Άτιτλο κεφάλαιο 12
Η Κλαίρη σίγουρη για την απόφαση της να γίνει νύφη στο πλευρό του Αιμίλιου ανακοίνωσε τα ευχάριστα νέα στη φίλη της Λένα η οποία έπαθε σοκ, δεν περίμενε προφανώς ότι η Κλαίρη θα έπαιρνε τόσο σοβαρά τη συγκεκριμένη απόφαση.
« Θα παντρευτείς δηλαδή και θα φύγεις, πως το αποφάσισες;» ρωτούσε έντρομη η Λένα.
« Τι θα πει πως το αποφάσισα, στο είχα αναφέρει ξανά πολλές φορές ο γάμος μου θα γίνει και κανείς δεν θα μας σταματήσει. Μιλούσα σοβαρά, δεν είμαι άτομο επιπόλαιο ».
« Δεν τον αγαπάς όμως ».
« Όχι αλλά τι σημασία έχει, δεν παντρεύονται πάντα από μεγάλο έρωτα ή αγάπη τα ζευγάρια γλυκιά μου αθώα Λένα, μερικές φορές αρκούν άλλοι λόγοι που τους παρακινούν σε αυτή την απόφαση. Στη δική μου περίπτωση, θεωρώ πως ο Αιμίλιος εμφανίστηκε σαν σωτήρας. Θα με βοηθήσει να πραγματοποιήσω τα επαγγελματικά μου όνειρα και να ξεφύγω από τη φτώχεια της γειτονιάς και της κατάστασης την οποία ζούσα τόσα πολλά χρόνια.
Βέβαια δημιουργείται μια έλξη μεταξύ μας, αυτό είναι κάτι που δεν αποφεύγεται και μπορεί να αναπτυχθεί αυτή η έλξη και να μετατραπεί σε αληθινή αγάπη με το καιρό » έλεγε στη ρομαντική φίλη της όσο τη παρατηρούσε να μαδά μια μαργαρίτα σκεφτική.
Κάθονταν στο πεζούλι του πάρκου εκείνο το απόγευμα, λίγο πριν τη δύση του ηλίου και παρατηρούσαν τις πάπιες και τις χήνες να κολυμπάνε στη λιμνούλα ή να τσιμπολογάνε ψίχουλα. Το σκηνικό ήταν όμορφο και γραφικό σε συνδυασμό με το απαλό δροσερό αεράκι που δεν ήταν τόσο δυνατό όσο να τις ενοχλεί και να τις κάνει να αναριγούν από την επικείμενη ψύχρα.
Όμως δεν ήταν αρκετό να πάρει μακριά τη λύπη της Λένας που θα έχανε τη φίλη της και αμφέβαλλε για το αν θα την ξαναέβλεπε ποτέ ή σύντομα. Η Κλαίρη μάντεψε τις σκέψεις της και άγγιξε απαλά τους ώμους της Λένας. « Δεν θα με χάσεις Λένα μου, μπορεί να φεύγω από τη γειτονιά και να αλλάζω ζωή αλλά δεν σημαίνει πως θα σε ξεχάσω ή θα σε παρατήσω. Είσαι η καλύτερη μου φίλη ».
« Θα κάνεις πράξη όμως αυτά που υπόσχεσαι τώρα; Θα συνεχίσεις να έρχεσαι κάπου κάπου για επίσκεψη ή να κανονίζουμε να έρχομαι εγώ σε εσένα και να βολτάρουμε;»
« Φυσικά τα εννοώ και θα τα κάνω πράξη ».
Το νέο του γάμου που πλησίαζε διαδόθηκε στη γειτονιά και έτσι ήξεραν μερικές ελάχιστες γνωστές κυρίες ή κοπέλες για την επικείμενη φυγή της Κλαίρης από τη φτωχογειτονιά. Όποτε κουβέντιαζαν μεταξύ τους ορισμένες φορές και κυρίως οι μεγαλύτερες γυναίκες εξέφραζαν την αποδοκιμασία τους που η Κλαίρη παντρεύεται και παίρνει για σύζυγο έναν πλούσιο άντρα αντί για κάποιο τίμιο νεαρό του προαστίου τους.
Όποτε η Ευρυδίκη περνούσε κοντά τους, έκοβαν επιτόπου τα μουρμουρητά και τα κουτσομπολιά για να μην λάβουν την αυστηρή ματιά της. Η Ευρυδίκη ένιωθε άσχημα και δεν επιθυμούσε να ασχολούνται με τα οικογενειακά της όσοι από τους γείτονες ήταν κακεντρεχείς. Τόσα χρόνια η ίδια δεν είχε δώσει δικαίωμα για κανένα σχόλιο και κουτσομπολιό εις βάρος της.
Οι τρεις κοπέλες, οι αδερφές του Αιμίλιου Νίκη και Εριέτα μαζί με την Κλαίρη μαζεύτηκαν στο δωμάτιο του σπιτιού της Νίκης εκείνο το μεσημέρι της Πέμπτης. Η Νίκη ήταν καλή στην κομμωτική, οπότε δοκίμαζε διάφορα περίτεχνα χτενίσματα στα όμορφα χρυσαφένια και ελαφρώς καφέ μαλλιά της Κλαίρης προκειμένου να διαλέξει στο τέλος η ίδια ποιο κούρεμα της πήγαινε περισσότερο για τον γάμο. Της έφτιαξε πολλών ειδών κομμώσεις με κύριες τις πλεξούδες και για εναλλακτική της άφηνε ελεύθερα τα μαλλιά και της δοκίμαζε καρφίτσες και τσιμπιδάκια.
Η Κλαίρη δεν ήξερε ποιο χτένισμα της άρεσε περισσότερο, όλα τα έβρισκε υπέροχα και το κλίμα ευφορίας ανάμεσα στις τρεις νεαρές γυναίκες γινόταν πιο διάχυτο καθώς περνούσε η ώρα. Όμως για μια στιγμή σκέφτηκε και επεξεργάστηκε στο νου της κάτι σημαντικό για το οποίο είχε αμφιβολία. Αποφάσισε να το μοιραστεί με τα κορίτσια, μιας και είχαν γίνει σχεδόν φίλες και την ενδιέφερε να ακούει τη γνώμη τους για πολλά θέματα όλο και πιο συχνά.
« Κορίτσια να σας ρωτήσω τη γνώμη σας με βάση τι πιστεύετε ότι είναι ο έρωτας; Μπορούμε να τον νιώσουμε ; »
« Ο έρωτας κάτι που δεν μπορείς να δεις και να αγγίξεις, είναι στον αέρα και στο σύννεφο της ατμόσφαιρας που διαπερνά το ζεύγος ή δύο ανθρώπους που δεν τα έφτιαξαν ακόμα μεταξύ τους...αλλά το νιώθεις Κλαίρη μου.
Μην ανησυχείς και με τον Αιμίλιο θα τον αναπτύξετε και θα τον νιώσετε σίγουρα την κατάλληλη στιγμή του χρόνου που θα έρθει » της μιλούσε με ισχυρή πεποίθηση η Εριέτα και η Νίκη απλώς ένευε σε ένδειξη συμφωνίας. Η Κλαίρη ένιωσε πιο άνετα με την γνώμη τους.
« Χαιρόμαστε που θα γίνεις σύζυγος του αδερφού μας και θα μπεις στην οικογένεια μας, σε έχουμε αποδεχτεί και συμφωνούμε απόλυτα με την επιθυμία εκείνου. Η μαμά μας ήθελε λίγο χρόνο για να σε δεχτεί, αλλά αισιοδοξούμε πως δεν θα αργήσει να το κάνει » της έπιασαν τους ώμους στοργικά και η Κλαίρη αισθάνθηκε συγκίνηση και χαρά, διότι με αυτές τις κοπέλες ήθελε όσο τίποτα να δημιουργήσει καλές ζεστές και αρμονικές σχέσεις καθώς ανήκαν στην οικογένεια του Αιμίλιου.
[...]
Η Κλαίρη άνοιξε το ντουλάπι καθώς το άφησε ως τελευταίο μέρος για τον καθαρισμό που ήθελε να κάνει και αντίκρισε κάτι που την σόκαρε ευχάριστα. Σε μια κρεμάστρα βρισκόταν ένα ελαφρώς φουντωτό νυφικό και αμέσως ώστε να μην το περιεργαστεί και σκεφτεί πολύ, το έβγαλε έξω από τη ντουλάπα. Το δοκίμασε πάνω της χωρίς να το φορέσει. Διαπίστωσε έκθαμβη πως της πήγαινε.
Η Ευρυδίκη περνούσε έξω από το δωμάτιο της εκείνη τη ώρα και στάθηκε, γιατί το ένστικτο της της υπέδειξε να το κάνει και έτσι αντέδρασε παρότι δεν ήξερε και δεν ήταν σίγουρη γιατί το έκανε. Πλησίασε στη μισάνοιχτη πόρτα και έμεινε να παρατηρεί τη κόρη της να κρατά το νυφικό και να επεξεργάζεται τον εαυτό της στον καθρέφτη.
Η συγκεκριμένη στιγμή ήταν πολύ συγκινητική και την επηρέασε συναισθηματικά, ένιωσε δάκρυα στις άκρες των ματιών της άθελα της. Η Κλαίρη ένιωσε πως κάποιος βρισκόταν πίσω της και με το βλέμμα του παρατηρούσε τη φιγούρα και γύρισε ταραγμένη για να δει την Ευρυδίκη. Ανακουφίστηκε.
« Ποιανού είναι το νυφικό;» ρώτησε η Κλαίρη απορημένη.
« Της γιαγιάς μου, της μαμάς της μαμάς μου ειδικότερα και το χάρισε σε εμένα. Με τη γιαγιά είχα πολλές ομοιότητες στην ομορφιά και στο χαρακτήρα και το νυφικό πέρασε πρώτα στη μαμά μου για να καταλήξει σε εμένα.
Σου πηγαίνει πολύ και εσένα, σε κάνει όμορφη και λαμπερή παρόλο που είναι ραμμένο από πιο λιτό ύφασμα και δεν περιλαμβάνει τα πούλια του δικού σου νυφικού του αγορασμένου από μαγαζί. Δεν το συναγωνίζεται σε πολυτέλεια. Θα επιθυμούσα να σε δω στο γάμο με αυτό το νυφικό όμως δική σου απόφαση και επιλογή το τι θα φορέσεις » της είπε τρυφερά. « Θα ήθελα επίσης να μου έδινες μια ευκαιρία...»
« Μην αρχίζεις όχι, σε παρακαλώ πάλι »
« Να μου έδινες μια ευκαιρία και να συμφιλιωνόμασταν Κλαίρη μου, να φτιάχναμε ξανά τη ζωή μας χωρίς άδικες ψυχρότητες αλλά με γνώμονα μόνο την ειλικρίνεια, την εμπιστοσύνη και φυσικά την αγάπη » συνέχισε τη φράση της νιώθοντας το αναγκαίο να της ανοίξει τη ψυχή της παρόλο που ήξερε ότι θα έπεφτε στο κενό η όποια προσπάθεια της να συγκινήσει τη κόρη της.
« Να το ξεχάσεις, ποτέ δεν θα ξαναγίνουμε συμφιλιωμένες. Εγώ πόνεσα και δεν θα σβήσω το παρελθόν, δεν είναι εύκολο για μένα. Αποχωρώ από το σπίτι και τη ζωή σου οριστικά και δεν θα ξαναβρεθούμε. Γι αυτό φρόντισε να προετοιμαστείς ψυχολογικά καθώς φεύγω μεθαύριο. Θα μεταβώ στο σπίτι της Βάσως από νωρίς, μιας και θα με βοηθήσει να προετοιμαστώ με το νυφικό και με άλλα βασικά προτού ξεκινήσω για τον γάμο » της δήλωσε αποφασιστικά, ακούμπησε το νυφικό στο κρεβάτι και βγήκε έξω από το υπνοδωμάτιο ταραγμένη και συγχυσμένη με την κουβέντα, αλλά περισσότερο επειδή την είχε δει η Ευρυδίκη.
Η μητέρα της τοποθέτησε το νυφικό στη κρεμάστρα και στη κατάλληλη θέση του και μόλις έκλεισε το ντουλάπι, ακούμπησε τη πλάτη της. Απελπισμένη για άλλη μια φορά σκεφτόταν πως ήρθε το τέλος. Τίποτα δεν θα ξαναγινόταν όπως πριν. Έπεσε στο κενό μια ακόμη προσπάθεια από μεριά της για τη συμφιλίωση του δεσμού τους ως μαμά-κόρη. Όμως ήθελε μια τελευταία φορά να δει το παιδί της, δεν θα της έφτανε ο ψυχρός αποχαιρετισμός που θα της επιφύλασσε η Κλαίρη μεθαύριο.
Γιατί ήταν σίγουρη για αυτό, η Κλαίρη θα της χάριζε έναν τυπικό χαιρετισμό, μια γρήγορη ψυχρή αγκαλιά και ελάχιστα ευχολόγια για υγεία και καλή πορεία στη ζωή και θα χώριζαν οι δρόμοι τους. Έπρεπε και ήταν επιτακτικό να βρει τρόπο να δει τη κόρη της μια επιπλέον φορά...
Η Κλαίρη ήταν ευτυχισμένη περνώντας το πρωινό στο δωμάτιο της φίλης της στο οποίο πήγε από νωρίς, από τις οκτώ το πρωί. Έφτασε η πιο σημαντική και πολύτιμη μέρα της ζωής της.
Στην εκκλησία υποδέχτηκαν τη νύφη με κλάματα συγκίνησης, χαρές και επιφωνήματα. Η Κλαίρη πλησίασε τον Αιμίλιο, μόλις της άφησε το μπράτσο ο κύριος Μανώλης ο πατέρας της φίλης της Βάσως ο οποίος ανέλαβε το καθήκον της συνοδείας της στην εκκλησία. Η στιγμή ήταν έντονη και συναρπαστική παρόλο που εκφράζονταν με τη δύναμη του βλέμματος χωρίς να αφήσουν τις λέξεις να ξεχυθούν από τα στόματα τους αμέσως.
« Πως νιώθεις;» τον ρώτησε μετά από τη σύντομη παρατεταμένη σιωπή.
« Αισθάνομαι ότι πιο ευτυχισμένος δεν έχω υπάρξει στη ζωή μου, από αυτή τη στιγμή » τα μάτια του έλαμψαν από συγκίνηση.
«Και εγώ, δεν έχω ξαναζήσει μέχρι τώρα κάτι αντίστοιχο» ψέλλισε μαγεμένη, γεμάτη αγάπη για το πρόσωπο του η Κλαίρη.
Ο γάμος θα πραγματοποιούνταν σε ένα κτήμα στην ύπαιθρο με άπλετο χώρο, τεράστιων εκτάσεων μιας και ο Αιμίλιος δεν ήθελε να παρέχει τίποτα υποδεέστερο στην αγάπη της ζωής του. Στην ύπαιθρο θα γίνονταν και ο γάμος καθώς είχαν τοποθετηθεί όλες οι καρέκλες για τους καλεσμένους και ο βωμός του παπά. Σύμπλεγμα από κορδέλες σε χρώματα του λευκού και του μπλε στόλιζαν τα τραπεζο-καθίσματα και ένα πανέμορφο βάζο με λουλούδια παρόμοιου χρώματος βρισκόταν στη μέση του τραπεζιού του γαμπρού και της νύφης.
Η τελετή του γάμου πραγματοποιήθηκε και ο Αιμίλιος ενώθηκε επίσημα με την Κλαίρη. Ευτυχισμένοι και περιτριγυρισμένοι από τα οικογενειακά και φιλικά τους πρόσωπα, άρχιζαν σιγά σιγά να απομακρύνονται από τον βωμό του παπά και να κατευθύνονται προς ένα κεντρικό σημείο του κτήματος για να λάβουν τις ευχές από τους καλεσμένους.
Ένα πρόσωπο ωστόσο που δεν θα περίμεναν σίγουρα να φτάσει μέχρι εδώ, παρακολουθούσε από μακρινή απόσταση το νιόπαντρο ζευγάρι. Η φιγούρα του ατόμου που δεν ήταν άλλο από την Ευρυδίκη στεκόταν εδώ και μερικά λεπτά κάτω από σκιές των δέντρων και ευτυχώς είχε προλάβει να ακούσει τη λειτουργία της τέλεσης του μυστηρίου του γάμου.
Πως κατάφερε να μπει στο κτήμα ένας θεός ήξερε χωρίς να την πιάσουν. Σκέφτηκε αρχικά να πει ότι ήταν μακρινή συγγενής ενός καλεσμένου, αλλιώς δεν θα της επέτρεπαν την είσοδο οι σωματοφύλακες και έτσι θα έχανε όχι μόνο το γάμο, αλλά το πιο σημαντικό την εικόνα της κόρης της. Όμως μετά απέρριψε την ιδέα γιατί διέτρεχε κίνδυνο να μην την πιστέψουν τόσο εύκολα. Οπότε αναγκάστηκε να ψάξει κάποια κρυμμένα περάσματα ή σπασμένα σιδερένια φράγματα για να περάσει στο χώρο του κτήματος.
Πράγματι σαν ο θεός την άκουσε, διέκρινε με δυσκολία το μάτι της ένα χωμάτινο πέρασμα κάτω από μια σπηλιά το οποίο υπολόγισε να την βγάλει σε μια μακρινή απόσταση από το σημείο που θα γινόταν ο γάμος. Πέρασε μέσα από αυτό με επιφυλάξεις για το που θα την έβγαζε και λιγότερο για τις σκόνες και τα χώματα που μπορεί να γέμιζε τα ρούχα της και βγήκε στο κατάλληλο σημείο. Κοντά σε πολλά δέντρα θάμνους και πεύκα που σχημάτιζαν σκιές, εκεί θα παρέμενε για όσο χρειαζόταν να παρακολουθήσει τη τελετή του γάμου.
Το έκανε τόση ώρα ευτυχισμένη και μακαρίζοντας την τύχη της, αλλά ένα ενοχλητικό πρόσωπο δεν την άφησε να χαρεί για πολύ...
« Γεια σας είστε η μητέρα της Κλαίρης σωστά;» τη ρώτησε η ξανθομαλλούσα μεσήλικη με την επίσημη ακριβή ενδυμασία των μπεζ ρούχων.
« Ναι μάλιστα, η Ευρυδίκη είμαι και ήρθα στο γάμο της κόρης μου...ήθελα να την δω έστω και από την μακρινή απόσταση. Δεν με ενδιαφέρει σε ποιανού το πλευρό ντύνεται για νύφη και αν τον εγκρίνω ή όχι. Μου αρκεί να τη βλέπω και να εξακριβώσω αν λάμπει από αληθινή ευτυχία στις κινήσεις του σώματος της.
Μόνο τα μάτια βέβαια λένε τη πραγματική αλήθεια και εύχομαι να μπορούσα να τα δω. Τα μάτια του παιδιού μου θα εξέφραζαν καλύτερα για το αν είναι πραγματικά χαρούμενη και ευτυχισμένη. »
« Μην ανησυχείτε κυρία Ευρυδίκη είναι πανευτυχής σας το λέω, γιατί τη βλέπω καθημερινά στο σπίτι του γιου μου και στο δικό μου μερικές φορές. Εσείς όμως...δεν κάνατε καλά που ήρθατε, νομίζω πρέπει να φύγετε όσο πιο γρήγορα γίνεται προτού τελειώσει η τελετή.» την κοίταξε προσεκτικά η Θεώνη με τρόπο που πρόσβαλλε την Ευρυδίκη.
« Να φύγω γιατί; Αφού δεν με βλέπει το παιδί μου από εδώ που στέκομαι στο κορμό του δέντρου κοντά. Θα μου απαγορέψετε να δω τελευταία φορά τη ψυχή μου, πως μπορείτε να το κάνετε αυτό;» την επέπληξε με αυστηρότητα και σοβαρότητα η Ευρυδίκη, κατάλαβε πως δεν άξιζε αυτή η αριστοκρατική κυρία απέναντι της να δέχεται τον μειλίχιο λόγο της. Δεν είχε καρδιά όπως οι περισσότεροι πλούσιοι.
« Μην εξάπτεστε κυρία μου δεν σας είπα κάτι τραγικό, απλώς άργησα να αναφέρω ξεκάθαρα πως η Κλαίρη δεν σας θέλει εδώ, της είστε ανεπιθύμητη. Αν τύχει να στρέψει την προσοχή της προς την κατεύθυνση σας, δεν θα της αρέσει καθόλου. Θα στεναχωρηθεί μόλις σας εντοπίσει. Δεν το καταλαβαίνετε;»
« Προτιμώ να έρθει η ίδια η Κλαίρη αν με δει και να μου πει ότι δεν με θέλει εδώ, παρά εσείς. Δεν έχετε δικαίωμα να μου λέτε τι θα κάνω και αν θα βλέπω το παιδί μου την πιο σημαντική μέρα της ζωής της καταλάβατε; Πηγαίνετε τώρα σας παρακαλώ και αφήστε με ήσυχη. Θα μείνω εδώ και θα παρατηρώ τη κόρη μου μέχρι να συγκεντρώσω όλη τη λαχτάρα που μου προκάλεσε ο αποχωρισμός της και μόνο όταν νιώσω ότι έχω μαζέψει αρκετή εικόνα από την ευτυχία της θα φύγω ανακουφισμένη.»
Η Θεώνη δεν συνέχισε περισσότερο, έκρινε πως αρκετά πήρε με το μαλακό την δυστυχή και ταλαιπωρημένη φτωχούλα. Ήδη άρχισε να νιώθει δυσάρεστα με το που την είδε από μακριά. Δεν θα χαράμιζε άλλο τα λόγια της, επομένως την άφησε στο σημείο που βρισκόταν και ξαναγύρισε στην τελετή του γάμου που κόντευε να τελειώσει.
Όμως στον γιο της Αιμίλιο θα τα έλεγε όλα μόλις ερχόταν κοντά της για να του δώσει τις ευχές της. Θα τον έπιανε από το χέρι για να τα πουν κάπου χαμηλόφωνα και διακριτικά. Ο Αιμίλιος ακούγοντας τη μητέρα του να του μιλά ψιθυριστά μόλις τον τράβηξε για να σταθούν κάπου μόνοι τους, έσμιξε τα φρύδια του με συνοφρυωμένο ύφος προβληματισμού.
Η Ευρυδίκη δεν πρόλαβε να απολαύσει τη στιγμή της παρακολούθησης της κόρης της στα κρυφά μέσα από τα δέντρα όταν είδε μια φιγούρα να κινείται προς το μέρος της και τελικά να στέκεται εκεί με το που έφτασε στη μεριά της.
« Γεια σου Ευρυδίκη. Πως και από εδώ;»
« Τι ερώτηση είναι αυτή;» τινάχτηκε ενοχλημένα. «Την κόρη μου ήρθα να αντικρίσω από μακριά».
« Δεν θεωρώ πως αποτελεί ζήτημα σπουδαίας σημασίας να βρίσκεσαι εδώ και μάλιστα να αναγκάζεσαι να κάνεις υπομονή κρυμμένη στα δέντρα. Μπορούσες να βρίσκεσαι οπουδήποτε αλλού αντί για τον γάμο της Κλαίρης ».
Τότε η Ευρυδίκη είδε κάτι στα μάτια του Αιμίλιου που δεν είχε ξαναδεί, μια περίεργη απόκοσμη λάμψη θυμού και κρυμμένης ενοχής. Δεν της άρεσε καθόλου αυτό που είδε. Όταν εκείνος άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει οι φοβίες και οι αμφιβολίες της επιβεβαιώθηκαν. « Καλό θα ήταν να φύγεις από εδώ Ευρυδίκη, η κόρη σου δεν θέλει να σε βλέπει.»
« Και ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις τι θα κάνω; Σαν πολύ νωρίς δεν εγκατέλειψες τις ευγένειες αγαπητέ μου γαμπρέ;» τον ειρωνεύεται η Ευρυδίκη παρατηρώντας τον έντονα στα μάτια. « Δεν θα φύγω από εδώ αν δεν δω και το πάρτι της δεξίωσης του γάμου.»
« Μα καλά δεν φοβάσαι μην καλέσω την ασφάλεια; Μπορώ να το κάνω διότι είμαι ο κύριος του σπιτιού και οι σωματοφύλακες έχουν εκπαιδευτεί να τηρούν τις εντολές μου κατά γράμμα. Μπορώ να τους δώσω εντολή να σε πάρουν σηκωτή και να σε πετάξουν έξω, πίστεψε με θα το κάνουν με μεγάλη ευχαρίστηση.»
« Πες τους το, και ολόκληρο στρατό και αστυνομία να φωνάξεις για να έρθουν να με πάρουν εγώ δεν θα το κουνήσω από εδώ. Δεν μπορείς να μου απαγορεύεις να δω το παιδί μου για τελευταία φορά είναι ανήθικο και απαράδεκτο δεν το κατανοείς; Και η μαμά σου ξέρεις η ''κυρία'' Θεώνη μου συνέστησε με έντονο ύφος να αποχωρήσω.
Τι γίνεται, είστε συνεννοούμενοι οι δύο σας να μου στερήσετε τη χαρά να βλέπω την κόρη μου μια τόσο σημαντική στιγμή και μεγάλη μέρα;» η Ευρυδίκη υποπτευόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά και άσχημες σκέψεις την γυρόφερναν, όμως δεν παραιτούνταν και δεν άφηνε το θάρρος της να φύγει από το βλέμμα της. Δεν θα τους έκανε τη χάρη να λυγίσει, μήτε να τους δείξει ότι κατάφεραν να την εκφοβίσουν για να φύγει άμεσα από το σημείο της.
« Τίποτα δεν συμβαίνει, η κόρη σου είναι πολύ καλά όπως το διαπιστώνεις και μόνη σου, αλλά φτάνει δεν μπορώ να σε ανέχομαι στα πόδια μου. Αρκετά στάθηκες εδώ » συνέχισε φουρκισμένος και στρεσαρισμένος ο γαμπρός της.
« Αν κοροϊδεύεις και λες ψέματα στο παιδί μου θα το μάθω και θα σε κάνω να πληρώσεις » τον προειδοποίησε με θάρρος και σοβαρότητα κάνοντας σαφής το λόγο της. Μετακινήθηκε λίγα μέτρα, σε άλλη κουφάλα δέντρου και παρότι φαινόταν αρκετά μακριά η κόρη της δεν μπορούσε να σταματήσει να τη βλέπει έστω και ως μικρή κουκίδα. Γυάλισαν τα μάτια της από συγκίνηση όσο παρατηρούσε την Κλαίρη της σε όποια κίνηση και αν έκανε, είτε χαιρετώντας γνωστούς, είτε πιάνοντας το χέρι του άντρα της στο γαντοφορεμένο χέρι της.
Όταν συγκέντρωσε τη λαχτάρα και την ανακουφισμένη χαρά της που είδε το παιδί της στα κρυφά έκρινε σκόπιμο και καλύτερο να αποχωρήσει από το κτήμα. Η Κλαίρη ανησύχησε λίγο που ο Αιμίλιος καθυστερούσε να επιστρέψει κοντά της και άρχιζε να τον ψάχνει με το βλέμμα προς όλες τις κατευθύνσεις. Μόλις τον είδε μερικά μέτρα μακρύτερα ξεκίνησε να πηγαίνει προς τα εκεί.
« Αιμίλιε που είσαι; Με άφησες μόνη να ανταποδίδω στις ευχές και τους χαιρετισμούς των καλεσμένων και δεν ξέρω τι να τους πω, όταν με ρωτούν που έχεις φύγει. Με πιάνει αμηχανία και προσπαθώ να το καλύψω με χαμόγελα ευγένειας λέγοντας όποια δικαιολογία μου κατέβει » του μιλούσε αγχωμένη η Κλαίρη.
« Με συγχωρείς αγάπη μου, μου φάνηκε πως είδα κάτι ύποπτο στο χώρο του κτήματος. Πως κάποιος κακός βρήκε τρόπο και τρύπωσε και μας παρακολουθούσε περίεργα. Έδωσα εντολή στους σωματοφύλακες μου να επιτηρήσουν προς όλες τις κατευθύνσεις εκείνης της μεριάς. Δεν έχουν εντοπίσει κάτι μέχρι στιγμής οπότε όλα εντάξει, είμαστε ασφαλείς. Κανένας κακοποιός δεν ποδοπάτησε στη περιοχή μας. Από το άγχος και την έννοια μου να πάνε όλα καλά, φτιάχνω σενάρια στο μυαλό μου χωρίς να το θέλω » προσπάθησε να κάνει χιούμορ.
« Έλα να περάσουμε στο τραπέζι διότι ξεκινά η δεξίωση του αρραβώνα μας » έβαλε το χέρι του πίσω από τη πλάτη της και την παρακίνησε να στρέψουν στην άλλη κατεύθυνση.
« Μα σε τουλάχιστον μισή ώρα ή λίγο παραπάνω θα ξεκινήσει το τραπέζι. Γιατί δεν κάνουμε μια βόλτα στο κτήμα; »
« Δεν γίνεται εμείς το ζευγάρι να μην πάμε από τώρα αγάπη μου, θα απορήσουν για εμάς που στεκόμαστε εδώ στη μέση του γκαζόν χωρίς κανέναν τριγύρω μας, έλα πάμε...» την έπεισε και τη γύρισε από την άλλη καθώς δεν ρίσκαρε και ούτε ήθελε να επικεντρώσει η γυναίκα του το βλέμμα της προς τη μεριά των λιγοστών δέντρων πέρα. Θα έβλεπε πιθανόν τη μητέρα της να στέκεται κάπου εκεί. Η στιγμή τους ήταν σημαντική και αφορούσε μόνο αυτούς του δύο, ως ζευγάρι που μόλις ενώθηκε επίσημα με τα δεσμά του γάμου και κανένας άλλος δεν έπρεπε να είναι παρών και να συμμετέχει στην ευτυχία τους.
Δεν υπολόγισε βέβαια τη μάνα της Κλαίρης, αλλά ευτυχώς διαπίστωσε λίγα δευτερόλεπτα αφού γύρισε πίσω το κεφάλι του πως η Ευρυδίκη δεν βρισκόταν πλέον στο σημείο το οποίο διάλεξε να σταθεί, η φιγούρα της είχε απομακρυνθεί για τα καλά.
Στη τελετή της δεξίωσης το ζευγάρι χόρεψε ένα αργό χορό βαλς και βυθίστηκε στην ισχύ του βλέμματος. Ακόμα και όταν επικρατούσε σιωπή ανάμεσα τους, η επαφή μέσω των ματιών φανέρωνε την ενδυνάμωση της αγάπης τους, η οποία σαφώς ήταν στην αρχή της ανάπτυξης ακόμα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top