Άτιτλο κεφάλαιο 5

    Μια παγωμένη ατμόσφαιρα τύλιξε τον χώρο, η Ξένια και η Ευρυδίκη αντάλλαξαν ανήσυχες και απελπισμένες ματιές μόλις κατάλαβαν το λάθος τους να ανοίξουν τη συζήτηση ακριβώς το συγκεκριμένο βράδυ το οποίο υποτίθεται ήταν το βράδυ χαράς μέχρι τώρα. Η Κλαίρη κοιτούσε μία την Ευρυδίκη μία την Ξένια και το βλέμμα της όποτε συναντούσε εκείνο της Ευρυδίκης μεταλλάσσονταν σε θυμό και πικρία. 

" Είσαι η μητέρα μου Ευρυδίκη, λέγε. Ψέματα, μου έλεγες τόσα χρόνια, ψέματα; " άρχισε να ανεβάζει το τόνο της φωνής της η κοπέλα και ο Μένιος ακούγοντας τον ανεβασμένο τόνο της σαν να διαισθάνθηκε ότι κάτι περίεργο συνέβαινε.

Σηκώθηκε από την τραπεζαρία του σαλονιού και έτρεξε αμέσως προς τη κουζίνα. Δυστυχώς το ένστικτο του επαληθεύτηκε αφού η νεαρή κοπέλα έμαθε την αλήθεια με τον πιο απρόσμενο τρόπο και τώρα όλοι θα έπρεπε να πληρώσουν τις συνέπειες με πρώτη την Ευρυδίκη.

" Ναι σου είπα ψέματα δεν είμαι η αδερφή σου αλλά η μητέρα σου. Το έκρυβα πολλά χρόνια και...δεν βρήκα το σθένος και το κουράγιο να στο πω. Λυπάμαι οικτρά και ζητώ συγγνώμη." κατάφερε να βρει το κουράγιο να πει τα πρώτα της λόγια η Ευρυδίκη.

" Οι αποθανόντες γονείς μας... είναι δικοί σου, ενώ για εμένα είναι ο παππούς και η γιαγιά τότε;" ρωτούσε η Κλαίρη μη μπορώντας να συλλάβει με το νου της τα όσα αποκαλύπτονταν.

" Ναι Κλαίρη παππούδες σου που σε αγαπούσαν και σε λάτρευαν αλλά δεν πρόλαβαν να σε χαρούν πολύ εξαιτίας του θανατηφόρου τους τροχαίου.. εσύ ήσουν μόλις τεσσάρων τότε. Εγώ είμαι η μανούλα σου. Το ξέρω πως ακούγεται ακραίο τώρα να το σκέφτεσαι και να το συλλάβει ο νους σου αλλά είναι η αλήθεια.'' ψιθυρίζει η Ευρυδίκη με τα πρώτα δάκρυα να τρέχουν από τα μάγουλα της και να μουσκεύουν τη μπλούζα της.

''Είχε αποφασίσει η Ευρυδίκη να στο πει κορίτσι μου αλλά δεν τα κατάφερνε τους τελευταίους μήνες, δεν έβρισκε το κουράγιο. Και το έμαθες τώρα εντελώς αναπάντεχα." της μίλησε τρυφερά η Ξένια. Η Κλαίρη την κοίταξε μια στιγμή αλλά δεν πολύ έδωσε σημασία στις επεξηγήσεις της και ξαναστράφηκε στην Ευρυδίκη.

" Πως τόλμησες να με κοροϊδεύεις τόσο καιρό, όσο το αναλογίζομαι τόσο περισσότερο μένω άφωνη και αηδιάζω. Και μάλιστα οι καλύτεροι σου φίλοι γνώριζαν την αλήθεια και με κορόιδευαν και αυτοί.'' κάγχασε αυστηρά.'' Δεν θέλω να σε ξαναδώ, επομένως φεύγω τώρα και δεν θα επιστρέψω στο σπίτι. Ποτέ!"  με αυτά τα λόγια η νεαρή έφυγε από το σπίτι των φίλων της μητέρας της και άρχισε να τρέχει μακριά μέσα στο μαύρο σκοτάδι της νύχτας, ελπίζοντας να μπορούσε να την καταπιεί και να μην ξανάβγαινε ποτέ. 

Έτρεχε για ώρες ατέλειωτες και μόνο όταν βεβαιώθηκε ότι απομακρύνθηκε αρκετά από την Καλλιθέα σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. Είχε μαζευτεί όλη η πίεση στο κεφάλι της και φοβόταν μην την πιάσει πονοκέφαλος έτσι όπως πήγαινε καθώς ήταν το τελευταίο που χρειαζόταν. Περπάτησε μόνο δύο βήματα μιας και τα πόδια της δεν βάσταγαν, κάθισε σε ένα παγκάκι και ξέσπασε σε αναφιλητά διαρκείας.

Ύστερα τράβηξε για τον δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι της φίλης της Βάσως και της ζήτησε να την φιλοξενήσει για ένα διάστημα αν δεν το έβλεπε σαν κόπο. Η Βάσω δέχτηκε μετά χαράς αλλά η ψυχική κατάσταση της φίλης της την ανησύχησε.

                            ....

   Ο Πέτρος στριφογυρνούσε στο δωμάτιο του εκείνη τη νύχτα αδυνατώντας να κοιμηθεί και ανίδεος για τα γεγονότα στη ζωή της φίλης του. Η αλήθεια ήταν πως ένιωθε όμορφα κοντά στην Κλαίρη και την εκτιμούσε διότι λίγες ήταν οι κοπέλες με τόσο αξιόλογο χαρακτήρα: ευγενική, διακριτική, σοβαρή, εξευγενισμένη, υπεύθυνη και χαριτωμένη. Δεν ήταν όμορφη όπως οι περισσότερες, διέθετε μια κλασσική δικιά της ομορφιά.

Καταλάβαινε πως η κοπέλα ήταν λίγο άπειρη και αφελής στις κοινωνικές σχέσεις όμως ποτέ δεν το ενόχλησε αυτό, ούτε του φάνηκε ως μειονέκτημα. Τον διακατείχε η ανάγκη του αισθήματος προστασίας προς εκείνη, κάτι του έλεγε πως η Κλαίρη το χρειαζόταν.

Τα χρόνια που πέρασαν τον έκαναν να καταλάβει πως άρχισε να τρέφει για την Κλαίρη λίγο πιο βαθύτερα συναισθήματα που ξεπερνούσαν κατά πολύ τα φιλικά. Μάλιστα σε μια ντισκοτέκ πριν ένα χρόνο της είχε χαρίσει το πρώτο της φιλί όμως το κορίτσι δεν το γνώριζε. 

  Τελούνταν ένα πάρτι μασκέ στα πλαίσια της αποκριάτικης εποχής. Ο Πέτρος και οι φίλοι του κάθονταν σε ένα τραπέζι κοντά στη μπάρα του νυχτερινού κέντρου. Ο νέος πρόσεξε την Κλαίρη να καταφτάνει με τις φίλες της μισή ώρα αργότερα. Η κοριτσοπαρέα επέλεξε ένα τραπέζι ακριβώς απέναντι τους σε απόσταση όμως τουλάχιστον τριών μέτρων.

Όπως οι περισσότεροι θαμώνες του κέντρου διασκέδασης έτσι και οι κοπέλες φορούσαν μάσκες και πολύχρωμα γιορτινά ρούχα. Ο Πέτρος δεν μπορούσε να μην θαυμάσει την σεμνή και γοητευτική ομορφιά της Κλαίρης μέσα στο μαύρο δαντελένιο τοπ και την κόκκινη καρό φούστα-από τις λίγες φορές που είχε ντυθεί τόσο κολακευτικά- την ώρα που μιλούσε με τη παρέα της, γελώντας και ρουφώντας από το καλαμάκι γουλιές χυμού με βότκα πορτοκάλι. 

Οι φίλοι του Πέτρου ξεκίνησαν τα πειράγματα από δίπλα:" Αυτή δεν είναι η συνεργάτης σου στη δουλειά, με την οποία είσαι τσιμπημένος;" Ο Πέτρος τους σκούντηξε να πάψουν τα βροντερά γέλια γιατί δεν ήθελε να γίνει αντιληπτός από την Κλαίρη, όχι ακόμα τουλάχιστον.

Θα έπαιρνε το θάρρος να την πλησιάσει και να της προτείνει να χορέψουν σε λίγα λεπτά. Η ώρα περνούσε και ο νεαρός δεν πλησίαζε να της μιλήσει προς αγανάκτηση των φίλων του. Τότε εκείνοι από τη φύση τους πιο τολμηροί τράβηξαν σε μια γωνιά τη Λένα και συνωμότησαν να κάνουν τα πάντα ώστε να φέρουν επιτέλους κοντά τους δειλούς και διστακτικούς φίλους τους.

  Έτσι και έγινε σύμφωνα με το σχέδιο. Οι φίλοι του Πέτρου τον πρότρεψαν να εκμεταλλευτεί τον χορό που ξεκινούσε για να προσεγγίσει επιτέλους την κοπέλα που του αρέσει. Μιας και ο κολλητός τους δεν το αποφάσιζε, θα κανόνιζαν με τη βοήθεια της Λένας να τους οδηγήσουν στο κέντρο της ντισκοτέκ ως επιλέξιμο ζευγάρι για το χορό. Θα φρόντιζαν να ξέρει ο Πέτρος ότι η κοπέλα που θα χόρευε θα ήταν εκείνη που του άρεσε, όμως η ίδια δεν θα ήξερε τίποτα. Σε αυτό βοηθούσε ο συνδυασμός του χαμηλού φωτισμού και οι μάσκες που κάλυπταν καλά τα μάτια τους καθιστώντας αδύνατη στην Κλαίρη την αναγνώριση του καβαλιέρου της.

Σταδιακά, και καθώς κυλούσαν τα λεπτά, οι χορευτικές κινήσεις θα τόνωναν την σιγουριά του Πέτρου και θα έγερνε το κεφάλι του στα χείλη της κοπέλας προκειμένου να την φιλήσει. Η έκβαση του υπολογισμού του σχεδίου ήταν όπως την κανόνισαν. Το φιλί δόθηκε στην κοπέλα, μόλις ο Πέτρος συνεπαρμένος από το βαλς που εκτελούσαν αποφάσισε πως δεν ήθελε να περιμένει άλλο και να φύγει από κοντά του η Κλαίρη χωρίς να σκύψει προς το πρόσωπο της. 

Το φιλί τους απαλό σαν χάδι του ξύπνησε τις αισθήσεις και δυνάμωσε το ήδη έντονο αλλά κρυφό συναίσθημα του. Για την Κλαίρη δεν ήταν σίγουρος πως ένιωσε- αποχώρησε σαστισμένη και αμήχανη για να επιστρέψει στη παρέα της- αλλά υπέθεσε πως της άρεσε και εκείνης και ήταν καλό που δεν ήξερε ότι πήρε το πρώτο της φιλί από το άτομο που θεωρούσε φίλο της.

Αν γνώριζε από την αρχή πως ο καβαλιέρος της ήταν ο Πέτρος πιθανόν μην του επέτρεπε να πάρει καμία ξαφνική πρωτοβουλία. Οι φίλοι του και  η Λένα χειροκροτούσαν διακριτικά με κρυφά νοήματα ο ένας απέναντι από το τραπέζι του άλλου.

   
Τα ξαναθυμόταν αυτά ο Πέτρος και ξανα συνειδητοποιούσε την περηφάνια και την ευφορία που είχε πάρει έστω την ανάμνηση ενός φιλιού και ας μην κατόρθωνε ποτέ να αποκαλύψει τα αισθήματα του στην φίλη του. Δεν τη θεωρούσε μετά το φιλί καθόλου έτσι αλλά τέλος πάντων, έπρεπε να περνά το μήνυμα στη κοπέλα ότι τους συνδέει δεσμός εκτίμησης, φιλίας και συμπάθειας αν ήταν να συνεχίσει να παραμένει στη ζωή της ως κάτι.

Διότι δεν μπορούσε να γίνει αγαπημένος της αυτό το ήξερε, η Κλαίρη δεν θα τον έβλεπε ποτέ κάτι παραπάνω. Με τις ευχάριστες αναμνήσεις κατάφερε να αποκοιμηθεί σε μεγάλο βάθος.

                                ....

   Η Κλαίρη ξύπνησε με τρομερούς πονοκέφαλους τη μέρα μετά τις αποκαλύψεις και ακολούθησαν πολλές μέρες που γέμιζε ντεπόν τον οργανισμό της. Αφηγήθηκε στη Βάσω τα πάντα και εκείνη πήρε το μέρος της αν και μέσα της γνώριζε πως η Ευρυδίκη δεν ήταν κακιά και σίγουρα είχε να δώσει πολλές εξηγήσεις στη φίλη της. Αρκεί να ήθελε ξανά η Κλαίρη να την ακούσει και προς το παρόν, δεν ήθελε με τίποτα.

"Πως μπόρεσε να μου το κάνει αυτό, μα να μου λέει ψέματα μέσα στα μούτρα μου σχεδόν τριάντα χρόνια. Αναρωτιέμαι πως κοιμόταν τις νύχτες είχε έστω λίγη συνείδηση, τύψεις για το κακό που μου προξενούσε." ξεφυσούσε και παραληρούσε ενοχλημένη και πειραγμένη η Κλαίρη.

Μια βδομάδα ζήτησε ρεπό από τον εργοδότη της και εκείνος δέχτηκε γιατί και η Ευρυδίκη πέρασε στο μαγαζί κουρτινών και αναγκάστηκε δακρυσμένη σχεδόν να αποκαλύψει σχεδόν τα πάντα. Πλησίασε τον Πέτρο που εκείνη την ώρα δούλευε σε άλλο χώρο και δεν άκουγε τη συζήτηση μεταξύ του Στέργιου και της Ευρυδίκης.

" Πέτρο η Κλαίρη έφυγε από το σπίτι και δεν ξέρω αν θα ξαναγυρίσει. Είναι πολύ στεναχωρημένη και ταραγμένη με όλα όσα έμαθε για αυτό σεβάσου και εσύ την απουσία της και προσπάθησε να τα βγάλεις πέρα μόνος σου εδώ. "

" Καλά δεν έχουμε θέμα, ο κύριος Στέργιος θα βρει αντικαταστάτρια για όσο χρειαστεί. Λυπάμαι πολύ για τα οικογενειακά σας ζητήματα, και εύχομαι να τα λύσετε κάποια στιγμή. Να ξέρετε ότι παρόλο που η Κλαίρη είναι φίλη μου, δεν σας κρατώ κακία καθώς θεωρώ πως είχατε τους λόγους σας να κρατήσετε κάτι τόσο σοβαρό όπως αυτό κρυφό. Ελπίζω να μου μιλήσετε όποτε μπορέσετε για την ιστορία σας. "

Η Ευρυδίκη θαύμασε την ευγένεια του παιδιού και τον ευχαρίστησε για το ότι δεν την αντιμετωπίζει σαν την κακιά της υπόθεσης.

             ....

     Ο Αιμίλιος περπατούσε κατά μήκος της πλατείας Κουμουνδούρου, όταν είδε απέναντι του σε απόσταση να περπατά η Κλαίρη αφηρημένη. Κρίνοντας πως κάτι άσχημο συνέβαινε στη κοπέλα, την προσέγγισε με σκοπό να της πιάσει κουβέντα και να την κάνει να ξεχάσει ότι την καταρράκωνε.

Η Κλαίρη ενθουσιάστηκε όταν τον είδε και άφησε για λίγο στην άκρη την κακή της διάθεση για να συμμετέχει στην κουβέντα μαζί με τον συμπαθέστατο κύριο. Ένα τέταρτο αργότερα, ο Αιμίλιος βλέποντας την κακοκεφιά να επανέρχεται στο πρόσωπο της αποφάσισε να της συμπαρασταθεί:" Τι έχεις, τι σε απασχολεί;"

" Φαίνεται πολύ ότι δεν έχω τα κέφια μου ε;"

''Εμ μόλις εξαντλήσαμε όλα τα θέματα συζήτησης, αμέσως πήρες το γνώριμο περίλυπο ύφος που είχες νωρίτερα όταν σε έβλεπα να περπατάς μόνη.'' Η Κλαίρη σαν κάτι μέσα της σάλεψε παρορμητικά την έκανε να θέλει να πει στον άνθρωπο τούτο όλα όσα βίωσε το τελευταίο διάστημα. Κάθισαν σε ένα πεζούλι και η Κλαίρη ξεκίνησε την εξιστόρηση της κεντρίζοντας το ενδιαφέρον του Αιμίλιου.

''Σκέφτηκα να σας μιλήσω επειδή ένιωθα πως θα με καταλαβαίνατε. Λίγο παρορμητικό δεδομένου ότι σας ξέρω ελάχιστα αλλά τώρα είναι αργά να πάρω πίσω την εξιστόρηση των γεγονότων."

'' Καλά έκανες που πήρες τη πρωτοβουλία να μου μιλήσεις, όμως τώρα άκουσε την γνώμη μου. Μην γίνεσαι σκληρή κα αυστηρή με την μαμά σου, δεν ξέρεις τι πέρασε στη ζωή της γενικώς για να σε μεγαλώσει.

Δεκαέξι χρονών παιδί με ένα ακόμα παιδί βρέθηκε στην αγκαλιά της και το πριγκιπόπουλο της αυτό που αγάπησε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο και της υποσχέθηκε να πραγματοποιήσει τα όνειρα της, την παράτησε. Με έλλειψη τύψεων σε ένα κρεβάτι κλινικής απέμεινε μόνη και έρμη να αντιμετωπίζει την ψυχρολουσία."

"Δεν ξέρουμε τι έγινε τότε και αν ισχύει η εκδοχή σου, δεν την άφησα να μου μιλήσει ακόμα." αντιγύρισε η Κλαίρη θαρρετά.

" Πολύ πιθανή η εκδοχή μου γιατί έχω ακούσει ανάλογες ιστορίες και συνήθως αυτά τα αποτρόπαια γίνονται. Ένας ώριμος όμορφος άντρας πούλησε ευτυχία κάλπικη στη μητέρα σου και εκείνη τον πίστεψε ως άπειρη έφηβη αλλά κατέληξε να σε μεγαλώνει μόνη της στηριζόμενη στα δικά της πόδια και αντοχές. " προβληματίστηκε ξύνοντας το πιγούνι του στη προσπάθεια να βρει μια εξήγηση.

Η Κλαίρη πέρασε ευχάριστα κοντά του και αντιλήφθηκε πως της άρεσε η παρέα του με αποτέλεσμα να τον αποκτήσει ως καινούριο φίλο.

                      ....

   Πέρασαν τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά με την Ευρυδίκη σε εξίσου κακή ψυχολογική θέση καθώς είχε μακριά την κόρη της η οποία έκανε μόνο ένα τηλεφώνημα και ζήτησε να μιλήσει με τα μικρά ξαδέρφια της για να τους εξηγήσει το λόγο της απουσίας της. Δέντρο δεν στολίστηκε στο φτωχικό παρά τα παράπονα και διαμαρτυρίες των παιδιών αφού οι φετινές γιορτές δεν υφίστανται για την Ευρυδίκη με τη διάθεση που είχε.

Ο Μένιος και η Ξένια προσπαθούσαν να περάσουν χρόνο μαζί της αλλά εκείνη αρνιόταν. " Έχασα το παιδί μου, ήρθε η Πρωτοχρονιά και ακόμα δεν άλλαξε κάτι με εμάς." ψέλλισε γεμάτη θλίψη η γυναίκα.

"Υπομονή καλή μου, θέλει καιρό και χρόνο η Κλαίρη. "την καθησύχαζαν οι φίλοι της. " Μήπως θα ήταν καλύτερα να της μιλούσαμε εγώ με τον Μένιο;'' ρώτησε η Ξένια.

'' Πιστεύετε ότι θα της αλλάζατε γνώμη;'' απελπιζόταν η Ευρυδίκη.

" Όχι αλλά τουλάχιστον θα την πείθαμε να σε λυπηθεί λίγο και να σε επισκεφτεί για να ακούσει τι θα της πεις.'' 





Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top