Πόσο εύκολα ξεχνάς;

Το επόμενο πρωινό το πέρασε μετρώντας λεκέδες στο ταβάνι. Κοίταξε το κινητό της πολλές φορές θέλοντας να βεβαιωθεί πως δεν έκανε λάθος εκείνη, πως δεν ήρθε όντως κάποιο μήνυμα από εκείνον και πως το μήνυμα της δεν έμεινε στο διαβάστηκε αλλά απαντήθηκε.

Όμως, κάθε φορά που σέρνει το δάχτυλο της στην οθόνη, έρχεται αντιμέτωπη με την ίδια ιστορία.

Ένα ανοιγμένο μήνυμα, χωρίς ανταπόκριση, χωρίς ούτε σημάδι ζωής από τον νεαρό σερβιτόρο.

Μήπως κατάλαβε κάτι λάθος τελικά; Όχι, αυτό δεν γίνεται. Της είπε καθαρά πως θα της στείλει μήνυμα για την ξενάγηση της επόμενης μέρας. Μα και λάθος να είχε κάνει, του είχε στείλει, εκείνος το είχε δει μα απάντηση δεν έδωσε. Αχ και να μπορούσε να το διαγράψει, αισθάνεται... ντροπή; Ναι, θα ήταν ένα σωστό ουσιαστικό για να περιγράψει τι νιώθει.

Πιάνει τον εαυτό της να ξεφυσά έντονα καθώς στριφογυρίζει στο κρεβάτι με τον κλιματισμό ανοιχτό. Την διακόπτει από το σκότωμα της ώρας της το χτύπημα στην πόρτα. Ανοίγοντάς την έρχεται αντιμέτωπη με μια ευδιάθετη και πέρα για πέρα χαμογελαστή Κατερίνα.

«Πως και σπίτι σήμερα;» την ρωτά λες και ξέρει, σαν να γνωρίζει πως ο φίλος της την παράτησε ίσα ίσα στο ξεκίνημα της ξενάγησής τους. Και σαν να ξυπνάει από τον βαθύ λήθαργό της η Δόμνα, διαβάζει πλέον καθαρά τα μηνύματα που στέλνουν τα μάτια της κοπέλας απέναντί της. Είναι τώρα πια ξεκάθαρο..

«Εχθές η μέρα ήταν τρομερά κουραστική.»

«Ήταν; Γιατί ο Λεοντής φάνηκε ξεκούραστος στην δουλειά.»

«Τι να σου πω, μάλλον έχει συνηθίσει; Εγώ κουράστηκα πάντως.»

Η καστανομάλλα αφήνει τα πράγματα που κρατούσε στο τραπεζάκι δίπλα από την είσοδο. «Ο παππούς με έστειλε να σου δώσω αυτά για να φας, αν θέλεις κάτι άλλο πες μου.»

«Όλα καλά, ευχαριστώ.»

Προς έκπληξη όλων των ευγενών της συμπεριφορών, η Δόμνα κλείνει την πόρτα στο πρόσωπο της Κατερίνας και κλειδώνει για να δείξει την εντελώς ξαφνική δυσαρέσκειά της στην πρόσφατη ανακάλυψη σχετικά με τα αισθήματα της κοπέλας προς τον νεαρό της φίλο και ξεναγό της ξανθομαλλούσας.

Ανοίγει την σακούλα με το φαγητό κάπως σκεπτική μα έπειτα, βλέποντας την χειροποίητη φάβα της οικογένειας με το ψητό λουκάνικο και τηγανητές πατάτες, ξεχνά ό,τι είχε στο μυαλό της -για λίγο έστω.

Κάθεται στο τραπεζάκι στην κουζίνα και ανοίγει το μαγνητοφωνάκι για να ακούσει όσα ο κύριος Μέλιος είπε τις δύο προηγούμενες μέρες. Μίλησε για τους μίζερους ανθρώπους και την επιρροή τους στους άλλους, μίλησε για τη σημασία της χαλάρωσης, των διακοπών ενώ της υποσχέθηκε να μιλήσει και για τον καλοκαιρινό έρωτα.

Η ξανθομάλλα φάνηκε να ανυπομονεί γι αυτό, οπότε τελικά έκλεισε το μαγνητόφωνο με το μυαλό της να τριγυρνά γύρω από μερικές λέξεις.

.................

Την στιγμή που θυμήθηκε την πρόσκληση του Γρηγόρη για το ηλιοβασίλεμα της προηγούμενης μέρας, η Δόμνα ξεκίνησε να ετοιμάζεται όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Για πότε ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι με το κινητό της ανοιχτό στην συνομιλία της με τον Λεοντή και πότε κλείδωσε την πόρτα κατεβαίνοντας τα σκαλιά δύο δύο... ούτε εκείνη δεν το κατάλαβε.

Το ΚΤΕΛ για την Οία αναχωρεί σε τέσσερα λεπτά, εκείνη βρίσκεται μόλις δύο μακριά με λίγο τρέξιμο οπότε οι ελπίδες της να το προλάβει και να μην αναγκαστεί να πληρώσει ταξί είναι αυξημένες.

Πράγματι, τρία λεπτά μετά έχει πληρώσει το εισιτήριο και έχει κάτσει στις πίσω θέσεις του λεωφορείου περιμένοντας να ξεκινήσει. Στην διπλανή από την δική της θέση κάθεται ένας ευγενέστατος Γάλλος (γεμάτο το νησί από δαύτους) ο οποίος της μιλά για την ζωή στην χώρα του. Η Δόμνα δεν μιλάει πολύ, ενώ ο Αστέρ, όπως της είπε το όνομα του, δεν έχει βάλει γλώσσα μέσα του. Για καλή τύχη της ξανθούλας, το λεωφορείο σταματά κάποια ώρα αργότερα στην στάση της Οίας και με ευέλικτες κινήσεις καταφέρνει να του ξεφύγει.

Στον δρόμο βέβαια νιώθει πως χάνεται και το χέρι της ψάχνει αυτόματα το κινητό της ενώ πάλι χωρίς να το σκεφτεί ψάχνει την επαφή του Λεοντή για να την βοηθήσει. Θέλει να χτυπήσει το κεφάλι της στον τοίχο όταν θυμάται ότι ο σερβιτόρος την έχει συνδέσει με Γιοχάνεσμπουργκ. Κλείνει το κινητό και θέλει να γκρινιάξει-πάλι.

Τελικά, κοντοστέκεται σε μια άκρη και προσπαθεί να θυμηθεί μόνη της τον δρόμο για το σημείο που τον είχε γνωρίσει μα είναι ακόμη μέρα και στο μυαλό της έχει μονάχα τα βραδινά στενά του νησιού. Καταλήγει λοιπόν να κάνει τον κύκλο.

Παίρνει τον δρόμο για το κάστρο, κάνοντας μερικές στάσεις για φωτογραφίες ενώ αποφασίζει να σταθεί για λίγο μονάχα αντάμα στο Αιγαίο με το ηλιοβασιλεμα να τη καθηλώνει για ακόμη μια φορά. Γρήγορα όμως συνέχισε την διαδρομή της. Πέρασε από πολλά στενά, από όμορφα μαγαζιά και τελικά βρήκε εκείνο το σοκάκι με θέα την θάλασσα που οδηγεί στο μικρό ξενοδοχείο που γνώρισε τον Γρηγόρη.

Φτάνοντας απέξω βρήκε τα παράθυρα του δωματίου του κλειστά και για λίγο παρηγορησε τον εαυτό της πως μπορεί να κοιμάται. Αργότερα, όταν η ρεσεψιονίστ την αναγνώρισε από την προχθεσινή βραδιά και πήγε να της μιλήσει, κατάλαβε πως δεν κοιμάται.

Βασικά, η Δόμνα άργησε μια μέρα.
Ο Γρηγόρης είχε φύγει.

Η κοπέλα στον δρόμο για τον γυρισμό φάνηκε μουτρωμένη. Και θα κατσούφιαζε περισσότερο αν καταλάβαινε πως ο Λεοντής σκαρφίστηκε την ολοήμερη σχεδόν εκδρομή στο ηφαίστειο για να την αποτρέψει από το να επισκεφτεί ποιον; Τον Γρηγόρη! Για καλή του τύχη η νοσηλεύτρια δεν το σκέφτεται καν, απλώς το αποδίδει στο κακό τάιμινγκ και όλα αυτά που την παρηγορούν.

Τόλμησε να τηλεφωνήσει στις φίλες της σε ένα νησί μακριά από το δικό της, στην Ίο, για τον ίδιο λόγο. Για παρηγοριά. Αυτή που το σήκωσε ήταν η Αριστέα και όλες οι ελπίδες για μερικά λόγια που θα την γλυκάνουν πήγαν άπατα.

Η Αριστέα την έβρισε αρκετές φορές, ενώ η φίλη της η Ηλιάνα φρόντισε να την υποστηρίξει τρομερά στην επιλογή της να επιμείνει στον Λεοντή.

«Γιατί βρε Αρίστη, αφού της ταιριάζει περισσότερο το βάιμπ του ντόπιου, τι να κάνουμε τώρα;»

«Και αν ο Γρηγόρης εξελισσόταν σε χειμερινό έρωτα;»

«Ας μείνουμε στον καλοκαιρινό της με τον Λεοντή.»

Η κοπέλα μέσα από το ακουστικό της ξεφυσά καθώς ακούει τις κοπέλες να μιλάνε μεταξύ τους. Ποιος καλοκαιρινός έρωτας με τον Λεοντή και παπαρούνες τον χειμώνα, ο τύπος μας έχει γράψει στα παπ-

«Απογοήτευση ο έρωτας αυτός όμως.»

«Μην απελπίζεσαι, θα δουλεύει ο άνθρωπος.»

«Θα μπορούσε να είχε στείλει μήνυμα.» Το επιχείρημα της Αριστέας είναι κοινώς αποδεκτό μα η Ηλιάνα δεν δίνει σημασία, έχοντας στο μυαλό της πως το στόρι Δόμνα-Λεοντής δεν θα τελειώσει εκεί. Μα με την επόμενη ανακοίνωση της φίλης τους, δεν μπορεί παρά να νιώσει απαισιόδοξη.

«Κορίτσια, θα γυρίσω Αθήνα νωρίτερα.»

«Νωρίτερα λέγοντας;» Τώρα αυτή που θέλει να την βρίσει είναι η Ηλιάνα. Η Αριστέα επικροτεί την απόφαση της γιατί, ακόμη κι αν δεν θέλει να το παραδεχτεί, η Δόμνα της λείπει απίστευτα πολύ.

«Σε τέσσερις με πέντε μέρες θα είμαι πίσω. Έκλεισα σήμερα το εισιτήριο.»

«Τότε γυρνάμε κι εμείς. Καφεδάκι σπίτι σου και σουβλάκι στον Λυκαβηττό μετά. Εντάξει;»

Ήδη νιώθει την άνεση και την οικειότητα του σπιτιού της. Ποιος να της το έλεγε πως θα έπιανε τον εαυτό της να ανυπομονεί για τον γυρισμό της, λες και το νησί δεν την χωρά πλέον. Μα είναι τόσο ωραία εδώ, γιατί να φύγει; απάντηση στο ερώτημα δεν παίρνει οπότε συνεχίζει την συζήτηση με τις φίλες της που ετοιμάζονται για επεισοδιακή έξοδο ένα νησί μακριά.

Το τηλεφώνημα ολοκληρώνεται έπειτα από λίγο με την Δόμνα να περπατά στα Φηρά.

Και παρόλο που επέλεξε με προσοχή τον δρόμο τον οποίο θα ακολουθήσει ώστε να μην πέσει πάνω στο μαγαζί που δουλεύει ο Λεοντής και ο αδερφός του, για κακή της τύχη πέφτει πάνω στον Γιάννη και την Ειρήνη. Και παρόλο που της φάνηκε τρομερά ευγενική η πρότασή τους να πάει μαζί τους, η ξανθούλα δεν θέλει να γίνεται βάρος σε καμία παρέα, ενθυμούμενη και την χθεσινή στάση της Κατερίνας.

«Είμαι λίγο κουρασμένη από τις προηγούμενες μέρες, δεν θέλω να ξενυχτήσω.»

«Απορώ τι βράχια ανεβήκατε, είστε και οι δύο κομμάτια. Έλα, να σε δει και ο Λεοντής να χαρεί.» Το νόημα στην φωνή του Γιάννη την παραξενεύει. Όπως επίσης και το σκούντημα στα πλευρά του από την κοπέλα δίπλα του. Καλά, αυτός δεν ξέρει ότι φίλος του με αγνοεί; Τι να χαρεί;

«Μας είπε πως είσαι καλή παρέα, έλα να πιούμε ένα ποτό και μετά σε γυρνάω εγώ. Μένουμε κοντά με την Κατερίνα εξάλλου, δεν είναι και κόπος.» Η Ειρήνη της χαμογελά ειλικρινά καθώς της εξηγεί τα λόγια του φίλου της. Ένα ποτό ίσως να μην πειράζει τόσο.

Τελικά η Δόμνα δέχεται.

Στον δρόμο για το μπαράκι η Ειρήνη μιλάει περισσότερο με την ξανθομάλλα και βλέποντας την φωτογραφική περασμένη ξεκινά την συζήτηση περί διαφόρων χόμπι. Ο Γιάννης προσπαθεί να πετάξει τα δικά του μα η φίλη του κάθε φορά τον κόβει γιατί Γιάννης είναι αυτός, μαλακία θα πετάξει σίγουρα, παράδειγμα η συζήτηση νωρίτερα.

Έτσι, μέχρι που έφτασαν στο μαγαζί, η Ειρήνη και η Δόμνα μίλησαν για πολλά και διάφορα. Η υπόλοιπη παρέα βλέποντας από μακριά τους φίλους τους να πλησιάζουν με την ξανθιά γλυκιά κοπέλα, ευχαριστούν τον Θεό που η Κατερίνα έμεινε σπίτι.

«Σε χάσαμε βρε Δόμνα!» ακούει από τον Στέλιο και έπειτα μια αγκαλιά από την Νικολέτα που επιβεβαιώνει τα λόγια του πρώτου.

Πλησιάζει από μακριά ο Ιάσονας, ο οποίος της χαμογελά μετρημένα. «Τι να σου φέρω;» την ρωτά στο αφτί της.

«Καμία σπεσιαλιτέ του μπαρμαν;»

«Σήμερα έχει όρεξη για τρομερό sex on the beach. Να φέρω;»

«Για φέρε.»

Με το μηχάνημα στο χέρι του ο Ιάσονας στέλνει την παραγγελία της κοπέλας ενώ έπειτα, μετρά και στέλνει 32 σφηνάκια. Μέσα του επικροτεί την απόφαση της κοπέλας να μην συμμετάσχει στην απερισκεψία των υπόλοιπων και έπειτα της προτείνει να φυλάξει την φωτογραφική της από τους μεθυσμένους.

Αν κάτι αισθάνεται η Δόμνα τώρα είναι ευγνώμων. Όχι μόνο για την καλή κίνηση του μεγάλου αδερφού της οικογένειας αλλά και για το ότι δεν έχει πέσει πάνω στον μικρότερο.

Δεν συμβαίνει βέβαια το ίδιο και στον Λεοντή.

Μόλις που βγαίνει από την αποθήκη με ένα καφάσι από ποτήρια και κοντεύει να τα ρίξει όλα κάτω βλέποντας τον αδερφό του να κλείνει την φωτογραφική μηχανή της κοπέλας στα πράγματά του και έπειτα να γελάει μαζί της.

Ξάφνου αυτά που κρατά του φαίνονται βαριά, τουλάχιστον μέχρι να χάσει την ξανθούλα από το οπτικό του πεδίο. Έπειτα πλησιάζει τον αδερφό του και πριν προλάβει να ρωτήσει, ο Ιάσονας του φορτώνει 32 σφηνάκια για την παρέα τους.

«Έφυγες χωρίς ερωτήσεις.»

Και σαν καλός μικρότερος αδερφός, φεύγει χωρίς να μιλήσει.

Φτάνοντας στο τραπέζι την παρατηρεί να πίνει διακριτικά το δικό της ποτό όσο οι άλλοι σπεύδουν να πιούν τα περισσότερα σφηνάκια που μπορούν. Κάτι σκέφτηκε να της πει, το έκανε κιόλας πρόβα τρεις φορές μα την στιγμή που είναι έτοιμος να της μιλήσει, κάποιος από διπλανό τραπέζι βρήκε την ευκαιρία να του παραγγείλει ποτό, πελάτης, τι να πεις.

Γυρνώντας το κεφάλι του την βλέπει να χορεύει με παρότρυνση του Γιάννη σε ένα ξένο -κάπως ανεβαστικό- τραγούδι χωρίς ιδιαίτερη θέληση βέβαια.

Την ευκαιρία του να της μιλήσει την έχασε ξανά. Σαν το σύμπαν να θέλει κάτι να του πει. Βέβαια, σαν γνωστός ξεροκέφαλος αγνοεί το σύμπαν, βασικά θα αγνοούσε και τον ίδιο τον Θεό αν μπορούσε και μπαίνοντας ξανά στην αποθήκη, ανοίγει το κινητό του. Ίσως αν της στείλει κάτι να μπορέσουν να συναντηθούν μόνοι τους. Γιατί; Δεν ξέρει απλώς να της μιλήσει. Βλέποντας το ανοιγμένο της μήνυμα όμως ξεκινά να βρίζει τον εαυτό του ανεξέλεγκτα.

Το πετάει ξανά στην τσέπη του και βγαίνει να σερβίρει σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Όσο μπορεί βέβαια, καθώς βλέπει την Δόμνα να χορεύει. Με άλλους. Άνδρες. Ξένους, τουρίστες. Ντόπιους.

Αφού δεν έφερε τον δίσκο σε κανενός το κεφάλι πάλι καλά. Το κοντινότερο σε ξέσπασμα θα ήταν να το χτυπήσει στο δικό του μπας και μάθει από τα λάθη του.

Η Δόμνα πάντως περνά εξαιρετικά. Ήπιε τελικά τρία σφηνάκια με βότκα και χυμό κράνμπερι και ξεκίνησε να χορεύει ζαλισμένη με όποιον περνούσε δίπλα της. Ο τελευταίος μάλιστα, Ιταλός με ρίζες από Ελβετία και με όνομα Ρομπέρτο, της τράβηξε την προσοχή περισσότερο από όλους (εκτός από τον Λεοντή βέβαια!).

Χόρεψε μαζί της με μειωμένες αποστάσεις και ήπιε από το ποτό της αρκετές φορές. Έβγαλαν φωτογραφίες πολλές και αντάλλαξαν σόσιαλ μίντια λίγο πριν προλάβει ο Λεοντής να το αποτρέψει με την κάπως τρομακτική του παρουσία.

Μιλώντας του στα αγγλικά τραβά την προσοχή του.

«Αδερφέ μου έχεις κλείσει τραπέζι;»

Ο Ρομπέρτο τον κοίτα χαμογελώντας, νομίζοντας πως ο χαλαρός τόνος του σερβιτόρου δεν είναι παραπλανητικός. Ανίδεος.

«Όχι, φίλε μ-»

«Έφυγες τότε.» Ούτε που πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρότασή του ο Ιταλός και ο Λεοντής τον κατακεραύνωσε με το βλέμμα του. Σαν να τον απείλησε, ο ανέμελος μέχρι πρότινος άνδρας αποχαιρέτησε λιτά την Δόμνα και έπειτα το έβαλε στα πόδια με το ποτό στο χέρι.

Η ξανθούλα στέκεται και τον κοίτα.

«Πάλι το έκανες.»

«Ποιο;» Ο σερβιτόρος κάνει λες και δεν καταλαβαίνει μα ξέρει ακριβώς για τι πράγμα μιλάει. Ο,τι έκανε με τον Γρηγόρη, έκανε και τώρα.

Η Δόμνα επιλεγεί να μην απαντήσει και να γυρίσει στην παρέα για να συνεχίσει τον χορό της. Η Ειρήνη δίπλα της δείχνει παραξενευμένη. Και η περιέργεια της αυξάνεται όσο βλέπει τον Λεοντή να την κοίτα αγριεμένος μα εν τέλει χωρίς να κάνει τίποτα.

«Όλα καλά;» την ρωτά χαϊδεύοντας τη πλάτη της. Η Δόμνα χαμόγελα, όχι ψεύτικα μα κάπως ξενερωμένα.

«Καλά, αλλά θα γίνουν καλύτερα με έναν γύρο ακόμη σφηνάκια. Κερνάω.»

Όλη η παρέα ζητωκραυγάζει. Και ο Λεοντής από μακριά θυμώνει παραπάνω. Γιατί η Δόμνα δεν καταλαβαίνει ότι τα λέει για το καλό της; Ίσως γιατί δεν της δίνει το πάτημα να το πιστέψει. Μετά βέβαια θυμάται την βλακεία που έκανε και νουθετεί τον εαυτό του.

Αν δεν ήσουν οκτώ κιλά άνθρωπος με ογδόντα κιλά μαλακίας ίσως και να μην έφτανες εδώ.

Πρέπει λοιπόν να βρει τρόπο να επανορθώσει.

Κάτι είχε στο μυαλό του όταν αρνήθηκε να πάει στο ελληνάδικο με την υπόλοιπη παρέα και μόλις άκουσε την Δόμνα να δέχεται με χαρά, αυτό το κάτι πέταξε μακριά.

Έτσι βρέθηκε να περπατά μόνος του προς την μεγάλη γουρούνα του και να μουρμουρίζει διάφορα σχετικά με το σχέδιο του. Για μια στιγμή σκέφτηκε να την περιμένει στο σπίτι της από κάτω μα πρώτον δεν ήθελε να πετύχει την Κατερίνα και έπειτα, αυτό θα ήταν τρομακτικό από μέρους του και κυρίως αχρείαστο. Επέστρεψε σπίτι του και έπεσε να κοιμηθεί νωρίς.

Η Δόμνα από την άλλη, απόλαυσε το κρεβάτι της τις πρώτες πρωινές ώρες με σκοπό να μην ξυπνήσει πριν το απόγευμα.

»«»«»«

Το τραγούδι πάνω εγώ θα το έβαζα και στο τελευταίο κεφάλαιο γιατί οκέι, δράμα αλλά αποφασίζω ότι εκείνο που έχω φυλάξει για εκεί είναι πιο ταιριαστό. Εκτός θέματος αλλά ήθελα να το σχολιάσω.

Τώρα, στα εντός εκτός κι επί τα αυτά ετούτου του βιβλίου, ο Λεοντής συνειδητοποιεί ότι έχει κάνει μαλακία, η Δόμνα ξεχνάει ότι ο Γρηγόρης της είχε πει πότε θα φύγει (Α ρε Δόμνα που είχες το μυαλό σου) και η ξενάγηση μένει στάσιμη. Συν ότι η Δόμνα θα φύγει νωρίτερα, ο χρόνος τελειώνει και κακό που πάθαμε. Σας αγχωσα; δεν πιστεύω-

Μια γνώμη, μια αποψη, κάτι για το κεφάλαιο ή για το στόρι γενικά, είναι όλα καλοδεχούμενα! Επόμενο κεφάλαιο πολύ πολύ σύντομα.

-Φέικ Σίλβερ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top