Κεφαλαιο 1
Αγγλία,Λονδίνο
Το γκρίζο χρώμα του ουρανού ήταν αποπνικτικό πλέον για την Έλενα,ο αλλοτινός ενθουσιασμός που είχε όταν πρώτο ήρθε σε αυτή τη χώρα και σε αυτή τη πόλη,δεν υπήρχε πλέον.
Όταν τελείωσε τις σπουδές της στη φωτογραφία, ένιωθε αγάπη για αυτό το τόπο,είχε αποφασίσει πως θα έμενε εκεί για πάντα.
Κάτι μέσα της όμως είχε αλλάξει πια,λίγο καιρό μετά το χωρισμό της από τον Μάθιου,είχε πάρει τη μεγάλη απόφαση να επιστρέψει στη πατρίδα και στην μικρή κωμόπολη που είχε μεγαλώσει και να ξανά ξεκινήσει τη ζωή της,σχεδόν από το μηδέν.
Μάζευε τα πράγματα της,όσο η φίλη της και συγκάτοικος της, η Σαμ,έκλαιγε δίπλα της.
"Σταμάτα να κλαίς Σαμ,δεν πεθαίνω,στη χώρα μου γυρίζω." Της έλεγε και τόσο εκείνη συνέχιζε να κλαίει.
"Ναι αλλά θα χαθούμε Ελ. Εγώ συνήθισα εφτά χρόνια τώρα τη παρουσία σου." Της αποκρίθηκε εκείνη και η Έλενα κάθησε δίπλα της στο κρεβάτι και της έπιασε τα χέρια.
"Θα χαθούμε μόνο όταν εμείς οι ίδιες το αφήσουμε Σάμι. Μη κλαίς και μου το κάνεις πιο δύσκολο."
Το κορίτσι ξάπλωσε στα πόδια της και η Έλενα της χάιδευε τα μαλλιά.
"Άλλωστε θα σε περιμένω στην Ελλάδα το καλοκαίρι. Θα έρθεις να σε πάω στη Μύκονο,που τόσο θέλεις να πας! Τι λες;" Της είπε και η Σάμι άρχισε να γελάει.
"Μυκονοοοοςςςς." Είπε και σηκώθηκε η μελαχρινή κοπέλα από το κρεβάτι και φύσηξε τη μύτη της.
"Έτσι σε θέλω. Έλα βοήθησε με όμως με τα τελευταία γιατί βλέπω να μην προλαβαίνω ούτε την αυριανή μου πτήση." Της δήλωσε και συνέχισε το συμμάζεμα.
Όταν έφυγε από την Ελλάδα στα δεκαοχτώ της,είχε φιλοδοξίες και αγάπη για τη φωτογραφία,τελείωσε τις σπουδές της με άριστα και εργάστηκε πολύ σκληρά για να επιβιώσει σε αυτή τη χώρα και τα κατάφερε. Είχε μαζέψει κάποια χρήματα και ήθελε να ξεκινήσει κάτι δικό της,όμως πλέον αυτή η χώρα της φαινόταν αφιλόξενη.
Έτσι ένα βράδυ,πήρε την απόφαση να γυρίσει πίσω,κάτι που έδωσε μεγάλη χαρά στους γονείς της,που είχαν πονέσει πολύ με την απόφαση της να παραμείνει και μετά τις σπουδές της στο εξωτερικό.
Μη στεναχωριέσαι για τίποτα,της δήλωσε ο πατέρας της,όταν τους ανακοίνωσε πως θα επέστρεφε οριστικά στην Ελλάδα, Θα σου ανοίξω το καλύτερο φωτογραφείο της περιοχής.
Η αλήθεια όμως ήταν πως δεν στεναχωριόταν για τη δουλειά. Ήξερε πως με το χαρακτήρα που διέθετε θα δίκτυονόταν και πάλι πίσω στον τόπο της και σιγά σιγά θα κατάφερνε να σταθεί στα πόδια της, αυτό που την πείραζε πιο πολύ ήταν που θα άφηνε τη παρέα της εδώ πίσω.
Αυτοί οι άνθρωποι είχαν γίνει η οικογένεια της όλα αυτά τα χρόνια που δεν είχε πατήσει το πόδι της στη χώρα της. Μέρα νύχτα περνούσε τις στιγμές της μαζί τους. Η Σάμι,μένανε μαζί από τη πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν στη σχολή,ο Τζέισον που τις έκανε κάθε μέρα να ξεκαρδιζονται στα γέλια με τα αστεία του,ακόμη και η κυρία Φάροου θα της έλειπε τώρα που θα γύριζε πίσω κι ας τις τρέλαινε η ενοχλητική γειτόνισσα με τις παρατηρήσεις της.
Ο Μάθιου όμως της είχε φερθεί σκάρτα,όχι εκείνος δεν θα της έλειπε. Ίσα ίσα εκείνος της έδωσε το λόγο να επιστρέψει εκεί που ανήκει,όταν μια μέρα αποφάσισε πως δεν μπορούσαν να είναι άλλο μαζί,λόγω της δουλειάς της και τον πολλών ωρών εργασίας.
Ένα σαββατοκύριακο έχω για να σε δω όπως θέλω και να σε χορτάσω της έλεγε και εσύ το περνάς φωτογραφίζοντας.
Ήταν απαιτητική με τη δουλειά της,όταν έκλεινε δουλειές,από γάμους μέχρι και επιδείξεις μόδας,αφιέρωνε όλο της το χρόνο εκεί,με σκοπό να ευχαριστήσει απόλυτα τους πελάτες της και να τους δώσει το καλύτερο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Εκείνος όμως δεν μπορούσε να τη καταλάβει,δεν μπορούσε να δει τα όνειρα και τις φιλοδοξίες της.
Το μεγαλύτερο όνειρο της ήταν να κάνει τη δική της έκθεση,με πορτρέτα ανθρώπων και συναισθημάτων.
Μέχρι και αυτό είχε αφήσει στην άκρη για να του κάνει το χατίρι,όμως εκείνου δεν του έφτανε,ήθελε να τα παρατήσει όλα και να κάνουν οικογένεια. Όμως η Έλενα δεν ήταν από τις γυναίκες που θα καθόταν στο σπίτι να μεγαλώνει παιδιά,οσο ο άντρας της θα δούλευε για να τους φροντίσει.Είχε αγάπη για τη δουλειά της, όπως και μεράκι και δεν θα τη παρατούσε για κανένα στον κόσμο.
Το βλέμμα της τράβηξε μια παλιά φωτογραφία που είχε πέσει από το αγαπημένο της βιβλίο,όταν πήγε να το βάλει στη κούτα.
Ήταν εκείνη με τον καλύτερο της φίλο στην Ελλάδα,τον Δημήτρη.
Βρίσκονταν σε ένα πάρτυ,ενός συμμαθητή τους και κρατούσαν από μια μπύρα στα χέρια αγκαλιασμένοι,ενώ έκαναν κερατάκια ο ένας στον άλλο πίσω από τις πλάτες τους χαμογελαστοί.
Είχε καιρό να τη δει εκείνη τη φωτογραφία,ο νους της ταξίδεψε σε εκείνο το βράδυ. Είχαν περάσει πολύ όμορφα και είχαν κάνει το πρώτο τους μεθύσι.
Ήταν πολύ δεμένοι φίλοι,όταν η Έλενα πήρε την απόφαση να σπουδάσει στο εξωτερικό,εκείνος είχε λυπηθεί πολύ.Τη μέρα που έφευγε από την Ελλάδα,τρόμαξαν οι γονείς τους να τους χωρίσουν,καθώς δεν άφηναν ο ένας την αγκαλιά του άλλου,με μάτια δακρυσμένα.
Οι γονείς τους ήταν χρόνια φίλοι,καθώς τα σπίτια τους ήταν αντίκρυ στην Ελλάδα και τα χώριζε μόνο ένας δρόμος,έτσι και εκείνα μεγάλωσαν μαζί, περνώντας τις περισσότερες ώρες της ημέρας παρέα.
Δεν ήταν απλώς φίλοι. Πρόσεχε ο ένας τον άλλο,σαν να ήταν αληθινά αδέρφια,κανένας δεν έμπαινε ανάμεσα τους και μοιραζόντουσαν τα πάντα μαζί.Μέχρι και με το βρακί κυκλοφορούσε μπροστά του η Έλενα τότε.
Τι να έκανε άραγε τώρα; Η σκέψη ήρθε ακάλεστη στο μυαλό της και άφησε τη φωτογραφία κάτω. Τον πρώτο καιρό είχαν συχνές επαφές,μιλούσαν σχεδόν κάθε μέρα στο τηλέφωνο και αντάλλαζαν τα νεα της ημέρας. Μέχρι και έκπληξη της είχε κάνει μια φορά και εμφανίστηκε στη σχολή της στο Λονδίνο και εκείνη έτρεξε και πήδηξε στην αγκαλιά του από τη χαρά της.
Του είχαν κάνει δώρο το ταξίδι οι γονείς του,γιατί είχε καταφέρει να κάνει το όνειρο του πραγματικότητα και ήταν πρωτοετής στη Ιατρική.
Με τον καιρό όμως είχαν αρχίσει να αραιώνουν τα τηλεφωνήματα,ο Δημήτρης με τα διαβάσματα δεν έβρισκε το χρόνο να πάει να τη βρεί,όμως και εκείνη είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της,χρυσή τη κάνανε οι γονείς της να έρχεται έστω τις γιορτές στην Ελλάδα,όμως δεν το έκανε ποτέ. Εφτά χρόνια είχε να πατήσει το πόδι της.
Όταν πληροφορήθηκε από τη μητέρα της πως εκείνος είχε κάνει σχέση πριν πέντε χρόνια με μια συμφοιτήτρια του ,δικαιολόγησε την απουσία του από τη ζωή της,μέχρι που κόπηκε τελείως.
Εκείνο την είχε πονέσει πολύ,είχε στεναχωρηθεί απεριόριστα το πρώτο καιρό,όμως μετά της έγινε συνήθεια η απουσία του,έτσι και αλλιώς τους χώριζαν πολλά χιλιόμετρα. Όμως δεν θα του συγχωρούσε ποτέ που δεν τήρησε την υπόσχεση του.
"Μη με ξεχάσεις..." Του είχε πει όταν ακούστηκε και η τελευταία ειδοποίηση για αναχώρηση της πτήσης εκείνη τη μέρα και άφησαν ο ένας την αγκαλιά του άλλου.
"Ποτέ..." Της είχε πει.
Μεγάλα λόγια το 'για πάντα' και το 'ποτέ'. Καλά έκανε η Έλενα και δεν τα πίστευε.
Τι ήθελε όμως και τα σκεφτόταν τώρα όλα αυτά; Λίγο η επιστροφή της,λίγο η φωτογραφία που ξέθαψε,της έφεραν αναμνήσεις καλά σκεπασμένες από το χρόνο.
Έχωσε τη φωτογραφία καλά μέσα στο βιβλίο και το έριξε μέσα στη κούτα βγάζοντας ένα βαθύ αναστεναγμό,κάνοντας τη φίλη της τη Σάμι να τη κοιτάξει,ενώ στεκόταν πιο κει και διπλωνε ρούχα.
"Τι λες Σάμι; Πάμε για φαγητό; Έχουμε όλη νύχτα μπροστά μας να τα ετοιμάσουμε όλα αυτά." Σηκώθηκε όρθια και άφησε τη κούτα παραδίπλα.
"Νόμιζα ότι δεν θα το προτείνεις ποτέ." Απάντησε ανακουφισμένη η φίλη της και γελώντας φόρεσαν τα παλτά τους.
"Θα σε πάω και για μια μπύρα στην παμπ. Το τελευταίο βράδυ μου εδω,θα το γιορτάσουμε Σαμ,δεν θα το πενθήσουμε στο κλάμα." Της δήλωσε και ξεκίνησαν για το εστιατόριο.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και βγήκε στο τσουχτερό κρύο του Λονδίνου. Άλλος ένας λόγος που χαιρόταν για την επιστροφή της στην Ελλάδα. Της είχε λείψει πια ο ήλιος και τα χρώματα,που σε τούτη εδώ τη χώρα τα έπαιρνε με λίγες δώσεις.
Σας ξεχνάει ο θεός,έλεγε στους Λονδρέζους φίλους της και εκείνοι γελούσαν.
Ελλάδα,Ελλαδιτσα μου,σου ρχομαι...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top