κεφάλαιο 16
"Και οι άνθρωποι φεύγουν και εμείς δεν αντιδράμε,μάθαμε να ξεχνάμε και να μένουμε μόνοι...
Μα η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει,να το θυμάσαι μικρή μου καρδιά...
Η καρδιά πονάει πάντα όταν ψηλώνει... Πάντα...."
Κοίταζε το μαγαζί της και δεν το γνώριζε.
Μέχρι και χαλιά είχε στρώσει για να του δώσει το κύρος που ήθελε.
Ήταν σχεδόν έτοιμο και την επόμενη που θα ερχόταν ο υπόλοιπος εξοπλισμός θα ήταν όλα στη θέση τους.
Κοιτούσε γύρω της και δεν είχε καταλάβει τα μάτια που την παρατηρούσαν με θαυμασμό από έξω.
Ο θόρυβος της πόρτας που άνοιξε την έκανε να γυρίσει και να αντικρύσει τον Αντώνη.
"Πότε πρόλαβες και άνοιξες και μαγαζί;" Τη ρώτησε κοιτώντας γύρω του ενθουσιασμένος.
"Τι νομίζεις ότι γύρισα να κάνω; Να κάθομαι όλη μέρα;"
Τον ρώτησε και πήγε κοντά του και τον φίλησε σταυρωτά.
"Δεν περίμενα πάντως κάτι λιγότερο από αυτό. "Είπε εκείνος και άνοιξε τα χέρια του, δείχνοντας το χώρο γύρω του.
"Σ ευχαριστω Αντώνη μου... Κάθησε,θες να παραγγείλω καφέ;" Ρώτησε η Έλενα χαμογελαστή.
"Μπα,έχω μια καλύτερη ιδέα,τι λες να βγούμε το βράδυ για φαγητό και να τα πούμε άνετα;" Της απάντησε εκείνος με το γοητευτικό του βλέμμα.
Το σκέφτηκε για λίγο και συνειδητοποίησε πως είχε ανάγκη απο καλή παρέα και γιατί όχι να ξεδώσει και λίγο;
Το να πενθεί δεν τη βοηθούσε καθόλου,ο Δημήτρης δεν θα επέστρεφε ξανά και έπρεπε να το πάρει απόφαση.
Έπαιξε και έχασε.
"Πάμε,δεν έχω πρόβλημα..." Του απάντησε αποφασιστικά και κοίταξαν και οι δύο στη πόρτα που έμπαινε η αδερφή της η Φαίη.
"Καλημέρα!" Του είπε εύθυμα η κοπέλα και ο Αντώνης έμεινε να τη χαζεύει.
"Αγάπη μου, ήρθες; Καιρός ήταν! " Της είπε η Έλενα και έτρεξε να την αγκαλιάσει.
"Μη μου πεις ότι είναι η Φαίη!" Αναφώνησε ο Αντώνης και σηκώθηκε όρθιος να τις πλησιάσει.
"Με σάρκα και οστά." Απάντησε η Φαίη και έβγαλε τα γυαλιά ηλίου αποκαλύπτοντας τις πράσινες τεράστιες ματάρες της.
"Εσύ;ποιος είσαι;" Ρώτησε με το ταμπεραμέντο και τον εκρηκτικό χαρακτήρα της.
"Εγώ είμαι ο Αντώνης,που να με θυμάσαι,ήμουν συμμαθητής της Έλενας!" Της είπε και άπλωσε το χέρι του.
"Χαίρω πολύ." Συνέχισε.
"Παρομοίως." Απάντησε με πονηρό χαμόγελο η Φαίη και έπιασε το χέρι του δαγκώνοντας το σκελετό από τα γυαλιά της και κοιταχτηκαν για λίγη ώρα στα μάτια.
"Ειιι τι πάθατε;" Ρώτησε η Έλενα περνώντας το χέρι της ανάμεσα τους και τους έκανε να τη κοιτάξουν και να αφήσουν τα χέρια.
"Τι λέτε θα με βοηθήσετε ποτέ;" Τους ρώτησε και έπιασε ένα ξεσκονόπανο!
Εκείνοι ακολούθησαν και όταν έφτασε πια το μεσημέρι είχαν τελειώσει.
Ο Αντώνης τις αποχαιρέτησε και έφυγε με την υπόσχεση να βρεθούν το βράδυ όλοι μαζί για φαγητό.
Το τηλέφωνο της Έλενας άρχισε να χτυπάει την ώρα που κλειδωνε το μαγαζί της και η αδερφή της παραπονιόταν πως πεινούσε δίπλα της.
"Έλα μαμά." Απάντησε εκείνη.
"Παιδί μου,είσαι με τη Φαίη;"
"Ναι γιατί έγινε κάτι;" Ρώτησε γεμάτη αγωνία.
"Όχι καρδιά μου,απλώς μας κάλεσαν απέναντι για φαγητό και σας περιμένουμε."
Σιωπή στο ακουστικό. Βαθιές ανάσες και η σκέψη να τρέχει με διακόσιες χιλιάδες χιλιόμετρα την ώρα.
"Έλενα με άκουσες;" Τη ρώτησε ξανά η μητέρα της.
"Ναι μαμά,δεν μπορούμε να έρθουμε,έχουμε πολύ δουλειά ακόμη εδώ,θα αργήσουμε να τελειώσουμε."
Βρήκε αμέσως τη πρώτη προφανή δικαιολογία που της ήρθε στο μυαλό.
"Τι δουλειά ρε...μπφλλδξεξ." πήγε να μιλήσει η Φαίη αλλά η Έλενα της έκλεισε το στόμα με το χέρι για να μην πει άλλα.
"Δώσε τις ευχές μας και μιλάμε." Συνέχισε και πριν προλάβει η Μάρη να μιλήσει της το έκλεισε στα μούτρα.
Γύρισε προς την αδερφή της ξανά που τη κοιτούσε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και ένα άγριο ύφος.
Ξεφύσηξε και έριξε το κινητό μέσα στη τσάντα της.
"Έλα, πάμε να σε κεράσω μεσημεριανό και να σου πω μια ιστορία απ' αυτές που σου αρέσει να διαβάζεις στο wattpad." Της είπε η Έλενα και την έπιασε αγκαζέ να περπατήσουν.
Και της είπε όλα,καλά όχι όλα,απέφυγε το κομμάτι του πατέρα τους,γιατί ήθελε πολύ να προστατεύσει τη μικρή αδερφή της,τον είχε φοβερή αδυναμία από μικρή και κάτι τέτοιο θα την σκότωνε,μα ότι είχε να κάνει με τον Δημήτρη, λέγοντας της το ίδιο ψέμμα που είπε και σε εκείνον.
"Δηλαδή θες να μου πεις ότι εσύ και ο Δημήτρης;" Τη ρώτησε και έδειξε με το μεσαίο της δάχτυλο τη κίνηση.
"ΦΑΊΗ." Είπε λίγο πιο δυνατά η Έλενα κάνοντας τον κόσμο γύρω τους να τις κοιτάξει.
"Και τι κατάλαβες; Και το κολλητό σου έχασες και τον πιο σέξυ γκόμενο που θα μπορούσες να έχεις!
Τι σαν τον τάπα τον Μάθιου τον ξενέρωτο;"
"Δεν ήταν ξενέρωτος ο Μάθιου και σε ευχαριστώ που μου δίνεις κουράγιο.
Δεν ξέρεις πόση ανάγκη είχα να ακούσω αυτά τα λόγια;"
Της είπε η Έλενα και κατέβασε μονορουφι το κρασάκι.
"Αααα αδερφούλα,εγώ ψέματα δεν λέω..." Της είπε η Φαίη πονηρά.
"Σοβαρά τώρα;" Τη ρώτησε με ανασηκωμένο φρύδι η Έλενα.
"Καλά ίσως μερικά μικρά και αθώα. Πάντως τα κάνατε σκατά και να σου πω και κάτι; Οι οικογένειές μας έχουν χρόνια φιλίες,θα τις επιρρεάσει άσχημα όλο αυτό."
Δήλωσε η Φαίη σοβαρή πια.
"Λες να μην το ξέρω; Προσπαθώ να μην το δείξω αλλά αργά η γρήγορα θα το μάθουν. Άσε που είμαι σίγουρη πως η μαμά ξέρει." Της είπε με πίκρα η Έλενα.
"Άντε να δω πως θα βγείτε απ' τα σκατά. Εβίβα, είθε το μυαλό να επιστρέψει στο κεφάλι σου." Είπε η Φαίη και σήκωσε το ποτήρι και το τσούγκρισε με αυτό της αδερφής της.
Κάθησαν αρκετή ώρα ώσπου ένιωσαν κουρασμένες και αποφάσισαν να γυρίσουν σπίτι να κοιμηθούν για να έχουν κουράγιο,όταν έρθει η ώρα για το ραντεβού τους με τον Αντώνη.
Είχε πάρει μπροστά τους και είχε κλείσει τραπέζι σε ένα πολύ φημισμένο εστιατόριο της περιοχής και εκείνες ήταν ενθουσιασμένες.
Όπως το περίμεναν οι γονείς τους έλειπαν και ανέβηκαν στα δωμάτια τους κατευθείαν για ξεκούραση.
Στο απέναντι σπίτι επικρατούσε χάος,καθώς το φαγοπότι και η δυνατή μουσική έδιναν ζωή και ζωντάνια στο χώρο.
Λίγοι φίλοι του Δημήτρη και φυσικά η Άννα,όπως και οι γονείς της Έλενας και της Φαίης,έτρωγαν έπιναν και τραγουδούσαν,όμως ο Δημήτρης είχε δύο σύννεφα στα μάτια του.
Ήταν πικραμένος που δεν είχε έρθει εκείνη.
Ακόμα έστω και λίγο,ήλπιζε πως ίσως το είχε κάνει από φόβο,πως ίσως γύριζε πίσω,μα μάταια.
Ακόμα και όταν όλοι είχαν φύγει και ξάπλωσε στο κρεβάτι του,δεν μπορούσε να ηρεμήσει.
Τη σκεφτόταν τόσο έντονα που ήθελε να πάει και να τη δεί.
Πήρε το κινητό στο χέρι του και άρχισε να της γράφει ένα μήνυμα.
Όμως καπάκι το έσβηνε και πάλι.
Πήγαιναν και έρχονταν γράμματα και κουμπιά στο πληκτρολόγιο,όμως το δάχτυλο δεν πήγαινε στην αποστολή.
Σηκώθηκε και κοίταξε και πάλι το δικό της παράθυρο.
Έβαλε το χέρι στο τζάμι και έβραζε μέσα του από θυμό.
Γιατί σε εμάς,γιατί έτσι,γιατί να το κάνει; Γιατί ; Γιατί; Γιατί; Ήταν οι σκέψεις που υπήρχαν μέσα στο κεφάλι του,όμως απάντηση δεν υπήρχε και δεν θα ερχόταν από πουθενά.
Ξάπλωσε και έκλεισε τα μάτια δίνοντας υπόσχεση στον εαυτό του να τη ξεχάσει.
Αν άξιζε θα ήταν δίπλα του.
Όπως η Άννα...
Λίγες ώρες αργότερα...
Ο Αντώνης οδήγησε την Έλενα και τη Φαίη στο εστιατόριο και ο μετρ τους έβαλε να καθίσουν σε ένα ωραίο και κεντρικό στρογγυλό τραπέζι.
Ο χώρος ήταν ζεστός με απαλή μουσική πιάνου να απλώνεται γύρω τους και εκείνες εκθαμβωτικές,να κάθονται σαν στολίδια με τα αντρικά βλέμματα να τις χαζεύουν.
"Πολύ ωραίο μαγαζί." Δήλωσε η Φαίη κοιτώντας γύρω της. "Θα φτάσουν τα λεφτά μας να πληρώσουμε ή θα χρειαστεί να πλύνουμε τα πιάτα;" Ρώτησε και η κλοτσιά της Έλενας την έκανε να τιναχτεί.
Ο Αντώνης γέλασε και της έκλεισε το μάτι.
"Μην ανησυχείς,θα πλύνω όσα χρειαστεί εγώ. Κρίμα είναι τόσο όμορφα χέρια να μουλιάσουν από το νερό."
Η Έλενα τους κοιτούσε που από το πρωί φλέρταραν ο ένας τον άλλον και σκεφτόταν πόσο ταιριαστό ζευγάρι θα μπορούσαν να γίνουν.
Ενώ η Φαίη είχε σχεδόν λιώσει από το σχόλιο του Αντώνη.
Η ώρα περνούσε και αφού έφαγαν τα πεντανόστιμα πιάτα, έπιναν το κρασί τους μέσα στα κρυστάλλινα κολονάτα ποτήρια και συζητούσαν ασταμάτητα, γελώντας και στηρίζοντας ο ένας τον άλλο.
Όταν ξαφνικά το βλέμμα της Φαίης τράβηξε η παρέα που έμπαινε στο χώρο και άρχισε να σκουντάει με το πόδι της την Έλενα.
"Τι έπαθες μωρ..." Η Έλενα ξεκίνησε να πει ενώ γυρνούσε να κοιτάξει πίσω της,όταν αντίκρισε τον Δημήτρη και από δίπλα του την Άννα,να έχει κολλήσει πάνω του σαν βδέλλα και να τον κρατά από το μπράτσο.
Η καρδιά της ξαφνικά άρχισε να νιώθει τσιμπήματα.
Έτσι είναι μάλλον η αίσθηση του να παραδίνει κάνεις τα όπλα στον εχθρό,είπε στον εαυτό της και γύρισε στη θέση της πίνοντας κρασί από το ποτήρι και προσπαθώντας να μην δείξει πως τρέμει ολόκληρη.
"Ωπ Χρόνια πολλά αδερφέ." Είπε ο Αντώνης και σηκώθηκε όρθιος να χαιρετήσει το Δημήτρη και τους υπόλοιπους ενώ η Έλενα είχε κολλήσει το κεφάλι της στο πάτωμα.
"Έλενα;" Είπε η Μαίρη και πήγε κοντά της και τη φίλησε.
"Γεια σου Μαίρη,είσαι καλά;" Ρώτησε η Έλενα προσπαθώντας να κρατήσει την ανάσα της κανονική.
"Ε... Θα θελα να πιούμε έναν καφέ αν το θέλεις. Θα πάρω τον αριθμό σου από τον Δημήτρη. " Είπε βιαστικά κοντά στο αφτί της και έφυγε από δίπλα της για να τη χαιρετήσουν και οι υπόλοιποι ενώ η Έλενα της έγνεψε θετικά.
Κάθησε στη καρέκλα και αφού φιλήθηκαν όλοι μεταξύ τους έπεσε βαριά σιωπή όταν ξαφνικά η Άννα αποφάσισε σαν καλή οχιά να πετάξει το δηλητήριο της.
"Και εσύ εδώ Έλενα μου; Δεν σε πρόσεξα. Καλά βρε Δημήτρη την Έλενα γιατί δεν την καλεσες απόψε;" Είπε προσποιητή στον Δημήτρη κάνοντας και τους δύο να γίνουν κόκκινοι,κοιτώντας ο ένας τον άλλο στα μάτια.
Όμως εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο μετρ και τους έσωσε,καθώς τους ανακοίνωσε πως το τραπέζι τους,λίγο παραδίπλα από της Έλενας,ήταν έτοιμο.
Ο Δημήτρης πήγε με νευρικές κινήσεις και κάθισε στη καρέκλα του,τραβώντας λίγο πιο κάτω τη γραβάτα,που ένιωθε να τον πνίγει πλέον.
Για εκείνον δεν είχε χρόνο,όμως για τον Αντώνη είχε.
Και εκείνος ωραίος φίλος,ήξερε πως τα συναισθήματα του για την Έλενα ήταν...
Τέλος, πρόσταξε στο κεφάλι του και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Έλενα τέλος.
Απόψε θα ξεκινήσει μια καινούργια ζωή...
Χώρια της...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top