Μια φορά κι έναν καιρό

Book's Theme Song: Summer Wine

«Ήρθες κι εσύ μόνη σου στο πιο ερωτικό νησί των Κυκλάδων.»

«Μόνη μου δεν με λες.»

«Η φωτογραφική σου πραμάτια δεν μετράει.»

Η κατάξανθη κοπέλα αφήνει κάτω ό,τι κρατά και κάθεται στην σιδερένια καρέκλα δίπλα από εκείνη του κύριου Μέλιου, με ένα ίδιο τραπεζάκι να τους χωρίζει. Δέχεται το κρύο νερό από την εγγονή του ιδιοκτήτη, την Κατερίνα, και ξεδιψά μόνο με μια μεγάλη γουλιά.

«Που είναι το κακό με το να πηγαίνεις μόνος σου διακοπές;»

«Πουθενά, αντιθέτως. Μα η Σαντορίνη θέλει παρέα.»

Η Δόμνα χασκογελά μα δεν απαντά στον ηλικιωμένο που της κάνει παρέα ήδη εδώ και τέσσερις μέρες, από την μέρα που έφτασε στο νησί. Το ταξίδι της, οκτώ ώρες, ήταν κουραστικό, μα το κατάλυμα που είχε κλείσει από τον Φεβρουάριο –για σιγουριά– είχε έτοιμο ένα αμάξι για εκείνη στο λιμάνι. Ο οδηγός την ανέβασε μέχρι τα Φηρά και έπειτα, την άφησε έξω ακριβώς από το μικρό μαγαζάκι του κύριου Μέλιου.

Ο κύριος Μέλιος, ένας συνταξιούχος ναυτικός που δεν μπόρεσε να αφήσει την πατρίδα του άλλο να περιμένει, της είχε έτοιμο το κλειδί για το σπίτι του πάνω ορόφου και πριν την ξεναγήσει στα δωμάτια, στο μαγαζί και στην γύρω γειτονιά, την κέρασε ούζο από την Μεσαριά. Την τράταρε μερικούς μεζέδες που η εγγονή του είχε ετοιμάσει λίγη ώρα πριν την άφιξή της και έπειτα την άφησε να τακτοποιηθεί.

Τις επόμενες μέρες, ο ηλικιωμένος άνδρας και η Δόμνα έγιναν καλοί φίλοι.

Πέρα από τις ανεκτίμητες προτάσεις του για τις επισκέψεις της στο νησί, της δίνει απλόχερα όση σοφία διαθέτει, με την υπόσχεση της κοπέλας πως κάθε σπιθαμή του λόγου του θα βρει αντίκρισμα.

Όπως και τις προηγούμενες τέσσερις μέρες, έτσι και σήμερα, η Δόμνα έβγαλε από την τσάντα της το μαγνητόφωνό της, το άνοιξε και άφησε τον κύριο Μέλιο να πει όσα η ψυχή του του έλεγε. Εκείνη άκουγε χωρίς να μιλά, κοιτώντας τις φωτογραφίες που τράβηξε το πρωινό από το Φηροστεφάνι και άφηνε το αεράκι των δώδεκα να την δροσίσει από τον ήλιο που έκαιγε από νωρίς το πρωί.

«Κλείσε το μαραφέτι τώρα Δόμνα, τα είπα όσα ήθελα.»

Η κοπέλα τον άκουσε αμέσως. Έβαλε την συσκευή πίσω από όπου την έβγαλε και πριν κάνει το ίδιο και με την φωτογραφική της μηχανή, αποτύπωσε παντοτινά τον κύριο Μέλιο να της χαμογελάει, στην κάρτα μνήμης της.

«Το απόγευμα τι θα κάνεις;»

«Ήλπιζα να μου είχατε εσείς κάποια πρόταση.»

Η Κατερίνα, η εγγονή του, βγαίνει δειλά από το μαγαζί έχοντας ακούσει όλη την συζήτηση. Η Δόμνα της χαμογελά και ο κύριος Μέλιος της κάνει νόημα να καθίσει.

«Το βράδυ θα πάω βόλτα με φίλους στα Φηρά. Θέλεις να έρθεις;» Η πρόταση της κοπέλας με το ηλιοκαμμένο δέρμα και τα σκούρα μαλλιά την χαροποιεί.

«Που θα πάτε;»

«Στο μαγαζί ενός φίλου.»

«Θα έρθω.»

Η Δόμνα δεν αγχώθηκε για όλη την υπόλοιπη μέρα μέχρι που έφτασε η ώρα της να ετοιμαστεί. Στις δέκα θα έπρεπε να περιμένει την Κατερίνα κάτω και η ώρα έδειξε εννιά όταν βρέθηκε μπροστά από την βαλίτσα της να πανικοβάλλεται.

Τελικά τα παράτησε και έβαλε ένα λουλουδάτο φόρεμα.

Την στιγμή που βγήκε έξω και είδε την Κατερίνα με τζιν, μετάνιωσε την επιλογή της. Ωστόσο, έμεινε σταθερή στην άποψή της και δεν έτρεξε πίσω να αλλάξει. Πλησίασε την κοπέλα και την αγκάλιασε σφιχτά, έπειτα έβαλε το τσαντάκι της στον ώμο και περπάτησε δίπλα από την καστανομάλλα που κάπως ντροπαλά ξεκίνησε να της μιλάει για την παρέα της.

«Ο Στέλιος είναι γνωστός πέφτουλας, μην δώσεις σημασία σε τίποτα από όσα σου πει. Ο Γιάννης είναι παράδειγμα προς αποφυγή, πίνει πολύ και καπνίζει χόρτο λες και από αυτό ζει. Η Ειρήνη θέλει τον Στέλιο, όσο τον αποφεύγεις τόσο περισσότερο θα σε συμπαθήσει, η Νικολέτα είναι αδερφή του Γιάννη, ψυχή της παρέας και η ξαδέρφη της η Χριστίνα είναι η ήρεμη δύναμη. Μετά είναι ο Λεοντής και ο Ιάσονας, αυτοί δουλεύουν όμως και δεν θα έχεις χρόνο να τους γνωρίσεις σήμερα.»

«Ακούγεστε ενδιαφέρουσα παρέα.»

«Ίσως μας βαρεθείς στο πρώτο δίωρο.»

«Ίσως πάλι όχι. Ανυπομονώ.» 

Και πράγματι, η Δόμνα αδημονεί για την πρώτη της νυχτερινή έξοδο στο νησί. Τις προηγούμενες μέρες, κυρίως λόγω κούρασης, κοιμόταν από νωρίς και παρόλο που ζήλευε τις φωνές από τους τουρίστες και τα γέλια των ντόπιων που άκουγε από τον δρόμο, δεν μπορούσε να κουνηθεί από το στρώμα της.

Σήμερα όμως άρπαξε την ευκαιρία και ενθουσιασμένη περπατά στα νυχτερινά Φηρά, με την Κατερίνα δίπλα της να της εξηγεί διάφορα πράγματα για την πόλη. Το βραδινό αεράκι δεν την αφήνει να ζεσταθεί ούτε λεπτό, μόνο την φούστα του φορέματος σηκώνει κάπου κάπου μα όχι αρκετά για να ανησυχεί. Περπατώντας στο ανώμαλο έδαφος μέσα στα σοκάκια της πρωτεύουσας, παρατηρεί νέα πρόσωπα, κάποια μεθυσμένα από τόσο νωρίς ενώ άλλα νηφάλια, μα όλα είναι χαμογελαστά.

Στον πρώτο που της μίλησε αγγλικά και προσπάθησε να την φλερτάρει, η Δόμνα κοκκινίζει. Η καστανομάλλα την τράβηξε κοντά της ευθύς, πριν ο άνδρας απλώσει τα χέρια του πάνω στην ανυποψίαστη κοπέλα.

«Να τους προσέχεις τους τουρίστες.»

Και η Δόμνα υπάκουσε αμέσως. Κάτι παραπάνω θα ξέρει, σκέφτηκε, οπότε στους επόμενους δύο τουρίστες δεν απάντησε καθόλου.

Τελικά, με την Κατερίνα φτάνουν στην πλατεία των Φηρών και αν κρίνει από την παρέα που τις κοιτάει έντονα, άργησαν ή τουλάχιστον έφτασαν τελευταίες. Δεν προλαβαίνουν να πλησιάσουν εκείνες και ήδη μειώνουν την απόσταση από την άλλη μεριά.

Οι περισσότεροι προσεγγίζουν την Δόμνα και με ζεστά χαμόγελα και ανοιχτές αγκαλιές την υποδέχονται στην παρέα ευθύς.

«Για πες, πως και αποφάσισες να έρθεις Σαντορίνη;» την ρωτά ο Γιάννης. Παρατηρεί την αδυναμία του στο κάπνισμα στο πρώτο λεπτό. Η μυρωδιά έπειτα επιβεβαιώνει τα λόγια της Κατερίνας.

«Δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, είναι ένα νησί που πρέπει να δει ο καθένας μας.»

«Και ήρθες να το δεις μόνη σου;» πετάγεται εκεί η Χριστίνα που εξ αρχής της είχε φανεί παράξενη και κάπως θαρραλέα η κίνηση της κοπέλας για την οποία τους μιλούσε η Κατερίνα.

«Κανένας δεν ήθελε να το μοιραστεί μαζί μου οπότε, γιατί όχι;»

«Και πόσες μέρες θα κάτσεις;» ρωτάει η Ειρήνη.

«Έχω άλλες δέκα μέρες...»

«Άλλα εννέα βράδια για πολύ ποτό και ξενύχτι δηλαδή!» Η Κατερίνα προσπαθώντας να αποστρέψει την υπερβολική προσοχή που παίρνει η Δόμνα, πλησιάζει την κοπέλα και αγκαλιάζοντας τους ώμους της, υπενθυμίζει στους φίλους της τον λόγο που την έφερε μαζί της: για να γνωρίσει την αλλιώτικη μεριά του νησιού, την νυχτερινή του ζωή.

Η ξανθιά κοπέλα γελά ντροπαλά και αισθάνεται να κοκκινίζουν τα μάγουλά της πάλι στην σκέψη ότι ίσως η παρέα της αρέσει και ίσως τις επόμενες μέρες τις περάσει πιο έντονα, μπορεί και ξέφρενα.

«Με πήρε τηλέφωνο ο Ιάσονας και με ρώτησε αν αργούμε, πάμε πριν μας πάρουν την κράτηση.» Ο Στέλιος τραβάει τα βλέμματα και χωρίς πολλά-πολλά, ξεκίνησαν για το μαγαζί που δουλεύουν τα αδέρφια.

Η Κατερίνα δεν άφησε από το πλευρό της την Δόμνα και αυτό ανακούφισε την ξανθιά κοπέλα που με ευγνωμοσύνη ακούει κάθε συμβουλή της. Φτάνουν στο μικρό μαγαζάκι με τα ελληνικά να παίζουν δυνατά και κάθονται χωρίς να περιμένουν το «εντάξει» από κάποιον σερβιτόρο. Η επόμενη κίνηση είναι ο Στέλιος να μετρήσει τα «κεφάλια» της παρέας και έπειτα, να σφυρίξει σε έναν από τους δύο άνδρες που τρέχουν να εξυπηρετήσουν, ώστε να τους πλησιάσει.

Αυτός που πλησιάζει φοράει γυαλιά μυωπίας, είναι ψηλός, με καστανόξανθο μαλλί και βέρα στο χέρι. Είναι γύρω στα τριάντα με τριανταπέντε και η διαφορά ηλικίας με τα υπόλοιπα παιδιά της παρέας είναι αισθητή. Φτάνοντας κοντά τους, η Δόμνα μπορεί να παρατηρήσει την εξαιρετική ομοιότητα με τον άλλον σερβιτόρο και αν 1+1 κάνει 2, τότε εδώ δουλεύουν τα αδέρφια Ιάσονας και Λεοντής. Οι φωνές και τα αλλεπάλληλα επιφωνήματα που συνοδεύουν το «Ιάσονας» ξεδιαλύνουν το τοπίο εντελώς για εκείνη.

«Τι σας φέρνω;» ρωτά χαμογελώντας και σκανάρει την παρέα διακριτικά, χωρίς να κολλάει στιγμή στο νέο μέλος.

«Να πάρουμε κανένα κοκτέιλ ή απευθείας στα βαθιά;»

Κοιτούν όλοι τους την Δόμνα. Η κοπέλα, που δεν πίνει καν αρκετά για να αποφασίσει για όλη την παρέα, διαβάζει τα βλέμματα όλων.

«Ποια είναι τα βαθιά;» ρωτά χαμηλόφωνα την Κατερίνα και η καστανομάλλα γελάει.

«Σφηνάκια.»

«Σφηνάκια λοιπόν...»

«Φέρε μας 28 για αρχή και έπειτα βλέπουμε.»

Η Δόμνα είναι καλή στα μαθηματικά. Αν τα είχε επιλέξει στις Πανελλήνιες για πέμπτο μάθημα μπορεί και να είχε περάσει Χημικών Μηχανικών που ήθελε αλλά κατέληξε τελικά με το πτυχίο της ονειρεμένης της σχολής στο χέρι, πέντε κιόλας χρόνια μετά.

Στο θέμα μας, η Δόμνα είναι καλή στα μαθηματικά. Αν μαζί με εκείνη πίνουν ακόμη έξι άτομα, σημαίνει ότι από τα 28 σφηνάκια τις αναλογούν τα τέσσερα. Την πιάνει ήδη πονοκέφαλος. Γιατί δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν ξενυχτάει, δεν δεν δεν... Αποφασίζει όμως να κάνει μια εξαίρεση και να περάσει καλά σήμερα, πίνοντας ό,τι της φέρουν.

Ο δίσκος με τα 28 σφηνάκια καταφτάνει. Είναι όλα τους διάφανα, με μια φέτα λεμόνι στο καθένα. Η Δόμνα πανικοβάλλεται, η Κατερίνα την καθησυχάζει.

«Δεν μου αρέσει η τεκίλα», παραδέχεται εκείνη.

«Μετά το τρίτο δεν θα καταλάβεις ότι είναι τεκίλα.»

Η Δόμνα ξεφυσά και χαϊδεύει από τώρα το στομάχι της, που αύριο θα πονάει. Το συκώτι της προς το παρόν της περνάει αδιάφορο.

Και ο σερβιτόρος έφτασε δίπλα της με τον δίσκο γεμάτο. Σηκώνοντας το βλέμμα της, βλέπει τον Λεοντή να της χαμογελά αφήνοντας μπροστά της και πρώτα σε εκείνη τα τέσσερα μικρά ποτήρια.

«Για κάθε σφηνάκι τεκίλας που θα πίνεις εσύ, θα πίνω ένα κι εγώ. Εντάξει;»

«Πολύ φοβάμαι ότι δεν θα πιώ πολύ οπότε ίσως δεν είμαι ο άνθρωπος που ψάχνεις.»

«Μπορεί να έχεις και δίκιο.» Αφήνει και το τελευταίο ποτήρι στο τραπέζι και βάζει τον δίσκο κάτω από την μασχάλη του. Παίρνει ένα σφηνάκι για εκείνον και αφήνει ένα ακόμη στην Δόμνα, κοιτώντας την πονηρά.

«Πάρε το λεμόνι στο αριστερό σου χέρι.»

Η κοπέλα το κάνει, ακολουθώντας τις δικές του κινήσεις.

«Με το τρία θα πιείς, εντάξει;»

Σαν να το έχει καταλάβει ότι η κοπέλα αποτελεί πρότυπο νέου ανθρώπου, δεν μετράει γρήγορα. Ενώ όλοι οι υπόλοιποι έχουν πιει μεμιάς και τα τέσσερα σφηνάκια τους –και τώρα τους κοιτούν– εκείνοι ακόμη μετρούν για να πιούν το ένα!

Τελικά στο «τρία», πίνουν ταυτόχρονα το διάφανο ποτό και αφήνουν το άδειο ποτηράκι στο τραπέζι συγχρόνως. Η Δόμνα κοιτά τον Λεοντή με παραμορφωμένη έκφραση. Εκείνος της δείχνει το λεμόνι και μαζί το πιπιλούν μέχρι η ξινή γεύση του λεμονιού να αντικαταστήσει την έντονη γεύση του οινοπνεύματος.

Η κοπέλα νιώθει ήδη το στομάχι της να καίει με το πρώτο σφηνάκι. Ο Λεοντής όμως πιάνει τα επόμενα δύο ποτηράκια και δίνοντας το ένα σε εκείνη ξεκινά να μετρά αντίστροφα από το τρία γρηγορότερα από πριν. Για πότε ήπιαν και το δεύτερο σφηνάκι και πότε έβαλαν κατευθείαν το λεμόνι στα χείλη, η Δόμνα δεν το κατάλαβε.

Ο σερβιτόρος της χτυπά τον ώμο  έντονα και το ταρακούνημα την ζάλισε αρκετά για να παραπατήσει. Η Κατερίνα την σταθεροποιεί και χαζογελά με την κοπέλα που φαίνεται άμαθη μα τελικά είναι παραπάνω από όσο νόμιζε, στο ποτό.

Τα ποτήρια μαζεύονται και αντικαθίστανται από άλλα. Αυτή τη φορά δεν είναι τεκίλα, οπότε ο Λεοντής δεν κάθεται να πιεί μαζί της, όμως τσιμπά ένα σφηνάκι από την παρέα και το κατεβάζει πριν ακόμη το κάνουν οι υπόλοιποι. Φεύγει στιγμές αργότερα και συνεχίζει την δουλειά του. Οι φορές που πλησιάζει ξανά είναι για να αφήσει κι άλλα σφηνάκια και όσο η Δόμνα αναρωτιέται γιατί δεν πίνει μαζί της τεκίλα, όπως της «υποσχέθηκε», ο Λεοντής τρέχει να ικανοποιήσει κάθε πελάτη. Το μαγαζί αυτό το βράδυ είναι γεμάτο μα η Δόμνα φαίνεται να μην το παρατηρεί καθόλου...

Οι ώρες περνούν γρήγορα. Για πότε τελείωσε η βάρδια του Ιάσονα και του Λεοντή δεν το κατάλαβε κανένας. Τα δύο αδέρφια πρότειναν αμέσως, μετά από μια γύρα με σφηνάκια να πάνε στο καλύτερο κλαμπ των Φηρών. Η Δόμνα, που ξεκίνησε να ζαλίζεται από το τρίτο σφηνάκι της, φαίνεται να έχει άλλη άποψη οπότε όταν άφησε χρήματα πάνω στο τραπέζι και απέρριψε με περίσσεια ευγένεια την πρόταση, όλοι σπεύδουν να τις αλλάξουν γνώμη.

«Ένα ποτάκι είναι μόνο, σιγά!» την τραβάει από το χέρι η Κατερίνα.

«Θα γυρίσουμε νωρίς...»

«...το πρωί. Έλα, ζήσε το βράδυ στα Φηρά!» Η Ειρήνη και η Χριστίνα δεν φαίνεται να την βοηθούν.

«Αν φας κάτι θα είσαι καλύτερα;» Ο Στέλιος την πλησιάζει μα η Κατερίνα τον τραβάει μακριά της.

«Έλα, θα την πάω εγώ σπίτι της και θα έρθω να σας βρω.» Ο Λεοντής μιλά πάνω από όλους. Η Κατερίνα, που δεν παρέλειψε το ενδιαφέρον του για την Δόμνα όλη την βραδιά, αλλά και από την Δόμνα για εκείνον, νιώθει το αίμα της να βράζει.

«Μπορώ να την πάω εγώ, δεν έχω θέμα.» πετάγεται εκείνη.

«Και πως θα γυρίσεις μόνη σου;»

«Όπως εσύ;!»

«Κατερίνα εγώ θα πάω με την γουρούνα. Πηγαίνετε και θα έρθω κι εγώ.»

Η Νικολέτα χαϊδεύει το μπράτσο της φίλης της και της κάνει νόημα να την πλησιάσει. Όλοι οι υπόλοιποι αγκαλιάζουν την ξανθιά κοπέλα και την καλούν αυτόματα στην αυριανή βραδινή τους τσάρκα. Ο Λεοντής δεν μένει να ακούσει όσα έχει η παρέα του να της πει και περπατά κάπως αργά προς τα εκεί όπου έχει αφήσει το όχημα.

Η Δόμνα τον προλαβαίνει επιταχύνοντας πάνω στο μικρό της τακούνι με τον κίνδυνο να πέσει. Φτάνοντας δίπλα του βλέπει το τσιγάρο στο χέρι και μυρίζοντας λίγο την ατμόσφαιρα ανακουφίζεται που δεν παίρνει παραδείγματα από τον Γιάννη.

«Και λοιπόν, από Αθήνα είσαι;» την ρωτά σπάζοντας την σιωπή που είχε τυλίξει τον αέρα γύρω τους.

«Ναι, εκεί μένω. Εσύ ντόπιος;»

Της γελά και έπειτα γνέφει. Χτενίζει δύο τρεις τούφες από τα σκούρα του μαλλιά με τα δάχτυλά του και έπειτα βγάζει καπνό από τα χείλη του αρκετό. «Ντόπιος.»

«Πως σου φαίνεται η Σαντορίνη τον χειμώνα;»

«Έρημη, θα προτιμούσα την Αθήνα.»

«Και γιατί δεν έρχεσαι;»

«Κωλώνω λίγο.»

Τώρα είναι η σειρά της Δόμνας να γελάσει. «Τι σε κρατάει πίσω;»

Αφήνει το τσιγάρο να πέσει στον δρόμο και το πατά σβήνοντας τις σπίθες. Βγάζει πολλά κλειδιά από την τσέπη του και όταν τελικά βρίσκει αυτό που θέλει την οδηγεί με ένα νεύμα προς το μαύρο όχημα με τις τέσσερις ρόδες.

Την βοηθά να ανέβει –αν και δεν είναι δύσκολο– και όταν παίρνει την θέση του και εκείνος, η Δόμνα κάνει πάλι την ερώτησή της.

«Τι φοβάσαι;»

«Αύριο τι έχεις στο πρόγραμμά σου να κάνεις;»

«Ίσως πάω στην θάλασσα. Δεν ξέρω. Γιατί;»

«Αύριο έχω ρεπό. Αφού δεν έχεις κλείσει ξεναγό, θα γίνω εγώ ένας και θα σου δείξω την Σαντορίνη όπως την ξέρω εγώ. Σύμφωνοι;»

Η απάντηση της Δόμνας είναι η αναμενόμενη. Στο δικό της «ναι», ο Λεοντής χαμογελά και βάζει μπρος. Λίγο αργότερα διανύει μια μικρή διαδρομή και φτάνει στο μαγαζάκι του κύριου Μέλιου που αυτή την ώρα είναι σκοτεινό. Η ξανθούλα ευχαριστεί τον σερβιτόρο για την εξυπηρέτηση και ανεβαίνει ήσυχα τα σκαλιά για το σπίτι που μένει.

Ο Λεοντής φεύγει όταν βλέπει τα φώτα να ανοίγουν. Κάποιες στιγμές αργότερα αυτός βρίσκεται μαζί με την υπόλοιπη παρέα να χορεύει και να πίνει, ενώ εκείνη έχει αλλάξει και κάθεται βαριεστημένα στην καρέκλα μπροστά από τον καθρέφτη.

Πατάει ένα κουμπί στο μαγνητοφωνάκι της και καθώς περνάει το μαντηλάκι της πάνω στο βαμμένο της πρόσωπο, ακούει τον κύριο Μέλιο να μιλάει.

«Το λάθος μας είναι που αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους σαν μονάδες. Κάθε άνθρωπος έχει σταθερές και μεταβλητές μονάδες δίπλα του που τον καθιστούν το μέρος του «όλου». Σαν το κομμάτι ενός παζλ. Άρα, κάθε άνθρωπος στην ζωή μας πράττει με βάση αυτές τις σταθερές και εκείνες τις μεταβλητές. Μέχρι να μας κατατάξει σε μια από τις δύο κατηγορίες είμαστε απλώς αριθμοί και έπειτα, εκεί όπου θα μας βάλει, εκεί θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε. Αν είσαι μεταβλητή φρόντισε να συμπεριφέρεσαι σαν μια, μην προσπαθείς να γίνει σταθερά. Σεβάσου τα όρια. Αν δεν είσαι ευχαριστημένος φύγε, αν δεν θέλεις, κάνε υπομονή, αν δεν αντέχεις, τι να πω... Κουράγιο.»

Η Δόμνα έβαλε το ξυπνητήρι της στις δέκα του επόμενου πρωινού και έκλεισε το μαγνητόφωνο όταν ο κύριος Μέλιος σταματά με τις φιλοσοφίες του και έπειτα την ενημερώνει να κλείσει «το μαραφέτι».

Το δωμάτιο γυρίζει για λίγη ώρα αφού έχει ξαπλώσει μα η κούραση την βοηθά να τα αγνοήσει όλα.

Το μυαλό της κολλάει στην απάντηση που δεν πήρε από τον άνδρα που την γύρισε σπίτι. Τελικά γιατί δεν πάει στην Αθήνα; Μα αν είχε κάνει λίγη ησυχία και του είχε δώσει λίγο παραπάνω προσοχή θα τον είχε ακούσει να ψιθυρίζει πως «απλώς φοβάται».

Και τι είναι η Αθήνα για να την φοβαται;

»«»«»«

Καλώς ήρθατε επισήμως σε ετούτο το βιβλίο! Εύχομαι να είστε καλά και να έχετε επιβιώσει από την μελαγχολία του καλοκαιριού και των διακοπών. Εγώ όπως βλέπετε δυσκολεύομαι αρκετά οπότε είπα να εκτονώσω αυτή την θλίπση στο wattpad και νομίζω έκανα καλά.

Σχετικά με το βιβλίο: Θα έχει λίγα κεφάλαια, αν μετράω καλά είναι επτά μόνο και θα ανέβουν γρήγορα.

Όπως κάθε ιστορία, έτσι κι αυτή, είναι στην αρχή της και το ζουμί δεν φαίνεται ακόμη. Keep reading and wait for it.

Αυτά από εμένα. Πάω να κλάπσω στην γωνία μου με το πέρας του καλοκαιριού και επιστρέφω με νέο κεφάλαιο πολύ σύντομα.

-Φέικ Σίλβερ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top