κεφάλαιο 18
Έκανε νόημα με τα μάτια της στον Δημήτρη να μην κουνηθεί και κατέβηκε τη σκάλα γρήγορα.
"Μάθιου τι κάνεις εδώ;"
Τον ρώτησε έκπληκτη,καθώς ακόμα δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι τον έβλεπε μπροστά της.
Είχε να τον δει δύο τρεις μήνες και παρέμενε ο ίδιος και απαράλλαχτος.
Η καρδιά της σκίρτησε λίγο σαν τον πλησίασε.Οι μνήμες έκαναν και πάλι την εμφάνιση τους, θυμίζοντας της τον τρόπο που έφυγε εκείνο το βράδυ, αφήνοντας τη μόνη και πληγωμένη.
"Μη χαίρεσαι τόσο που με βλέπεις." Της απάντησε ο Μάθιου και κατέβασε το κεφάλι.
"Δεν είναι πως δεν χαίρομαι, απλά ήταν πολύ ξαφνικό. Πώς με βρήκες;" τον ρώτησε ενώ τώρα την είχε πλησιάσει επικίνδυνα και είχε βάλει το χέρι του γύρω από τη μέση της.
"Έκανα μια βαθιά εξομολόγηση στη Σάμι..." Της είπε γοητευτικά, παίρνοντας ένα μικρό τσουλούφι μπροστά από τα μάτια της με το χέρι του απαλά.
"Την παρακάλεσα και λίγο... Λέγοντας της πως θέλω να πάρω πίσω ότι μου ανήκει... Τον λόγο που υπάρχω..."
Της χαμογέλασε γοητευτικά και ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε από πάνω.
"Τι ήταν αυτό; Είναι κάποιος πάνω;" Τη ρώτησε γεμάτος απορία και κοίταξε ψηλά.
"ΟΧΙ." Απάντησε απότομα η Έλενα. "Μάλλον κάτι θα έπεσε,κάτσε λίγο να πάω να δω να πάρω και τα πράγματα μου και να πάμε για ένα καφέ να τα πούμε καλύτερα."
Απάντησε γρήγορα και ο Μάθιου τη κοίταξε περίεργα ενώ εκείνη έτρεχε κυριολεκτικά πάνω.
Βρήκε ένα Δημήτρη ταύρο.
"Πες τον φλώρο να φύγει μην κατέβω κάτω και τον κάνω μαύρο." Της ψιθύρισε θυμωμένος και εκείνη κοιτώντας τον με ύφος άνοιξε τη τσάντα της πήρε ένα δεύτερο ζευγάρι κλειδιά και του τα πέταξε.
"Μην βγάλεις κιχ. Μολις φύγουμε εξαφανίσου." Του είπε επίσης ψιθυριστά και αφού άρπαξε το παλτό της κατέβηκε πάλι τη σκάλα.
"Φεύγουμε;" Ρώτησε το Μάθιου και κοίταξε τη βαλίτσα του.
"Θα μείνεις;" Συμπλήρωσε γρήγορα και εκείνος έγνεψε καταφατικά και της έπιασε τα χέρια.
"Για όσο χρειαστεί να σε πείσω να γυρίσεις πίσω." Της απάντησε και τη φίλησε απαλά στο μάγουλο.
"Σε πειράζει να την αφήσω εδώ; Δεν έχω βρει ακόμα που θα μείνω." Συνέχισε και εκείνη φόρεσε το παλτό της.
"Όχι, εξάλλου δεν χρειάζεται να βρεις κάπου να μείνεις. Θα μείνεις μαζί μου." Είπε σχετικά δυνατά και βγήκε από το μαγαζί με τον Μάθιου να την ακολουθεί χαρούμενος.
Τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα από ότι τα είχε σκεφτεί πριν ξεκινήσει το ταξίδι του.
Η Έλενα ένιωσε τον κρύο αέρα να τη παγώνει,καθώς συνειδητοποίησε πως το καλσόν της είχε γίνει κουρέλι και ήταν γυμνή,μα δεν μίλησε.
Την ώρα που κλειδωνε τη πόρτα ο Δημήτρης έβγαλε το κινητό του από την τσέπη και κάλεσε τη Μαίρη.
"Που είσαι; Πρέπει να μιλήσουμε.
Όλα έγιναν σκατά. Σε μισή ώρα στο γνωστό μέρος."
Της είπε μόλις το σήκωσε εκείνη και το έκλεισε αμέσως.
Κατέβηκε με γρήγορο βήμα τη σκάλα και κοίταξε προσεκτικά τριγύρω,ενώ το βλέμμα του κόλλησε στη βαλίτσα.
Τη πάτησε μια δυνατή κλοτσιά και φόρεσε τη μπλούζα του.
"Θα μείνεις μαζί μου..." Είπε κάνοντας τη φωνή του ψιλή και ανίκανος να ελέγξει το θυμό του.
Τι δουλειά είχε αυτός ο βλάκας να γυρίσει πίσω και να θέλει να πάρει την Έλενα μαζί του;
Ξεκλείδωσε τη πόρτα και αφού κοίταξε προσεκτικά τριγύρω,ξανά κλείδωσε και έφυγε με γοργό βήμα.
Όχι μόνο τα είχε κάνει σκατά,τώρα είχε έρθει και ο πρώην της να τη διεκδικήσει. Ένιωθε ζήλεια μέσα του να τον τρελαίνει,δεν μπορούσε να διανοηθεί πως λίγη ώρα πριν της έκανε έρωτα και τώρα ήρθε και του τη πήρε μέσα από τα χέρια αυτός ο γελοίος που τη παράτησε.
Μπήκε στο αμάξι και γκαζωσε δυνατά...
Έπρεπε να βάλει τα μεγάλα μέσα...Τη Μαίρη.
🔥🔥🔥
"Μάθιου,δεν μπορεί να σοβαρολογείς.
Μου ράγισες τη καρδιά όταν τότε αποφάσισες πως έπρεπε να χωρίσουμε...
Με άφησες για τον εγωισμό σου,πως μου ζητάς τώρα να γυρίσω πίσω;" Του πέταξε η Έλενα εκνευρισμένη.
Δεν ήθελε να πει τίποτα όσο ήταν μέσα στο μαγαζί, γιατί πολύ απλά δεν ήθελε να ακούσει για εκείνη και το Μάθιου ο Δημήτρης.
Ο Μάθιου την έκανε να χάσει την αυτοπεποίθηση της,να χάσει την πίστη της για τους ανθρώπους.
Όταν τον γνώρισε είχε μέσα της την ιστορία με τον πατέρα της,της ήταν δύσκολο να εμπιστευτεί,μα εκείνος επέμενε τόσο πολύ τότε,που στο τέλος η Έλενα δεν μπορούσε να διαχειριστεί άλλο τα συναισθήματα της για εκείνον.
"Έλενα ξέρω πως ήμουν λάθος,ξέρω πως φταίω για όλα. Με κυρίευσε ο εγωισμός μου,ήθελε απελπισμένα να κάνουμε οικογένεια και εσύ δεν ήθελες να το καταλάβεις..."
"Και εσύ αποφάσισες να με χωρίσεις λέγοντας μου πως περνούσαν τα χρόνια και έπρεπε να κάνεις οικογένεια... Αν όχι με εμένα με άλλη!"
Του είπε η Έλενα βουρκωμένη,καθώς οι θύμισες τη κατέκλυσαν.
"Σε παρακαλώ,μη τα σκέφτεσαι πια,δώσε μου την ευκαιρία να επανορθώσω..."
Της ζήτησε παρακλητικά.
"Μάθιου..."
"Έλενα,μη μου απαντήσεις τώρα...Σκέψου το σε παρακαλώ. Ήμασταν έξι χρόνια μαζί,μη τα πετάς έτσι γαμώτο." Της είπε φανερά τσατισμενος,καθώς ο τρόπος της όταν την είδε με τη στάση της τώρα,ήταν τελείως διαφορετική.
"Εγώ τα πετάω; Να σου θυμίσω πως εσύ τα πέταξες πρώτος; Άλλωστε άλλαξαν πολλά...Μέσα μου."
Του απάντησε και κατέβασε το κεφάλι.
"Δεν τα παρατάω μωρό μου,θα επιμείνω όσο χρειαστεί..." Της είπε και της έπιασε το χέρι.
Η Έλενα δεν μίλησε άλλο.
Όλα ήταν τόσο μπερδεμένα μέσα στο κεφάλι της.
Λίγο πριν της έκανε έρωτα ο Δημήτρης,μετά από όλο αυτό τον πόνο που της είχε προκαλέσει η πρόταση γάμου που είχε κάνει στην Άννα και τώρα ο Μάθιου της ζητούσε δεύτερη ευκαιρία.
Όλα ήταν τόσο περίπλοκα μέσα στο μυαλό της.
Ακόμη και ο πατέρας της προσπαθούσε όλο αυτό το καιρό,μετά από το περιστατικό στο ιατρείο.
Ήταν τόσα πολλά μαζεμένα για να τα διαχειριστεί ένας άνθρωπος,που απλά αποφάσισε να αφήσει τα πράγματα να γίνουν από μόνα τους.
Η καρδιά της ήταν πολύ κουρασμένη να της δείξει το δρόμο.
Έτσι η απόφαση που πήρε ενστικτωδώς,ήταν να περιμένει, εξάλλου αυτό που είχε γίνει σήμερα με τον Δημήτρη,ήταν ένα μεγάλο λάθος.
Εκείνος είχε ξεκινήσει τη κοινή του ζωή με την Άννα και ήταν τρομερά εγωιστικό εκ μέρους του να μην αφήνει την Έλενα να ησυχάσει.
Ξαφνικά ο θυμός τη κατέκλυσε και πάλι.
Αυτό θα έκανε,θα έδινε μια ευκαιρία στον Μάθιου, γιατί αν μη τι άλλο, εκείνος είχε έρθει στην Ελλάδα για εκείνη και μόνο και ήξερε πόσο δύσκολο ήταν για εκείνον να αφήσει τη ζωή του και τη δουλειά που τόσο αγαπούσε.
"Θα σε αφήσω να προσπαθήσεις,μα δεν θέλω να είσαι σίγουρος για τίποτα." Του είπε τελικά και ήπιε από τον καφέ της.
"Αγάπη μου,το ήξερα πως δεν θα με απογοητεύσεις..." Της είπε και της φίλησε τα χείλη αυθόρμητα.
Η Έλενα δεν έφερε αντίσταση, όμως δεν ένιωσε όπως τότε.
Τον κοίταξε στα μάτια και ευχόταν να μην είχε γυρίσει πίσω.
Να είχε δεχτεί τη πρόταση του να σταματήσει τη δουλειά και να κάνουν οικογένεια.
Ο χωρισμός τους της είχε κοστίσει πολλά και το κυριότερο ήταν αυτό που έζησε εδώ στην Ελλάδα με τον Δημήτρη.
"Έλα πάμε να πάρουμε τη βαλίτσα σου και να πάμε σπίτι μου. Θέλω να σε γνωρίσω στη μητέρα μου,έχει ακούσει τόσα πολλά για εσένα..." Του είπε χωρίς να σχολιάσει τη κίνηση του να τη φιλήσει,κάτι που έκανε τον Μάθιου να πάρει ελπίδες.
Όταν έφτασαν στο σπίτι η Μάρη ήταν στη κουζίνα και ετοίμαζε τις νοστιμιές που συνήθιζε να κάνει,όμως ήταν πλάτη και δεν είχε δει πως είχαν μπει στο σαλόνι η Έλενα και ο Μάθιου.
"Μαμά..." Της είπε η Έλενα και εκείνη γύρισε και τους είδε προβληματισμένη.
"Είχα έναν επισκέπτη σήμερα... Έλα να σου γνωρίσω τον Μάθιου!" Της είπε χαμογελαστή και εκείνη πλησίασε να τον αγκαλιάσει.
Ήξερε πως η κόρη της είχε σχέση μαζί του στην Αγγλία,όπως ήξερε και ότι είχαν χωρίσει,χώρις όμως να ξέρει τον λόγο.
"Καλώς ήρθες Μάθιου, πεινάτε; Το φαγητό σε λίγο θα είναι έτοιμο!" Τους είπε και ο Μάθιου μύρισε τη καταπληκτική μυρωδιά που ερχόταν από τη κουζίνα.
"Δεν πεινούσα είναι η αλήθεια,όμως με αυτή τη μυρωδιά μου άνοιξε η όρεξη. Καλώς σας βρήκα κυρία Μάρη,έχω ακούσει πολλά για εσάς και χαίρομαι που επιτέλους γνωρίζω την οικογένεια της Έλενας." Είπε χαρούμενος κοιτώντας την Έλενα στα μάτια,με βλέμμα που μαρτυρούσε έρωτα.
Αυτό έκανε τη Μάρη να χαρεί πολύ,καθώς οι υποψίες της πως η Έλενα ήταν ερωτευμένη με τον Δημήτρη,την έκαναν να αγχώνεται για την κόρη της τον τελευταίο καιρό.
Και ο Μάθιου φαινόταν καλό παιδί και ήταν όμορφο παλικάρι.
Ταίριαζε πολύ με την Έλενα,όσο τους έβλεπε δίπλα δίπλα.
"Και εγώ χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω...ελάτε ελάτε!" Τους είπε και ξεκίνησαν να την ακολουθήσουν στην κουζίνα,όταν χτύπησε η πόρτα και η Έλενα έμεινε πίσω για να ανοίξει...
"Γεια σου Έλενα,έχεις λίγο χρόνο να τα πούμε;" Τη ρώτησε χαμογελαστή η Μαίρη στη πόρτα και εκείνη κοίταξε προς το μέρος της μητέρας της και του Μάθιου,που τα έλεγαν μαζί στη κουζίνα.
"Έχω..." Απάντησε διστακτική και έκλεισε τη πόρτα. "Αρκεί να μην είναι για αυτό που φαντάζομαι..."
Συνέχισε πιο αποφασιστικά.
"Κάθησε..." Της είπε η Μαίρη και πήρε και εκείνη μια καρέκλα. "Δεν θα σε απασχολήσω πολύ..."
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top