Μητέρα
Η μητέρα Πόντος
Μητέρα Πόντε,
τυλίχτηκες στην αγάλι του Εύξεινου Πόντου
και εγκαταστάθηκες στα ονειρώδη παράλια της Μικράς Ασίας.
Τα όρη σου ζωντανά και πόσα τραγούδια τραγουδήσανε;
Όμως αυτά από πού τα μάθανε;
Ώρες καλές και λαμπερές τον κόπο σου ακούσανε,
τους πόνους σου μελοποιήσανε.
Μαζί σου τραγουδήσανε,
την ώρα των έξι ημερών δημιουργίας.
Συμπαραστάθηκαν και άφησαν να μεγαλώσεις.
Βοήθησαν με ότι μπορέσανε
στέγη μέχρι και τροφή.
Την ίδια μελωδία και τα ίδια τραγούδια νανουρίζουν τώρα.
Παρέμειναν εν τούτοις
καταπράσινα, μοναδικά και εντυπωσιακά.
Η χλωρίδα και η πανίδα τους σου έδωσαν την ζωή.
Η γραφικότητά τους είναι χάριν σ’ εσένα!
Πόσο χρόνο, πόση κούραση ανέχτηκες για να τα καλλιεργήσεις;
Πόσα παιδιά σου μεγάλωσαν και πόσα ακόμη μεγαλώνουν εκεί;
Δικά σου είναι και αυτά,
ταλαιπωρημένα και χαμένα,
όμως δικά σου είναι και αυτά.
Τα σπίτια, τα χωριά και πόλεις που έχτισες,
για να ζει η οικογένειά σου στις χαρές.
Πολλαπλασιάστηκαν και αυτοί,
άλλα σπίτια, χωριά και πόλεις έχτισες,
για να ζήσει η τεράστια οικογένειά σου με χαρές.
Καλλιέργησες την γη σου ώστε γόνιμη να είναι,
σκέφτηκες τα παιδιά σου και τα παιδιά των παιδιών τους.
Χωράφια και πεδιάδες το ψωμί σ ’εσένα δίνουν
και εσύ τα δίνεις σ’ όλα τα παιδιά σου,
αλλά και στα ξένα!
Παιδιά μακριά από την μητέρα τους,
την πατρίδα τους,
τα σπίτια τους,
ξεριζωμένα από την αγάπη της,
την φροντίδα της.
Τα φιλοξένησες και αυτά,
με μια μεγάλη και ζεστή αγκαλιά.
Τους έδωσες στέγη, φαγητό και αγάπη.
Μετέφερες τους τρόπους σου,
τα έθιμά σου,
τον τρόπο της επιβίωσής σου.
Γεννημένη έμπορος,
στο αίμα σου είναι.
Από υπερήφανη οικογένεια προέρχεσαι,
μητέρα και πατέρα υπερήφανη για εσένα.
Τα αδέλφια χαίρονται και σε επαινούν,
περαιτέρω άλλα σε ζηλεύουν.
Εξαιτίας αυτής της ζήλιας σε παραμορφώνουν.
Κόρη της μητέρας Ελλάδος είσαι.
Στενή σχέση κόρης και μητέρας
και από τότε αλληλοβοηθάτε
η μια την άλλη.
Την βοήθησες στέλνοντας παιδιά σου
στον Αγώνα του αδελφού σου,
του Μακεδόνα.
Τα παιδιά σου εθελοντικά πήγαν προς τα εδάφη του,
με υπερηφάνεια και θάρρος.
Εσύ, με δάκρυα στα μάτια τους έλεγες,
- Αγούραι και αγουρόπα, μάνα αφήνεται μόνη με κόρες;
Εγώ ψαλαφώ να μείνετε μαζί με τις αδερφές σας άμον τα καλά παλιά χρόνια.
Αυτά άκουγαν τις φωνές του θείου και της γιαγιάς τους να τους φωνάζει. Με πνεύμονες γεμάτοι με θάρρος και παλικαριά σου απάντησαν:
-Μάνικα μας, αγαπετικιέσα μάνικα!
Αγναευούμεν την αγάπη σου
προς τα αγουρόπα σου.
Τα αγουρόπα σου μεγάλωσαν αναχάπαρα
μπροστά σου.
Άκ’ σον μας, μέσα μας έχουμε αγουροσύνε ασσού
πάμε ατσιελέν να σώσουμε την οικογένειά μας.
Μάνικα, θα βαρκίσουμε απ’ακεί να μας
ακούσεις ότι ο βασιλέας κάθισε ξανά στον
καθορισμένο του θρόνο. Θα γαζανέψουμε
και θα μας γαρσουλαεύουν με τους Σπαρτιάτες
του Λεωνίδα*!
Τα έλεγαν αυτά αψηφώντας τον θάνατο.
Εσύ και οι κόρες σου είπατε με αγάπη στην καρδιά
και δάκρυα στα μάτια:
“Ή τάν ή επί τας”
Τα αρσενικά σου πλέον είχαν γίνει άντρες,
λάτρευαν πάντοτε τον θείο και την γιαγιά τους.
Πάμπολλες φορές θυσίασαν τη ζωή τους
για τη Μεγάλη Ιδέα των Ελλήνων.
Γέννησες παιδιά αμέτρητα και ταλαντούχα,
σε αγάπησαν και δεν σε εγκατέλειψαν.
Ακόμη και με τη βία να τα απομακρύνουν από εσένα προσπάθησαν,
εντούτοις αυτά αρνήθηκαν παλικαρίσια.
Ήσουνα δίπλα τους στις χαρές,
αλλά και στις λύπες.
Πόσες κόρες πάντρεψες;
Πόσους απογόνους απέκτησες;
Η οικογένειά σου μεγάλωσε.
Μαζί της και εσύ.
Σε όλη τη Μεσόγειο ξακουστή.
Τα παιδιά σου εκπαίδευσες,
την οικογενειακή πρακτική να συνεχίσουν.
Μυκηναίοι, Σελτζούκοι και Ρώσοι
έχουν προϊόντα και τέκνα δικά σου.
Όταν οι γείτονες σου ξεκίνησαν να σε κόβουν,
μια από δω και μια από’ κει.
Έκλειναν το στόμα σου, εσύ άντεχες όλα αυτά μόνο και μόνο για τα παιδιά σου.
Χρόνια ολόκληρα συνέχισε αυτό, κόρες δικές σου σκότωσαν
και γέννησαν παιδιά που δεν ήθελαν.
Παραμόρφωναν την ομορφιά τους το θηλυκό πάνω τους.
Έκλαιγαν ολημερίς και ολονυχτίς,
εσύ τις άκουγες,
πονούσε η καρδιά σου,
τα χέρια σου δεμένα ήταν,
μόνο οι προσευχές σου απέμειναν.
Συνέχεια παρακαλούσες για έλεος,
σου το έδωσαν ποτέ;
Τα παλικάρια σου τι δεν πέρασαν και αυτά,
προσπαθούσαν να σώσουν τις οικογένειες τους,
μάταιες οι προσπάθειες.
τις γυναίκες τους και παιδιά σφάχτηκαν μπροστά τους.
Έβλεπες την αδικία να σε κομματιάζει.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις,
υποτιθέμενοι προστάτες και φίλοι
του Ελληνισμού
του Καυκάσου,
Γύρισαν την πλάτη τους για να κοιτάξουν
το συμφέρον.
Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε;
Πόσα δάκρυα σου κύλησαν ως ποταμοί αστείρευτοι;
Τα παιδιά σου σκορπιστήκαν
παντού,
Την ψυχή σου μετέφεραν όπου και να πήγαιναν.
Στο κάθε παιδί σου έφερνε ένα κομμάτι σου.
Μπορεί να σε παραμόρφωσαν,
μπορεί να σε αφάνισαν,
μπορεί να σε κυνήγησαν,
μπορεί να σε εξόρισαν,
όμως ένα δεν κατάφεραν να σε εξαφανίσουν
από την ιστορία, από τη μνήμη και την καρδιά των παιδιών σου
και των ξένων που μεγάλωσες.
Μητέρα Πόντε,
όσα και να λέω,
όσα και να περιγράφω,
λίγα και ελάχιστα ορίζω.
Δεν πέθανες μητέρα μου,
ποτέ δεν θα πεθάνεις,
όσο ζω και αναπνέω!
Διεκδικώ το δίκαιο από τους άδικους.
Μεταφράσεις:
Άγουραι=άνδρες
Αγουρόπα= παιδάκια
ψαλαφώ=ζητώ
άμον= όπως
*Μητέρα μας, αγαπητή μητέρα! Καταλαβαίνουμε την αγάπη σου προς τα παιδάκια σου. Τα παιδάκια σου μεγάλωσαν ξαφνικά μπροστά σου. Άκουσέ μας, μέσα μας έχουμε ανδρεία/γενναιότητα αφού πάμε επείγον να σώσουμε την οικογένειά μας. Μητέρα, θα φωνάξουμε δυνατά από εκεί να μας ακούσεις ότι ο βασιλιάς κάθισε ξανά στον καθορισμένο στο θρόνο. Θα κερδίσουμε και θα μας συγκρίνουν με τους Σπαρτιάτες του Λεωνίδα!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top