Άτιτλο κεφάλαιο 13
Η Κλαίρη και ο Αιμίλιος μετά τον ονειρεμένο παραμυθένιο γάμο τους είχαν έναν επίσης παραμυθένιο μήνα του μέλιτος στη γαλλική πρωτεύουσα, σε πολυτελές ξενοδοχείο με θέα τα νερά του κρυστάλλινου ποταμού και την ιστορική πόλη.
Το βράδυ της πρώτης διαμονής τους εκεί, η Κλαίρη κοίταζε τη θέα της πόλης από το παράθυρο του δωματίου του ξενοδοχείου τους και σκεφτόταν πόσο συναρπαστικά ήταν όλα όσα ζούσε και η καινούρια της ζωή μόλις ξεκινούσε. Δεν είχε δει σχεδόν τίποτα ακόμα. Ο Αιμίλιος καλοντυμένος με το μαύρο του κοστούμι, το σμόκιν αντίστοιχα και τα ακριβά παπούτσια τοποθετούσε σαμπάνια στα κολονάτα ποτήρια και ετοιμαζόταν να προσφέρει στη Κλαίρη.
Η Κλαίρη γύρισε αμέσως στη μεριά του και δέχτηκε το ποτήρι με τη σαμπάνια με ευχαρίστηση. Διψούσε και ήπιε πολλές γουλιές χαρούμενη και εντυπωσιασμένη από τη γεύση. Ο Αιμίλιος πήρε τα δύο της χέρια, μέσα στα ζεστά απαλά δικά του και της χάρισε τα αντίστοιχα φιλιά στους καρπούς.
« Σου αρέσει η σαμπάνια;» τη ρώτησε με γλυκό ενδιαφέρον.
« Πολύ, έχει μια μαγευτική γεύση αίγλης και το αφρώδες, χρυσαφί του χρώμα φανερώνει κάτι το δοξασμένο. Αλλά δεν είναι μόνο η σαμπάνια, πολλά είναι αυτά που μου προξενούν μεγάλη εντύπωση και θετική.
Το δωμάτιο όπου θα μένουμε για κάποιο διάστημα, τα αξιοθέατα, το περιβάλλον πολυτέλειας και χλιδής... εγώ μια φτωχή πωλήτρια δεν φανταζόμουν ποτέ, ότι θα παντρευόμουν έναν μεγαλοαστό και θα έφτανα εδώ μαζί σου σε σουίτα ξενοδοχείου στη Γαλλία».
« Δεν είσαι φτωχή πωλήτρια πια να το ξέρεις και να το εμπεδώσεις στο μυαλό σου, είσαι γυναίκα ενός καλοστεκούμενου και φημισμένου καθηγητή που αξίζει τις χαρές, τα δώρα και τις πολυτέλειες του κόσμου όλου » της επισήμανε με έντονη χαρά και σοβαρότητα μαζί.
« Σε ευχαριστώ πολύ Αιμίλιε, είσαι υπέροχος. Δεν θέλω να νομίζεις πως είμαι καμιά φιλάργυρη που σε παντρεύτηκα για τα λεφτά και τη πολυτέλεια μόνο. Επειδή με συμπόνεσες και προσφέρθηκες να μου χαρίσεις μια καλύτερη και ευνοϊκότερη ζωή, από εκείνη που ζούσα.
Για να με βοηθήσεις να σταθώ στα πόδια μου γιατί μέχρι τότε πάλευα με τους κόπους και χίλια ζόρια που δεν έφταναν ούτε για τη πραγματοποίηση των ονείρων μου, ούτε για την οικογένεια μου. Για αυτούς τους λόγους σε παντρεύτηκα ».
« Το ξέρω αγάπη μου, δεν χρειάζεται να βιάζεσαι να μου τα θυμίσεις τα έχουμε συζητήσει από καιρό». Η Κλαίρη ξαναγύρισε να ρίξει μια τελευταία ματιά στον πύργο του Άιφελ και νιώθοντας το βλέμμα του Αιμίλιου πολύ κοντά της, αλλά χωρίς να συνεχίζει να μιλά παραξενεύτηκε.
« Τι συμβαίνει; Σιώπησες για ένα ολόκληρο λεπτό και ένιωσα πως απλώθηκε η σιωπή υπερβολικά ανάμεσα μας...» τον ρώτησε με περιέργεια.
« Σκεφτόμουν κάτι σημαντικό και πιστεύω είναι σημαντικό να το μάθεις...δεν αισθάνομαι και δεν έχω πια συμπόνοια για σένα στο βαθμό που είχα όταν σε πρωτογνώρισα. Αλλά... έλξη».
« Αλήθεια, με αγαπάς Αιμίλιε; Πότε πρόλαβες, πως; ».
« Μισό, δεν σου είπα για αγάπη, μην τα μπερδεύεις Κλαίρη. Σου μίλησα για έλξη συναισθηματική και ερωτική. Η αγάπη όταν και αν θα έρθει θα είναι καλοδεχούμενη » της εξήγησε με σαφήνεια ώστε να καταλάβει και να μην έχει την παραμικρή απορία.
Ύστερα απομακρύνθηκε από κοντά της, για να δει την ώρα στο ρολόι του τοίχου του σαλονιού. Θυμήθηκε ότι σε λίγο θα κατέβαιναν για δείπνο στο χώρο του ξενοδοχείου.
Η Κλαίρη λυπήθηκε μέσα της, άλλο ήθελε και περίμενε να ακούσει... αντί για αγάπη της είπε ότι νιώθει απλώς έλξη. Όμως θυμήθηκε και καθησύχασε τον εαυτό της ότι η συναισθηματική έλξη όπως την ονομάτιζε, είναι το συναίσθημα που νιώθουν ορισμένοι άντρες στη αρχή του γάμου προτού έρθει η αγάπη.
Εξάλλου και η ίδια δεν τον αγαπούσε ακόμα τόσο έντονα για να απογοητευτεί, απλά σαν περίμενε πολύ γρήγορα για κάποιο λόγο να βρει ανταπόκριση στα αισθήματα του. Τι ανόητη που γινόταν μερικές φορές.
[...]
Μετά το λατρεμένο ταξίδι και τη παραμονή τους στη Γαλλία, όπου περιηγήθηκαν στα καλύτερα μέρη αξιοθέατων, μουσείων, ακριβών εστιατορίων και μαγαζιών, επέστρεψαν ανανεωμένοι στην Ελλάδα. Τώρα πλέον είχε σημασία να μάθουν μία νέα καθημερινότητα πραγματικότητας: να συμβιώνουν ως ζευγάρι. Και το κατάφερναν μια χαρά αφού είχαν την εκτίμηση, την αλληλοκατανόηση, τον αλληλοσεβασμό και την ''αγάπη'' τους-στο αρχικό στάδιο- ως κινητήριες δυνάμεις.
Ο Αιμίλιος πήγαινε καθημερινά τα πρωινά ή τα απογεύματα στο πανεπιστήμιο όπου δίδασκε, όμως δεν άφησε για πολύ καιρό το θέμα της γυναίκας του που έχριζε μεγάλης σημασίας. Της το είχε υποσχεθεί ότι θα τα κανόνιζε όλα και δεν ήθελε να την νιώθει αγχωμένη.
Για αυτό δύο μήνες μετά τον γάμο τους, κανόνισε μετά από προσεκτική αναζήτηση να συναντηθεί με υψηλά ιστάμενους εταιρειών και να τους αναφέρει την επιθυμία να προσλάβουν την γυναίκα του ως διακοσμήτρια μιας και είχε εμπειρία στο τομέα λόγω των σπουδών της.
Επειδή μεσολάβησε ο ίδιος ως μέσο η Κλαίρη κατόρθωσε πιο εύκολα να πάρει τη δουλειά, παρά αν πήγαινε μόνη της. Το όνομα του Αιμίλιου ήταν γνωστό σε πολλούς κύκλους επαγγελματιών και φορέων της χώρας, ενώ η Κλαίρη δεν πρόλαβε να δημιουργήσει το δικό της όνομα ακόμα, αφού μέχρι τώρα ήταν μια ταπεινή χαμηλόμισθη υπάλληλος σε ένα μαγαζί το οποίο δεν της έδωσε ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τις γνώσεις του τομέα των σπουδών της.
Επομένως καλό ήταν να πιάσει τη δουλειά για την οποία μεσολάβησε ο Αιμίλιος και αφού ξεκινούσε με καλούς οιωνούς, θα ήταν σε θέση να χτίσει τη δική της καριέρα και να γίνει γνωστό και το δικό της όνομα.
Ο Αιμίλιος αποδείκνυε την αγάπη του κάθε μέρα με πράξεις και λιγότερο με λόγια. Η Κλαίρη το εκτιμούσε και θα έκανε πρόθυμα υπομονή για όσο χρειαζόταν μέχρι να τον ακούσει να λέει τη φράση 'σε αγαπώ'. Η σχέση της με τη πεθερά της πήγαινε προς το καλύτερο. Η Θεώνη ήταν ικανοποιημένη από την εκπαίδευση και πρόοδο της Κλαίρης στη συμπεριφορά της ως κυρία της υψηλής κοινωνίας.
Στο θέμα της δουλειάς της, η Κλαίρη ήταν πολύ ευχαριστημένη. Μάλιστα οι ανώτεροι της και οι πελάτες της της συμπεριφέρονταν με την καλύτερη και ύψιστη ευγένεια, κάνοντας την να νιώθει σαν βασίλισσα της Αγγλίας.
Αυτό της έφερνε αμηχανία και ταυτόχρονα κολακεία. Ήταν εμφανές η διαφορετική ζωή την οποία καλούνταν να συνηθίσει. Δόξα τω θεό τα πήγαινε μια χαρά στη συνήθεια και τη προσαρμογή της ως πλούσια αριστοκράτισσα και ο σύζυγος της είχε λόγους να χαίρεται για αυτό...
[...]
Η Κλαίρη κατάφερε μέσα σε βάθος επτά μηνών να δημιουργήσει όνομα ως διακοσμήτρια και πλέον ξεκινούσε να δουλεύει σε δικό της γραφείο- το οποίο βοήθησε να ανοίξει ο Αιμίλιος στο κέντρο της εύπορης περιοχής όπου διέμεναν- αλλά δεχόταν να συνεργάζεται με εταιρείες και οργανισμούς περνώντας από το χώρο τους.
Ο Αιμίλιος χαιρόταν να βλέπει τη σύζυγο του ευτυχισμένη και μες σε κλίμα χαράς από τότε που πραγματοποιήθηκαν τα όνειρα της για την εξέλιξη και καλλιέργεια του επαγγέλματος της με αποτέλεσμα τη τελική άσκηση του.
Όταν ετοιμάστηκε ο προσωπικός χώρος της για τη δουλειά η Κλαίρη πλησίασε τον Αιμίλιο κοιτώντας τον με λατρεία στα μάτια και του είπε: « χαίρομαι και σε ευχαριστώ για ότι έκανες για μένα. Για το ότι συνέβαλλες στην κατευθυνόμενη πορεία του επαγγέλματος μου »
« Αγάπη μου, εγώ απλώς μεσολάβησα στις πρώτες γνωριμίες σου για δουλειά και κανόνισα το χώρο του γραφείου σου. Αν δεν ήσουν εσύ να έπαιρνες στα σοβαρά και να έδειχνες στη πράξη το αντικείμενο που διδάχτηκες στη σχολή, με προθυμία και διάθεση συνεργασίας με άλλους ανθρώπους δεν θα γινόταν τίποτα από όλα όσα βλέπεις » της υπογράμμισε ενθαρρυντικά και ζεστά δείχνοντας της ότι πιστεύει στις δυνάμεις και τις ικανότητες της.
« Ναι σωστά » χαμογέλασε συμφωνώντας απόλυτα η Κλαίρη.
Την ίδια ώρα στο μέτωπο της ζωής της Εριέτας τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ευχάριστα αφότου ερωτεύτηκε αστραπιαία και βαθιά έναν καλλιτέχνη ζωγραφικής και αντικών τέχνης τον Ξέρξη.
Δεν φαντάζονταν πως η γνωριμία τους μερικό καιρό πριν σε μια έκθεση, θα κατέληγε σε έναν μεγάλο έρωτα. Ο Αιμίλιος δεν εμφανιζόταν καθόλου πρόθυμος να εγκρίνει το δεσμό τους και κατέληγε πολλές φορές σε καυγά με την αδερφή του.
« Μα γιατί της φέρεσαι έτσι; Αφού λέει ότι τον αγαπάει. Και εκείνος το ίδιο » τον ρωτούσε νιώθοντας αδικία και λύπη για την Εριέτα την οποία υπερασπιζόταν και έπαιρνε το μέρος της.
« Ναι αγαπά το επαναστατικό πνεύμα που πηγάζει μέσα από το καλλιτεχνικό του. Ο συγκεκριμένος νεαρός δεν μου αρέσει εμένα, ειδικά άμα υποψιάζομαι πως πάει κόντρα στο κατεστημένο. Κάτι τέτοιοι μένουν χωρίς δουλειά και καταλήγουν απένταροι με τις ιδεολογίες τους »
« Ναι αλλά όταν επικρατεί ο έρωτας, δεν χωράνε ούτε οι αντιθέσεις στον τρόπο ζωής ούτε οι ιδεολογίες τόσο ώστε να απομακρύνουν το ένα ταίρι από το άλλο, παύουν να είναι ικανοί... »
« Άσε ρε Κλαίρη! Τι ξέρεις εσύ; » αντιδρούσε έντονα ο Αιμίλιος και η γυναίκα του υποχωρούσε και τερμάτιζε την κουβέντα. Εξάλλου είχε δίκιο τι παράδειγμα και ποιες γνώσεις είχε αφού η ίδια δεν είχε εμπειρίες στον αισθηματικό τομέα και στο δικό τους γάμο δεν υπήρχε η πραγματική αγάπη.
Το αποφάσισε φουρκισμένος αλλά σίγουρος ότι θα έκανε το σωστό. Θα πήγαινε να βρει τον Ξέρξη σε μυστική συνάντηση και να τον εξαγοράσει με ένα διόλου ευκαταφρόνητο χρηματικό ποσό, ώστε να πάψει να ενοχλεί την αδελφή του.
Τα σχέδια του Αιμίλιου να ανατρέψει και να διακόψει τη σχέση τους με το συγκεκριμένο τρόπο, χάλασε η εγκυμοσύνη της αδελφής του. Φυσικά δεν μπορούσε να της ζητήσει να ρίξει το μωρό κάτι τέτοιο θα ήταν απάνθρωπο και ανήθικο. Για αυτό δέχτηκε τον δεσμό τους και συμφώνησε με τον γάμο τους, μόνο υπό τον αυστηρό και αμετάκλητο όρο ότι ο Ξέρξης θα αναλάμβανε τις ευθύνες του απέναντι στο παιδί του.
Όσο για την Νίκη, βρήκε τον έρωτα στο πρόσωπο ενός ανερχόμενου πολιτικού μηχανικού. Είχε καιρό να νιώσει και να λάβει τις χαρές του έρωτα μιας και μόνο μία σχέση είχε κάνει στο πανεπιστήμιο, μη ολοκληρωμένη. Ουσιαστικά ένιωθε και ήταν παρθένα.
Ο πολιτικός μηχανικός Μαυρίκιος ευφυής, κομψός, κοσμοπολίτης, πεπαιδευμένος, διεθνιστής και περιποιητικός έδειχνε φανερά το ενδιαφέρον του στη Νίκη καθημερινά. Προσπάθησε πολύ για να τη κερδίσει και να φτάσει η σχέση τους στο σημείο που ευοδώθηκε. Η κοπέλα δεν μπόρεσε να μην υποκύψει στη γοητεία του. Ένιωθε τρεμούλιασμα κάθε φορά που κανόνιζε συναντήσεις μαζί του σε όμορφα πάρκα, ενώ πήγαιναν συχνά σε σικάτα εστιατόρια και μπαρ όπου ο Μαυρίκιος είχε την ευκαιρία να της δείξει την περιποίηση και ανάγκη του να τη φροντίζει. « Είσαι το φως της λατρείας και του ήλιου που γέμισε την ανούσια και άδεια ζωή μου » της εξομολογήθηκε το βράδυ που της έκανε ερωτική εξομολόγηση και της πρόσφερε για δώρο ένα κεχριμπαρένιο ακριβό κολιέ από ρουμπίνι.
Η Νίκη δεν χρειάστηκε πολλά, του ανταπόδωσε την αγάπη της και ύστερα από εκείνο το πρώτο βράδυ όπου έσμιξαν ψυχικά και σωματικά κάνοντας παθιασμένο και τρυφερό έρωτα, κατάλαβαν ότι θα έμεναν για πάντα μαζί. Η Νίκη πίστευε πως βρήκε τον άνθρωπο της στο πρόσωπο του, το ιδανικό και τέλειο σύζυγο για μια ζωή.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top