9. Σαν τα ποντικια μεσα στην φακα
*Ολα τα κεφαλαια εχουν ιβριστικους χαρακτηρες*
ΚΥΡΙΑΚΗ 12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Ε Ι Ρ Η Ν Η
Ετρεχα μεσα στο δασος με μεγαλη ταχύτητα. Με κυνηγούσαν αυτοι. Επρεπε να ξεφυγω. Δεν επρεπε να με πιασουν. Αν με πιασουν θα με σκοτωσουν.
Ξαφνικα σταματησα και 6 ατομα με περικύκλωσαν. Με ειχαν πλισιασει πολυ.Ημουν στο ελεος τους. Θα με σκοτωσουν, αλλα δεν ειναι αργα για να παλεψω. Παλεψα εναντιον τους μα ηταν δυνατοι.
Λιγο πριν νιωσω τα νυχια τους να σκιζουν την σαρκα μου, πεταχτηκα τρομοκρατιμενη απο το κρεβατι μου.
Τι ηταν ολο αυτο? Επιασα την καρδια μου που χτυπουσε υπερβοληκα γρηγορα και αρχισα να περνω βαθιες ανασες για να ηρεμισω. Σκουπισα τα ματια μου και πηρα μια βαθια ανασα.
Οταν οι πατουσες μου ακουμπησαν στο κρυο πατωμα μια γλυκια ανατριχιλα με περασε. Πηγα ως την τουαλετα και εκανα την καθημερινη μου ρουτηνα. Προτου βγω απο το μπανιο κοιταξα το ειδωλο μου στον καθρευτη.
Περασα μια τουφα πισω απο το αυτι μου και κοιταξα τα μαλλια μου. Ισως να τα ισιωνω ποιο συχνα. οκ Ξεχνα το Ισως. Αυτο θα ειναι το νεο μου στυλ. Ναι. Ηρθε η ωρα να αλλαξω μου φαινεται. Βαρεθηκα να ειμαι στο περιθωριο. Βαρεθηκα να μου ποδοπαταν τα συναισθήματα, ήρθε πλεον η ωρα να παρω το αιμα μου πισω. Χαμογελασα στο ειδωλο μου στον καθρεφτη και βγηκα απο το μπανιο.
Προχωρισα ως την κουζινα και ειδα την ξαδελφη μου να κοιματε στον καναπε. Εφτιαξα καφε και στριβοντας ενα τσιγαρο αρχισα να τον πινω ( Τον καφε ρε!!).
Ενας ηχος ακουστικε και γυρισα να κοιταξω τον Χαρικο που μπηκε στην κουζινα.
《Μπα εδω εισαι?》 τον ρωτησα χαμογελοντας και του εβαλα σε μια κουπα καφε.
《 Ε ναι εφερα την Σταυρουλα και επειδη ηταν αργα εμεινα εδω. Αλλωστε εχουμε μια συζητηση να κανουμε.》 ειπε και με κοιταξε εντονα.
Εβαλε το φλιτζανι με τον καφε στο στομμα του και ενω εκατσε απεναντι μου με κοιταξε υπομονετικα. Εγω τον κοιταξα νιωθωντας αβολα και χαμογελασα με ολα μου τα δοντακια.
《Α Καλημερα μωρε.. ειπαμε? δεν ειπαμεε!!》 ειπα και κοιταξα αλλου ενω χασκογελασα θελωντας να αλλαξω θεμα.
《Μην μου αλλαζεις εμενα θεμα μικρη. Λεγε τι εγινε εχθες και εφυγες.》Μου ειπε σηκωνωντας το φρυδι του.
Αναστεναξα κουρασμενη ενω προσπαθουσα να σκεφτω μια καλη δηκαιολογια.
《Απλα βαρεθηκα. Ετσι και αλλιως δεν ειμαι εγω των παρτυ.》 ειπα και ειπια μια γουλια απο τον καφε μου.
Με κοιταξε σηκωνοντας το φρύδι του ακόμα ποιο ψηλα. Η αντιγραφή είναι Ποινικό αδικιμα φιλε μου. Θα-
《Ειρηνη..》 ειπε και με κοιταξε αγρια.
《Ενταξει, Ενταξει.. θα σου πω.》
Του ειπα και ειπια μια ακομα γουλια απο τον καφε μου.
《Λοιπον;》 με ρωτησε. Και μου ηρθε ξαφνου η δικαιολογία.
《Εχθες, να... ξερεις... οταν σε μια κοπελα έρχεται... εμμ... οι μερες της.》 Του ειπα κι εκεινος αρχισε να γελαει.
《Σοβαρα τωρα. Εφυγες για αυτο;》με ρωτησε και συνεχισε να γελαει.
Εγω γελασα αμηχανη και πλεον ανακουφισμενη που δεν του ειπα την πραγματική αιτια σηκωθηκα.
《Που πας;》ρωτησε ακομα γελοντας.
《Στο δωματιο. Εχω... μια δουλειά.》ειπα και πειρα μια βαθια ανασα.
Εκεινος εγνεψε και εγω εφυγα.
Μολις μπηκα μεσα επεσα στο κρεβατι μου και μουγκρισα στο μαξιλαρι.
Δεν ηξερα οτι έπρεπε να πω ψεμματα για αυτο αλλα τι θα του ελεγα; Οτι αυτος που φασωθηκα, φασωθηκε με αλλη;
Η Εικόνα μου ηρθε κατευθείαν, το πόσο πληγωμενη νιωθω δεν λέγεται. Ο τυπος εκανε το κομματι του και πηγε για αλλα.
Ομως δεν την ξανα Παταω μαζί του. Δεν πρόκειται να ξανα κανω το ιδιο λαθος.Τερμα. Ωστόσο δεν το δεχομαι και ολα. Με προκάλεσε και κατι πρεπει να κανω τωρα για να του μπω στο ματι. Του γελιου. Φιλε είμαι τόσο θυμωμενη.
Νομιζω πως θα ηταν καλό να δω κανα anime γιατι θα κλαταρω. Ασχετο που τα εχω παραμελισει τα χρυσα μου.
Σ Τ Α Υ Ρ Ο Υ Λ Α
《Ξυπνα ρε.》 Ακουσα τον Χαρικο να με φωναζει ενω με εσπροχνε.
《Τι; τι εγινε;》ειπα ενω σηκώθηκα κατευθείαν και κοιταξα γυρω μου πανικοβλημενη.
Ο Χαρικος αρχισε να γελαει και τον κοιταξα με μισο ματι.
《Επιτελους σηκωθηκες. Ακου. Με φωναξε ο Γιαννης και πρεπει να φυγω. Οποτε πανε βγαλε την μικρη απο το δωματιο και παντε καμια βολτα.》 Μου ειπε και εγω εγνεψα ενω τον εβλεπα να φευγει.
Η πορτα εκλεισε και εγω ξανα επεσα πισω στο μαξιλαρι μου ενώ ο γλυκος ύπνος με παρεσερνε ξανα.
{...}
Αμαν. Τι ωρα ειναι;Η μικρη; Πω ρε γαμωτο, με πειρε ο υπνος παλι. Σηκώθηκα και πηγα στην τουαλετα γρηγορα. Εκανα την καθημερινη μου ρουτηνα και βγηκα απο το μπανιο.
Πηγα στην Κουζίνα. Γαμωτο τι ωρα ειναι; Κοιταξα το ρολόι που ειχα στο χερι μου. Πηγε και ολας 6 πω πω. Τη γουρουνα που ειμαι.
Εφαγα λιγο απο την τουρτα και πηγα στην Ειρηνη. Της χτυπισα την πορτα και οταν μου ειπε να περασω μπηκα μεσα.
Καθοταν στο κρεβατι και εβλεπε αυτα τα παραμύθια που βλεπει συνεχεια.
《Τωρα ξυπνησες;》 με ρωτησε ενω χαμογελασε πλατια προσπαθώντας να μην γελασει.
《Μην με κοροιδευεις εμενα μικρηη》 ειπα ενω την λοξοκοιταξα.
Εκεινη στρυφογιρισε τα ματια της και εγω γελασα.
《Ελα σηκω,ετοιμασου, θα παμε βολτα.》 Της ειπα και εκεινη με κοιταξε σκεπτικη.
《Δεν θελω.》ειπε και ετοιμαστεικε να ξανα πατισει ενα πληκτρο στο λαπτοπ της.
《Δεν ακουω κουβεντα. Εχεις ακομα τα γενέθλια σου σημερα. Ελα κανε μου την χαρη και θα παμε οπου θες. Αρκει να μην μεινουμε μεσα.》 Της ειπα και εκεινη με κοιταξε.
Το σκεφτηκε λιγο και μετα εγνεψε κλεινωντας το λαπτοπ της.
《Τι να βαλω;》 την ρωτησα.
《Βαλε απλα ρουχα θα παμε στο δασακι να κατσουμε.》μου ειπε και εγω εγνεψα.
Δασος; Ας ειναι Δασος, κατι ειναι και αυτο απο το να μεινει μεσα.
Εψαξα στην βαλιτσα μου το τζιν μου και οταν το βρηκα το εβαλα ενω φορεσα μια τυχαια μπλουζα που βρηκα.
Οταν γυρισα να την κοιταξω εμεινα λιγακι. Φορουσε το μαυρο της σκισμενο τζιν με μια σκουρη μπορντο μαλλινη μπλουζα και μολις ειχε φορεσει τα μπορντο καστορ της παπούτσια. Ηταν όμορφη χωρις να κανει τιποτα.
Χαμογέλασα νιωθοντας χαρουμενη που την ειχα περιποιηθει εχθες. Εψαξα μεσα στα πραγματα μου το σκουρο καφε μου ματ μολύβι για τα χίλια και οταν το βρήκα την εβαψα.
Το απολαμβανα που με κοιτουσε με τα αθωα της ματια ετσι. Οκ ακουστηκα λίγο ανωμαλη τωρα.
Την εβαψα ελαφρα και της εβαλα το τζοκερ που της πειρα για δωρο στον λαιμο της.Ηταν τελεια.
Της χαμογέλασα και εκεινη μου χαμογελασε πισω.
《Στασου να βαφτω και εγω》της ειπα και εκεινη εγνεψε ενω πειρε στα χερια της την βουρτσα.
Ειμασταν ετοιμες πλεον και βγηκαμε απο το σπιτι.Πηραμε απο ενα καφε στο χερι και ανεβηκαμε προς το Δασακι.
《Δεν επρεπε να πληρωσεις για τον δικο μου καφε.》 Παραπονέθηκα για χιλιοστη φορα απο την ωρα που μου πλήρωσε τον καφε.
《Σκασε. Σε κερασα για τα γενεθλια μου. Μην με εκνευρίζεις》 μου ειπε ενω γελασε στο τελος.
《Και για πες πως περασες εχθες》 Την ρωτησα χαμογελωντας.
Εκεινη με κοιταξε λυπημενη και την κοιταξα περιεργα.
《Τι εγινε;》 την ρωτησα ανυσηχη.
《Εγώ πέρασα ωραια εχθες...》 ξεκινησε κομπιαζοντας.
《Αλλα;》 την ρωτησα ανυπομονη πλεον.
《Να, ε-εκανα φαση με ενα παιδι, και να, α-αυτος μετα... εγω τον ειδα να κανει φαση με μια αλλη.》 Μου ειπε στεναχωρημενη και αναστεναξα.
Την κοιταξα λυπημενη και αναστεναξα.
《Μην στεναχωριεσαι μικρη, θα δεις οτι σε σενα θα ξαναερθει.》 Της ειπα.
《Μακαρ- Εεεε εννοω ούτε καν.》 Ειπε κοιταζωντας αλλου ενω κοκκινισε.
Γελασα με την αντιδραση της ενω αλλαξα το θέμα. Ελπιζω μονο να μην ειναι αυτός που νομίζω γιατί αλλιώς τον υπιαμε.
Συζητουσαμε για καμπωση ωρα οσο περπατουσαμε. Ειχα ξεχασει ποσο ωραια ηταν η ωρα που περνουσα μαζι της. Μπορει να με κοροιδευε αλλα με εκανε να γελαω.
Ειναι το ατομο που θα σε κανει να ξεχασει τα προβλήματα σου χρησιμοποιώντας καποια αλλες περιπτωσεις ή και ακομα κοροιδευοντας για να σε κανει να γελάσεις.
《Ρε μην σκευτεσαι τοσο πολυ θα το καψεις.》 Μου ειπε και εγω εκανα πως πειραχτηκα.
Αρχησαμε να γελαμε και κατσαμε σε ενα παγκακι κοντα σε ενα ξεφωτο.
Ηταν σχεδον δωδεκα και εμεις καθομασταν διπλα διπλα χωρις να λέμε τιποτα.
Οχι οτι δεν ειχαμε κατι να πουμε απλα σκευτομασταν.
Ξαφνικα ουρλιαχτα ακούστηκαν και σηκωθηκα αποτομα επανω.
《Παμε να φυγουμε》της ειπα ενω της επιασα το χερι.
《Ναι ναι παμε》 Ειπε και σηκώθηκε μπερδεμενη.
Ξεκινησαμε να περπαταμε οσο τα ουρλιαχτα αρχισαν να δυναμονουν.
Η Ειρήνη σταματησε αποτομα και κοιταξε τρυγυρω.
《 Σταυρουλα το ακουσες και εσυ αυτο;》 μου ειπε ενω συνέχισε να κοιταει .
《Ποιο;》 ρωτησα και καλα χωρις να εχω ακουσει κατι.
Ταυτόχρονα ενα ουρλιαχτο ακουστικε και εκεινη εστριψε το κεφαλι της προς εκεινη την μερια.
《Αυτο. Αυτο. Σταυρουλα. Αυτο ηταν ουρλιαχτο Λυκου.》μου ειπε και αναστεναξα.
《Παμε να φυγουμε προτου ειναι πολυ αργα.》ειπα και της επιασα το χερι ενω αρχισα να τρεχω με αυτήν απο πίσω μου.
《Στασου στασου θα μου βγαλεις το χερι... 》 Παραπονέθηκε και τραβιξε αποτομα το χερι της κανοντας με να παραπατησω.
Κοιταξα τρυγηρω ανησυχη. Οχι ρε γαμωτο. Ήρθαν.
Hi people 😁
Τι κανετε; πως είστε;
😁
Νυσταζω..😐
Πρέπει να ισιωσω τα μαλλια μ και βαριεμαι...
Ακυρο...
Αυτα..
Φιλια τα λεμε😚😚
ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΟ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top