να βγει αργά, σχηματίζοντας δαχτυλίδια.
«Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω γιατί .»
Τον πλησίασε και έδειξε την άσπρη σκόνη .
«Έχεις "πιει" ;»
Κούνησε το κεφάλι αρνητικά ,χωρίς όμως να μιλήσει .
«Γιατί την έχεις εδώ; Ήθελες να με φοβίσεις;»
Της γύρισε την πλάτη και μπήκε στο μπάνιο αγνοώντας την ,δίνοντας της έτσι τον χρόνο να σκεφτεί το σημερινό σκηνικό .
Είχε μπλέξει μαζί του χωρίς να το καταλάβει . Δεν ήταν πόρνη . Όχι επαγγελματίας τουλάχιστον. Συναντήθηκαν 3 μήνες πριν, σε μια συνέλευση του υπουργείου ,που εκείνη κρατούσε τα πρακτικά και εκείνος μόλις είχε αναλάβει . Την είχε εντυπωσιάσει ο τρόπος που μιλούσε και όταν είδε πως είχε μείνει μόνος ,τον πλησίασε για να του το πει . Ήταν εντυπωσιακή γυναίκα και το ήξερε ,αλλά όταν είδε το βλέμμα του να γεμίζει θαυμασμό , κολακεύτηκε .
Δυο μέρες μετά της έστειλε μια ανθοδέσμη και μια πρόσκληση για φαγητό σε ένα κεντρικό ξενοδοχείο . Πήγε χωρίς να το πολυσκεφτεί και όταν κατάλαβε πως θα έτρωγαν σε σουίτα, αισθάνθηκε αρκετά άβολα .Όμως τελικά πέρασε πολύ όμορφα μαζί του και εκείνος χωρίς καν να απλώσει το χέρι του πάνω της ,της ζήτησε να ξανασυναντηθούν .
Συζήτησαν πολύ στις δυο πρώτες συναντήσεις τους ,όμως η τρίτη ήταν αυτή που τελικά τους έφερε στο σήμερα και εκείνη δεν το μετάνιωσε καθόλου . Συναντιούνταν πλέον δυο φορές την εβδομάδα και συνήθως στο γραφείο του ,όπως σήμερα.
«Τι σκέφτεσαι;» , την ρώτησε μόλις βγήκε από το μπάνιο .
«Εμάς .Πως φτάσαμε ως εδώ .»
«Έχεις μετανιώσει;»
«Όχι . Δεν ξέρω γιατί ,αλλά όχι .»
Κοίταξε το ρολόι της και τον είδε να δυσανασχετεί .
«Μην το κάνεις αυτό .Πρέπει να φύγω .Ο Θάνος γυρίζει σε δυο ώρες .»
«Αν δεν γυρίσει;»
Ο τόνος του ήταν και πάλι περίεργος και την έκανε να τον κοιτάξει .
«Αχιλλέα τι συμβαίνει;»
Αυτή τη φορά ο τόνος της ήταν κοφτός . Κάτι γινόταν και εκείνη ένοιωθε εγκλωβισμένη ξαφνικά.Ασυναίσθητα πήγε να φτιάξει τα ρούχα της και συνειδητοποίησε πως φορούσε ακόμα αυτό το ανύπαρκτο κορμάκι .
«Σου μιλάω ! Πες μου !»
«Αν δεν υπήρχε αυτός θα έμενες μαζί μου;»
«Υπάρχει όμως και είναι χαζό να μου κάνεις ζήλειες ,όταν και εσένα σε περιμένει η γυναίκα σου σπίτι .»
Η φωνή της ηρέμησε λίγο και πριν πάει να ντυθεί ,τον πλησίασε και τον φίλησε τρυφερά στα χείλια .Την κόλλησε πάνω του και απαίτησε ένα πιο βαθύ φιλί .
Δεν του το αρνήθηκε .Ούτε όταν ένοιωσε τα χέρια του να σφίγγουν γύρω από τους γλουτούς της κάνοντας την να πονέσει , τραβήχτηκε . Κόλλησε περισσότερο πάνω του και μετά από λίγο βρέθηκε πάνω στο γραφείο του, με εκείνον να σκύβει ανάμεσα στα πόδια της .
«Αχιλλέα;» ψέλλισε μπερδεμένη .
Την αγνόησε και συνέχισε το έργο του, μέχρι που την ένοιωσε να τελειώνει στο στόμα του .
Μπήκε σπίτι στις μύτες, ελπίζοντας πως ο Θάνος θα κοιμόταν ήδη και δεν θα καταλάβαινε πόσο πολύ είχε αργήσει ,όμως το σπίτι ήταν αφύσικα ήρεμο . Η κόρη της ήταν στην αδελφή της από νωρίς , όπως κάθε φορά που εκείνη είχε «δουλειά». Κοίταξε στο δωμάτιο τους και μετά στο μπάνιο ,αλλά δεν ήταν σπίτι . Ανησύχησε γιατί πάντα γύριζε γύρω στις 3 και τώρα ήταν σχεδόν 5. Σχημάτισε το νούμερο του ,αλλά ήταν κλειστό .
Η ανησυχία μετατράπηκε σε φόβο, καθώς θυμήθηκε τα μισόλογα του Αχιλλέα νωρίτερα .
Σκέφτηκε να τον πάρει τηλέφωνο να τον ρωτήσει αν ήξερε κάτι ,αλλά τέτοια ώρα θα είχε γυρίσει σπίτι του .
Μπήκε στο μπάνιο και μετά έφτιαξε ένα ζεστό τσάι και περίμενε .
Ξημέρωσε και ο Θάνος δεν είχε δώσει ακόμα σημεία ζωής .
Δεν ήξερε τι να κάνει και τότε σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στην εταιρία που δούλευε . Από εκεί την πληροφόρησαν πως το φορτηγό που οδηγούσε ,παραδόθηκε στην ώρα του και από εκείνη την στιγμή και μετά δεν είχαν καμιά επικοινωνία μαζί του .
Χωρίς να το σκεφτεί άλλο τηλεφώνησε στον Αχιλλέα .
«Χρειάζομαι την βοήθεια σου .»,είπε και του εξήγησε .
Έκλεισαν με εκείνον να την καθησυχάζει, λέγοντας της πως θα χρησιμοποιούσε κάποιες από τις γνωριμίες του για να ψάξει διακριτικά και θα την ενημέρωνε .
Όταν το κουδούνι της χτύπησε, τινάχτηκε σαν ελατήριο ,όμως στην πόρτα εμφανίστηκε η αδελφή της και το χαμογελαστό προσωπάκι της κόρης της .
Την έκλεισε στην αγκαλιά της και αφού της είπε όλα τα συγκλονίστηκα πράγματα που είχε κάνει με την θεία το προηγούμενο βράδυ ,ζήτησε να της βάλει την αγαπημένη της ταινία στο DVD και αποσύρθηκε , αφήνοντας τις δυο γυναίκες μόνες .
«Για πόσο ακόμα θα το κάνεις αυτό;»
Η φωνή της αδελφής της ήταν γεμάτη κατηγορία . Ήξερε που πήγαινε τα βράδια που κρατούσε την μικρή και από την αρχή είχε δείξει την αποστροφή της .
«Δεν έχω όρεξη .Ο Θάνος . Δεν γύρισε χθες και ανησυχώ .»
«Λες να σε κατάλαβε και να την έκανε;»
Η σκέψη αν και λογική, δεν είχε περάσει στιγμή από το μυαλό της .
«Λες;» , ρώτησε και σωριάστηκε στον καναπέ, για να πεταχτεί απότομα ,μόλις άκουσε τον ήχο του κινητού της .
Ήταν ο Αχιλλέας .
«Πες μου .Τον βρήκες;»
Αυτό που της είπε την έκανε να χλομιάσει .
«Έρχομαι .»
Έκλεισε το τηλέφωνο και κοίταξε την αδελφή της .
«Πρέπει να φύγω .»
Δεν έμεινε να απαντήσει σε καμιά ερώτηση της . Ντύθηκε βιαστικά και βγήκε στο δρόμο . Πήρε το πρώτο ταξί και έδωσε την διεύθυνση που της είπε ο Αχιλλέας .
Ήταν μια αποθήκη σε κάτι ερημιές . Δεν ζήτησε από τον ταξιτζή να περιμένει ,χωρίς να σκεφτεί το πως θα έφευγε από εκείνο το σημείο .
Πλησίασε την πόρτα που ήταν μισάνοιχτη, με την καρδιά της να κτυπάει σαν τρελή από την αγωνία .
«Έλα μέσα .»
«Θάνο;»
«Άλλον περίμενες ,ε;»
Είχε πλησιάσει πια αρκετά για να μπορεί να τον βλέπει καθαρά .
Το πρόσωπο του ήταν μια σκληρή μάσκα και για πρώτη φορά τον φοβήθηκε .
«Ανησύχησα .»
Το γέλιο του ακούστηκε δυνατό μέσα στον άδειο χώρο .
«Ακολούθησε με .»
Τον είδε να χάνεται πίσω από μια πόρτα και έκανε αυτό που της είπε .
Είδε τον Αχιλλέα να κάθεται πίσω από ένα γραφείο και μια γυναίκα να ακουμπάει νωχελικά στο γραφείο δίπλα του . Την ήξερε αυτή την γυναίκα . Ήταν η σύζυγος του υπουργού .
Το κεφάλι της άρχισε να βουίζει και τα πόδια της να τρέμουν .
«Τι γίνεται εδώ;»... κατάφερε να ρωτήσει .
Η γυναίκα την πλησίασε και της έδειξε μια καρέκλα .
«Κάτσε .»
Υπάκουσε γιατί τα πόδια της δεν θα την κρατούσαν για πολύ και η γυναίκα έκανε έναν κύκλο γύρω της .
«Θα μου ήταν πολύ εύκολο να το κάνω .»την άκουσε να λέει .
Δεν μπορούσε να την δει , γιατί είχε σταματήσει πίσω της και τρόμαξε όταν ένοιωσε το χέρι της να την χαϊδεύει απαλά στον αυχένα .
«Τι γίνεται εδώ;» ξαναρώτησε με τον φόβο πια να την έχει παραλύσει .
«Σου πάνε τα δερμάτινα γλυκιά μου ,αλλά μου αρέσεις περισσότερο παραδομένη και γυμνή .»
Τα λόγια ακουστήκαν από το στόμα της γυναίκας του υπουργού και πριν προλάβει να συνειδητοποιήσει τι άκουσε ,ένοιωσε ένα δυνατό πόνο από το τράβηγμα στα μαλλιά της που την ανάγκασε να γυρίσει το κεφάλι προς τα πίσω .
«Τι;...»
Δεν πρόλαβε να μιλήσει άλλο. Ένα χέρι έκλεισε το στόμα της και ένα μαντήλι της έκλεισε τα μάτια . Προσπάθησε να σηκωθεί ,αλλά το τράβηγμα στα μαλλιά έγινε πιο έντονο ,τόσο που νόμιζε πως θα ξεριζώνονταν .Προσπάθησε να σπρώξει αυτόν που την κρατούσε με τα χέρια, όμως και αυτά βρεθήκαν δεμένα πίσω από την πλάτη της , την στιγμή που τα πόδια της άνοιγαν βίαια .
Δεν είχε κανένα άλλο περιθώριο αντίδρασης και όμως δάγκωσε το χέρι που την κρατούσε φιμωμένη ,ταράζοντας τον δέσμιο της και κατάλαβε από την βρισιά που άκουσε πως ήταν ο άντρας της .
Χωρίς να ξέρει γιατί , ζήτησε βοήθεια από τον μόνο άνθρωπο που πίστευε πως θα την βοηθούσε .
«Αχιλλέα ;»
Δεν μπορούσε να τον δει ,όμως τον ένοιωσε να την πλησιάζει και φαντάστηκε πως θα την βοηθούσε .
«Χαλάρωσε γλυκιά μου και όλα θα τελειώσουν γρήγορα .»της είπε καθησυχαστικά και πριν εκείνη προλάβει να πει οτιδήποτε ,ένα στόμα έκλεισε το δικό της σε ένα φιλί που απαιτούσε υποταγή .
Ένα φιλί που ήταν διαφορετικό .Τα χείλη ήταν απαλά και είχαν γεύση από κραγιόν .
Ένοιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται μόλις συνειδητοποίησε ποια την φιλούσε ,όμως η φωνή του Αχιλλέα στο αυτί της την έκανε να μην αντιδράσει .
«Απλά μια ακόμα εμπειρία ,είναι . Χαλάρωσε .»
Άρχισε να ανταποδίδει το φιλί χωρίς να το καταλάβει ,έχοντας στο μυαλό της την εικόνα του Αχιλλέα ,και τα χείλη έγιναν πιο απαλά πάνω στα δικά της . Σχεδόν την χάιδευαν τώρα .
Ένοιωσε ένα χέρι να της βγάζει το εσώρουχο και τον αέρα να τρυπώνει ανάμεσα στα πόδια της ,κάνοντας την να ανατριχιάσει .
Τα χείλη ελευθέρωσαν το στόμα της και πίστεψε πως το βασανιστήριο τέλειωσε όμως έκανε λάθος . Ένα γυναικείο χέρι ήταν αυτό που χάιδευε τώρα το εσωτερικό των μηρών της. Μπορούσε να το καταλάβει . Ήταν πιο λεπτό , πιο απαλό και είχε δαχτυλίδια που την γρατζουνούσαν .
«Όχι!»
Η άρνηση της χάθηκε καθώς το χέρι, της τράβηξε τις ελάχιστες τρίχες και αμέσως μετά ένα δάχτυλο την έγδαρε ελαφρά , εισβάλλοντας μέσα της .
Το στόμα που βρέθηκε πάνω στο δικό της ,πνίγοντας την αντίδραση της ήταν γνώριμο . Ήταν το ίδιο στόμα που πριν μερικές ώρες την είχε κάνει να τελειώσει μέσα του .
Όση ώρα το στόμα του την φιλούσε και εκείνη ανταποκρινόταν, ένα άλλο στόμα είχε πάρει την θέση του γυναικείου χεριού ,χωρίς εκείνη να το καταλάβει .
Μόλις ένοιωσε πως πια θα διαλυόταν ,τον ένοιωσε να μπαίνει μέσα της με δύναμη ,ενώ βογκητά είχαν πλημμυρίσει τον χώρο .
Βογκητά που δεν ήταν δικά της .
Λάθος .Δεν ήταν μόνο δικά της .
Της έλυσε τα μάτια και την ώρα που ο Αχιλλέας τελείωνε μέσα της και εκείνη διαλυόταν γύρω του , είδε τον Θάνο να κάνει έρωτα με την γυναίκα του Αχιλλέα, με ένα τρόπο που της προκάλεσε αηδία ,αλλά και κάτι άλλο .
Κοίταξε τον Αχιλλέα και ....
-Συγγνώμη κυρία, αλλά ο συρμός θα αποσυρθεί .Πρέπει να κατεβείτε .
Άνοιξε τα μάτια και είδε τον οδηγό του τρένου να την κοιτάζει, με κατανόηση .
-Με πήρε ο ύπνος ;
Η ερώτηση της ήταν γελοία και το ήξερε ,όμως ...
Κοίταξε γύρω της και μετά χαμογέλασε στον μεσήλικα οδηγό ,πριν κατέβει .
Μόλις βρέθηκε στην αποβάθρα, στάθηκε και κοίταξε γύρω της , σαν να περίμενε να δει κάτι και μετά κούνησε το κεφάλι της και άρχισε να γελάει .
-: πόσο άρρωστο υποσυνείδητο έχω;... μονολόγησε και βγήκε στον δρόμο .
ΤΕΛΟΣ .
{{??????}}
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top