κεφάλαιο 5
Δημήτρης
Πάει μισή ώρα που γύρισε πίσω την Έλενα και έφυγε σφαίρα να βρει την Άννα. Κάθεται μέσα στο αυτοκίνητο κάτω απο το σπίτι της κοπέλας του και δεν θέλει να ανέβει πάνω.
Θέλει να πάει κάπου και να τα σπάσει όλα. Δεν ήταν ποτέ εγωιστής, ειδικά με την Έλενα. Αυτή τη φορά όμως ήταν διαφορετικά,εκείνη ήταν διαφορετική.
Δεν θύμιζε σε τίποτα το κορίτσι που ήταν λίγα χρόνια πριν.
Εκείνη ήταν όλο ζωντάνια,σε έκανε να γελάς ακόμη και στις πιο μαύρες σου. Για εκείνον ήταν η δύναμη του.
Έτσι της έλεγε όταν δεν ήταν καλά και εκείνη κατάφερνε με τα σκέρτσα της,να τον κάνει να ξεχαστεί.
Η Έλενα για τον Δημήτρη,ήταν το ουράνιο τόξο μετά από μια φοβερή καταιγίδα. Δεν είναι ότι δεν είχε άλλους φίλους,είναι ότι κανένας δεν ήταν η Έλενα, κανέναν δεν εμπιστευόταν όπως εκείνη.
Και τώρα ξαφνικά γύρισε και ήταν μια ξένη. Απάντηση σωστή για τον λόγο που δεν γύρισε πίσω,δεν πήρε ποτέ.
Εντάξει το κατάλαβε πως κάτι συνέβη, αλλά τι;
Είχε πολλά να επεξεργαστεί ο εγκέφαλος του.
Το χειρότερο σημείο ήταν ότι οι σκέψεις του ξεπηδούσαν από το πουθενά και ήταν ανεπίτρεπτες.
Ξαφνικά όταν ήταν μαζί της,πρόσεχε λεπτομέρειες,που πριν του περνούσαν αδιάφορες.
Ακόμα και εκείνα τα λακάκια όταν χαμογελούσε,δεν τα είχε παρατηρήσει τόσα χρόνια που την έβλεπε κάθε μέρα.
Στην ουσία όταν ήταν πιο μικροί,η Έλενα ήταν ο φίλος του.
Τίποτα θηλυκό δεν έβλεπε πάνω της.
"Την Έλενα ρε μαλάκα; Την αδερφή σου;" Είπε στον εαυτό του δυνατά και με μια απότομη κίνηση άνοιξε τη πόρτα του αυτοκινήτου και κατέβηκε.
"Μαλάκα,ε μαλάκα." Συμπλήρωσε και κλείδωσε το αυτοκίνητο.
Μπήκε σαν σίφουνας στην πολυκατοικία της Άννας,όταν το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να αδειάσει το μυαλό του.
Όταν η κοπέλα του άνοιξε τη πόρτα,αγουροξυπνημένη,εκείνος τη σήκωσε στα χέρια του, αιφνιδιάζοντας τη και τη φίλησε με τόσο πάθος που δεν την είχε ξανά φιλήσει ποτέ.
Εκείνη ανταποκρίθηκε στο φιλί του και αφού πέταξε τα παπούτσια του την έριξε στο κρεβάτι,κάνοντας της έρωτα όλο το πρωί.
Δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτα,ήθελε να ηρεμήσει γαμώτο.
Flash back 7 χρόνια και κάτι πρίν.
"Έλενα βαρέθηκα,έλα να πάμε μια βόλτα..." Της έλεγε ο Δημήτρης και εκείνη κολλημένη μπροστά στη τηλεόραση αρνούταν να σηκωθεί.
Καθόταν με το κομπιούτερ και άλλαζε κανάλια,με μούτρα κατεβασμένα μέχρι το πάτωμα.
"Δεν έχω όρεξη ρε Δημήτρη. Πάνε με τους φίλους σου!" Του απάντησε χωρίς καν να τον κοιτάζει.
"Ρε φίλε ξεκόλλα,θα τον πείσεις γαμώτο." Της απάντησε ο Δημήτρης εκνευρισμένος.
"Ναι και μετά ξύπνησες,δεν τον ξέρεις τον πατέρα μου,αν πει όχι είναι όχι."
"Είναι το όνειρο σου ρε κοπέλα μου,ακόμα και στο Λονδίνο να μην σ αφήσει να πας,θα σπουδάσεις εδώ στην Ελλάδα. Ταλέντο έχεις,σχολές δεν υπάρχουν;" Της είπε για εκατοστή φορά όμως εκείνη δεν ήθελε να το πάρει απόφαση.
"Εγώ θέλω αυτή τη σχολή. Με τρελαίνει ρε Μήτσο που δεν το δέχεται. Αν ήταν οικονομικό το πρόβλημα θα το καταλάβαινα." Έκλεισε τη τηλεόραση τσακισμένη και σηκώθηκε όρθια.
"Είσαι πεισματάρα ρε φίλε."
"Έλα σπάσε δεν έχω διάθεση. Τράβα με τους άλλους καμιά βόλτα,εγώ θα βγω να φωτογραφίσω λίγο να ηρεμήσω." Του είπε και τον προσπέρασε για να πάει στο δωμάτιο της,καθώς από το πρωί ήταν με τις πιτζάμες.
"Καλά τη κάνω,αλλά το βράδυ θα έρθεις να γιορτάσουμε που πέρασα στην Ιατρική." Της είπε χωρίς να σηκώνει αρνητική απάντηση.
Εκείνη στριφογύρισε τα μάτια της και στραβωσε τα μούτρα. "Θα έρθω μιας και θα είμαι η ψυχή της παρέας." Του απάντησε και εξαφανίστηκε.
Ο Δημήτρης σηκώθηκε από τον καναπέ και έφυγε να βρει τα φιλαράκια του. Η Έλενα ήταν απαράδεκτη που δεν έλεγε να καταλάβει ότι η ζωή δεν θα τελείωνε για μια σχολή.
Ας σπούδαζε στην Ελλάδα.
Και αυτός ο Στέφανος μωρέ αδερφέ πολύ το είχε τραβήξει με τη τιμωρία του.
Δεν ήθελε να τη στείλει να σπουδάσει στην Αγγλία ο πατέρας της γιατί σχεδόν δωροδόκησε τον διευθυντή του σχολείου να σβήσει τις απουσίες της για να περάσει τη τάξη.
Αυτός πλήρωνε σαν το μαλάκα κολέγιο για να μεγαλώσει με γαλλικά και πιάνο και εκείνη έκανε κοπάνες για να βγάζει φωτογραφίες.
Στο κεφάλι της ήθελε να τη σπάσει τη φωτογραφική μηχανή που της είχε κάνει δώρο στα γενέθλια της,αλλά λυπήθηκε τα δύο χιλιάρικα που είχε δώσει.
Η Έλενα έβαζε τους φακούς πάνω στη μηχανή της και ήθελε να κλάψει.
Κανένας δεν τη καταλάβαινε. Ήθελε να γίνει επαγγελματίας φωτογράφος και να κάνει τα όνειρα της πραγματικότητα. Αυτό της άρεσε.
Ο πατέρας της ούρλιαζε όταν του ανακοίνωσε πως θα έμενε στη τάξη από απουσίες. Δεν δεχόταν που οι βαθμοί της έπεσαν ραγδαία και από πρώτη μαθήτρια κατάληξε σχεδόν τελευταία.
Αφού δεν έλεγε να καταλάβει πως δεν την ενδιέφερε να σπουδάσει τίποτα από όλα αυτά που ήθελε εκείνος.
Η μάνα της όμως την πονούσε πιο πολύ που δεν έπαιρνε θέση. Ότι έλεγε εκείνος.
Θα έθαβε τη ζωή της και τα θέλω της για τα καπρίτσια του μπαμπά της.
Ποτέ,αυτή θα πήγαινε ακόμα και με τις δικές της πλάτες.
Θα έβρισκε μια δουλειά και του χρόνου θα πήγαινε με δύο φράγκα στην άκρη και όπου έβγαινε.
Της ερχόταν να κλάψει με όλες αυτές τις σκέψεις μέσα στο κεφάλι της.
Είχε βγει εδώ και ώρα και φωτογράφιζε τοπία ασταμάτητα.
Ούτε που κατάλαβε πότε έφτασε στην άλλη μεριά της μικρής πόλης που ζούσε.
Το βλέμμα της τράβηξε ένα ζευγάρι που καθόταν σ ένα παγκάκι και φιλιόταν και άρχισε από πίσω τους να τραβάει λήψεις χωρίς να τη καταλάβουν.
Δεν ήθελε να τους ενοχλήσει άλλωστε.
Θα ήταν πολύ ωραία φωτογραφία για το πορτφόλιο της.
Προσπάθησε να κάνει λίγο ζουμ και να βρει τη σωστή γωνία για να φαίνεται το ηλιοβασίλεμα και σκοτεινές οι φιγούρες τους,όταν ξαφνικά ο άντρας τη κατάλαβε και γύρισε το κεφάλι του απότομα.
Εκείνη έμεινε κοκκαλωμένη και δεν πήρε τη φωτογραφική από το πρόσωπο της.
Ξαφνικά ένιωσε την επιθυμία να κάνει εμετό.
Το στομάχι της ανακατεύτηκε και η καρδιά της έσπασε στα δύο.
"Ε..ελ.. Έλενα;" Ψέλλισε ο άντρας και εκείνη άρχισε να πίσω πατάει.
Σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να περπατάει με γρήγορα βήματα προς το μέρος της.
Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν όμως ήθελε να τρέξει.
Να φύγει μακριά και να μην δει τίποτα άλλο.
"Φύγε." Του ούρλιαξε και άρχισε να τρέχει.
Εκείνος τη πρόλαβε και την έσφιξε στην αγκαλιά του.
"Δεν είναι αυτό που νομίζεις κορίτσι μου,στο ορκίζομαι άκουσε με."
Εκείνη του φώναζε και έκλαιγε να την αφήσει δεν ήθελε να τον βλέπει.
Πώς μπόρεσε να τους το κάνει αυτό;
Τα πόδια της λύγιζαν και δεν μπορούσαν να κρατήσουν αυτό το βάρος.
Αυτό το βάρος ήταν πάνω από τις δυνάμεις της.
"Σε παρακαλώ άσε με να σου εξηγήσω,ένα λάθος ήταν,την αγαπώ τη μαμά σου,δεν θέλω να χαλάσω το σπίτι μας." Εκείνος συνέχιζε να λέει το ένα ψέμμα μετά το άλλο.
Τον κοίταξε για μια στιγμή με το πιο αηδιασμένο βλέμμα και τον έφτυσε.
"Σε σιχαίνομαι." Ούρλιαξε και έκανε να φύγει από την αγκαλιά του όμως εκείνος τη κρατούσε.
Έκανε νόημα στη κοπέλα που τους κοιτούσε τρομοκρατιμένη να φύγει και βάλθηκε να ηρεμήσει τη κόρη του.
Ήξερε το κουμπί της,έπρεπε να παίξει όλα τα χαρτιά του για να μην καταστραφεί όλη η ζωή του...
Έλενα τώρα...
Είχε σουρουπώσει και καθόταν μόνη της στο μπαλκόνι του σπιτιού της,ενώ είχε βάλει ένα ποτήρι κρασί.
Δεν είχε ανάψει φώτα...
Απλά κοιτούσε το απέναντι σπίτι και έπινε το κρασί της.
Ένιωθε τόσο μόνη της από τη μέρα που είχε επιστρέψει στην Ελλάδα.
Πήρε το κινητό της στα χέρια και πληκτρολόγησε τον αριθμό της φίλης της της Σαμάνθα.
"Σάμι;" Είπε η Έλενα καθώς δεν είχε ακούσει απάντηση από την άλλη άκρη της γραμμής.
"Τζέισον τρέχα,η Έλενα." Άκουσε τη φωνή της φίλης της και άρχισε να γελάει.
Λίγες μέρες μόνο μακριά τους και της είχαν λείψει τόσο πολύ.
"Τι κάνετε μακριά μου;" Τους φώναξε η Έλενα ναζιαρικα.
"Τι να κάνουμε,μας λείπεις, άσε μας εμάς,εσύ πώς είσαι; Πώς νιώθεις μετά από... Ξες... Όλα αυτά." Τη ρώτησε η Σάμι και ο Τζέισον ξεροβηξε.
"Ξέρεις Σάμι,όπως φοβόμουν. Ήδη θέλω να γυρίσω πίσω." Της απάντησε και παρατήρησε μια φιγούρα να πλησιάζει όμως πλέον είχε πέσει περισσότερο σκοτάδι και δεν μπορούσε να διακρίνει.
"Ξέρεις πως είμαστε εδώ για εσένα Έλενα. Ότι και αν χρειαστείς.
Χθες πετύχαμε τον Μάθιου και ρωτούσε για εσένα,κατέβασε μούτρα όταν του είπαμε πως γύρισες στη χώρα σου."
Η Έλενα άκουγε προσεκτικά τη φίλη της να μιλάει όσο η φιγούρα του Δημήτρη είχε καθαρίσει πια μπροστά της.
"Ας πρόσεχε." Δήλωσε η Έλενα καθώς δεν μπορούσε να επεκταθεί περισσότερο στη συζήτηση. "Σε αφήνω Σάμι,θα μιλήσουμε αργότερα με κάμερα. Φιλιά στον Τζέισον." Της είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Ο Δημήτρης είχε ήδη βολευτεί στη καρέκλα απέναντι της.
"Τα Αγγλικά σου είναι απίστευτα."
Της είπε και εκείνη χαμογέλασε.
"Η συνήθεια του να μένεις εκεί. Η Αμερικανική προφορά αντικαταστάθηκε από τα πρώτα κιόλας χρόνια." Του είπε και πήρε το ποτήρι με το κρασί στα χέρια της.
"Θέλεις να σου βάλω;" Τον ρώτησε και ήπιε μια γουλιά.
"Φέρε το μπουκάλι και ένα ποτήρι. Έχουμε μεγάλη συζήτηση μπροστά μας." Της δήλωσε και εκείνη ανέβασε παλμούς.
Δεν ήταν έτοιμη ακόμη...
Σκατά...
Πόσο χαρούμενη είμαι δεν μπορώ να σας περιγράψω!
Πέρασα τρεις πολύ δύσκολες εβδομάδες,σχεδόν εφιαλτικές και επιτέλους εχθές το βράδυ κοιμήθηκα χωρίς εκείνον τον κόμπο στο στομάχι από φόβο.
Σήμερα έπιασα και πάλι να γράψω με άλλη διάθεση,μα σας ευχαριστω πολύ που και στα χάλια μου και στα καλά μου,είστε εδώ και μου φτιάχνετε τη μέρα.
Ακόμα και τις μέρες που όλα είναι χάλια και τίποτα δεν πάει καλά,θέλω να γράψω για να μην σας αφήσω να περιμένετε,είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για την αγάπη που μου δείχνετε.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Ξανά και ξανά.
Δέσποινα
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top