κεφάλαιο 29


"Μπαμπά;" Ψέλλισε ανίκανη να πιστέψει πως έβλεπε όντως εκείνον.

Η απορία της έγινε θυμός και μέσα σε λίγα λεπτά κατέκλυσε το μυαλό της,τι διάολο ήθελε με τον Δημήτρη ο πατέρας της;

Χωρίς να το σκεφτεί,έβγαλε τη ζώνη της και άνοιξε τη πόρτα του αυτοκινήτου.
Πάτησε το κουμπί να κλειδώσει και άρχισε να περπατά γρήγορα για να τον φτάσει.

"Τι δουλειά είχες εσύ με τον Δημήτρη; Τι σκαρώνεις πάλι μπαμπά;" Φώναξε μέσα στην ησυχία της κρύας νύχτας και ο Στέφανος γύρισε παραξενεμένος και τη κοίταξε.

Ένα χαμόγελο σχιματιστηκε στα χείλη του σαν την είδε μπροστά του.
Μα μετά το χαμόγελο έγινε μια μεγάλη καμπύλη προς τα κάτω.
Το ύφος της και το βλέμμα της ήταν θυμωμένο, πολύ.

"Καλά Χριστούγεννα καρδιά μου." Της είπε αντί για απάντηση και την εξόργισε περισσότερο.

"Ήταν." Του είπε νευριασμένη και έβαλε το χέρι της στα μαλλιά της ενώ άρχισε να περπατά πάνω κάτω.
"Τι δουλειά είχες με τον Δημήτρη;" Ξανά ρώτησε γεμάτη απορίες.

Κατέβασε το κεφάλι του και έτριψε με το χέρι του το μπράτσο του.
"Κάνει κρύο,τι λες να πάμε μέσα να σε κεράσω κάτι να πιείς και να τα πούμε;"
Τη ρώτησε γεμάτος ελπίδα πως ίσως και να καθόταν μαζί του,για να της μιλήσει.

Ζύγισε για λίγο τις επιλογές της ενω φάνηκε πως ήταν θετική.
Είχε όντως πολύ κρύο,μα πιο πολύ ήθελε απαντήσεις.

"Εντάξει." Του απάντησε πιο ήρεμη και τον ακολούθησε μέσα.

Αφού κάθησαν σε ένα ήσυχο τραπέζι στο μπαρ του ξενοδοχείου,ο πατέρας της παρήγγειλε ένα μπουκάλι κρασί και κάτι να τσιμπήσουν.
Αφού έμειναν για ώρα να κοιτάζουν έξω από τη μεγάλη τζαμαρία στη σιωπή,τους φέρανε την παραγγελία και εκείνος γέμισε τα ποτήρια τους.

Εκείνη ήταν πολύ θυμωμένη μαζί του.
Μα όσο και να πονούσε για τις πράξεις του,όσο και να τον έκανε πέρα από τη ζωή της,ήταν ο πατέρας της και μέσα της βαθιά η καρδιά της τον πονούσε που ήταν μόνος τέτοιες μέρες.

"Είμαστε δέσμιοι των επιλογών μας." Της είπε εκείνος και εκείνη βγήκε από τις σκέψεις της και κοίταξε έξω από το παράθυρο.
Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι τόση ώρα τον κοιτούσε με λύπηση.

"Μπαμπά γιατί ήσουν απόψε με τον Δημήτρη;" Τον ρώτησε λιγότερο επιθετικά αυτή τη φορά και συνέχισε να κοιτάζει έξω το παγωμένο τοπίο.
Τα χιόνια είχαν σχεδόν λιώσει,μα τη νύχτα γίνονταν όλα ένας πάγος.

"Νομίζω πως είναι κάτι που πρέπει να σου πει ο ίδιος,όχι εγώ..." Της είπε και ήπιε μια γουλιά κρασί ενώ άναψε και ένα τσιγάρο.

Η Έλενα τον κοιταξε έκπληκτη.
"Από πότε καπνίζεις;"

"Δεν έχει πολύ καιρό,είναι η μόνη συντροφιά μου πλέον."
Απάντησε εκείνος και έμεινε για λίγο σιωπηλός.
"Τι πρέπει να κάνω για να μου δώσεις μια δεύτερη ευκαιρία;"
Τη ρώτησε και εκείνη αμέσως αναδευτηκε στη θέση της και τον κοίταξε ετοιμοπόλεμη.
"Μην παίρνεις φωτιά αμέσως Έλενα,από μικρή ήσουν ατίθασο παιδί,δεν μπορούσε κάποιος να σε πλησιάσει εύκολα. Δεν θέλω να μου τη χαρίσεις,θέλω να τη κερδίσω,θέλω να βρεθώ στο πλάι σου και να κερδίσω όλο τον χαμένο χρόνο που έχασα δίνοντας προσοχή στη δουλειά μου και..."
Σταμάτησε τα λόγια του απότομα.
Το πρόσωπο της ήταν διφορούμενο.

"Μπαμπά,σε έχω συγχωρήσει καιρό τώρα,μα... Δεν μπορώ να ξεχάσω!
Ξέρεις τι ήταν για τη ψυχή μου η σκηνή που είδα εκείνη την ημέρα;"
Τον ρώτησε και κατέβασε το μισό ποτήρι.

Κούνησε το κεφάλι της αποδοκιμαστικά.
"Ξέρω,ξερω πολύ καλά ότι σε σακάτεψα εκείνη τη μέρα. Γιατί αυτό θέλω να σε δω ευτυχισμένη... Το αξίζεις!" Της είπε και εκείνη τον κοίταξε ερωτηματικά.

"Όλοι αξίζουν την ευτυχία,ακόμη και εσύ!" Του απάντησε και ένα αχνό χαμόγελο έκανε δειλά την εμφάνιση του στα χείλη της δίνοντας στον Στέφανο ελπίδα.

"Τι κάνει;" Τη ρώτησε χωρίς να αναφέρει πρόσωπο μα εκείνη κατάλαβε αμέσως.

"Είναι ανησυχητικά καλά..." Απάντησε η Έλενα καθώς όντως την ανησυχούσε που η μητέρα της έδειχνε σαν να μην έγινε τίποτα ποτέ.

"Προσπαθώ να της μιλήσω μα δεν μ αφήνει..."

"Θέλει το χρόνο της μπαμπά..."
Του είπε άνω άρχισε να νιώθει πια άβολα που έκανε αυτή τη συζήτηση.

"Το ξέρω." Της απάντησε απλά και κούνησε το κεφάλι του ενώ έκανε μια γερή τζούρα από το τσιγάρο του και το έσβησε.
"Χαίρομαι για σένα Έλενα,θέλω να το ξέρεις. Όπως χαίρομαι που ο Δημήτρης και εσύ δεν είστε απλώς φίλοι,αν μπορούσα να διαλέξω άντρα για σένα δεν θα έκανα άλλη επιλογή από αυτόν τον λαμπρό νέο και επιστήμονα."
Συνέχισε γυρνώντας το θέμα και πάλι.

"Σου το είπε εκείνος;" Ρώτησε έκπληκτη η Έλενα.

"Δεν χρειάστηκε,μοιραστήκαμε μια κοινή σιωπή το βράδυ των εγκαινίων σου." Της είπε με πικρία και τη κοίταξε στα μάτια.

"Τι εννοείς; Μπαμπά ελπίζω να καταλαβαίνεις πως ο λόγος που δεν σε κάλεσα ήταν η μαμά..." Του απάντησε θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό της.

"Μη σ' ανησυχεί,το καταλαβαίνω. Ήσουν εκθαμβωτική κορίτσι μου εκείνο το βράδυ,ακόμα δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω πως από μια μικρή δεσποινίς, μεταμορφώθηκες σε μια τέτοια γυναίκα.
Ξέρω πως δεν σε νοιάζει πια,αλλά θέλω να ξέρεις πως είμαι περήφανος που είσαι κόρη μου!"

"Μπαμπά τι λες; Όσο και να πονάω δεν παύεις να είσαι ο πατέρας μου!"
Του είπε και σε δευτερόλεπτα βρέθηκε στην αγκαλιά του και άρχισε να κλαίει γοερά στον ώμο του.

Ναι είχε κάνει πολλά,μα ήταν ο πατέρας της.
Ο πόνος από ανθρώπους που αγαπάς δεν σου διαγράφει την αγάπη,στη δυναμώνει.
Έτσι και με την Έλενα,ο πόνος που της είχε προκαλέσει,η έλλειψη του πατέρα δίπλα της όλα αυτά τα χρόνια την έκανε να το αποζητά περισσότερο.

Εκείνος την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη κράτησε χωρίς να μιλά.
Δεν ήθελε τίποτα περισσότερο από τη ζωή του,το δώρο του ήταν η Έλενα για αυτά τα Χριστούγεννα.

Το επόμενο πρωί...

"Σε μια ώρα στο μαγαζί μου,πρέπει να μιλήσουμε."
Πάτησε την αποστολή και έβαλε το κινητό κάτω από το σαγόνι της σκεπτική.

Δεν είχε πάρει απαντήσεις από τον πατέρα της το προηγούμενο βράδυ σε ότι είχε να κάνει με τον Δημήτρη.
Το βράδυ είχε κυλήσει βασανιστικά.
Ο ύπνος δεν ερχόταν και ακόμα και όταν γύρισαν η αδερφή της και οι φίλοι της,ήταν ξύπνια.

Εκείνη όμως κράτησε κλειστά τα μάτια της και έκανε πως κοιμόταν,δεν ήθελε να συζητήσει τίποτα,ήθελε απλώς να κάτσει να σκεφτεί.

Τώρα εκείνοι κοιμόντουσαν και η Έλενα καθόταν στην κουζίνα με τη μητέρα της και έπιναν καφέ.
Χάζευε τα νέα στα πρωινάδικα ενώ μοιράζονταν μια κοινή σιωπή.

"Σε κλειστό κύκλο τελέστηκε το προηγούμενο Σάββατο ο γάμος του γνωστού επιχειρηματία Άγγελου Αλεξίου και της επί χρόνια συντρόφου του Διδώς Καλιφάτη,ενω τα τρία τους παιδιά, συνόδευσαν την εκθαμβωτική νύφη στην εκκλησία..."

"Εντάξει αφού αποφάσισαν να παντρευτούν μετά από τρία παιδιά,κάτι είναι και αυτό."
Σχολίασε η Μάρη και η Έλενα συνέχιζε να κοιτάζει κενή την τηλεόραση.
Την έβλεπε χωρίς να παρακολουθεί.

"Εεε τι;" Ρώτησε και κοίταξε τη Μάρη.

"Τίποτα... Είσαι καλά παιδί μου;"
Τη ρώτησε και πήγε κοντά της.

"Καλά είμαι μαμά,λίγο προβληματισμένη. Πρέπει να φύγω,πες όμως την Σάμι και τον Τζέισον πως δεν θα αργήσω αν ξυπνήσουν." Της είπε βιαστικά και αφού τη φίλησε πήρε τα κλειδιά και το μπουφάν και βγήκε έξω.

Κοίταξε το απέναντι σπίτι και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε για το μαγαζί.
Όταν μπήκε μέσα το κρύο την έκανε να ανατριχιασει.
Άναψε τη θέρμανση και ανέβηκε επάνω.

Άνοιξε τον υπολογιστή της και άρχισε να κοιτά φωτογραφίες...
Ένα χτύπημα στη πόρτα την έκανε να σηκωθεί και να κοιτάξει κάτω.
Ο Δημήτρης στεκόταν απ' έξω με τα χέρια στις τσέπες.
Του έκανε νόημα να μπει και εκείνος υπάκουσε.

"Κλείδωσε." Του είπε μονολεκτικά και χάθηκε πάλι πίσω από τον υπολογιστή της ενώ άκουσε τα κλειδιά να γυρνούν στη πόρτα και έπειτα γρήγορα βήματα να ανεβαίνουν τη σκάλα.

Πήγε δίπλα της και έκανε να τη φιλήσει μα εκείνη γύρισε το κεφάλι της.
Τελικά ήταν θυμωμένη μαζί του,;όπως μέχρι να τον δει δεν είχε συνειδητοποιήσει το πόσο.

"Τι έγινε;" Ρώτησε ο Δημήτρης περίεργος και κάθησε στο καναπέ δίπλα.
Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε απαλά το ύφασμα ενώ ένα αχνό χαμόγελο σχιματίστηκε στο πρόσωπο του όσο κοιτούσε τη κίνηση που έκανε η παλάμη του.

Η Έλενα που είδε αυτή του κίνηση γύρισε το κορμί της προς το μέρος του και τον κοίταξε σοβαρή.
"Ωραία ανάμνηση αυτή ε; Εκείνο το βράδυ είναι μια ανάμνηση που κρατώ και εγώ μέσα μου..."
Του είπε σοβαρά και έκανε τα πόδια της σταυροπόδι.

"Που το ξέρεις;" Τη ρώτησε ενώ σοβάρεψε και εκείνος.

"Μπορείς να πεις ότι είμαι απλά στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή και ξέρω πως να ενώνω τελείες!" Του απάντησε με σταθερή φωνή και τον επεξεργάστηκε.

"Γι αυτό μου είσαι θυμωμένη;" Τη ρώτησε και πήγε μπροστά της ενώ λύγισε τα γόνατα του και ακούμπησε τα χέρια του στα πόδια της.

"Γιατί μου είπες ψέματα; Θα έπρεπε να ξέρεις πως σιχαίνομαι το ψέμα εφόσον θυμάσαι. Από πότε θυμάσαι;"
Τον ρώτησε θυμωμένη και σηκώθηκε όρθια και άρχισε να πηγαινοέρχεται.

"Μη βιάζεσαι να με κρίνεις,οι μνήμες μου είναι σκόρπιες,δεν θυμάμαι πολλά,ακόμα δεν έχω βάλει σε τάξη τα γεγονότα στο κεφάλι μου,νομίζω πως πολλά είναι αποκύημα της φαντασίας μου και..."

"Και αποφάσισες να μου πεις ότι ήθελες!" Τον έκοψε απογοητευμένη.
"Ο μπαμπάς μου που κολλάει σε όλο αυτό;" Ρώτησε ανήμπορη να κρατηθεί άλλο.

"Το βράδυ στα εγκαίνια ήταν απ έξω και σας κοιτούσε μόνος,τον λυπήθηκα,με πλησίασε  εκείνος  γιατί  όταν έφυγα  έμεινα από απέναντι  να σε κοιτάζω,σου είπα πως δεν συναντήθηκα ποτέ με τη Φανή,ήρθε κοντά μου και γνώριζε πως δεν θυμάμαι,με έπιασε από τον ώμο και μου είπε ποιος είναι.
Δεν ήμουν καλά ούτε εγώ ούτε εκείνος και πήγαμε για ποτό και μιλήσαμε."

"Και η χθες τι ήθελες μαζί του; Νόμιζα πως είχε πονοκέφαλο,τρόμαξα μήπως πισωγύρισε η υγεία σου..."

"Ήθελα την άδεια του..."

"Γιατί;"

"Γι αυτό γαμώτο." Της είπε και έβγαλε από τη τσέπη του ένα βελούδινο κουτί...
Το άνοιξε και γονάτισε μπροστά της.

"Δεν με νοιάζει να θυμηθώ,όταν το αποφάσισα δεν θυμόμουν ακόμη τίποτα.
Το ξέρω πως γεννήθηκες για εμένα και αυτό μου αρκεί,γίνε γυναίκα μου Έλενα... Γίνε δική μου για πάντα!"

"Δημήτρη..." Ο θυμός είχε γίνει καπνός,τρόμος κυριάρχησε στο κορμί της. "Δε.. δε... Δεν μπορώ..." Απάντησε μη μπορώντας να συνειδητοποιήσει τι είχε πει και το έβαλε στα πόδια.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top