⚫️Κεφαλαιο 8

- Λυδια;

- Λυδια; Με πήρες τηλέφωνο;

- Ναι... Ναι, Δημήτρη, σε πηρα.
Απαντησα απο την άλλη γραμμή.

- Εισαι καλα; Τι έγινε, γιατι κλαις;
Ρώτησε τρομαγμένος.

- Συγνωμη που σε πηρα. Απλά... Δεν εχω κανεναν αυτη την στιγμή.
Απαντησα και εκείνος αδιαφόρησε για αυτα που ελεγα.

- Έρχομαι σπίτι σου.
Απάντησε και εγω χαμογέλασα μεσα στα δάκρυα.

- Δεν... Δεν εχεις φύγει για Αγγλία;

- Οχι. Η πτήση ακυρώθηκε. Θα ειμαι εκει σε λιγο.
Απάντησε και έκλεισε το τηλέφωνο βιαστικά.

Θα μπορούσα να επιλέξω ενα τροπο και να το κανω τωρα. Θα αυτοκτονούσα και θα με έβρισκε ο Δημητρης. Θα του ράγιζε την καρδιά αλλα τουλάχιστον ο πρώτος που θα με έβλεπε νεκρή θα ηταν κάποιος που νοιάζεται.

Ομως ήμουν πολυ αδύναμη. Δεν μπορούσα ουτε να σηκωθώ απο το κρεβάτι και με δυσκολία έβλεπα.

Ο δημοσιογράφος ειχε φύγει πριν απο λιγο και κανεις δεν ειχε τολμήσει να ρωτήσει τι έγινε. Ουτε ο Χρηστος δεν πλησίασε το δωματιο μου.

Άκουσα το κουδούνι και έτρεξα στις σκάλες για να ανοίξω. Κανένας δεν ηταν στο σαλόνι και μόλις ειδα τον Δημήτρη, τον τράβηξα απο το χέρι, πάνω στο δωματιο μου.

Με κοιτούσε με ενα τρομοκρατημένο και ανήσυχο βλέμμα αλλά με ακολούθησε σιωπηλός μέχρι το δωμάτιο μου.

- θα μου πείς τι συμβαίνει;
Ρώτησε μόλις έκλεισα την πόρτα.

Δεν μίλησα.

Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε ξανά στα πρησμένα, κόκκινα μάτια μου.

Θαρρείς πως του όρμησα, κολλώντας τα χείλη μου στα δικά του. Τον φιλούσα σαν να μην υπάρχει αύριο και έπειτα έθαψα τον εαυτό μου στην αγκαλιά του.

- Μπορεις να μου μιλήσεις όποτε θέλεις.
Ειπε και με βοήθησε να ξαπλώσουμε στο κρεβάτι μου.

Με κράτησε στην αγκαλιά του μέχρι που η καρδιά του ηρέμησε την δίκη μου και μεχρι που με πήρε ο ύπνος.

- Σ'αγαπάω, να το ξέρεις.
Ηταν το τελευταίο που άκουσα πριν κλείσω τα μάτια μου.

~~~

Ξύπνησα λίγες ώρες πιο μετά και εκείνος καθόταν δίπλα μου και χάιδευε τα μαλλιά μου.

- Με πήρε ο ύπνος... Συγνώμη.
Είπα και εκείνος χαμογέλασε.

- Μην ζητάς συγνώμη. Το χρειαζόσουν.
Απάντησε και μου έδωσε ενα γλυκό φιλί στο μάγουλο.

- Να φανταστώ... Θες να σου πω τι έγινε ε;
Ρώτησα και εκείνος έγνεψε καταφατικά.

- Μόνο αν το θες και εσυ.
Απάντησε και εγω ανακάθησα στο κρεβάτι.

- Σήμερα ήρθε ένας δημοσιογράφος για μια συνέντευξη.
Είπα και εκείνος δεν μίλησε.

Ειχε τα αυτιά του ανοιχτά και ήξερα οτι ηταν εδω για να με ακούσει.

- Άρχισε να ρωτάει πιο πολυ για τις επιπτώσεις της ζωής του πατέρα μου στην δική μου αλλα μετα...

Εκανα μια παύση.

- Άρχισε να ρωτάει για... Ξερεις. Του εξήγησα πως έχουν τα πράγματα και μετα άρχισε να με βομβαρδίζει με ερωτήσεις και δικά του συμπεράσματα. Ειπε οτι ισως ζηλεύω για την προσοχή που έδειξε ο πατέρας μου και σε αλλες κακοποιημένες γυναίκες εκτός απο μένα και οτι ειμαι λεει κακομαθημένη.
Συνέχισα και τον κοίταξα.

Ηταν νευριασμένος. Λογικό, αυτα που άκουγε ηταν εξωφρενικά.

- Δεν μπόρεσα να του απαντήσω. Οι αναμνήσεις γέμισαν το μυαλό μου και έφυγα κλαίγοντας. Σαν ενα μικρό χαζοκόριτσο.
Τελείωσα θυμωμένη με τον εαυτό μου.

- Μην το λες αυτο. Αυτός ο μαλακας ηθελε απλώς να σε νευριάσει, να σε κανει να ξεσπάσεις για να του δώσεις κατι καλο για να γραψει.

- Ναι αλλα εγω του έδωσα.

- Και ποιος χέστηκε ρε Λυδια; Ας γραψει οτι θέλει. Εσυ ξερεις την αλήθεια και απο οτι εγω ξερω, δεν σε νοιάζει και πολυ η καμπάνια του πατέρα σου.
Απάντησε.

- Για αυτο σου λεω. Να παει να γαμηθει. Δεν ξερει τιποτα για την ζωη σου και τα συμπεράσματα που έβγαλε ειναι λόγια του αέρα.
Συνέχισε και ήρθε πιο κοντα μου.

Τον κοίταζα βουρκωμένη. ΞΑΝΑ.

Ήμουν αποφασισμένη να σταματήσω, ομως, να μυξοκλαίω. Ετσι κούνησα το κεφάλι μου διώχνοντας τα δάκρυα και κόλλησα τα μάτια μου στο όμορφο πρόσωπο του.

- Οι άνθρωποι θα λενε οτι θέλουν. Το ξερεις. Όσοι ομως σε αγαπάνε, σε ξέρουν. Και εγω σε αγαπω πιο πολυ απο οτι μπορείς να φανταστείς.
Ειπε και μου χαμογέλασε παίρνοντας στα χέρια του το πρόσωπο μου.

Με έφερε πιο κοντά και χωρίς καμία βιασύνη ακούμπησε τα χείλη του στα δικά μου.

Άρχισε να με φιλάει όσο πιο απαλά και γλυκά μπορούσε. Τα μάτια του ηταν κλειστά και η ανάσα του καθησυχαστική.

Ένιωθα οτι είχα ενα στήριγμα και για λιγο ξέχασα την λίστα μου και δεν με ένοιαζε κάν που ηταν.

Κάποιος χτύπησε την πόρτα τρομάζοντας εμένα και τον Δημήτρη.

Απομακρύνθηκα λιγο και κοίταξα, ακόμα ξαπλωμένη, προς την πόρτα.

- Παρακαλω;
Ρώτησα και ο αδελφός μου άνοιξε την πόρτα.

- Ω! Συγνώμη δεν ήξερα οτι είχες παρέα.
Ειπε και κοίταξε με ενα δολοφονικό βλέμμα τον Δημήτρη.

- Μην ανησυχείς. Ολα καλα.
Απαντησα και του χαμογέλασα.

- Χρήστο, ο Δημητρης το αγόρι μου. Δημήτρη, ο Χρήστος ο αδελφός μου.
Τους σύστησα και ο Δημητρης σηκώθηκε όρθιος.

- Χαιρομαι που σε γνωρίζω.
Ειπε και έσφιξε το χέρι του Χρήστου.

- Και εγω.
Απάντησε εκείνος και φάνηκε ικανοποιημένος.

- Θα ερθω μετα λοιπον. Σας αφήνω μόνους.
Ειπε ο Χρηστος και έφυγε, κλείνοντας την πόρτα πισω του.

- Συγνώμη για αυτο. Ειναι υπερπροστατευτικός κάποιες ώρες.
Χαμογέλασα.

- Μην σε νοιάζει. Ούτε εγω θα άφηνα κάποιον να σε πειράξει. Τον καταλαβαίνω.
Απάντησε και κάθισε διπλα μου.

- Λοιπόν ξέρεις τι; Πρέπει να βγεις απο εδω μέσα.
Σχολίασε και τον κοίταξα παραξενεμενη;

- Και να παω που;

- Θα δεις.
Ειπε και σηκώθηκε όρθιος τραβώντας και εμένα.

- Δημήτρη... Άσε με...!
Παρακάλεσα αλλα εκείνος δεν άκουγε.

- Θα πας να κάνεις ενα μπάνιο να χαλαρώσεις και μετά βλέπουμε.
Ειπε και με έσπρωξε ελαφρά.

Μουρμούρισα κατι ασυναρτησίες και τελικά κλείστηκα στο μπανιο.

Έβγαλα τα ρούχα και πάτησα στην μπανιέρα. Άνοιξα το νερο και το άφησα να κυλήσει πάνω μου.

Τα μάτια μου άνοιξαν για τα καλα και το μυαλό μου καθάρισε. Δεν χρησιμοποίησα καθολου ζεστό νερο. Άφησα το κρύο να κανει την δουλεια του θελωντας να μουδιάσω ολόκληρη, μήπως μπορούσε να μουδιάσει και το μυαλό μου.

Ηταν εξαιρετικά αναζωογονητικό αλλα συνέχιζα να μην θελω να παω πουθενά.

Βγήκα απο την μπανιέρα και τυλίχτηκα με μια πετσέτα. Κοίταξα τριγύρω και ναι, δεν είχα πάρει ουτε ρούχα ουτε τίποτα.

Άνοιξα την πόρτα του μπάνιου και με γρήγορα βήματα απέφυγα τον Δημήτρη, ξαπλωνοντας στο κρεβάτι μου.

- Δεν θα γλυτώσεις.
Γέλασε και μου έπιασε τα πόδια.

Με τράβηξε κοντα και έβγαλε την πετσέτα απο το γυμνό μου σώμα.

- Δεν θελωω...
Παραπονέθηκα και εκείνος χαμογέλασε.

Με έντυσε λοιπον σαν κανονικό παιδάκι. Στην αρχή μου φόρεσε τα εσώρουχα μου, τέλος ενα γαλάζιο φόρεμα ενώ καθε τόσο πλησίαζε και μου έδινε ενα πεταχτό φιλί στα χείλη.

- Ουτε πριγκίπισσα να ήμουν.
Χαμογέλασα πλατιά.

- Εισαι η πριγκίπισσα μου όμως.
Ειπε και με φίλησε ξανα.

Φόρεσα ενα ζευγάρι πέδιλα που ειχε πιο διπλα και πηρα το κινητο στα χέρια μου.

- Παμε.
Ειπε και ζήτησε το χέρι μου με το δικό του.

Του το έδωσα πρόθυμα αλλα τον κοίταξα ξανα στα μάτια.

- Μήπως να μην πηγαίναμε;
Ρώτησα και εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

- Είσαι τρελή; Σιγα μην αφήσω τέτοια όμορφη παρουσία Σάββατο βραδυ στο σπίτι της, να κλαίει για έναν ηλίθιο δημοσιογράφο.
Απάντησε και μου έδωσε ενα πονηρό φιλί στο μάγουλο.

Φύγαμε απο το σπίτι χωρίς να μας καταλάβει κανείς.

Ήθελα να του ζητήσω κατι οπότε ήμουν χαρούμενη που θα περνούσαμε λιγο χρόνο μαζί και ας μην ήθελα να αντικρίσω τον κόσμο.

Είχα εκείνον και μόνο αυτό με ένοιαζε.

Don't forget about me. Even when I doubt you I'm no good without you.

~Doubt~
~Twenty one pilots~

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top