Και τι είναι δέκα μέρες;
Ο Λεοντής είναι πλασμένος από χέρια Έλληνα Θεού, με χώμα και νερό αμιγώς εγχώριο. Η φύση τον αγάπησε από την πρώτη στιγμή, δίνοντάς του δέρμα σταρένιο και χαρακτηριστικά σκούρα. Με μια πινελιά του Ξένιου Δία, απέκτησε κάθε μορφής χρώμα από την παλέτα του φιλόξενου θεού και μεγαλώνοντας πρέσβευε το ελληνικό πρότυπο μέσα στα στενά της Σαντορίνης.
Κάποια στιγμή έφυγε για τα ΤΕΦΑΑ της Θεσσαλονίκης και αργότερα γύρισε ξανά στα πάτρια εδάφη για να βοηθήσει την οικογένειά του αλλά και γιατί ο αέρας του νησιού είναι αλλιώτικος από εκείνον της πόλης. Το πτυχίο μένει χωμένο στο συρτάρι του πατρικού του και τώρα απλώς δοκιμάζει την τύχη του πλάι στον επιχειρηματία αδερφό του. Προς το παρόν όλα βαίνουν καλώς.
Ή τουλάχιστον, έβαιναν καλώς, μέχρι να του κατέβει στο κεφάλι η φαϊνή ιδέα να ξεναγήσει την Δόμνα στο νησί. Με την πρόταση αυτή άνοιξε την πόρτα ασφαλείας του, βγήκε από τα όρια που ο ίδιος είχε θέσει στον εαυτό του και περπατώντας σε σκοινί τεντωμένο πάνω από το ηφαίστειο της Σαντορίνης, έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω του.
Ο Ιάσονας, ο αδερφός του, το έχει ξαναδεί το έργο.
Θα το παίξει τζέντλεμαν, θα την γυρίσει μέσα σε τρεις μέρες σε όλα όσα πρέπει και ύστερα, λίγο πριν φύγει, θα περάσει μια νύχτα μαζί της, θα της υποσχεθεί ότι θα την επισκεφτεί στην Αθήνα με το πέρας της σεζόν και όταν γυρίσει σπίτι θα την κάνει μπλοκ από παντού. Η κοπέλα θα φτάσει στην πόρτα τους, θα ρωτήσει τον αδερφό του ή την κουνιάδα του για το που είναι, μετά εκείνοι θα βρουν μια δικαιολογία ότι πήγε να σκουπίσει την θάλασσα, η κοπέλα θα αφήσει ένα γράμμα «προσωρινού αποχαιρετισμού» το οποίο ο Λεοντής δεν πρόκειται να διαβάσει ποτέ και θα ζήσει εκείνος καλά, και αυτή... ποιος ξέρει; Μάλλον θα περιμένει τηλέφωνό του.
Κρίμα να το περάσει αυτό η Δόμνα όμως. Του φάνηκε καλή κοπέλα και σίγουρα δεν είναι για τα δόντια του αδερφού του. Η Χρύσα, ναι!, άξιζε την αντιμετώπιση. Μα αυτό είναι αλλουνού παπά Ευαγγέλιο. Στο σημερινό ανάγνωσμα της Καινής Διαθήκης, ο αδερφός του έχει σηκωθεί από νωρίς, στις οκτώ ακριβώς, και έχει ξεκινήσει τις ετοιμασίες του.
«Τι θέμα λες να βάλουν φέτος;» ρωτάει ο Ιάσονας τραβώντας την προσοχή του στο λεπτό. Άλλο ένα βράδυ που κοιμήθηκε στο σπιτάκι του μικρού αδερφού του και δεν τον είδε η γυναίκα του στα χάλια από ένα μεθύσι.
«Έλα μου;»
«Έχεις να ξυπνήσεις τόσο νωρίς από τότε που έδινες Πανελλήνιες και ρωτάω εγώ, τι θέμα λες να πέσει.»
«Από τότε που γέννησε η γυναίκα σου πέθανε το χιούμορ σου.»
«Διόρθωση, εξευγενίστηκε.»
Ο Λεοντής τώρα τον αγνοεί. Τρώει την ομελέτα του και κοιτά στο κινητό του μερικά μαγαζιά στην Περίσσα που ίσως ταιριάζουν με το στυλ της ξανθούλας που αποφάσισε να ξεναγήσει σε όλο το νησί. Αυτή δεν είναι για μπιτσόμπαρα και ξεφτιλίκια, αυτή θέλει ποιότητα, θέλει ηρεμία ίσως. Ήρθε στην Σαντορίνη μόνη της για τόσες μέρες, σίγουρα δεν γουστάρει φασαρίες.
«Τι πρόγραμμα έχεις;»
«Μπάνιο στην Περίσσα, φαγητό και μικρή ξενάγηση στον Πύργο και μετά σπίτι για ύπνο γιατί έχω κοιμηθεί τρεις ώρες.»
«Αφού ξέρεις πως όταν το παίζεις Ευτύχης Μπλέτσας δεν σου βγαίνει σε καλό, τι το κουράζεις;»
«Λες να έκανα μαλακία;»
«Όχι, όχι ακόμη. Απλά αν κατάφερες να τα σκατώσεις με τις σουρλουλούδες, η Δόμνα είναι τελειωμένη υπόθεση με τελεσίγραφο στην τελευταία σελίδα.»
«Την υπόσχεση θα την κρατήσω, μόνο ξεναγός θα είμαι. Δεν έχω όρεξη καλοκαιριάτικα ούτε να με ψάχνουν σε όλο το νησί, ούτε για να χάνομαι από προσώπου Γης.»
«Άντε μπράβο.»
Ο Ιάσονας όμως δεν παρέλειψε την αμφιβολία στα μάτια του αδερφού του. Ξεφυσά και αναθεματίζει την αβεβαιότητα στα λόγια του Λεοντή. Αφού δεν θα την κρατήσει την υπόσχεσή του...
Η Δόμνα είναι έτοιμη από τις δέκα και μισή. Νιώθει ελάχιστα αγχωμένη, αυτό το παραδέχεται μόνο στις φίλες της που βρίσκονται στο πλοίο για την Ίο. Όλες τους ενθουσιάστηκαν όταν τους μετέφερε τις εξελίξεις από το νησί και ενδόμυχα την ζήλεψαν, όλες θα ήθελαν να βρίσκονται στην θέση της. Τελικά, όμως, χάρηκαν και της ευχήθηκαν καλή τύχη πριν εκείνη τους αποχαιρετήσει.
Φόρεσε την τσάντα της στον ώμο και κατέβηκε στο μαγαζάκι του κύριου Μέλιου έχοντας στο χέρι μονάχα το μαγνητοφωνάκι της.
Ο ηλικιωμένος άνδρας αμέσως χαμογελά στην όψη της.
«Που είσαι εσύ; Σε πλάκωσε το στρώμα; Τέτοια ώρα πάντα έχεις φύγει...»
«Ξενύχτησα εχθές!»
«Και το Κατερινιώ γύρισε αργά... Την άφησα να κοιμηθεί λίγο παραπάνω, καλά έκανα λες;»
«Πολύ καλά! Κι εγώ έχω κανονίσει ξενάγηση αλλιώς δεν θα ξυπνούσα μέχρι νωρίς το μεσημέρι.»
Ο κύριος Μέλιος δεν παραξενεύεται. Όλοι οι τουρίστες σπαταλούν τα λεφτά τους σε ψευτοξεναγούς που βλέπουν το νησί κάθε χρόνο μόνο για τρεις μήνες και το παίζουν παντογνώστες. Ωστόσο, αυτό δεν το λέει στην Δόμνα, δεν θέλει να την στεναχωρήσει για τα λεφτά της. Αντίθετα, της χαμογελά και την ρωτά για το πρόγραμμα. Όταν η κοπέλα απαντά πως δεν γνωρίζει τίποτα, ο κύριος Μέλιος θέλει να την πιάσει από την κοτσίδα και να την γυρίσει σβούρες μέχρι να συνέλθει. Όμως, πάλι χαμογελά και συγκρατεί τον εαυτό του.
«Δεν ξέρω αν θα αργήσω ή όχι γι' αυτό, σας έφερα το μαγνητόφωνο. Πείτε ό,τι θέλετε και εγώ θα τα ακούσω το βράδυ.»
Ο άνδρας στην θέση λίγο πιο δίπλα της χαμογελά και πιάνει την συσκευή αμέσως. Δεν προλαβαίνει να της πει κάτι περισσότερο και ο ήχος της γνωστής στην γειτονιά γουρούνας τον αποσπά.
«Καλώς τα μάτια μας τα δυο. Πως και από εδώ Λιοντάρι;»
«Ήρθα να πάρω την κοπελιά και να την ξεναγήσω.»
Ο κύριος Μέλιος ξεσπά σε γέλια. «Αυτόν έκλεισες Δόμνα παιδί μου;»
Η κοπέλα τους κοιτά παραξενευμένη. Ο Λεοντής ετοιμάζεται να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Το παράθυρο που ανοίγει από το απέναντι σπίτι και έπειτα κλείνει με δύναμη αποσυντονίζει και τους τρεις. Ο Λεοντής που κοιτά το ρολόι του ανυπόμονος, πιάνει σφιχτά το χέρι της ξανθιάς κοπέλας και την βάζει να κάτσει πίσω του χωρίς να κατέβει από το τετράκυκλο.
«Ξυπνήσαμε το Κατερινιώ, πάμε να φύγουμε πριν κατέβει και μας πελεκίσει.»
Η Δόμνα γελάει και ο κύριος Μέλιος το ίδιο. Ο Λεοντής βάζει μπρος και ύστερα χάνονται μέσα στα δρομάκια των Φηρών με προορισμό την Περίσσα. Η Δόμνα βέβαια αυτό δεν το ξέρει και ούτε καίγεται να μάθει. Κοιτά την διαδρομή μαγεμένη από την εναλλαγή τοπίων και απολαμβάνει τον αέρα που χτυπά πάνω της. Με το ένα της χέρι κρατά τον ώμο του οδηγού ενώ με το άλλο στερεώνει την τσάντα της ανάμεσα στα δύο τους σώματα.
«Καλά είσαι εκεί πίσω εσύ;» την ρωτά περίπου στα μισά της διαδρομής. Η κοπέλα με το ζόρι ακούει την ερώτηση και τελικά με όση δύναμη έχει στα πνευμόνια της τον διαβεβαιώνει πως είναι καλά.
Αυτό βέβαια δεν ισχύει και όταν φτάνουν στην παραλία. Δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να βρει απομακρυσμένο μέρος στην πολυσύχναστη Περίσσα μα ο Λεοντής ξέρει καλύτερα. Πάρκαρε το όχημα όπου βρήκε και έπειτα, την βοήθησε να κατέβει κάπως ζαλισμένη από την γουρούνα.
«Η Σαντορίνη δεν έχει ωραίες παραλίες.»
«Όχι, δεν έχει.»
«Δεν έρχεσαι γι' αυτό στο νησί. Αλλά ένα τίμιο μπάνιο το κάνεις.»
«Το μαύρο χαλίκι με φοβίζει.»
Ο Λεοντής σταματά να περπατά προς το αγαπημένο του μέρος και την κοιτά με το στραβό του χαμόγελο και το μπερδεμένο βλέμμα να φτιάχνουν έναν εξαιρετικό συνδυασμό. «Τι εννοείς;»
«Όταν θα κολυμπάω θα βλέπω μαύρο και αυτό είναι το χειρότερό μου.»
«Μην αγχώνεσαι θα σου φουσκώσω τα μπρατσάκια και θα είσαι ασφαλής.»
Η κοπέλα δεν εκτίμησε το χιούμορ του. Αντίθετα, αδιαφόρησε εντελώς για το σχόλιό του και περπάτησε εκείνη μπροστά του ψάχνοντας ένα καλό μέρος για να απλώσει την πετσέτα της. Σαν από τηλεπάθεια, άρχισε να κατευθύνεται προς την σκιά εκείνη που ο Λεοντής είχε ιδιοποιηθεί μερικά καλοκαίρια πριν και που τώρα τον καλεί να πάει πάλι.
Μέχρι να την φτάσει εκείνη έχει βγάλει ήδη την πετσέτα της και την έχει απλώσει στο μαύρο χαλίκι, το οποίο θα φροντίσει να φωτογραφήσει αργότερα και γυρίζοντας την πλάτη της σε εκείνον που πλέον ξαπλώνει στην δική της (!) πετσέτα, βγάζει σιγά το τζιν σορτς της μαζί με την κίτρινη μπλούζα, με το κοντό μανίκι.
«Δική σου πετσέτα γιατί δεν έφερες;»
«Φάνηκες πολύ οργανωμένη για να μην φέρεις εσύ οπότε το εκμεταλλεύτηκα.»
«Θα κολυμπήσεις καθόλου;» τον ρωτά έπειτα, αδιαφορώντας για την απάντησή του.
«Όχι, έχω περίοδο.»
Η κοπέλα τον κοιτά χωρίς αντίδραση. «Υποτίθεται εγώ γελάω τώρα;»
«Κάτι παίζει με το χιούμορ σου.»
«Κάτι δεν πάει καλά με το δικό σου, βασικά.»
Όταν η Δόμνα περπατά προς την θάλασσα και τον αφήνει ξαπλωμένο, ο Λεοντής αισθάνεται την ανάγκη να δικαιολογήσει τον εαυτό του. Έτσι, λοιπόν, καθώς βγάζει το φανελάκι που φορούσε, τρέχει προς την κοπέλα η οποία ακούγοντάς τον να την πλησιάζει επιταχύνει το βήμα της. Καλά, ίσως να φταίει και το καυτό χαλίκι που της δημιουργεί εγκαύματα τετάρτου βαθμού. Και η ώρα είναι μόνο δώδεκα.
Όταν πατούν εκεί όπου αφρίζει η θάλασσα αισθάνονται ταυτόχρονα μια ανακούφιση. Το κρύο νερό, ωστόσο, που ξεκινά να ανεβαίνει πάνω τους όσο περπατούν σιωπηλά προς τα βαθιά, δεν τους αφήνει ανεπηρέαστους. Εκείνη δυσανασχετεί και σιγά σιγά απλώνει λίγο στα χέρια και στην κοιλιά της. Ο Λεοντής από την άλλη κλείνει τα μάτια του αναθεματίζοντας μα στην συνέχεια το παίρνει απόφαση και βουτάει άτσαλα δίπλα της, βρέχοντάς την για τα καλά.
«Άμα σου γαμ-» Ούτε που προλαβαίνει να τον βρίσει με την άνεσή της, την τραβά σφιχτά από το χέρι προς τον βυθό μαζί του. Όταν το κρύο χτυπάει το σώμα της εκείνη αποφασίζει να κολλήσει πάνω σε εκείνο του Λεοντή που της φαίνεται ιδανικά ζεστό κόντρα στην θερμοκρασία του νερού.
Βγαίνουν μαζί στην επιφάνεια της θάλασσας και έρχονται αντιμέτωποι ο ένας με την διάθεση του άλλου. Η ξανθούλα βλέπει έναν ευδιάθετο άνδρα ενώ εκείνος γελάει με το τρέμουλο στα χείλη της.
«Μύτη πρόλαβες να κλείσεις ή έπρεπε να έχω προνοήσει;»
«Ώχου, πάψε!»
Τρίβει με τις παλάμες της τα χέρια της θέλοντας να αυξήσει την θερμοκρασία και δίνει λίγο χρόνο στον εαυτό της να συνηθίσει στο κρύο που αισθάνεται. Δεν είναι κρυουλιάρα ή περίεργη, απλώς οι απότομες αλλαγές θερμοκρασίας δεν της αρέσουν καθόλου, όπως σε κάθε φυσιολογικό άνθρωπο. Ο Λεοντής δεν είναι φυσιολογικός.
«Αν κάτσεις όλη κάτω από το νερό θα το συνηθίσεις πιο γρήγορα.»
Η κοπέλα απλώς τον κοιτά.
«Εγγυημένη πληροφορία», συνεχίζει αυτός.
Η Δόμνα δεν πτοείται και εντείνει το βλέμμα της.
«Εμπιστεύσου με.»
Σιγά-σιγά η ξανθιά, τρομερά άσπρη, κοπέλα μπαίνει στο νερό και ενώ στην αρχή θέλει να τον χτυπήσει για το πόσο λάθος είναι, τελικά καταλαβαίνει πως έχει δίκιο. Θα του το παραδεχτεί όμως; Όχι, αυτό δεν θα γίνει.
Απλώς θα ξεκινήσει να κολυμπά μακριά του για να συνεφέρει τον εαυτό τις από τις διαβολεμένες σκέψεις που κάνει στην όψη του. Δεν έχει σώμα μοντέλου μα είναι «όπως πρέπει» για τα δικά της πρότυπα. Οι βλεφαρίδες του, πυκνές και μεγάλες, με το νερό κάνουν τα μάτια του, που είναι σκούρα σαν το χαλίκι του βυθού, να φαίνονται ακόμη πιο στρογγυλά.
Ο Λεοντής, βέβαια, δεν την αφήνει να ηρεμήσει καθόλου. Κολυμπάει δίπλα της, χωρίς κόπο, μόνο με δύο ή τρεις, δεν μέτρησε, εναλλαγές στα χέρια του και της χαμογελά. Η κοπέλα δεν μπορεί να σκεφτεί όμως τίποτε πέρα από το μαύρο που απλώνεται κάτω από τα πόδια της.
«Φοβάσαι όντως;»
«Δεν είναι και το καλύτερό μου.»
Η Δόμνα περίμενε κάποιο πείραγμα, κάποια γκριμάτσα. Αντ' αυτού ξεκίνησε να κολυμπά προς τα ρηχά και της φώναξε καθώς απομακρύνονταν «να βγουν έξω». Η κοπέλα βρέθηκε να κολυμπά γρήγορα μέχρι που τον φτάνει λίγο πριν βγει όλος έξω από το νερό.
«Μπορείς να κάτσεις αν θέλεις να κολυμπήσεις εσύ.»
«Αν ήθελα θα καθόμουν.»
Βγαίνουν ταυτόχρονα από το νερό και περπατούν συγχρονισμένα μέχρι τα πράγματά τους. Εκείνη πιάνει την πετσέτα της και την τυλίγει γύρω της ενώ αυτός ξαπλώνει χωρίς να τον ενδιαφέρει το υγρό του σώμα, ούτε και το κρύο που τον χτυπά με το αεράκι, πάνω στην πετσέτα που άπλωσε πριν η κοπέλα. Πιάνει τα τσιγάρα του και όταν τα χέρια του στεγνώνουν ξεκινά να στρίβει ένα.
«Αν ήξερα ότι δεν σου αρέσει η θάλασσα δεν θα σε έφερνα. Το σημειώνω για τις επόμενες μέρες.»
«Ούτε εσύ φαίνεσαι μεγάλος φαν της θάλασσας.»
«Καλή είναι μωρέ...» Φέρνει το τσιγάρο που μόλις έστριψε στο στόμα, το ανάβει με τον αναπτήρα του και έπειτα φυσά τον καπνό που πρόλαβε να ρουφήξει. Η κοπέλα δεν μπορεί να αντισταθεί σε αυτό που βλέπει. Πιάνει την φωτογραφική της από την τσάντα και ρυθμίζοντάς την γρήγορα, υψώνει τον φακό πάνω του. Με ένα κλικ έχει την πρώτη του λήψη.
«Ωραίος βγήκα;» Η Δόμνα γελάει. «Πολύ.» Τώρα γελά εκείνος. Άλλο ένα κλικ και το γέλιο του κόβεται μαχαίρι. «Να την δω;» Η ξανθούλα δεν του απαντά μόνο κοιτά την οθόνη της μηχανής της και πειράζοντας ακόμη λίγο τις ρυθμίσεις της, σηκώνει πάλι την φωτογραφική ψηλά.
Στο πρώτο αυτό κλικ της φαίνεται άψυχος, έπειτα στο δεύτερο μπερδεμένος και στο τρίτο κουνιέται. «Κάτσε σταθερός και κοίτα το υπερπέραν.»
Ανασηκώνει το φρύδι του αλλά κάνει ό,τι του λέει.
«Μπα, δεν σου πάει. Χαμογέλα.»
Όταν ακούει το πέμπτο κλικ, σταματά να χαμογελά. «Ωραίος βγαίνω;»
«Συμπαθητικός. Αγχώνεσαι με την κάμερα και φαίνεται, όταν δεν το περίμενες ήσουν καλύτερος.»
Είναι έτοιμος να θιχτεί από τον τόνο της μα αποφασίζει να την πειράξει, κάτι που αγάπησε να κάνει από την πρώτη στιγμή που είδε τις γκριμάτσες της στο πείραγμά του. «Από φωτογράφους δεν ξέρω γρι αλλά δεν φαίνεσαι έμπιστη.»
«Ούτε εσύ μοιάζεις με μοντέλο, αλλά τι κάνω... Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.»
«Είμαι το λιγότερο σουτζουκάκια.»
«Το ακούω...»
«Λοιπόν, τι σπουδάζεις;»
«Δεν σπουδάζω, είμαι νοσηλεύτρια.»
«Δηλαδή είσαι κάτι περισσότερο από είκοσι δύο;»
Η Δόμνα χαμογελά και γνέφει. «Είμαι είκοσι επτά.»
«Οριακά πολύ, εγώ πάτησα τα είκοσι οκτώ.»
«Γέρασες και εσύ..»
Τώρα ο Λεοντής χαμογελά. «Εγώ υποθετικά είμαι γυμναστής. Πολύ υποθετικά.»
«Υποθετικά σου πάει.»
«Υποθετικά είναι το μοναδικό επάγγελμα που μου πάει.»
«Μπα, το σερβιτοριλίκι κάτι σου δίνει.» Πνίγουν το γέλιο τους και ξαπλώνουν ταυτόχρονα στην πετσέτα. Η Δόμνα έχει εξομολογητική διάθεση.
«Νυστάζω και πεινάω.»
«Συμπάσχω. Κοιμήσου και όταν ξυπνήσεις θα πάμε για φαγητό.»
«Εσύ;»
«Θα καπνίσω λίγο και ούτε που θα το καταλάβω.»
Ευχαριστημένη κλείνει τα μάτια της και υπό τους καλοκαιρινούς ήχους της παραλίας τελικά πέφτει να κοιμηθεί. Ο Λεοντής κάνει το ίδιο, παρεκκλίνοντας από τα λόγια του εντελώς. Ούτε ένα τσιγάρο δεν έστριψε.
..................
Του κρατούσε μούτρα όσο έτρωγαν. Θα μπορούσε να είχε χάσει την φωτογραφική της, το κινητό της, τα λεφτά της, εκείνος τα κλειδιά του για την γουρούνα, το κινητό και το πορτοφόλι του...
«Μας τα πήραν; Όχι. Άρα τσάμπα γκρινιάζεις.»
Ακόμα του κρατάει μούτρα. Με το ζόρι έχει σφίξει τα χέρια της γύρω από την μέση του καθώς τρέχει εκείνος στον δρόμο αναγκάζοντάς την να κρατηθεί πάνω του.
Εκείνος δεν νιώθει τύψεις, όχι. Πήγε να αισθανθεί κάτι, όταν η κοπέλα πανικόβλητη έψαχνε στην τσάντα της με μανία αλλά την στιγμή που βρήκε όλα της τα πράγματα ένιωσε αυτομάτως την ανησυχία, ή έστω μια δόση της, να φεύγει.
Πάντως, δεν την παρεξηγεί την αντίδρασή της. Ναι, η κίνηση του να κοιμηθεί κι εκείνος χωρίς να την ξυπνήσει ήταν επιπόλαιη μα τελικά δεν σκότωσε και κανέναν και από την στιγμή που δεν τους έκλεψαν, θα μπορούσε να το έχει πάρει πιο ήρεμα.
Συνεχίζει όμως να την καταλαβαίνει.
Γι' αυτό, επειδή πέρα από επιπόλαιος είναι και άνθρωπος της μαλαγανιάς, θέλησε να αποσπάσει την προσοχή της από αυτό το μικρό του λάθος με το να την ξεναγήσει με τον δικό του τρόπο στην Οία. Εκείνη θα τρελαθεί να φωτογραφίζει το ηλιοβασίλεμα και τα στενά της πόλης ενώ εκείνος θα κερδίσει και πάλι την εύνοια της.
Έχει σχέδιο.
Η Δόμνα στην αρχή δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται πως απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τα Φηρά. Όταν όμως συντονίζει τον εαυτό της και κοιτάει λίγο καλύτερα το τοπίο, καταλαβαίνει αμέσως πως ο Λεοντής δεν την γυρίζει σπίτι όπως τον διέταξε!
«Νομίζω έχεις κάνει λάθος!» του φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορεί και ενώ περιμένει κάποια σοβαρή απάντηση (ακόμα δεν έμαθε;), βλέπει μονάχα ένα χαμόγελο, μικρό αλλά καθόλου διακριτικό.
«Θα δεις.»
«Δεν θέλω να δω.»
«Ε κατέβα τότε.»
«Σταμάτα να κατέβω.»
«Δεν θέλω να σταματήσω.»
Η κοπέλα εξαπολύει μια κραυγή οργής και ο Λεοντής απλώς ξεσπά σε γέλια τα οποία του κόβονται μαχαίρι όταν αισθάνεται τα χέρια της να χαλαρώνουν από την μέση του. Αντιδρά γρήγορα, βρίσκοντας την λύση στο πρόβλημα. Πατώντας λίγο το γκάζι και παίρνοντας λίγο πιο απότομα την επόμενη στροφή, καταφέρνει να κολλήσει πιο πολύ πάνω του την Δόμνα.
«Έχεις δει το ηλιοβασίλεμα;» την ρωτά έπειτα.
«Όχι.»
«Τέλεια, θα το δεις σήμερα.»
«Που πάμε;»
«Στην Οία.»
Ο Λεοντής φαντάστηκε την κοπέλα να χαμογελά ενοχικά που γρήγορα ξέχασε τα μούτρα που του κρατούσε και από το λίγο που την παρατήρησε, θα έχει κοκκινήσει σίγουρα. Και πράγματι, η Δόμνα φαίνεται ακριβώς έτσι, με την προσθήκη του ενθουσιασμού στα καστανά μάτια της. Είναι ανυπόμονη, πάρα πολύ, όμως, περιμένει τον Λεοντή να κλειδώσει το όχημά του και να τον αφήσει να την ξεναγήσει –όπως της είπε– στην πόλη με το ομορφότερο ηλιοβασίλεμα, για τους άλλους. Γιατί ο Λεοντής έχει άλλη άποψη.
Έτσι, λοιπόν, την πήρε από το χέρι –κυριολεκτικά– και την τράβηξε προς το στενό εκείνο που με την σειρά του θα τους οδηγήσει σε άλλα στενά, πιο κοντά στο Κάστρο της Οίας, εκεί από όπου το ηλιοβασίλεμα φαίνεται πια καλύτερα από ποτέ. Κάπου-κάπου σταματούν για να βγάλει φωτογραφίες η Δόμνα τους δεκάδες ανθρώπους, αντικείμενα, σχέδια, τα πάντα ενώ αρκετές φορές, όταν εκείνος δεν κοιτάει, γίνεται το μοντέλο της.
Τελικά, με τα πολλά, φτάνουν στο κάστρο αρκετά νωρίτερα από το ηλιοβασίλεμα, για να πιάσουν θέση μα αυτό δεν ενοχλεί την Δόμνα και σίγουρα όχι τον Λεοντή που η αγαλλίαση στο πρόσωπό της μοιάζει ανακουφιστική.
Όλη την υπόλοιπη ώρα μέχρι το ηλιοβασίλεμα εκείνη ασχολείται με την φωτογραφική της και τις ρυθμίσεις της ενώ εκείνος ελέγχει τις τουρίστριες και χαιρετά ντόπιες, χαμογελώντας έντονα. Η Δόμνα τα προσπερνάει όλα, δίνοντας βάση σε αυτό που υπάρχει μπροστά της. Χρώματα, δεκάδες χρώματα, ζεστά, ψυχρά, φωτεινά, σκοτεινά, όλα τους δένουν τέλεια γύρω από το φωτεινό αστέρι που κρύβεται πίσω από το Αιγαίο.
Και όσο ο ήλιος πέφτει τόσο περισσότερο αισθάνεται να ηρεμεί.
Η ηρεμία αυτή διαρκεί όσο η δύση του ηλίου. Λίγο.
Ο Λεοντής την σηκώνει από εκεί που κάθεται και έπειτα την οδηγεί σε σοκάκια χωρίς πολύ κόσμο, το ιδανικό για να βγάλει τις φωτογραφίες της. Νύχτωνε σιγά-σιγά, το λευκό κόντρα στο μπλε –οριακά μωβ– τοπίο, έκανε την τέλεια αντίθεση. Οι φωτογραφίες της κοπέλα μοιάζουν ονειρεμένες.
Μα ο νεαρός δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται τόσο για την καλλιτεχνική φύση της κοπέλας. Στην πρώτη ευκαιρία που του εμφανίζεται, ένα τηλεφώνημα από τον αδερφό του, απομακρύνεται από εκείνη. Ελπίζει όταν θα κλείσει το τηλέφωνο να έχει πέσει εντελώς ο ήλιος οπότε να τελειώσουν και οι φωτογραφίες. Λες και το βράδυ ασκεί κάποιος χούντα στους φωτογράφους και δεν μπορούν να κάνουν τίποτε.
Η Δόμνα πάντως δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται την δυσφορία του Λεοντή από το χόμπι της κι αυτό γιατί έχει φροντίσει να κάνει ήδη την πρώτη της επίσημη γνωριμία στο νησί.
Ο Γρηγόρης είναι γύρω στα τριάντα, σπουδάζει οικονομικά με πρώτο πτυχίο από το Φυσικό Αθήνας και αγαπά την φωτογραφία όσο τίποτα. Βλέποντας την ξανθιά κοπέλα να περπατά μπροστά από το μπαλκόνι του, με τον εξοπλισμό στα χέρια, δε μπόρεσε παρά να της πιάσει την συζήτηση και έπειτα όλα κύλησαν μόνα τους.
Άνοιξε για εκείνη ένα μπουκάλι κρασί που το φιλούσε για τους φίλους του εκείνο το βράδυ και έτσι πρόχειρα ξεκίνησαν να μιλάνε για το πάθος και των δύο μα έπειτα το κουβάρι άνοιξε και η συζήτηση εκτυλίχθηκε σε άλλα μονοπάτια, άλλους ρυθμούς.
Τελικά η Δόμνα έκανε τον Γρηγόρη μοντέλο της και τον φωτογράφισε μπροστά από την αμφιθεατρική θέα της Οίας. Έπειτα, ο νεαρός με τα πράσινα μάτια και τα σκούρα καστανόξανθα μαλλιά είχε μια πρόταση να κάνει.
«Γίνε η μούσα μου.» Έτσι της είπε.
Η Δόμνα πιάνει τον εαυτό της να κοκκινίζει. Ο Λεοντής που από μακριά τον ακούει, παραξενεύεται με το θάρρος του επίδοξου φωτογράφου να κάνει μούσα του, ποια; Την Δόμνα.
«Δεν είμαι καλή σε αυτό, προτιμώ να κάθομαι πίσω από τον φακό.»
«Οι φωτογράφοι αξίζουν λίγες στιγμές μπροστά από το γυαλί.»
«Δεν είναι για εμένα.»
Ο Γρηγόρης είναι έτοιμος να της απαντήσει και να προσπαθήσει να την πείσει πως πρέπει να γίνει για μια φορά το μοντέλο, ο Λεοντής όμως δεν το αφήνει αυτό.
«Δόμνα πάμε;»
«Περίμενε να σε βγάλω κάποιες φωτογραφίες και φεύγεις..»
Η ξανθιά κοπέλα βρίσκεται αντιμέτωπη με δύο άνδρες που με το βλέμμα του ο καθένας προσπαθεί να την πείσει για κάτι διαφορετικό. Τελικά, μένει σε εκείνο του Λεοντή.
«Πότε φεύγεις;» ρωτά τον Γρηγόρη βάζοντας την φωτογραφική της στην τσάντα.
«Μεθαύριο.»
«Αύριο θα έρθω ξανά. Εντάξει;»
Ο νεαρός της χαμογελά πλατιά και γνέφει ενθουσιασμένος. «Άρα, το τηλέφωνό σου να το ζητήσω αύριο;»
«Ναι, αύριο καλύτερα!» πετάγεται ο Λεοντής και τραβάει την κοπέλα κοντά του. Η Δόμνα χτυπάει έξαλλη το χέρι του και απεγκλωβίζεται αμέσως. Δεν έχει προλάβει να ζητήσει συγγνώμη στον Γρηγόρη εκ μέρους του Λεοντή και ο πρώτος έχει ήδη εξαφανιστεί.
«Μα καλά τι σε έπιασε;»
«Πρέπει να φύγουμε.»
«Ωραία; Θα μπορούσες να πεις ακριβώς αυτό και όχι να είσαι αγενής.»
«Ναι, σιγά τον κοντορεβυθούλη που θα νιώσω κι άσχημα.»
«Είσαι απαίσιος.»
«Έχε χάρη που δεν ήταν ντόπιος αλλιώς το λιγότερο τραμπούκισμα για το αισχρό πέσιμό του.»
Η κοπέλα γελάει λίγο με το ύφος του, μα συνεχίζει να προχωράει σιγά. «Αν αυτό ήταν αισχρό...»
«Δεν ήταν;»
«Όχι, βέβαια! Αλίμονο κι αν ήταν πέσιμο εξ αρχής. Μιλούσαμε ταπεινά για την φωτογραφία, εξ' ου και το ενδιαφέρον.»
Ο Λεοντής σταματά να περπατά και στέκεται μπροστά της με χέρια σταυρωμένα και βλέμμα ανεξιχνίαστο.
«Μάθε μου.»
«Τι να σου μάθω;» την πιάνει απροετοίμαστη.
«Μάθε μου για το χόμπι σου.»
Η κοπέλα σχεδόν κολακεύεται από τον απότομα ήρεμα τόνο του. Βέβαια, δεν υποκύπτει. «Πως σου ήρθε;»
«Ας σε γνωρίσω έτσι καλύτερα.»
Η Δόμνα γελάει κάπως υποτιμητικά και προχωράει στο δρομάκι που απλώνεται μπροστά της. «Λεοντή άσε τις βλακείες.»
«Με εμένα είναι βλακείες και με αυτόν όχι. Γιατί;»
«Γιατί στον Γρηγόρη αρέσει ενώ σε εσένα όχι.»
Ο νεαρός με το πείσμα στα μάτια την σταματά τραβώντας την από το χέρι. «Δείξε μου λοιπόν τι είναι αυτό που σε ενθουσιάζει.»
Εκείνη τον κοιτά με μια δοση απορίας μα περισσότερο ενθουσιασμού στο βλέμμα της.
Η Δόμνα τελικά υπέκυψε.
»«»«»«
Δεύτερο επίσημο κεφάλαιο και τρελούμαι που μου είπε κάποιος πριν μερικές μέρες αλλά δεν θυμάμαι ποιος.
Λεοντής και Δόμνα σε νέες περιπέτειες σαν την Ντόρα την μικρή εξερευνήτρια μόνο που ο Λεοντής είναι σίγουρα ο χάρτης και η Δόμνα ο Μπουτς που δεν έχει ιδέα τι του γίνεται.
Μια άποψη, μια γνώμη, κάτι για ετούτο το κεφάλαιο θα την ήθελα! Το επόμενο θα έρθει πολύ σύντομα αγαπητοί.
(Το τραγούδι στον πρόλογο είναι ένα από τα επτά που άκουγα σαν μανιακή καθώς έγραφα το βιβλίο. Το συγκεκριμένο είναι και το αγαπημένο τραγούδι μας με τον μπαμπά μου από τον Ρόκκο και το θεωρώ τέλειο, αυτά-)
-Φέικ Σίλβερ-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top