κεφάλαιο 2

Καπου στην Ελλάδα

"Δημήτρη οι εξετάσεις βγήκαν καλές. Τελικά δεν ήταν αυτό που φοβόσουν."

Η συνάδελφός και φίλη του από τα χρόνια που σπούδαζε,η Μαίρη,τον έβγαλε από τις σκέψεις στις οποίες είχε βυθιστεί.
Ανακούφιση τον κατέκλυσε,καθώς ο πατέρας του τελευταία είχε κάποιες ενοχλήσεις στη καρδιά και ο Δημήτρης τον ανάγκασε να κάνει μια σειρά εξετάσεων.
Ήταν το διάστημα που θα τελείωνε με  το αγροτικό ιατρείο,σε ένα χωριό λίγο πιο δίπλα από την κωμόπολη που γεννήθηκε και μεγάλωσε.

"Τέλεια Μαίρη. Μάλλον κουράστηκε πολύ και φοβήθηκα άδικα." Της απάντησε σκεπτικός και έξυσε το μούσι του.

"Είσαι λίγο σκεπτικός ή είναι ιδέα μου; Περδίκι είναι ο κυρ Πρόδρομος βρε." Του έλεγε η Μαίρη περιπαικτικά και εκείνος δεν έσκαγε ούτε ένα χαμόγελο.

"Δεν είναι αυτό που με απασχολεί. Ξέρω πως είναι καλά,απλά ήθελα να είμαι σίγουρος." Της είπε και γύρισε προς το μέρος της με προβληματισμένο ύφος.

"Ε θα μου πεις ή θα με σκάσεις;" Τον ρώτησε απηυδισμένη εκείνη.

"Θα σου πω,αλλά τσιμουδιά σε κανένα." Σηκώθηκε και πήγε δίπλα της για να μπορεί να μιλάει πιο σιγά.
"Σκέφτομαι να κάνω πρόταση γάμου στην Άννα." Της ξεφουρνησε και εκείνη τον κοίταξε με γουρλωμενα μάτια.

"Είσαι σίγουρος βρε αγόρι μου; Στα είκοσι επτά σου να ανοίξεις σπιτικό;" Τον ρώτησε έκπληκτη.

"Είκοσι επτά σε συμφέρει να λες; Σε δύο μήνες κλείνω τα είκοσι οκτώ.
Της είπε τονίζοντας τα νούμερα.
"Όπως και εσύ άλλωστε!"

"Αυτό τώρα έπρεπε να το πεις;" Του απάντησε εκείνη και σηκώθηκε να πιάσει το πιεσόμετρο.

"Άστο κάτω και έλα να σου δείξω κάτι." Έβαλε το χέρι στη τσέπη της ιατρικής του ρόμπας και έβγαλε από μέσα ένα κουτάκι.

"Ε όχι." Αναφώνησε η Μαίρη. "Εσύ είσαι έτοιμος για τη πρόταση γάμου,δεν καταλαβαίνω προς τι ο προβληματισμός,έχεις πάρει ήδη και το δαχτυλίδι."

"Δεν το αγόρασα βρε χαζό,της γιαγιάς μου είναι. Μου το έδωσε και μου είπε να το χαρίσω στην εκλεκτή της καρδιάς μου."

"Ωχ,αν δεν είσαι σίγουρος μην το κάνεις! Θα το μετανιώσεις πίκρα μετά φίλε μου." Του απάντησε η Μαίρη και φόρεσε την ιατρική της ρόμπα να ξεκινήσει τη βάρδια της.

Η αλήθεια ήταν πως και ο ίδιος το σκεφτόταν καιρό. Η Άννα ήταν η πρώτη του μεγάλη σχέση. Πριν από εκείνη,όχι ότι έκανε και τη τρελή ζωή,που να προλάβει άλλωστε με τόσο διάβασμα,όμως είχε περιστασιακές σχέσεις αυτό το διάστημα.

Άλλωστε δεν του έλειπε και τίποτα. Ήταν ψηλός,πρόσεχε το σώμα του,όμως εκείνα τα μελιά του μάτια έκαιγαν όλες τις καρδιές.
Η Μαίρη πάντα τον πείραζε πως έπρεπε να πάρει ειδικότητα καρδιολόγου.
"Αφού τις καις τις καρδιές αγόρι μου,μετά να τις κάνεις και καλά." Του έλεγε συνεχώς.

Όμως εκείνος είχε αποφασίσει πως θα γινόταν οδοντίατρος. Άλλωστε είχε και τη τέλεια βιτρίνα για να διαφημίσει τη δουλειά του.
Ένα χαμόγελο να σου ριχνε δεν θα ήξερες που να σταθείς.

Έτριψε το μούσι του και σηκώθηκε όρθιος. Θα περίμενε λίγο ακόμη. Δεν τον πήραν και τα χρόνια άλλωστε. Αν ερχόταν η κατάλληλη στιγμή θα το ένιωθε.

"Φεύγω Μαιρούλα μου. Καλή βάρδια,πάω να ξεραθώ στον ύπνο." Της είπε και άνοιξε τη πόρτα να φύγει.

"Καλό ύπνο κάθαρμα." Άκουσε τη Μαίρη να του φωνάζει,όταν εκείνος ήδη είχε φτάσει στη πόρτα.

Βγήκε στο κρύο αέρα και σήκωσε το φερμουάρ από το μπουφάν του ως πάνω. Ο Οκτώβριος είχε μπει δυναμικά.
Μπήκε στο αμάξι και αφού έβαλε μπρος άνοιξε αμέσως τη θέρμανση για να ζεσταθεί.

Έμεινε για λίγο σκεπτικός για το που να πάει να κοιμηθεί. Ήθελε πολύ να πάει να βρει την Άννα,όμως πάντα ήταν παρορμητικός. Στο κεφάλι του επικρατούσε χάος,αποφάσισε να πάει σπίτι του και θα πήγαινε το πρωί να τη βρεί.

Όταν έφτασε στο πατρικό του, παρατήρησε φως να ανάβει στο απέναντι σπίτι, συγκεκριμένα στο δωμάτιο της Έλενας,που έλειπε στο εξωτερικό.
Ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι,καθώς ήρθε στο μυαλό του η φίλη του.
Ήταν παιδιά όταν έφυγε εκείνη και τώρα ήταν ολόκληρος άντρας.
Είχε να δει το πρόσωπο της σχεδόν από τότε που είχε φύγει.

Μάλλον θα μπήκε κάποιος και θα το ξέχασε ανοιχτό,σκέφτηκε καθώς κλείδωσε το αμάξι του και άρχισε να προχωρά προς το δικό του σπίτι.
Η ώρα ήταν δέκα,ακόμα ήταν νωρίς και δεν ένιωθε καθόλου να νυστάζει.
Πήγε στη κουζίνα που καθόταν η μαμά του και έπινε το τσάι της, χαζεύοντας στη τηλεόραση.

"Καλώς το αγόρι μου." Είπε η Έλλη και σηκώθηκε να τον φιλήσει.

Του είχε πολύ αδυναμία,καθώς ήταν μοναχογιός. Μετά από εκείνον είχε προσπαθήσει πολλές φορές για δεύτερο,όμως κάποιο πρόβλημα στα γυναικολογικά της δεν της το επέτρεψε.

"Τι κάνεις κουκλάρα μου;" Τη πείραξε εκείνος και κάθησε κοντά της.

"Τι να κάνω, περιμένω τον μπαμπά σου να γυρίσει από το μαγαζί.
Πήρα και ένα ευχάριστο νέο σήμερα."
Του είπε και σηκώθηκε να του βάλει μια κούπα τσάι.

"Τι νέα;" Τη ρώτησε σχεδόν αδιάφορα καθώς χάζευε στη τηλεόραση την εκπομπή που πριν παρακολουθούσε η μητέρα του,ενώ είχε μπουκωθεί με ένα σοκολατένιο μπισκότο.

"Επιστρέφει για πάντα η Έλενα μας." Του απάντησε χαρούμενη εκείνη και εκείνος κόντεψε να πνιγεί,ενώ άρχισε να βήχει.
"Σιγά αγόρι μου,θα πάθεις τίποτα." Είπε και πήγε κοντά του και άρχισε να τον χτυπάει στη πλάτη.

Γι'αυτό λοιπόν άναβε το φως στο δωμάτιο της. Επέστρεφε η άσωτη κόρη...
Ας ζύγωνε κοντά του,πρώτα θα της έδινε ένα χαστούκι και έπειτα θα την αγκάλιαζε για να τη καλωσορίσει.

"Πότε επιστρέφει;" Ρώτησε με ενδιαφέρον και ήπιε μια γουλιά από το τσάι του για να συνέλθει.

"Αύριο το πρωί πρώτα ο Θεός,θα είναι κοντά μας. Τι ήταν και αυτό βρε παιδί μου με αυτό το κορίτσι. Μαύρη πέτρα έριξε πίσω της όταν έφυγε.
Σαν χθες θυμάμαι πόσο αχώριστα ήσασταν." Δήλωσε εκείνη σαν να αναπολούσε.

"Ήμασταν. Καλά το είπες. Η κυρία Έλενα όμως μας ξέχασε στα ξένα."
Της είπε με πικρία εκείνος.

"Μη κρατάς κακίες βρε αγόρι μου,είμαι σίγουρη ότι η φιλία σας θα κερδίσει την απόσταση αυτών των χρόνων."

"Θα μπορούσε να παίρνει ένα τηλέφωνο που και που. Ως πότε θα την έψαχνα μόνο εγώ; Τελοσπαντων. Καλώς να ορίσει και αν τη πετύχω βλέπουμε." Της δήλωσε και σηκώθηκε όρθιος. 

"Δεν κατάλαβες, σήμερα η Μάρη μου είπε πως της ετοιμάζει πάρτυ υποδοχής με λίγους συγγενείς και φυσικά εμάς. Θα έρθεις και δεν θέλω κουβέντα." Του απάντησε αυταρχικά.

"Να πεις της Μάρη,πως η κόρη της μας είχε γραμμένους στα.... Άντε μην πω γαμώτο βραδιάτικα."

"Δημήτρη δεν θέλω άλλη κουβέντα,θέλω να σεβαστείς τη φιλία που μας δένει με τους γονείς της και το ότι μεγαλώσατε μαζί."
Του είπε πια απηυδισμένη καθώς φοβόταν μη γίνει καμία παρεξήγηση μεταξύ τους.

Τόσα χρόνια ήταν φίλοι,δεν θα τους χαλούσε τις σχέσεις ο πληγωμένος εγωισμός του γιου της.

"Ηρέμησε,θα έρθω." Πάω για ύπνο.
Είπε ξενερωμένος και ανέβηκε στο δωμάτιο του ενώ εκείνη την ώρα μπήκε στο σπίτι ο πατέρας του.

"Τι έπαθε αυτός;" Ρώτησε τη γυναίκα του ο Πρόδρομος και πέταξε τα κλειδιά στο τραπεζάκι.

"Τίποτα μωρέ, πείνας;" Τον ρώτησε και εκείνος έγνεψε καταφατικά.

Ο Δημήτρης μπήκε στο δωμάτιο του και έκλεισε τη πόρτα με δύναμη.
Σκατά,τι ήθελε και αυτή να γυρίσει πίσω; Έτσι και αλλιώς είχε γίνει συνήθειο η απουσία της πλέον.
Εκτός από εκείνες τις μέρες που τον έπνιγαν όλα και κοιτούσε από το παράθυρο του δωματίου του στο δικό της.

Κάποτε την έβλεπε να του χαμογελά από εκεί και περίμεναν να ξημερώσει για να παίξουν πάλι μαζί το πρωί.
Όμως μετά σιωπή.
Μια σιωπή που εκείνον τον έπνιγε.
Γιατί είχε κάνει πολλά,ενώ εκείνη είχε απομακρυνθεί αδικαιολόγητα.

Δεν πίστευε πως θα την έβλεπε μετά από τόσα χρόνια.
Είχε και τα θέματα του με την Άννα,τι ήθελε και σκεφτόταν την Έλενα τώρα.
Έτσι και αλλιώς δεν ήταν πια παιδιά.
Δεν του χρωστούσε εξηγήσεις,έτσι γούσταρε,έτσι έκανε.
Ίσως και να μην την ένοιαζε όσο εκείνον που άφησαν ο ένας τον άλλο τόσο εύκολα.

Άνοιξε τη κουρτίνα και κοίταξε το απέναντι σπίτι.
Το φως στο δωμάτιο της είχε σβήσει.
Η καρδιά του ανέβαζε παλμούς όσο σκεφτόταν πως απο αύριο θα συνυπάρξουν και πάλι.

Τράβηξε τη κουρτίνα με μανία και ξάπλωσε στο κρεβάτι.
Βρε άντε στην ευχή του Θεού.
Είχε να σκεφτεί άλλα πράγματα τώρα.

Να είχε αλλάξει άραγε;
"Πφφφφ σταμάτα ηλίθιε εγκέφαλε." Μονολογησε στον εαυτό του και γύρισε μπρούμυτα στο κρεβάτι του.
Αύριο.
Θα μάθω αύριο...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top