Κεφάλαιο 1 (β μέρος)

Η Χαρίκλεια άκουσε το λογύδριο της Μάνιας και αντί να σκεφτεί μήπως έχει ένα δίκιο, το ανόητο ή ακόμα και κακόψυχο μυαλό της δεν την άφηνε να το κατανοήσει.

Η απάντηση της ήταν...να  την πετάξει απ το σπίτι.

« Ετοίμασε μερικές βαλίτσες όσο πιο γρήγορα γίνεται και πάρε δρόμο από το σπίτι μου »

« Τι να κάνω; Πως μου ζητάς κάτι τέτοιο Χαρίκλεια;» τη ρώτησε θορυβημένη και καθόλου σύμφωνη η κοπέλα.

« Είμαι εξοργισμένη που αντί να υπακούς στις διαταγές μου μου πηγαίνεις κόντρα. Φύγε γρήγορα επομένως...έχω να προετοιμαστώ για ένα ρεβεγιόν στο οποίο είμαι καλεσμένη »

« Μη με διώχνεις σε παρακαλώ»

« Πάψε τα παρακάλια! Δεν με πείθεις και δεν θα αλλάξω την απόφαση μου»

« Ήλπιζα πως θα αναλογιζόσουν και θα το έβλεπες διαφορετικά το ζήτημα...πως θα συμφωνούσες ευγενικά και συμπονετικά να συνεργαστείς μαζί μου για το καλό του σπιτιού...Τι να περιμένω όμως από μια σαν εσένα που καταχράστηκε και έκλεψε τη περιουσία της οικογένειας μου  » της μίλησε με βαθύ το αίσθημα της αποδοκιμασίας όταν γύρισε να την αντικρίσει μια τελευταία φορά προτού ανοίξει το πόμολο της πόρτας. 

Καταπονημένη, θλιμμένη και ταπεινωμένη περπατούσε στους κρύους χιονισμένους δρόμους με μια ελαφριά βαλίτσα καθώς δεν γινόταν να διανύσει μεγάλες διαδρομές με τα πόδια σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες. Οι μαύρες μπαλαρίνες της βούλιαζαν μέσα στο χιόνι και απορούσε πως δεν έσπασε τον αστράγκαλο της όταν γλίστρησε σε ένα παγωμένο έδαφος. Κάποια στιγμή, σαν ένα ένστικτο ή ανάγκη την κυρίευσε και την οδήγησε να σταθεί στη λεωφόρο το μοναδικό σημείο του οποίου το έδαφος δεν είχε ακόμα σκεπαστεί από χιόνι και οι δρόμοι του δεν ήταν ιδιαίτερα ολισθηροί και επικίνδυνοι. Παρακολούθησε μέσα από τις βιτρίνες μαγαζιών και παράθυρα μονοκατοικιών ανθρώπους μεμονωμένους και οικογένειες να γλεντάνε και να περνάνε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά τους αξίζει και ένιωθε πόνο, παράπονο, αδικία καθώς θα επιθυμούσε και η ίδια να βρισκόταν στην θέση τους.

« Αχ βρε μαμά...δεν κατάφερα να γιορτάσω τα Χριστούγεννα φέτος, ευχάριστα, χαρμόσυνα και ήρεμα όπως ευχόμουν. Εκδιώχτηκα από το ίδιο μας το σπίτι. Πάω να σε βρω για να περάσουμε τις γιορτές μαζί μόνες, άπορες αλλά ελπίζω όχι άστεγες. Μακάρι να έχεις βρει μια σταθερή  στέγη τουλάχιστον εσύ για να ζεις που να μπορεί να φιλοξενήσει και εμένα » έγραψε στο γράμμα της η Μάνια κάποιες από τις πολλές αρνητικές της σκέψεις  και το έστειλε στο ταχυδρομείο με το που ανέτειλε ο ήλιος τα ξημερώματα. Δεν κοιμήθηκε το μισό βράδυ επειδή το στρώμα στο κρεβάτι του φτωχού πανδοχείου που πλήρωσε για δύο νύχτες ήταν σκληρό και άβολο σαν να μην ήταν φτιαγμένο από τα σωστά υλικά. Γι αυτό επέλεξε να σηκωθεί και να καθίσει στο ταπεινό γραφείο του δωματίου, να ανάψει το πορτατίφ, να πιάσει το μολύβι της και να συντάξει το γράμμα προς την αγαπημένη της μανούλα. Με δάκρυα στα μάτια μούσκευε μερικά απ τα γράμματα, επειδή πονούσε και μάτωνε μέσα της οπότε αυτό διαφαινόταν και έξω της. Ένα γράμμα με την ελπίδα της προσφυγής στον προορισμό της αληθινής αγάπης, του καταφύγιου της μαμάς της δηλαδή...


Τα δύσκολα για τη Μάνια δεν σταματούν...αντίθετα τώρα αρχίζουν.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top