Κεφαλαιο 15

Λίγες μέρες μετά...

Οι κουρτίνες στο δωμάτιο της είναι κλειστές,όπως και τόσες μέρες άλλωστε,που έχει αφήσει τα πάντα πίσω.
Ζωή, δουλειά, οικογένεια... Εκείνον...

Όπως κάθε πρωί η Μάρη μπαίνει στο δωμάτιο με ένα δίσκο. Το δωμάτιο είναι σκοτεινό,πέρα από το λιγοστό φως που μπαίνει από τις γρίλιες του παντζουριού.
Κάθεται δίπλα της στο κρεββάτι και της χαϊδεύει τα μαλλιά.
Δεν μπορεί να μην σκεφτεί πόσο όμορφη γυναίκα έχει γίνει η κόρη της.
Εκείνη κάνει πως κοιμάται,όπως και κάθε πρωί,μα η Μάρη ξέρει πως είναι ξύπνια.

"Καλημέρα..." Της ψιθυρίζει μα η Έλενα δεν γνέφει, συνεχίζει να κάνει πως κοιμάται. Η καρδιά της μάνας πάλι κόβεται στα δύο,μακάρι να ήξερε τι έχει το παιδάκι της,μακάρι να μπορούσε να πάρει όλο της τον πόνο.

Ξέρει πως η κόρη της πονάει βαθιά,όπως ξέρει ότι κάτι έχει γίνει με το Δημήτρη.
Της είχε πει η Έλλη πως όταν έλειπε η Έλενα τρεις μέρες,έλειπε και εκείνος.
Συζητούσαν ευτυχισμένες σαν τις χαζές πως ίσως γίνουν συμπεθέρες και όταν γύρισαν τα παιδιά τους έπεσαν στην κατάθλιψη.

Σηκώθηκε με αργά βήματα και άνοιξε το παντζούρι.
Η Έλενα γύρισε πλευρό και σκεπάστηκε με το πάπλωμα της.

"Έλενα..." Πήγε κοντά της ξανά και κάθησε στο κρεββάτι. "Σήμερα έχει υπέροχη μέρα,είναι Αγίου Δημητρίου σήμερα... Γιορτάζει και ο..."

"Μην το πεις." Ακούστηκε μια ξεψυχησμενη φωνή κάτω από τα σκεπάσματα.

Η Μάρη τα τράβηξε απότομα και τη γύρισε να τη κοιτάξει,ενώ η Έλενα δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια της από το φώς και έβαλε τα χέρια της μπροστά της.

"Τι κάνεις ρε μαμά; Παράτα με."
Της είπε νευριασμένη και πήγε να ξανά τραβήξει το πάπλωμα όμως η Μάρη δεν την άφηνε.

"Θα σηκωθείς,έχεις αφήσει εδώ και τόσες μέρες τις δουλειές σου έτσι. Δεν μου λες και τι έχει γίνει,υποφέρω και εγώ μαζί σου αγάπη μου..." Της είπε και τη κοίταξε με θλίψη.

Είχε δίκιο η μητέρα της,έκανε τη ζωή της άνω κάτω για να μην τη βουτήξει στη δυστυχία και με τη στάση της όλες αυτές τις μέρες,την έκανε να νιώθει πολύ χειρότερα.

"Δες σου έφτιαξα πρωινό." Της είπε και σηκώθηκε να πάρει το δίσκο ενώ η Έλενα ανασηκώθηκε και κάθησε στο κρεββάτι.

"Δεν πεινάω μαμά..."

"Με κοροϊδεύεις μου φαίνεται. Έχεις να φας ούτε και εγώ ξέρω από πότε, σήκω θα φας είτε με το καλό είτε με το κακό." Της δήλωσε και τη κοίταξε αποφασιστικά.

Ντέφι να γίνει,σκέφτηκε η Έλενα και σηκώθηκε από το κρεβάτι.
"Εντάξει,παρ' το κάτω και έρχομαι εκεί να φάω."
Της απάντησε και κατευθύνθηκε προς το μπάνιο.
Ενώ η Μάρη ικανοποιημένη πήρε το δίσκο και έφυγε στη κουζίνα.

Βρε θα την μάθαινε την αλήθεια,ο κόσμος να χαλούσε.

Η Έλενα έβαλε τα χέρια της στο νιπτήρα και κοίταξε το πρόσωπο της.
Τα μάτια της κατακόκκινα με μαύρους κύκλους.
Τέλεια,σκέφτηκε και άνοιξε τη βρύση να πλύνει το πρόσωπο της.

Πάνε μέρες τώρα που είχε κρυφτεί από όλα και από όλους.
Ήθελε να μείνει μόνη και να κλάψει ως που να στερέψει από δάκρυα,να παγώσει και να αντιμετώπιση τα λάθη και τα πάθη της.

Σήμερα εκείνος γιόρταζε,ήθελε να τον πάρει ίσα για να ακούσει τη φωνή του.
Τόσες κλείσεις θα δεχόταν άλλωστε,δεν θα το καταλάβαινε...

Κάθησε στη μπανιέρα και πληκτρολόγησε τον αριθμό του...
Πάτησε το κουμπί και μετά το μετάνιωσε...
Τυραννούσε τον εαυτό της έτσι...
Ντύθηκε και κατέβηκε στη κουζίνα όπου τη περίμενε η μαμά της, πίνοντας καφέ.

"Έτσι μπράβο!" Της είπε η Μάρη καθώς την είδε να κρατάει τσάντα.
"Επιτέλους..."

"Έχεις δίκιο μαμά,πρέπει να τελειώσω με το μαγαζί και να κανονίσω τα εγκαίνια!" Της απάντησε ανορεκτα!

"Η αδερφή σου είπε ότι βοήθεια θέλεις θα στη δώσει.Σε λίγες ώρες επιστρέφει και εκείνη,παρέδωσε και τη πτυχιακή της." Της είπε η μαμά της και της χαμογέλασε τρυφερά.

"Να της πεις να τσακιστεί να έρθει από το μαγαζί." Της είπε και αφού έπιασε ένα μικρό κομμάτι κέικ,το έβαλε στο στόμα της και έφυγε φουριοζα,ενώ η Μάρη της φώναζε από πίσω πως δεν τρώει τίποτα και θα αρρωστήσει.

Παρόλα αυτά δεν επέμενε. Ήταν χαρούμενη που κατάφερε και τη ξεκούνησε σήμερα.

Λίγο πιο δίπλα...

"Χρόνια σου πολλά γιέ μου." Του είπε ο πατέρας του και τον φίλησε στο μέτωπο.

"Ευχαριστώ γέρο." Του απάντησε ο Δημήτρης και ήπιε λίγο καφέ.
"Θα φύγεις στη δουλειά;" Τον ρώτησε.

"Μπα,είπα σήμερα να κρατήσω κλειστό το μαγαζί και να ψήσουμε να γιορτάσουμε όλοι μαζί." Του απάντησε και του έκλεισε το μάτι.

"Το βράδυ θα σας βγάλω έξω για φαγητό. Έχω κλείσει ήδη τραπέζι."
Τους είπε ο Δημήτρης κοιτώντας τους εναλλάξ.

"Μέχρι το βράδυ θα έχουμε,ακόμα είναι νωρίς,θα φωνάξω και τους δίπλα." Είπε η μαμά του και έκανε να φύγει μα ο Δημήτρης τη σταμάτησε.

"Ώπα που; Πότε; Εγώ θέλω να περάσω τη γιορτή μου οικογενειακά." Της είπε έντονα.

"Σοβαρολογείς βρε Δημήτρη; Από πότε δεν είναι οικογένεια η Μάρη και ο Στέφανος; Ή η Έλενα!" Του είπε προσπαθώντας να του αποσπάσει κάποια πληροφορία.

"Τελοσπαντων,σπίτι σας είναι κάλεσε όποιον θέλεις,το βράδυ όμως θα είμαστε εμείς και εμείς." Της τόνισε και έπιασε το κινητό του να τσεκαρει τα ευχετήρια μηνύματα ενώ η Έλλη άνοιξε τη πόρτα και έφυγε για το απέναντι σπίτι.

Όσο και να έφερνε αντίσταση,ήθελε να τη δει.
Σαν μωρό παιδί έκλαψε εκείνο το απόγευμα που του είπε εκείνες τις κουβέντες...
Αν καθόταν λίγο ακόμη θα της έκανε κακό,μεγάλο κακό...
Δεν μπορούσε ακόμη να πιστέψει πως εκείνη τον εκμεταλλεύτηκε συναισθηματικά.

Δεν πίστευε πως η Έλενα ήταν ικανή για κάτι τέτοιο.
Όμως το πρόσωπο της και η στάση της,δεν του άφησαν καμιά αμφιβολία εκείνο το βράδυ...
Χτύπησε το χέρι του με δύναμη στο τραπέζι και ο πατέρας του κατέβασε την εφημερίδα από μπροστά του.

"Τι έπαθες ρε;" Τον ρώτησε.

"Τίποτα,κάτι σκέφτηκα.
Του απάντησε και συνέχισε να κοιτάζει το κινητό του.

Από εκείνη σιωπή. Τίποτα. Είχαν περάσει τόσες μέρες και τίποτα.
Όχι ότι τον ένοιαζε...
Καθόλου δεν τον ένοιαζε.
Η Έλενα ήταν ένα λάθος,ότι έγινε ήταν λάθος και εκείνος ένας μαλακας και μίσος που έπεσε στη παγίδα της.

Γι αυτό είχε πάρει μια απόφαση και απόψε θα την έκανε πράξη.
Τέρμα τα παιχνίδια και τα ψέματα,απόψε ήταν στιγμή για αλήθειες.

Ένιωθε και τύψεις για το κέρατο που είχε φορτώσει στην Άννα.
Δεν της άξιζε όλη αυτή η κοροϊδία.
Εκείνη ήταν κερί αναμμένο δίπλα του και εκείνος νόμιζε πως θα άγγιζε φεγγάρια με την Έλενα...

"Γαμώτο." Είπε μέσα από τα δόντια του και πάλι και ο πατέρας του κατέβασε την εφημερίδα και τον κοίταξε πάνω από τα γυαλιά.

"Πας καλά γιέ μου;" Τον ρώτησε και ο Δημήτρης τον αγριοκοίταξε.

"Πάω μια βόλτα,θα πάρω και κρεατικά για σήμερα." Του είπε και έπιασε τα κλειδιά ενώ έχωσε το κινητό στη τσέπη του τζην.

"Καλά να περάσεις." Του είπε ο Πρόδρομος και τον κοιτούσε περίεργα.

Αφού ο Δημήτρης βγήκε από το χώρο έκανε το σταυρό του και γέλασε.
Δεν πάμε καλά σκέφτηκε... Καθόλου καλά.

Την ώρα που βγήκε ο Δημήτρης από το σπίτι,βγήκε και εκείνη από το δικό της ψάχνοντας μέσα στη τσάντα της να βρει αν είχε πάρει τα κλειδιά από το μαγαζί.
Εκείνος έμεινε παγωμένος να τη κοιτάζει,ενώ εκείνη δεν τον είχε πάρει είδηση.

Όταν σήκωσε το κεφάλι της και τον είδε,εκείνος δεν πήρε το βλέμμα του από πάνω της.
Έμεινε και πάλι στη θέση του και τη κοίταζε.

Η Έλενα κατέβασε το κεφάλι και πήρε το ποδήλατο της μαμάς στα χέρια ενώ προχωρούσε γρήγορα.
Η καρδιά της χτυπούσε πολύ δυνατά.
Η ανάσα της ήταν ακανόνιστη.
Έπρεπε να φύγει από εκεί...

"Ούτε χρόνια πολλά;" Τη ρώτησε εκείνος εριστικά από απέναντι.

Σήκωσε το βλέμμα της αργά και τον κοίταξε.
"Χρόνια πολλά." Είπε αχνά και με ένα σάλτο ανέβηκε στο ποδήλατο και άρχισε να κάνει πηδάλι,επρεπε να φύγει γρήγορα από εκεί,να φύγει,να φυγει...

Εκείνος μπήκε στο αμάξι και άρχισε να βαράει το τιμόνι με λύσσα.
"Γαμώτο."
Φώναξε και έβαλε μπρος.
Τέρμα,τις επόμενες μέρες κιόλας έπρεπε να μετακομίσει αλλού.
Ίσως είχε έρθει ο καιρός να μετακομισει με την Άννα...
Δεν μπορούσε να ζει έτσι...
Δεν μπορούσε να τη βλέπει...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top