Άτιτλο κεφάλαιο 14
Ένα πρωί του Απρίλη, ο Αιμίλιος με την Κλαίρη αποφάσισαν να περάσουν το μεσημέρι στο κήπο της έπαυλης της αδερφής του καθώς ήταν ιδανικός για αυτήν την τόσο ζεστή και ταυτόχρονα δροσερή μέρα. Ο ήλιος χανόταν πίσω από τα πανύψηλα δέντρα στην αυλή και ένα δροσερό αεράκι σηκωνόταν αραιά κάνοντας τους ανθρώπους να αισθάνονται αναζωογόνηση.
Η Νίκη λιαζόταν κάτω από τον ήλιο στην κουνιστή της αιώρα και το έξι μηνών αγοράκι της βρίσκονταν στο καλαθάκι του, ακριβώς δίπλα της. Πριν λίγο είχε ταΐσει τον μικρό με μια φρουτόκρεμα την οποία εκείνο προτιμούσε σαφώς περισσότερο από το γάλα του και αμέσως μετά του τραγούδησε νανουρίσματα, παρατηρώντας το προσωπάκι και τα ροδαλά μαγουλάκια του με λατρεία.
Ο Αιμίλιος και η Κλαίρη κατέφτασαν στο κήπο συνοδευόμενοι από μία καμαριέρα και η αδελφή του μόλις τους είδε, σηκώθηκε από την αιώρα της για να τους υποδεχτεί.
« Πως είναι το μικρούλι σου ; Πόπο μεγάλωσε πολύ, από τότε που το είδα τελευταία φορά » έσκυψε η Κλαίρη πάνω από το καλάθι του, για να θαυμάσει την ομορφιά και την αθωότητα του μικροσκοπικού πλάσματος.
« Μια χαρά είναι, το τάισα προλίγου και πρόκειται να κοιμηθεί οσονούπω. Ελάτε καθίστε στις καρέκλες, υπάρχουν όπως βλέπετε στο τραπέζι πιάτα με ποικιλία φρούτων από φράουλες, πορτοκάλια και γκρέιπφρουτ εκτός και αν έχετε όρεξη για κάτι πιο πλούσιο όποτε μπορώ να πω στην Ερμιόνη την μαγείρισσα να σας ετοιμάσει...»
« Ευχαριστούμε αδερφή μην μπαίνεις στο κόπο έτσι και αλλιώς ερχόμαστε χορτασμένοι από το σπίτι, τα φρούτα συνίστανται και είναι ότι πρέπει για πιο ελαφρύ γεύμα »πετάχτηκε ο Αιμίλιος.
« Εντάξει...πείτε μου τα νέα σας έχουμε να ειδωθούμε μήνες σχεδόν »
« Όντως σαν σήμερα δύο χρόνια πριν τέλη του μήνα έγινε ο γάμος μας, θυμάσαι Αιμίλιε;»
« Ναι χαρά μου πως να μην θυμάμαι. Α κοίτα ποια ήρθε, η δεύτερη αδελφή μου » σχολίασε χαρωπά ο Αιμίλιος. Η Εριέτα ήρθε και αυτή στο κήπο για να καθίσει στο τραπέζι τους, μόλις βαρέθηκε το ξεφύλλισμα του περιοδικού και το μπάνιο στη κοντινή παραλία.
Ζούσε με την αδελφή της στην ίδια περιοχή, την Εκάλη. Είχε αποκτήσει και εκείνη ένα παιδί, ένα ζωηρό αλλά τρισχαριτωμένο και λαμπερό κοριτσάκι μόλις ενός έτους. Η μικρούλα είχε ανοιχτόχρωμα καστανά μακριά ολόισια μαλλάκια και αμυγδαλωτά μάτια, όπως ο πατέρας της Ξέρξης και φαινόταν να κληρονόμησε την εξυπνάδα και το ενεργητικό σφρίγος του. Η Εριέτα πιο ήπιων τόνων ήξερε πως όταν μεγάλωνε το κοριτσάκι, θα είχε μπελάδες μαζί του καθώς θα ήταν περίπου το ίδιο ασυμβίβαστη, αλλά ταυτόχρονα ανθρωπίστρια όπως ο καλός της Ξέρξης.
Παρότι την υποδέχτηκαν εγκάρδια, ο Αιμίλιος δεν άργησε να την παρατηρήσει εξεταστικά και μην αντέχοντας να της κρύβει τη περιέργεια του την ρώτησε: « Πως είναι ο Ξέρξης, την καινούρια επιχείρηση που έλεγε να ξεκινήσει από αυτό τον χρόνο, την έχει στήσει;»
« Ναι σχεδόν έτοιμη την έχει, μόνο μερικές παραγγελίες για το κατάστημα χρειάζεται και να ψάξει να εμπιστευτεί νέους βοηθούς μιας και έχει λιγοστούς »
« Πες του να μη μου ζητήσει να τον ξελασπώσω πάλι από καμιά κομπίνα, ή τους τοκογλύφους από τους οποίους δανείστηκε. Αρκετά πια με αυτά » δήλωσε αυστηρά και κατηγορηματικά και δεν παρέλειψε να προσθέσει σαρκαστικά: « αν και δίπλα του Εριέτα, δεν θα έχεις μόνο πονοκέφαλους από τα προβλήματα που θα σου φορτώνει, αλλά θα πεινάσεις κιόλας ».
« Φτάνει Αιμίλιε, για να τσακωθείς με εμένα, την ίδια σου την αδελφή ήρθες εδώ; Δεν θέλω να συνεχίζω να ακούω την αντιπάθεια σου για τον Ξέρξη. Είναι ο άντρας μου, τον αγαπώ, τον σέβομαι και τον στηρίζω σε κάθε του όνειρο και ξεκίνημα και θέλω το ίδιο να κάνεις και εσύ » αντέδρασε έντονα και υποστηρικτικά προς τον άντρα της, ο οποίος ευτυχώς δεν βρισκόταν εδώ για να ακούσει την κακή γνώμη του κουνιάδου του. Όπως επίσης και το πόσο πικρόχολα και κυνικά τον υποτιμούσε. Ο Αιμίλιος έσφιξε τα δόντια και αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο πείσμα της αδερφής του.
Η Κλαίρη έκανε προσπάθεια να ηρεμήσει τη φουρτούνα που μαινόταν και πρότεινε κάποια θέματα που την ενδιέφεραν για να πιαστούν από αυτά.
Κουβέντιαζαν για διάφορα πράγματα, όπως την μητρότητα, τις δουλειές, την διασκέδαση και τις διακοπές που σχεδίαζαν το καλοκαίρι που ερχόταν... όταν ξαφνικά η δήλωση του Αιμίλιου τις ξάφνιασε. Μόλις είχε μιλήσει με κάποιον σιγανά στο κινητό.
« Συγνώμη κορίτσια πρέπει να σας αφήσω για λίγο, ήρθε ένα σημαντικό πρόσωπο στην περιοχή και μου πρότεινε να συζητήσουμε περί της δουλειάς. Ένας πρόσφατα διορισμένος καθηγητής και άπειρος που έχει ανάγκη τις συμβουλές μου, τίποτα φοβερό. Δεν θα αργήσω να γυρίσω »
« Καλά » ανασήκωσε σαστισμένη τους ώμους της η Κλαίρη και γύρισε στη κουβέντα της με τις αδερφές του.
[...]
Η Θεώνη πλεύρισε τον γιο της μια στιγμή που η Κλαίρη ήταν απασχολημένη με δουλειές στο σπίτι και δεν τους έβλεπε ούτε μπορούσε να ακούσει τη κουβέντα τους μιας και μπαινόβγαινε στο κήπο.
« Δεν νομίζεις ότι είναι καιρός να της το προτείνεις της Κλαίρης; Περιμένει η Τζίνα και θα θυμώσει κάποια στιγμή, πράγμα που βρίσκω λογικό. Μπορούσες να είχες ανοίξει κουβέντα για αυτό εδώ και καμιά βδομάδα, δεν θα πείραζε... ».
« Κάτσε βρε μητέρα πότε να της το αναφέρω, ήθελα λίγο καιρό μετά το γάμο μέχρι να τακτοποιηθούμε και να προσαρμοστεί στη ζωή της. Μην ξεχνάς επιπλέον την βαριά γρίπη που ταλαιπώρησε την Νίκη μετά τη γέννα του μικρού, επιδεινώνοντας το πρόβλημα με τη καρδιά της. Ανησυχούσαμε όλοι επί μήνες, η αδερφή μου μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία και η Κλαίρη στεναχωρήθηκε πολύ, δεν είχε μυαλό να σκέφτεται κάτι άλλο. Έβαλα στο πάγο αναγκαστικά τη συζήτηση και πρόταση για οτιδήποτε χαρμόσυνο ».
« Ναι αλλά πέρασαν πλέον αυτά. Η γυναίκα σου προσαρμόστηκε και συνήθισε αρκετά στα δύο χρόνια που πέρασαν, επομένως δεν βλέπω την αιτία να αναβάλλεις και άλλο τη κουβέντα για το κύριο θέμα...» του επισήμανε κυνικά και με εμφανή περιφρόνηση για τη γυναίκα του, την οποία ποτέ δεν συμπάθησε πραγματικά ασχέτως την διαφορετική συμπεριφορά που έδειχνε μπροστά της για να μην αισθανθεί άβολα και άσχημα η κοπέλα, όπως κατά τη διάρκεια της πρώτης γνωριμίας τους.
[...]
« Αιμίλιε τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε η Κλαίρη την ώρα που ήταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι και παρακολουθούσαν κάποιο απλό ανούσιο τηλεοπτικό πρόγραμμα λίγο πριν κουραστούν τόσο που να βυθιστούν στον ύπνο.
« Να, τίποτα σπουδαίο και ανησυχητικό μωρέ απλά αναρωτιόμουν...σκέφτεσαι πως θα ήταν καλή ιδέα να αποκτήσουμε παιδί;»
« Τι λες, σοβαρά το θες Αιμίλιε;»
« Ναι γιατί όχι, νομίζω πως ήρθε η κατάλληλη στιγμή...βέβαια δεν θέλω να σε πιέσω σε καμία περίπτωση, αν εσύ δεν το θέλεις τόσο όσο εγώ. Ως ιδέα το αναφέρω. Πιστεύω πως καλό είναι τώρα όσο είμαστε νέοι να προσπαθήσουμε να κάνουμε παιδιά, γιατί αργότερα δεν θα είναι τόσο απλά τα πράγματα. Μπορεί να σε τραβήξουν οι υποχρεώσεις σου στη δουλειά και να θέλεις να εξελίξεις την καριέρα σου » παρέθετε τα επιχειρήματα και τις υποθέσεις του ο Αιμίλιος.
« Νομίζω πως έχεις δίκιο αγάπη μου. Απλά άσε με καλύτερα να το επεξεργαστώ στο νου μου για λίγο καιρό ακόμα και θα σου δώσω την απάντηση μου, όταν αισθανθώ σίγουρη και έτοιμη ότι αποφάσισα το σωστό ».
« Φυσικά γλυκιά μου» της έδωσε ένα φιλί στα μαλλιά και την πήρε στην αγκαλιά του.
Οι ερωτικές στιγμές τους συνέχιζαν να είναι έντονες και πικάντικες στη κρεβατοκάμαρα, αλλά δεν μοιράζονταν πια την ίδια ένταση και πάθος όποτε έσμιγαν το τελευταίο καιρό. Το αποψινό βράδυ ο Αιμίλιος με το που ξάπλωσαν στο κρεβάτι, απαίτησε εμμέσως την ικανοποίηση του πόθου του και η Κλαίρη ένιωθε παράξενα στη διάρκεια της πράξης, σαν δεν μπορούσε να ακολουθήσει το ρυθμό του. Εκείνος αισθάνθηκε λίγο αμήχανα που δεν της προκαλούσε το κύμα ηδονισμού όπως συνήθιζε τόσο καλά.
[...]
Στο σαλόνι του σπιτιού της, ένα ήσυχο απόγευμα η Νίκη κουβέντιαζε με την Κλαίρη που σκέφτηκε να περάσει από το σπίτι της για να τα πουν μιας και είχε περάσει καιρός από τότε που βρέθηκαν να μιλήσουν τελευταία φορά. Είχαν πήξει και οι δύο γυναίκες στις υποχρεώσεις των επαγγελμάτων τους με αποτέλεσμα να μην βρίσκουν χρόνο ούτε να τηλεφωνηθούν κάθε πέμπτη μέρα όπως κάποτε.
Τώρα όμως κάθονταν απέναντι η μία από την άλλη κουβεντιάζοντας ευχάριστα και ανέμελα, μέχρι που η Κλαίρη πρόσεξε την προβληματισμένη έκφραση στο πρόσωπο της.
« Τι έχεις;»
« Τίποτα, καλά είμαι » πήγε να δικαιολογηθεί η Νίκη αλλάζοντας έκφραση στο βλέμμα της.
« Αφού κάτι έχεις, το είδα στα μάτια σου καλή μου ».
« Φαίνεται τόσο πολύ; Μια αρνητική σκέψη απλώς ήρθε στο μυαλό μου, έφυγε τώρα και είμαι καλύτερα, αλήθεια » πάλευε να την μεταπείσει.
« Πως θα νιώσεις καλά αν δεν μου μιλήσεις για το πρόβλημα σου; Για αυτό σου ζητώ ενθαρρυντικά να μου εκφράσεις το θέμα σου, μην το καταπνίγεις μέσα σου τόσο πολύ, σε παρακαλώ» της τόνισε και της ζήτησε γλυκά η Κλαίρη.
« Δειλιάζω να σου πω, αλλά θα σου μιλήσω τελικά » Και από τότε η Νίκη εκμυστηρεύτηκε το σημαντικό κομμάτι της ζωής της. Στη διάρκεια του πρώτου έτους της ως φοιτήτρια στο πανεπιστήμιο-αρκετά χρόνια δηλαδή πριν- τα είχε με τον Ιάκωβο έναν γοητευτικό, ζωηρό και επικοινωνιακό νεαρό.
Όμως μια απρόσμενη εξέλιξη έγινε αιτία να πάρει διαφορετική πορεία ο δεσμός τους... επιστρέφοντας στο σπίτι της, η Νίκη αντίκρισε έξω από την πύλη της εισόδου μια συμφοιτήτρια της την Λεώνη. Η Λεώνη ήταν μια άσχημη, καθόλου σχεδόν φροντισμένη κοπέλα-μάλλον ατημέλητη θα την έλεγε κανείς έτσι όπως κυκλοφορούσε με τα φτωχά κουρελιασμένα της ρούχα.
Παρόλ αυτά η Νίκη νόμιζε πως η συγκεκριμένη είχε καλόκαρδο χαρακτήρα και επειδή τη 'λυπόταν ' για τον εκφοβισμό που βίωνε, προσπάθησε πολλές φορές να την πάρει έστω και για λίγο στη παρέα της ή να κάνουν οι δυό τους.
Μέχρι που η Λεώνη πρόσεξε στα κρυφά το φλερτ και το δεσμό που αναπτύχθηκε μεταξύ του Ιάκωβου και της Νίκης και ζήλεψε πολύ. Όχι απλώς αυτό, μίσος και οργή την κυρίευσε. Για αυτό αποφάσισε να επισκεφτεί τη Νίκη έξω από τη πόρτα του σπιτιού της εκείνο το απόγευμα και όταν πέρασαν για λίγο στο χώρο της αυλής, της μίλησε σε σοβαρό ύφος χαρακτηριστικά: « Αγαπώ τον Ιάκωβο και μην ελπίζεις πως θα μείνει μαζί σου για πολύ. Θα τον κάνω να με αγαπήσει περισσότερο, ήδη δήλωσε πως του αρέσω. Με εσένα περνά το χρόνο του και μπερδεύτηκε κάποια στιγμή, νομίζοντας πως τσιμπήθηκε ερωτικά μαζί σου. Αλλά έκανε λάθος, έτσι μου εκμυστηρεύτηκε τη τελευταία φορά που κανονίσαμε και περπατήσαμε μαζί στην αυλή της σχολής ».
Η Νίκη ακούγοντας τη δήλωση αυτή, έπαθε σοκ και παράλληλα τρόμαξε με το υπερβολικά σκοτεινό και μοχθηρό βλέμμα της Λεώνης. Καθώς είχε ευαίσθητο και αγαθό χαρακτήρα όμως, ένιωθε ταυτόχρονα λύπη και συμπόνοια για το ασχημόπαπο παρόλο που μπορεί να μην το άξιζε. Έτσι προτίμησε με τη βαριά στεναχώρια να εμφανίζεται στα μάτια της και να πλακώνει τη ψυχή της, να θυσιάσει τα αισθήματα της για τον Ιάκωβο και να τον αφήσει στα χέρια και την αγκαλιά της Λεώνης αν τελικά κατέληγε εκεί.
Ένιωσε ανίσχυρη να υπερασπιστεί τη σχέση της με το αγόρι της, μπροστά στην ανάγκη της ασχημούλας Λεώνης να αγαπηθεί έστω και αργοπορημένα από κάποιον. Σταμάτησε γρήγορα να την βλέπει ως την μοχθηρή και κακιά αντίζηλο απλώς και μόνο επειδή τα όσα περνούσε εξαιτίας του εκφοβισμού από ανθρώπους του περιβάλλοντος της σχολής και άλλων κοινωνικών ομάδων, την καθιστούσε θύμα περισσότερο και λιγότερο κακό άνθρωπο. Όμως η Λεώνη εκμεταλλευόταν το ρόλο του θύματος και έκανε τους αφελείς να παραβλέπουν τον πραγματικό ελεεινό χαρακτήρα της.
Ο Ιάκωβος ακολούθησε λοιπόν άλλη πορεία και τα έφτιαξε με την Λεώνη. Από τη στιγμή που η Νίκη την λυπήθηκε, προτίμησε να κάνει στην άκρη τον έρωτα της για εκείνον-αρκεί να είναι ευτυχισμένη η δύστυχη Λεώνη- και του ανέφερε μια γελοία δικαιολογία για να χωρίσουν μια ώρα αρχύτερα. Δεν τον ξέχασε ποτέ και δεν τον έσβησε από το μυαλό της αλλά αναρωτιόταν τώρα ως πιο ώριμη πλέον , αν άξιζε να κάνει αυτή τη θυσία δεδομένου ότι έληξε τόσο άδοξα ο έρωτας της μαζί του. Μάλλον όχι, όμως ήταν πολύ νέα και άβγαλτη εκείνη τη περίοδο για να το καταλάβει.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και δεν σταμάτησε να απορεί τι απέγιναν ο Ιάκωβος και η Λέωνη που χάθηκαν μυστηριωδώς, μετά την αποφοίτηση από το πανεπιστήμιο. Φήμες έλεγαν πως ήθελαν να ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους και για αυτό μετέβηκαν στο εξωτερικό για διδακτορικό και καριέρα. Όμως υποθετικό σενάριο ήταν αυτό και καθόλου σίγουρο μάλιστα.
« Ειλικρινά δεν περίμενα πως έζησες τέτοια εμπειρία. Αν θες τη γνώμη μου, δεν έκανες καλά που υποχώρησες απέναντι στην ευτέλεια εκείνης της κοπέλας. Έπρεπε να παλέψεις για τον δεσμό σου με τον Ιάκωβο. Φταίει όμως και αυτός, από τη στιγμή που έβγαινε και με τις δύο σας ταυτόχρονα, εσένα και τη Λεώνη χωρίς να ξεκαθαρίζει τη θέση του » είπε η Κλαίρη.
« Ίσως και να μην έβγαινε ποτέ με τις δυό μας παράλληλα και να μεσολάβησαν διάφορα τα οποία δεν κατάλαβα τότε και έπαιξαν ρόλο στο χωρισμό...τέλος πάντων δεν έχει νόημα να τα ξαναμασάμε, σου διηγήθηκα την ιστορία μου και σου αποκάλυψα τα συναισθήματα που κρατώ ακόμα μέσα μου όμως τελείωσαν όλα. Προχωρήσαμε τις ζωές μας, εκείνος και εγώ.
Σχετικά με εσένα Κλαίρη μου, πως τα πας με τον Αιμίλιο, σχεδιάζετε κάτι ιδιαίτερο αυτό το διάστημα;» τη ρώτησε με γνήσιο και γλυκό ενδιαφέρον η Νίκη.
« Πως να στο πω Νίκη μου... τελευταία δεν περνάμε τόσο χρόνο μαζί ως ζευγάρι. Κάποτε συνήθιζε με το που γυρνούσε από το πανεπιστήμιο να με παίρνει στην αγκαλιά του και να καθόμαστε στον καναπέ. Μου περίγραφε τη μέρα του, τις ευχάριστες στιγμές με τους συναδέλφους καθηγητές και τους μαθητές του και οτιδήποτε απρόβλεπτο συνέβαινε.
Τώρα ούτε αυτό δεν κάνουμε, προτιμά να κάθεται παραπάνω στη σχολή ή κανονίζει να βρεθεί με φίλους και άτομα τα οποία δεν γνωρίζω καθόλου. Αισθάνομαι πως μου κρύβει μυστικά και δεν ξέρω πως να τον ενθαρρύνω για να μου ανοιχτεί και να μου τα εκμυστηρευτεί».
« Έλα μην ανησυχείς και μην στεναχωριέσαι. Ο Αιμίλιος είναι υπεύθυνος και σοβαρός στις πράξεις του όσο και στα λόγια του. Από μικρός έτσι ήταν, το θυμάμαι και προτιμούσε να δίνει περισσότερο χρόνο στις υποχρεώσεις του από το περνά πιο διασκεδαστικές στιγμές με εμάς τις αδελφές του. Δεν συνήθιζε να παίζει σε παρέες και μάλλον θα έλεγα δεν υπήρξε ποτέ πραγματικά παιδί γιατί είχε μάθει να τα παίρνει όλα πιο σοβαρά, κληρονομικό χαρακτηριστικό της μητέρας μας αυτό.
Ενώ εγώ και η Εριέτα πήραμε από τον πατέρα μας που ήταν πιο χαλαρός και ανέμελος χαρακτήρας. Ο αδελφός μου αποκλείεται να σε προδίδει Κλαίρη μου, αυτό θέλω να σου πω οπότε τζάμπα το μυαλό σου χτίζει ανησυχητικά σενάρια » ήταν η σειρά της Νίκης να κάνει την Κλαίρη να βρει τη διάθεση της και να τη βοηθήσει να νιώσει πιο σιγουριά και ασφάλεια για το θέμα του γάμου της.
Κατάλαβε την μελαγχολία της καλύτερης της φίλης, την ένιωσε στο τόνο της φωνής της. Δεν ήταν ωραίο να έχει αμφιβολίες για τον αδερφό της, αν και εκείνος καλό θα ήταν να μην της κρατά κρυφά γεγονότα της ζωής του ή να καθυστερεί να επιστρέφει μετά τις διαλέξεις του.
Η Κλαίρη χαμογέλασε βεβιασμένα, αλλά η ανησυχητική αμφιβολία-για τις αλλαγές στη συμπεριφορά και τα ''μυστικά'' του Αιμίλιου -που την κατέτρωγε σαν φίδι στο μυαλό δεν έλεγε να φύγει και να την αφήσει στην ηρεμία της...
Το αποψινό βράδυ, η Κλαίρη πήγαινε πέρα δώθε στο σαλόνι καθώς τίποτα δεν της κράταγε το ενδιαφέρον... ούτε το σχεδιάγραμμα με τις μορφές των σχεδίων στον εσωτερικό χώρο μιας εταιρείας όπου θα μετέβαινε αύριο, ούτε οι κωμωδίες στη τηλεόραση που συνήθιζαν να τη χαλαρώνουν και να την κάνουν να απορροφιέται κάθε νύχτα.
Δεν της άρεσε που καθυστερούσε να γυρίσει στο σπίτι τους ο Αιμίλιος. Αν συνέβαινε κάτι σοβαρό με τα προσωπικά του θέματα, ή είχε κάποια ζητήματα να αντιμετωπίσει στα επαγγελματικά του, θεωρούσε πως καλό ήταν να της το πει για να συζητήσουν μαζί και να βρουν μια λύση. Έπρεπε να το κάνει.
Μόλις τον άκουσε να ανοίγει με το κλειδί την πόρτα και να τον βλέπει να κάνει είσοδο στο σαλόνι, έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης και του έκανε απανωτές ερωτήσεις.
« Που τριγυρνούσες Αιμίλιε τόση ώρα; Άργησες και κοντεύει έντεκα να σημάνει ο δείκτης του ρολογιού. Κρύβεις κάτι; Βγαίνεις με άλλη γυναίκα;»
« Αγάπη μου! Τι είναι αυτά που ρωτάς, πως υποπτεύεσαι τον άντρα σου έτσι; Ξέρεις πόσο πιστός και σωστός είμαι απέναντι σου » της απάντησε προσβεβλημένος.
Εκείνη σιώπησε μια στιγμή και το επεξεργάστηκε μέσα της για να του πει:« Έχεις δίκιο αγάπη μου, παραφέρθηκα. Με συγχωρείς. Απλά πιστεύω πως τα ζευγάρια πράττουν καλά, όταν εμπιστεύονται και κουβεντιάζουν οτιδήποτε τους απασχολεί για να βοηθηθούν ».
« Εγώ δεν χρειάζομαι βοήθεια από κανέναν. Μόνος μου μπορώ να λύνω τα προβλήματα μου, εξάλλου δεν είναι κάτι σημαντικό. Μην ανησυχείς τόσο για μένα » την καθησύχασε, όμως της Κλαίρης κάτι δεν της άρεσε από τη διφορούμενη απάντηση τούτη. Διαισθανόταν σαν κάποιο κρυμμένο νόημα βρισκόταν στον αέρα και δεν το έπιανε, γιατί της ξέφευγε...
Η εικοσιδυάχρονη Μαρίνα ήταν φοιτήτρια του τμήματος στο οποίο τύχαινε να διδάσκει ο Αιμίλιος. Αδιάφορη για τα μαθήματα μιας και προτιμούσε τα πάρτι και τα ξενύχτια διασκεδάσεων με φίλους της, προκαλούσε πονοκέφαλο στον Αιμίλιο και στους υπόλοιπους καθηγητές της πιθανότατα. Όποτε έπαιρνε βαθμούς κάτω του μετρίου, ενοχλούνταν, θιγόταν και είχε το θράσος να παραπονιέται σε καθηγητές με τους οποίους ένιωθε άνετα να μιλά. Ένας από αυτούς ήταν και ο Αιμίλιος.
« Κύριε καθηγητά, δεν είμαι ικανοποιημένη με τους βαθμούς που μου βάλατε στο τετράμηνο. Δεν γίνεται να μου βάλετε υψηλότερους; » του παραπονέθηκε τολμηρά μετά το τέλος της διάλεξης του κάποιο μεσημέρι, τη στιγμή που αποχώρησαν από την αίθουσα όλοι οι συμφοιτητές εκτός από την ίδια και τον Αιμίλιο.
« Δεν μπορώ να κάνω κάτι για να το διορθώσω. Να διαβάσεις περισσότερο » της συνέστησε ψυχρά και αδιάφορα για την πρόοδο της ο Αιμίλιος, αφού ήξερε πως οι κακοί μαθητές δεν αλλάζουν εύκολα και τους παίρνει χρόνια. 'Κάποιοι δεν πρόκειται να αλλάξουν'πίστευε ακράδαντα στη κοσμοθεωρία αυτή.
Όμως η Μαρίνα επιθυμούσε να περάσει τα μαθήματα και θα το έκανε με όλα τα αθέμιτα μέσα.
Οι επισκέψεις της Τζίνας στο γραφείο του Αιμίλιου στάθηκαν η αφορμή να επινοήσει ένα σχέδιο. Κάτι ύποπτο συνέβαινε μεταξύ τους, δεν το έβγαζε από το μυαλό της αλλιώς πως τολμούσε η κυρία Τζίνα να έρχεται στο γραφείο του παντρεμένου καθηγητή, τουλάχιστον τρεις φορές το μήνα και να συζητάνε εκεί υπό μυστικότητα;
Προφανώς αυτό που είχαν να κρύψουν ήταν πολύ σοβαρό και σίγουρα κανόνιζαν τις συναντήσεις τους και αλλού πέραν του προσωπικού γραφείου του Αιμίλιου.
Βρήκε την ευκαιρία μια μέρα που απαιτούνταν να λείψει στιγμιαία ο Αιμίλιος, να τοποθετήσει μικρό τμήμα ακουστικού κάτω από το γραφείο του . Το σχέδιο της όμως μέχρι να εφαρμοστεί, χρειαζόταν προσοχή μεγάλη για να πετύχει. Ξεκινόντας, τον παρακολουθούσε από τη στιγμή που βγήκε από μια αίθουσα διάλεξης, μέχρι την ώρα που άνοιξε την πόρτα του γραφείου του και εισήλθε μέσα.
Στεκόταν εκεί επί ένα τέταρτο κρυμμένη πίσω από το τοίχο, και ευχόταν να προκύψει κάτι που θα να τον ανάγκαζε να βγει από το γραφείο του. Σαν να άκουσε τις προσευχές της ο θεός, το ζήτημα προέκυψε και ο Αιμίλιος ξέχασε να κλείσει εντελώς τη πόρτα του γραφείου του, έτσι αναστατωμένος όπως βγήκε στο διάδρομο με πιθανή κατεύθυνση τα γραφεία άλλων καθηγητών ή στο εξωτερικό του πανεπιστημίου, ανάλογα τις δουλειές που είχε.
Η Μαρίνα βρήκε την ευκαιρία να μπει γρήγορα στον απαγορευμένο χώρο για την ίδια και με την ένταση της να βαρά κόκκινο, έβγαλε την μικροσκοπική συσκευή από τη τσέπη του μπουφάν της και την τοποθέτησε κάτω από το ξύλινο έπιπλο. Τώρα είχε πετύχει εν μέρει το σχέδιο της -και μπορούσε να ηρεμήσει λιγάκι με ανακούφιση-από τη στιγμή που έβαλε με επιτυχία το ακουστικό κρυφά χωρίς να την δει κανείς να μπαίνει στο προσωπικό χώρο του καθηγητή της.
Έτσι θα άκουγε και θα κατέγραφε τις συνομιλίες μεταξύ του ίδιου και της Τζίνας ώστε να τον εκβιάσει με αυτό. Εκείνος όφειλε να δεχτεί να της βάλει μεγαλύτερο βαθμό, για να μην δείξει την αποκαλυπτική μικροσκοπική κάμερα στη κυρία Κλαίρη που συμπαθούσε. Την είχε γνωρίσει σε μια συγκέντρωση εσπερίδας, μετά τη τελετή ορκωμοσίας που διοργάνωσε το πανεπιστήμιο τέσσερις μήνες πριν, αρχές του φθινοπώρου.
Μέσω του Αιμίλιου έγινε η γνωριμία. Η Κλαίρη της συμπεριφέρθηκε με τυπικότητα και ευγένεια και η Μαρίνα δεν μπόρεσε να μην σχηματίσει τη γνώμη πως πρόκειται για μια πολύ καλόκαρδη και συμπαθέστατη νεαρή γυναίκα.
'Ομως θα πετύχαινε το πλάνο, που με τόσο κόπο οργάνωσε; Θα το μάθαινε εντός των επόμενων βδομάδων...μέχρι τότε η αγωνία της κορυφωνόταν όλο και περισσότερο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top