Κεφάλαιο 12
Όταν έφτασαν στο Πήλιο ήδη είχε αρχίσει να σουρουπώνει.
Μπήκαν μέσα στο αρχοντικό και αφού ταχτοποίησαν τα πράγματα τους,ο Δημήτρης πήρε λίγα ξύλα και άναψε το τζάκι.
Εκεί τους περίμενε στολισμένο ένα τραπέζι με σαμπάνια και διάφορα φρούτα. Γέμισε τα ποτήρια τους και κάθησαν αγκαλιασμένοι στη πολυθρόνα μπροστά από το αναμμένο τζάκι,κοιτώντας τις φλόγες σιωπηλοί.
Δεν τους ζέσταινε ωστόσο η φωτιά από το τζάκι,μα η θερμοκρασία των σωμάτων τους αγκαλιά.
"Ξέρεις τι σκέφτομαι εδώ και ώρα και δεν μπορώ να το βγάλω από το μυαλό μου;" Τον ρώτησε η Έλενα και εκείνος γύρισε και τη κοίταξε.
Το βλέμμα του ήταν μοιρολατρικό,δεν ήταν ένα απλό κοίταγμα.
Ένιωθε λατρεία για τη γυναίκα που έσφιγγε στην αγκαλιά του.
"Με τί βασανίζεις το μυαλό σου;" Τη ρώτησε και της χάιδεψε με το δάχτυλο τη μύτη.
"Αν κάναμε λάθος; Αν... Αν χαλάσαμε μια φιλία και όλο αυτό δεν μας οδηγήσει πουθενά;" Τον κοίταξε με μάτια βουρκωμένα.
"Δεν θέλω να σε χάσω ξανά Δημήτρη."
Του δήλωσε και τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο αγάπη,ενώ του χάιδεψε το πρόσωπο.
Εκείνος πήρε τα ποτήρια τους και τα άφησε δίπλα του στο τραπεζάκι.
Τη ξάπλωσε και τη φίλησε τρυφερά.
"Μην σκέφτεσαι τέτοια πράγματα. Εσύ και εγώ γεννηθήκαμε για να είμαστε μαζί..." Σηκώθηκε και έφυγε από κοντά της πηγαίνοντας να πάρει το κουτί που έκρυβε στη βαλίτσα του.
"Που πας;" Ρώτησε απορημένη εκείνη.
"Θα δεις..." Της είπε λίγο πιο δυνατά καθώς ήδη βρισκόταν στον πάνω όροφο.
Όταν επέστρεψε στο σαλόνι,έκρυβε τα χέρια του πίσω από τη πλάτη του.
Στο χώρο επικρατούσε σκοτάδι και το μόνο φως που υπήρχε,ήταν εκείνο που δημιουργούσε η φλόγα από το τζάκι.
Η Έλενα ανασηκώθηκε και εκείνος κάθησε μπροστά της με ένα μεγάλο χαμόγελο.
"Τι κρύβεις πίσω σου;" Τον ρώτησε ξανά ανήμπορη να κρύψει την αγωνία της.
Έβαλε μπροστά της το κουτί με τον φιόγκο και εκείνη τον κοίταξε χαμογελαστή και περίεργη ταυτόχρονα.
"Για σένα..." Της είπε και το έβαλε στα χέρια της.
"Τι είναι αυτό;"
"Άνοιξε το..." Τη πρόσταξε τρυφερά.
Εκείνη υπάκουσε και τράβηξε το φιόγκο χωρίς να παίρνει τα μάτια της από πάνω του.
Άνοιξε το κουτί και του χαμογέλασε πλατιά.
"Δημήτρη...σ ευχαριστώ... Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό."
"Σσσσ,κοίταξε το..." Της είπε και πάτησε το μηχανισμό για να ανοίξει ελαφρά η κρυφή επιγραφή.
Το σήκωσε προσεκτικά με απορία και διάβασε πάνω το σκαλισμένο μήνυμα,με καλλιγραφικά γράμματα.
"Για να σε συναντήσω..." Και από κάτω στη μέση ακριβώς ένα "Δ".
Τον κοίταξε βουρκωμένη και ήδη ένα δάκρυ είχε προλάβει να ξεφύγει από τα μάτια της.
"Για να μετράς τις ώρες μέχρι να γίνεις δική μου... Μόνο δική μου!" Της είπε τρυφερά και εκείνη με μια απότομη κίνηση έπεσε στην αγκαλιά του.
"Σ αγαπώ τόσο πολύ και πρώτη φορά νιώθω τόσο διαφορετικά για σένα,συγνώμη που αμφέβαλλα για εμάς..." Του είπε νιώθοντας τη καρδιά της να ξεχυλίζει από ευτυχία.
Εκείνος ήξερε,ήξερε πως ήταν το αγαπημένο της τραγούδι...
Πόσο τους ταίριαζε αυτό το τραγούδι...
Όλα ένιωθε πως έτρεχαν γύρω της,όλα πήγαιναν με τόσο γρήγορο ρυθμό,που όμως δεν την ένοιαζε...
Είχαν χάσει ήδη αρκετό χρόνο για να την ενδιαφέρει. Αν για κάτι δεν μπορούσε να αμφιβάλλει ήταν σίγουρα για την αγάπη του...
Είχαν πολύ πριν αγαπήσει ο ένας τον άλλο.
Πολύ πριν τα κορμιά τους ενωθούν,πολύ πριν ο έρωτας τους χτυπήσει αλύπητα...
Εκείνο το βράδυ της έκανε έρωτα,έρωτα βγαλμένο από παραμύθια που έχουν μόνο ευτυχισμένο τέλος.
Τα κορμιά τους ενώθηκαν με τρόπο μαγικό,με ξόρκι που δεν θα μπορούσε να λυθεί ποτέ.
Η χημεία των σωμάτων τους ήταν ανεπανάληπτη, δίνοντας στη ψυχή τους το φάρμακο που ζητούσε... Τη λύτρωση.
Την επόμενη ημέρα ξεκίνησαν νωρίς τη βόλτα τους στα γραφικά σοκάκια του Πηλίου καταλήγοντας στο σπίτι των Κενταύρων,τα μαγικά περάσματα του βουνού του Πηλίου,που είχαν βαφτεί στα πιο όμορφα Φθινοπωρινά χρώματα.
"Το ξέρεις πως υπάρχουν τρεις αρχαίοι μύθοι για αυτό το βουνό;"
Τη ρώτησε ανασηκώνοντας το φρύδι του.
"Όχι,τι μύθοι;" Τον ρώτησε περίεργη εκείνη.
"Χμμμ θα σου πω τον αγαπημένο μου. Έχει να κάνει με τον Πηλέα,ο οποίος έδωσε και το όνομα του στο Πήλιο."
Τη τράβηξε πιο πέρα να καθήσουν και τη πήρε στην αγκαλιά του.
"Υπήρχε ένας χρησμός που έλεγε πως ο γιος της θαλάσσιας θεότητας,της Θέτιδας θα γινόταν πιο δυνατότερος από τον πατέρα του,τον γυναίκα Δία,και εκείνος σαν το έμαθε φοβισμένος αποφάσισε να τη παντρέψει με ένα θνητό,τον Πηλεα.
Έτσι ο Πηλέας αφού τον μαθήτευσε καλά ο Πρωτέας,παραμόνευε σε μια θαλασσοσπηλιά και όταν την είδε την άρπαξε σφιχτά. Εκείνη για να του ξεφύγει,μεταμορφώθηκε σε Λιοντάρι, φωτιά, φίδι και στο τέλος σε σουπιά πετώντας του όλο το μελάνι της."
Έκανε μια παύση και της χαμογέλασε.
"Και εκείνος τι έπαθε;" Τον ρώτησε σαν μικρό παιδί.
"Τίποτα,συνέχιζε να τη κρατά σφιχτά μέχρι που εκείνη δεν άντεξε και του παραδώθηκε. Ο γάμος τους έγινε εδώ στο Πήλιο,στη σπηλιά του Κενταύρου Χείρωνα,παρουσία όλων τον θεών εκτός της θεάς ίριδας που ήταν ολίγον καυγατζού.
Αυτή τσατισμένη που δεν την κάλεσαν,θέλησε να εκδικηθεί και έριξε μέσα στους καλεσμένους ένα χρυσό μήλο που είχε την επιγραφή "τη καλλίστη" δηλαδή στην ομορφότερη."
"Και τι εκδίκηση ήταν αυτή;" Τον διέκοψε απογοητευμένη.
"Θα δεις. Αφού είδαν το μήλο οπως ήταν αναμενόμενο η Ήρα η Αθήνα και η Αφροδίτη άρχισαν να μαλώνουν σε ποια ανήκει,έβαλαν τον Δία να διαλέξει,αλλά εκείνος δεν ήθελε να μπλέξει με τις τρελές και έβαλε κριτή τον Πάρη. Η Ήρα του έταξε εξουσία και πλούτη,η Αθήνα αρετή και σοφία,όμως η Αφροδίτη του πρόσφερε έρωτα,τον έρωτα της ωραίας Ελένης,της ωραιότερης γυναίκας πάνω στη γη." Τη φίλησε και της χαμογέλασε.
"Δηλαδή έτσι ξεκίνησε ο Τροικός πόλεμος;" Συνειδητοποίησε με ορθάνοιχτα μάτια,λες και ανακάλυψε τον κόσμο.
"Ναι μωρό μου,έτσι ξεκίνησε,αυτό το αρχέγονο συναίσθημα που υπάρχει εις τους αιώνας των αιώνων,άξιζε και αξίζει κάθε πόλεμο." Της απάντησε και τη φίλησε στα χείλη,ενώ εκείνη βάθυνε το φιλί τους.
Πάντα τον θαύμαζε για τις γνώσεις του. Ήταν πολύ καλός στην ιστορία,μα πιο πολύ, πάντα εκείνος τρελαινόταν για την μυθολογία.
"Άραγε η Θέτιδα να κατάφερε να αγαπήσει τον Πηλέα που την άρπαξε με τέτοιο τρόπο;" Ρώτησε αφού ξεκόλλησε τα χείλη της απο τα δικά του.
"Πάντως ο γιος τους ήταν ο Αχιλλέας,ναι ο γνωστός με την τρωτή πτέρνα..." Της είπε και γέλασε δυνατά προλαβαίνοντας την επόμενη ερώτηση της.
"Δημήτρη με έχεις ταξιδέψει τόσο πολύ... Που τα θυμάσαι όλα αυτά απορώ,πάντα απορούσα..." Του είπε και σηκώθηκε όρθια.
Άνοιξε τα χέρια της και πήρε μια βαθιά ανάσα.
" Θέλω να μείνω εδώ για πάντα,παρέα με τους Κενταύρους και εσένα."
Του είπε και έκανε μια σβούρα.
"Οι κένταυροι δεν θα ήταν και τόσο καλή παρέα χαζούλα... Σε αντίθεση με εμένα βέβαια..." Σηκωθηκε και πήγε κοντά της,τη σήκωσε στον αέρα και την γύρισε μια σβούρα και εκείνος.
Τα γέλια της αντήχησαν ως τη κορυφή του βουνού που σχεδόν ένιωθε τον καλπασμό τον Κενταύρων.
"Πάμε να ανάψουμε ένα κεράκι,θέλω τόσο πολύ να προσευχηθώ!" Του δήλωσε με ανυπομονησία.
"Χμμμ και ξέρω που θα σε πάω... Θα πάμε στις Μηλιές,εκεί είναι ο ναός των Ταξιαρχών που ανακαινίστηκε στα 1700..."
Συνέχισε την αναλυτική του ξενάγηση και αγκαλιασμένοι έφυγαν για τις Μηλιές.
Εκείνη ρουφούσε αχόρταγα τις γνώσεις του και τον γλαφυρό τρόπο που της μιλούσε,ενώ εκείνος απολάμβανε να της μαθαίνει πράγματα και εκείνη να τον κοιτάζει με λατρεία,όπως και τότε που ήταν παιδιά...
Γιατί όσο και να αλλάζουν οι καταστάσεις,κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top