Χείλη απαλά του ανέμου

Μέχρι που ξημέρωσε η όγδοη μέρα του Αυγούστου ο Λεοντής στριφογύριζε στο κρεβάτι του. Μια του έφταιγε το άβολο στρώμα που ο ίδιος αγόρασε, την άλλη το σεντόνι που τυλιγόταν άτσαλα στα πόδια του, μετά έβριζε αυτούς που εφηύραν τα κλιματιστικά και το κρύο που βγάζουν όταν τα ρυθμίζει στους 15 βαθμούς υπό του μηδέν, σα δεν ντρέπονται, μετά αναθεματίζει αυτή την «κωλοζέστη» του καλοκαιριού που ούτε ένα σωστό κλιματιστικό δεν μπορεί να κάνει καλά και τελικά, όταν ο ουρανός ξεκίνησε να φωτίζεται, σηκώθηκε με νεύρα γιατί «Ο ήλιος βρήκε να ανατείλει στις έξι και είκοσι εννέα, γαμώ το ηλιακό σύσ-».

Ο Ιάσονας που τον ακούει από το δικό του δωμάτιο –δεν τόλμησε ούτε εκείνο το βράδυ να πάει στην γυναίκα του– πετάει πράγματα στην κλειστή πόρτα θέλοντας να κάνει τον αδερφό του να σκάσει. Ο Λεοντής βέβαια δεν του δίνει σημασία, στο κάτω-κάτω σπίτι του είναι, θα κάνει ό,τι θέλει. Αν θέλει να παίξει ντραμς, θα το κάνει. Ντραμς δεν έχει βέβαια αλλά λύση θα βρει. Αποφασίζει να φτιάξει τον καφέ του με έντονες κινήσεις ξυπνώντας οποιαδήποτε μορφή έμβιου όντος σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου από το σπίτι του.

Χαλαρώνει μόνο όταν κάθεται στο μικρό λευκό μπαλκόνι με τον καφέ στο χέρι και πίνει μερικές γουλιές που κατευνάζουν τα νεύρα του. Ίσως τον ηρεμεί και η θέα λίγο. Μόνο λίγο.

Πριν κάνει οτιδήποτε άλλο βάζει το πρόγραμμα της ημέρας σε μια σειρά. Όταν τα κανονίζει όλα με τον εαυτό του φροντίζει να ενημερώσει και την Δόμνα, η οποία πιθανόν να κοιμάται αλλά όταν ξυπνήσει θα πρέπει να ξέρει πως σήμερα το απόγευμα, κατά τις επτά παρά θα περάσει να την πάρει με το αμάξι.

Έχοντας θέσει λοιπόν τα πάντα υπό έλεγχο –δίχως να περιμένει την απάντηση της Δόμνας– ρίχνει όλον τον καφέ του στον νεροχύτη και πέφτει να κοιμηθεί αγνοώντας την υπερένταση της προηγούμενης ώρας.

...................

Η Δόμνα ξύπνησε για τα καλά στις δύο και κάτι, αφού πρώτα αγνόησε το μήνυμα του Λεοντή στις επτά παρά, καθώς προτίμησε να κοιμηθεί από το να απαντήσει.

Όπως έκανε και εκείνος, άλλωστε. Ή τουλάχιστον αυτό της είπε ο Στέλιος στο κλαμπ όταν η ξανθομαλλούσα, που ήταν μεθυσμένη, παραπονέθηκε στον επίσης μεθυσμένο για την αδιαφορία του φίλου του.

«Δεν σε γράφει μάνα μου, απλώς είναι λίγο βόδι και θα κοιμήθηκε πάνω από το μήνυμα.»

«Τον δικαιολογείς επειδή είναι φίλος σου.»

«Ακριβώς.»

«Άρα, παραδέχεσαι ότι με γράφει.»

«Όχι, μάνα μου, επειδή είναι φίλος μου σου λέω ότι είναι μοσχάρι και κοιμάται όπου βρει.»

Η κατακόκκινη κοπέλα γελάει και μόνο που τα θυμάται. Βέβαια, όσο γελάει το κεφάλι της πονάει και το στομάχι της ανακατεύεται. Η Αριστέα της είπε να φάει δύο φρυγανιές για να ηρεμήσει από το ανακάτεμα αλλά για τον πονοκέφαλο δεν έχει κανένα γιατροσόφι. Τίμιο ντεπόν κι Άγιος ο Θεός, ήταν τα ακριβή της λόγια.

Έτσι, απέφυγε το πρωινό και τρώγοντας δύο φρυγανιές με το ζόρι βουτώντας τες στο μέλι, ήπιε και το παυσίπονο της. Στην συνέχεια κάθισε στο μπαλκονάκι της και αγνοώντας τα επιθετικά βλέμματα της Κατερίνας –μάλλον έμαθε για την χθεσινή έξοδο– πέρασε όλες τις φωτογραφίες που είχε στην φωτογραφική της, στον υπολογιστή.

Τις χώρισε σε ξεχωριστούς φακέλους ανάλογα το μέρος και τα πρόσωπα. Τον δικό τους ξεχωριστό φάκελο έχουν οι διάφορες περιοχές, με την Οία να περιέχει τις περισσότερες, ενώ ο φάκελος με το όνομα Λεοντής κουβαλά θριαμβευτικά πενήντα τρείς φωτογραφίες σε διάφορες φάσεις του. Να κοιμάται, να τρώει, να βουτάει, να καπνίζει, να γελάει, να κολυμπά, να να να... Αποφασίζει να τον κρύψει καλά σε μια περίπτωση όπου τα πιο κρυφά της αρχεία πέσουν στα χέρια του.

Δεν ξέρει πως μπορεί να γίνει αυτό μα ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια και ο σερβιτόρος αρκετή περιέργεια, ένας συνδυασμός που δεν χάνει συχνά μα ποντάρει να το κάνει σύντομα.

Εν τέλει, ολοκληρώνει τον διαχωρισμό των φωτογραφιών της και κοιτά το ρολόι της ξανά στις τέσσερις. Έπειτα, κοιτά το διαβασμένο μήνυμα στο κινητό της που το άνοιξε καταλάθος όταν άκουσε την ειδοποίηση στις επτά το πρωί.

Της είχε γράψει πως θα περάσει να την πάρει στις επτά παρά τέταρτο. Εκείνη ήθελε να του απαντήσει πολλές καρδιές και ένα ενθουσιασμένο «ΝΑΙ!» αλλά η Ηλιάνα, παρόλο που είναι υποστηρίκτρια του έρωτα, φροντίζει να την ηρεμίσει πριν πιάσει τα ινία η Αριστέα και της χώσει διαδικτυακή μπουνιά από την Ίο. Οπότε, τελικά, η Δόμνα απάντησε ένα αξιοπρεπέστατο «έχω κανονίσει» και χαμογέλασε νικητήρια, όχι για πολύ. Το επιτακτικό «Ξεκανόνισε» του Λεοντή της δημιουργεί πέρα από ανεξέλεγκτα ολόκληρα πτηνά στο στομάχι και κάποιο άγχος. Εκεί αναλαμβάνει η Αριστέα, που αισθάνεται το αίμα της να ανεβαίνει στο κεφάλι και διατάζει την Δόμνα να απαντήσει «στον θρασύτατο μαλάκα που νομίζει πως σε κάνει ό,τι θέλει» ότι «Τα σχέδια είναι σημαντικά. Έγινε κάτι;».

Ο Λεοντής μερικές γειτονιές μακριά πιάνει τους κροτάφους του έντονα και με κλειστά μάτια τριγυρνά πέρα δώθε στο σαλόνι του Στέλιου. Ο τελευταίος δείχνει ανυπόμονος οπότε τον ταράζει στις ερωτήσεις «άντε τι να γράψω;» αλλά κάθε φορά που ο φίλος του τον αγριοκοιτάζει μαζεύεται στην θέση του και περιμένει να ηρεμήσει. Τελικά ο Λεοντής μετά από σκέψη και λίγο ηρεμία του υπαγορεύει το «Τα δικά μου σχέδια είναι πιο σημαντικά. Έλα, σε παρακαλώ.» με το τελευταίο να είναι προσθήκη του Στέλιου. Η απάντηση της κοπέλας είναι τώρα πιο βολική, με την απλή ερώτηση του «Που θα πάμε;» και την αινιγματική φράση του Λεοντή «Ντύσου καλά» να μην της δίνει τις πληροφορίες που θα ήθελε.

Τώρα στην προηγούμενη γειτονιά, η βιντεοκλήση με τις φίλες της έχει μετατραπεί σε ένα χάος. «Που θα σε πάει ο μαλάκας;» ρωτάει η μία, «Σκάσε Αρίστη!» απαντούν οι άλλες, «Να βάλω φόρεμα;» προτείνει η Δόμνα, «Θα φυσάει και θα κεράσεις τους τουρίστες το ροδακινάκι σου, άστο» συμβουλεύει η Ηλιάνα, «Παντελόνι στο νησί δεν λέει όμως!» αναστατώνεται η ξανθούλα, «Μην τολμήσεις!» φωνάζει η Αριστέα.

Τελικά, στις έξι και δέκα, η Δόμνα φοράει μια μαύρη φούστα που είναι σίγουρη πως ακόμη και με δέκα μποφόρ και κλειστό λιμάνι δεν πρόκειται να «κεράσει κανέναν», συνδυάζοντάς το με ένα λευκό σατέν μπλουζάκι που τις έβγαλε την ψυχή μέχρι να δέσει τα κορδόνια στην πλάτη μα πέρα από αυτό είναι αρκετά βολικό και για το στήθος της. Παπούτσια, παρόλες τις απειλές των φίλων της, έβαλε χαμηλά πέδιλα και τσάντα πήρε μια απλή μαύρη ώμου. Πήρε το κινητό μπροστά από τον καθρέφτη της και άκουσε όλες τις συμβουλές των φίλων της. «Γατίσια κάνε μάτια που σου πάνε» της λένε, τις ακούει. «Κονσίλερ μην βάλεις, δεν θα το εκτιμήσει», πάλι τις ακούει. «Κραγιόν τι θα βάλεις;» την ρωτάνε, εκεί τα βρίσκει σκούρα. «Να βάλω;» Η Αριστέα σχεδόν λιποθυμάει, η Ηλιάνα κρατά την ψυχραιμία της και τελικά της λέει να βάλει εκείνο το ξεχασμένο ματ μπεζ που έχει αντέξει φοιτητικά χρόνια και βάρδιες σε νοσοκομεία όσο κανένα άλλο. Η Δόμνα τις ακούει. Και έπειτα κλείνει το κινητό της.

Τριάντα τέσσερα λεπτά μετά τις έξι στέκεται μπροστά στην πόρτα της και ελέγχει πως έχει πάρει τα πάντα. Η φωτογραφική είναι στο χέρι της, η τσάντα στον ώμο, η αξιοπρέπεια καλά κρατεί ακόμα οπότε τελικά κλειδώνει και κατεβαίνει στον δρόμο για να τον περιμένει.

Προς έκπληξη της είναι εκεί και την περιμένει. Δεν φορούσε φόρμα, μαγιό ή τζιν με τα οποία τον έχει συνηθίσει, είναι πιο επίσημος με το μπλε ανοιχτό πουκαμισάκι του να πέφτει έξω από την σκούρα επίσης μπλε βερμούδα του. Εκείνος χαμογέλασε κάπως μετρημένα στην όψη της και με ένα νεύμα του τον ακολουθεί λίγο πιο πέρα.

Της ανοίγει την πόρτα για το μικρό αμαξάκι του και τρέχει στην θέση του οδηγού κοιτώντας το ρολόι αγχωμένος. Πρέπει να προλάβουν το ηλιοβασίλεμα.

«Δεν ήξερα ότι κυκλοφορείς και με αμάξι.»

«Η γουρούνα δεν είναι δική μου, την νοικιάζω από έναν ξάδερφό μου γιατί είναι πιο βολική το καλοκαίρι.»

Η Δόμνα δεν του λέει κάτι άλλο. Κατεβάζει το παράθυρο του αμαξιού και αφήνει τα μαλλιά της να μπερδευτούν με τον άνεμο του δειλινού που κοντοζυγώνει. Αν ο Λεοντής δεν ήθελε να προσέξει τον δρόμο, θα έμενε να την κοιτά καθώς ξαπλώνει στο παράθυρο με κλειστά μάτια.

Φταίνε τα ξεχωριστά της χαρακτηριστικά; Φταίνε τα καστανά μάτια της που μόνο με μια σταγόνα ήλιου γίνονται λιωμένο χρυσάφι; Ή μήπως εκείνο το χαμόγελο, ντροπαλό ή όχι, με ειλικρίνεια και εκτίμηση για όσα της προσφέρονται; Ο άνδρας δεν μπορεί να ξεχωρίσει τι από όλα αυτά τον καθηλώνουν πάνω της. Μα έπειτα, αντιλαμβάνεται πως κάτι άλλο είναι αυτό που στεγνώνει τα χείλη του καθώς την βλέπει, που πιέζει το στέρνο του όταν της μιλά...

Καταπολεμά την επιθυμία του να τραβήξει τις τούφες από τα μαλλιά που κρύβουν το χρωματισμένο δέρμα της και πιέζει το τιμόνι και με τα δύο του χέρια για να το αποτρέψει εντελώς. Φτάνουν στον προορισμό τους ύστερα από λίγο, ο πειρασμός μικραίνει καθώς δεν την κοιτά. 

Η κοπέλα βγαίνει πρώτη από το αμάξι μα πριν προχωρήσει στέκεται και τον περιμένει. Η χαλαρή ατμόσφαιρα ανάμεσά τους που έπεσε πάνω τους σαν πέπλο όπως η εκκίνηση της δύσης του ηλίου τους χαροποιεί και τους δύο. Ο Λεοντής, μάλιστα, επιλέγει να περπατήσει αρκετά κοντά της με το δίλημμα ενός πιθανού αγγίγματος να τον ταλανίζει. Τελικά της μιλά μόνο. 

«Ήρθε η ώρα να δεις το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα.»

«Ώστε στο Ημεροβίγλι;»

«Έχω ένα πολύ ιδιαίτερο μέρος που αποδεικνύει πως η Οία και το ηλιοβασίλεμά της είναι υπερεκτιμημένα.»

Η Δόμνα δέχεται να τον ακολουθήσει εκεί όπου την πάει. Προσπερνά τους τουρίστες που έχουν στριμωχτεί σε ένα μικρό ανηφορικό στενό και με απόλυτη σιγουριά κατεβαίνει σκάλες κόντρα σε σκάλες που οδηγούν σε εκείνο το μέρος που της είπε. Και όσο εκείνος προχωρά πρώτος, δεν χάνει ευκαιρία να κρατήσει το ηλιοστάλαχτο πρόσωπό του παντοτινά αποτυπωμένο στην μηχανή της.

«Τόσο καλός βγαίνω που με βγάζεις συνέχεια;»

«Δεν φαντάζεσαι...» του απαντά ειλικρινά. Και ίσως για πρώτη φορά ο σερβιτόρος αισθάνεται τα μάγουλά του να καίνε. 

«Θα μου τις δείξεις τις φωτογραφίες μετά;»

«Να το σκεφτώ και θα σου πω.»

Ο Λεοντής γελά δυνατά και έπειτα, ανοίγοντας το χέρι του στο μέρος της, αγκαλιάζει τους ώμους της απαλά. Πλέον περπατούν ο ένας δίπλα στον άλλον, με την κοπέλα να κοιτά το έδαφος αποφεύγοντας διακαώς να κοιτάξει προς εκείνον. Καλά, ήθελε να προσέξει και τα βήματά της, μην πέσει.  Και εκείνος βέβαια δεν νιώθει αρκετά χαλαρός. Φοβάται μήπως η κοπέλα αντιληφθεί τους γρήγορους χτύπους της καρδιάς του και γίνει παντελώς ρεζίλι, δεν είναι για τέτοια τώρα.

Για καλή του τύχη φτάνουν στην γωνία εκείνη που κανένας δεν θα τους ενοχλήσει οπότε αφήνει την συνοδό του να καθίσει άνετη στο πεζουλάκι και να ανοίξει όλη την φωτογραφική της πραμάτια για να ευχαριστηθεί όπως εκείνη θέλει το ηλιοβασίλεμα με την Καλντέρα στο πιάτο της.

Ο ήλιος ξεκινά τα νάζια του.

Κρύβεται όπως πάντα πίσω από την ασφάλεια του Αιγαίου, μετατρέποντας τον ουρανό σε μια μοναδική παλέτα, με χρώματα που αγκαλιάζουν το νησί.

Η Δόμνα γυρίζει να κοιτάξει τον Λεοντή. Είχε δίκιο, ετούτο το βασίλεμα του ήλιου είναι πιο ξεχωριστό από εκείνο που είδαν εκείνη την πρώτη μέρα της ξενάγησης. Από το χαμόγελό της ο νεαρός αισθάνεται ανακούφιση και δικαίωση. Καθώς ο ουρανός ξεκινά να νυχτώνει και το ηλιοβασίλεμα να δίνει την μαγεία του στην νυχτερινή πόλη, οι δύο νέοι αποφασίζουν να ανηφορίσουν. Ο Λεοντής κάτι έχει στο μυαλό του, η Δόμνα δεν γνωρίζει τίποτα μα ξέρει πως δεν της ζήτησε να φορέσει τα καλά της απλώς για να δει το ηλιοβασίλεμα. Θέλει να τον ρωτήσει μα δεν βρίσκει τα λόγια. Πρώτος τελικά μιλά εκείνος.

«Λοιπόν, τι έχεις να πεις;»

 «Δεν έχω να πω κάτι.»

«Τίποτα; Ούτε ένα «είχες δίκιο»; Ούτε ένα «Λεοντή είσαι ο καλύτερος»; Τίποτα απολύτως;»

«Μπράβο, Λεοντή, είσαι ο καλύτερος, έκανες την τύχη σου.»

«Μην κοροϊδεύεις.»

«Δεν θα σου χτίσω και αδριάντα στην μέση της πλατείας των Φηρών.»

«Έπρεπε να σε είχα φέρει και τις προάλλες εδώ. Σιγά, τι είχε πια η Οία;»

«Γνωρίσαμε κόσμο.»

«Διόρθωση, εσύ γνώρισες κόσμο.»

«Ναι, γιατί εσύ ήσουν αγενέστατος με τον Γρηγόρη.»

«Σε έσωσα από πιθανό παράσιτο της ζωής σου.»

Η Δόμνα ξεκινά να εκνευρίζεται, οξύθυμη σαν τον πατέρα της. «Εξαιρετικός άνθρωπος, αν θες να ξέρεις.»

«Πότε πρόλαβες να το καταλάβεις αυτό;»

«Πήγα και τον βρήκα εχθές.»

Η βόμβα που πετάει πιάνει τον Λεοντή απροετοίμαστο να κοιτά την κοπέλα καθώς μαζεύει τα πράγματά της άτσαλα μέσα στην θήκη με τους φακούς και τα τρίποδα.

«Γιατί πήγες;»

«Γιατί του είπα πως θα πάω.»

«Και; Πως ήταν;» Στέκεται όρθιος μπροστά της με σταυρωμένα χέρια. Εκείνη δεν μένει να τον κοιτά και ξεκινά να ανεβαίνει το δρομάκι για το αμάξι του Λεοντή. Τελικά αυτή η βόλτα δεν κατέληξε καλά, σκέφτεται.

«Τέλεια ήταν!» του φωνάζει και μερικοί τουρίστες γυρνούν να την κοιτάξουν. Κανένας από τους δύο νεαρούς δεν δίνει σημασία. Ο Λεοντής αισθάνεται το στέρνο του να καίει από... ζήλια; Τι είναι αυτό; Νεύρα; Θυμός; Τι είναι, δεν αναγνωρίζει. Θέλει απλώς να τρέξει να την προλάβει, να την ταρακουνήσει και να την ρωτήσει τι στο διάολο είχε στο μυαλό της και πήγε να τον βρει. Μα ο εγωισμός του δεν τον αφήνει.

«Να σε πάω να τον δεις πάλι αν σου άρεσε τόσο, μην σπαταλάς τον χρόνο σου με εμένα.»

«Εξαιρετική ιδέα!»

Λαχανιασμένη σταματά μπροστά από την πόρτα του συνοδηγού και περιμένει ανυπόμονα χτυπώντας το πόδι της στο έδαφος εκνευρισμένα να της ανοίξει την πόρτα. Και εκείνος με το πάτημα ενός κουμπιού στο χειριστήριο του, ξεκλειδώνει το αμάξι. Η κοπέλα πετάει την τσάντα στο πίσω κάθισμα μα δεν μπαίνει μέσα. Δεν θέλει, ο εγωισμός της την σπρώχνει έντονα, κρατιέται από όπου μπορεί για να μην καθίσει και βάλει την ζώνη της.

Ο Λεοντής την κοιτά να μάχεται με τον ίδιο της τον εαυτό. Την στιγμή που την βλέπει να κάνει την κίνηση να μπει μέσα, απομακρύνει το βλέμμα του. Αν μπει στο αμάξι θα την πάει εκεί που θέλει και έπειτα θα φύγει με τα σχέδια της βραδιάς να γκρεμίζονται άμεσα. Μα τα σχέδια είναι το λιγότερο...

Θέλει να την κοιτάξει, δεν το κάνει. Μόνο όταν η πόρτα κλείνει γυρίζει να δει εκείνο το κάτι που θα τον διαλύσει.

Η Αριστέα κάπου στην Ίο θα την μουτζώνει, η Ηλιάνα δίπλα της θα συγκινείται με την φίλη της που πλησιάζει τον Λεοντή με κατεβασμένο κεφάλι και μια πόρτα κλειστή, κλειδωμένη.

Φέρνει το χέρι της κοντά στο δικό του μα δεν μπορεί να το αγγίξει, σταματάει. Φοβήθηκε; Μπορεί. Εκείνος όχι. Σφίγγει το δέρμα της μέσα στο δικό του και την κοιτά που κάτι θέλει να πει. Της δίνει τον χρόνο που χρειάζεται και τελικά την ακούει που κάτι του λέει. Δεν είναι σίγουρος μα μάλλον την άκουσε να τον ρωτάει που θα πάνε τώρα.

Την τραβά προς ένα στενό ήσυχο και περπατούν σιωπηλά προς το μαγαζί του φίλου του, που έχει κάνει εκείνος ειδική κράτηση. Λίγο πριν φτάσουν, με ένα μήνυμά του, ο νεαρός δίνει το σήμα πως πρέπει να του έχουν έτοιμα όσα ζήτησε.

Και πράγματι, όταν μπήκαν στο μικρό μαγαζάκι, ένας από τους υπαλλήλους οδήγησε τους δύο νέους στο μικρό λευκό ταρατσάκι και τους άφησε μόνους τους μπροστά από δύο μεγάλες μαξιλάρες και ένα τραπεζάκι με ένα μπουκάλι κρασί, μοσχοφίλερο.

Ο Λεοντής κάθεται πρώτος σε ένα από τα δύο άνετα καθίσματα και τραβά πάνω του την κοπέλα η οποία βρίσκεται έκπληκτη τώρα να κάθεται στα πόδια του. Τυλίγει όμως λίγο αργότερα το χέρι της στον λαιμό του και σταθεροποιεί το σώμα της κοντά σε εκείνο του συνοδού της, θέλοντας να είναι και οι δύο άνετοι. Το χέρι είναι έτοιμο να το τραβήξει, μα ο άνδρας χιλιοστά μακριά της δεν την αφήνει. Έτσι, η κοπέλα μένει να αγκαλιάζει τον λαιμό του με τα μάτια του κολλημένα πάνω της.

«Κρασί να βάλω;» ρωτά σιγανά μαγεύοντας την αθεράπευτα ρομαντική Δόμνα. Η κοπέλα δεν μιλά μα κι αυτό είναι απάντηση. «Ελπίζω να σου αρέσει το μοσχοφίλερο, εμένα είναι από τα αγαπημένα μου.»

«Δεν έχω δοκιμάσει ποτέ», καταφέρνει να ψιθυρίσει.

«Ήρθε η ώρα λοιπόν.»

Γεμίζει δύο ποτήρια μα κρατά στο χέρι του μόνο το ένα. Η Δόμνα πιστεύει πως θα της το δώσει ο ίδιος να το πιεί από το ποτήρι του μα βγαίνει λάθος ξανά. Φέρνει το κρύσταλλο στα δικά του χείλη και αφού αναδεύσει το υγρό μέσα, πίνει μια γερή γουλιά.

Ούτε που καθυστερεί, γυρίζει σε εκείνη και την φιλά αμέσως, δεν θέλει να χαθεί η γεύση του κρασιού από τα χείλη του. Θέλει να δοκιμάσει από εκείνον.

Η ξανθομαλλούσα σαστίζει. Ξεχνάει να γευτεί το ποτό και απλώς απολαμβάνει τον άνδρα που την σφίγγει με τα χέρια του στην μέση της. Εκείνος απομακρύνεται, την κοιτά και περιμένει απάντηση. Τα θολωμένα της μάτια και τα μισάνοιχτα χείλη της του δημιουργούν γερό σφίξιμο στο στομάχι. Η κοπέλα παίρνει το ποτήρι στα χέρια της και πίνει από εκεί απευθείας αυτή τη φορά, το χρειάζεται οπωσδήποτε.

Με το χαμόγελο στα χείλη ο Λεοντής την φιλά ξανά. Αυτή τη φορά η Δόμνα καταλαβαίνει πλήρως κάθε άρωμα, όλη την γεύση. Ναι, είναι πια και το δικό της αγαπημένο. Και δεν μπορεί να αποφασίσει αν σκέφτεται ακόμη το κρασί. Ο άνδρας που αγκαλιάζει τώρα τους γοφούς της πάντως αποφάσισε.

Εκείνος θα ήθελε να φιλά αυτά τα χείλη για μια αιωνιότητα ακόμη, κάθε επόμενο βράδυ να κοιτά τα δύο της μάτια και να φαντάζουν ασύγκριτα μπροστά σε κάθε ηλιοβασιλεμα. Θα ήθελε να της αφιερώνει κάθε επόμενο Αύγουστο τις πιο ειλικρινείς του λέξεις, τα πιο αληθινά φτερουγίσματα στην καρδιά του. Θα ήθελε να την κοίτα και ο χρόνος να σταματά εκεί, σε αυτούς τους δύο.

Μα δεν γίνεται. Γιατί είναι μόλις πέντε μέρες πιο κοντά στο μακριά τους.

»«»«»«

Ακούστε με να τσιρίζω από μακριά.
Το τραγούδι έπρεπε να μπει τώρα, ήταν η κατάλληλη στιγμή. Έκανα και διορθώσεις με αυτό οπότε ας πούμε ότι ερωτεύτηκα από την αρχή.

Δεν θα σχολιάσω κάτι εγώ.
Εντυπώσεις θέλω, σχόλια, κάτι.

Σας αφήνω να πάω να κλάπσω για τις διακοπές που τελειώνουν και επανέρχομαι σύντομα με νέο κεφάλαιο.

-Φέικ Σίλβερ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top